«Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός» – Στρατής Τσίρκας, Φούγκα
«Ο βλάχος ήταν πιο στεγνός, δεν είχε αυτό το χαμόγελο. Ήταν ψαρομάλλης, τσαγκός, φωνακλάς και βλάσφημος. Μια ρομφαία. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ψηλός, με στήθος λίγο σκαμμένο. Μ’ έναν αέρα λύπησης κι αγρύπνιας στο πρόσωπο. Αν δε φας θαλασσινά στου βλάχου δεν ξέρεις τι θα πει Θεσσαλονίκη…»
O λογοτέχνης – συγγραφέας Στρατής Τσίρκας (Γιάννης Xατζηανδρέας το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο Κάιρο στις 23 του Ιούλη 1911, και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Γενάρη 1980 στην Αθήνα.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1927. Υπήρξε από τους πιο άξιους και σημαντικούς εκπροσώπους των Γραμμάτων, με συμβολή στην Αντίσταση και στον αγώνα κατά του φασισμού. Πολυταξιδεμένος και με πλούσια πολιτισμική εμπειρία, έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες (σημείο αναφοράς για τους νεότερους μελετητές το έργο του για τον Καβάφη) και μεταφράσεις. Από τα πιο γνωστά έργα του τα μυθιστορήματα «Ακυβέρνητες πολιτείες» (βραβείο καλύτερου ξένου βιβλίου – 1972) και «Χαμένη άνοιξη».
Το διήγημα που παρουσιάζουμε, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης».
***
Φούγκα
Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός
B. YEATS, Ταξίδι στο Βυζάντιο
(Μετάφραση Γ. Σεφέρη)
Η μπόρα ξέσπασε ξαφνικά. Έπιασε ρίχνοντας χοντρές, κατακόρυφες στάλες· μονομιάς μια βρόχινη κουρτίνα θόλωσε τη θέα στ’ αντικρινό πεζοδρόμι· το κατάστρωμα γέμισε χοχλακιστά νερά και πάνω στο πλακόστρωτο κροτούσε κάτι σαν άταχτο ποδοβολητό από πεταλωμένες αρβύλες.
Χτες, στο αεροδρόμιο, ένας ταξιτζής είχε πει κοιτάζοντας τον ουρανό: Τον κερατά! Κάθε μεσημέρι, στις δύο, ανοίγει και ρίχνει. Αλλόκοτο καλοκαίρι! Μα σήμερα η μπόρα ήρθε πιο νωρίς.
Ο ξένος, κάπου σε μια πάροδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου θυμόταν πως βρίσκεται η ταβέρνα του βλάχου. Χωμένη ανάμεσα σε μαγαζιά, πρακτορεία μεταφορών και σιδεράδικα. Ήταν ένας πάγκος με τυριά κ’ ελιές, στα ράφια σκονίζονταν λίγα μπουκάλια και μερικές κονσέρβες. Στο πίσω μαγαζί, τοίχοι στρωμένοι με βούρλα, κι ολοτρόγυρά τους σκαμνιά και τραπεζάκια κοντοπόδαρα. Στο ταβάνι κρεμόταν τεντωμένο ένα δίχτυ κάνοντας στη μέση κοιλιά, και πάνω του, σαν αστερισμοί στο χάρτη του Σύμπαντος, ήταν γαντζωμένα φαναράκια, κολοκύθες, φλασκιά, κοχύλια και μάσκες. Εφημερίδες κομμένες σε μικρά τετράγωνα και περασμένες ματσάκι με σπάγγο κρέμονταν πίσω απ’ τα ψάθινα σκαμνιά για να σκουπίζουν οι πελάτες τα δάχτυλά τους. Την άλλη φορά, ήταν φθινόπωρο· σ’ ένα απ’ αυτά τα χαρτιά ο ξένος είχε βρει τη φωτογραφία της Ειρήνης Παπά: Στα μάτια, στους κροτάφους της μια άγρια μοναξιά. Την ίσιωσε με την παλάμη πάνω στο γόνατό του και την έβαλε στο πορτοφόλι.
Μπήκε για να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή, να φάει κάτι όσο να περάσει η μπόρα, μπουρίνι έδειχνε μάλλον. Ένας γέρος με κάτασπρα μαλλιά, σκυμμένος, καθάριζε γαρίδες.
– Είδες που σε βρήκα, είπε ο ξένος κι ας έβλεπε πως αυτός δεν ήταν ο βλάχος.
Ο βλάχος ήταν πιο στεγνός, δεν είχε αυτό το χαμόγελο. Ήταν ψαρομάλλης, τσαγκός, φωνακλάς και βλάσφημος. Μια ρομφαία. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ψηλός, με στήθος λίγο σκαμμένο. Μ’ έναν αέρα λύπησης κι αγρύπνιας στο πρόσωπο. Αν δε φας θαλασσινά στου βλάχου δεν ξέρεις τι θα πει Θεσσαλονίκη.
Στο πέρασμα, καθισμένη πίσω απ’ το ταμείο στα σκοτεινά, το ίδιο ακίνητη όπως και πριν από μήνες, τ’ αφεντικό: ξανθά μαλλιά, κόκκινα μάγουλα, κι άσπρη μεταξωτή κορδέλα στο κούτελο. Παρακολουθεί μια τον πάγκο και μια τα τραπεζάκια χωρίς να το δείχνει. Ασάλευτη, σαν πελώρια γοργόνα. Ένα ξόανο.
Ο γέρος φέρνει γαρίδες, ντοματοσαλάτα, κυδώνια.
– Πενηντάρι;
– Γυαλάκι.
– Μπουτάρη;
– Οπωσδήποτε.
Όταν ήρθε το ούζο:
– Είναι πολύ, λέει ο ξένος. Θα μου κάνεις συντροφιά;
– Ε, κάτι θα γίνει, αποκρίνεται ο γέρος και ξαναπιάνει να καθαρίζει γαρίδες.
Ο ξένος κατεβάζει το πρώτο, ξεροσφύρι.
Μαρία. Όταν είπες θα χωρίσουμε, στην Αθήνα, ήταν φθινόπωρο· πλατεία Συντάγματος, πριν από τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος ήρθε τ’ απάνω κάτω. Η πορτοκαλάδα κι ο καφές, ο δίσκος, το γκαρσόνι, ο τροχαίος με το κράνος, τ’ αυτοκίνητα, οι διαβάτες, τα τραπεζάκια, η Βουλή. Τετραετής αναστολή. Με αναστολές ζει ο άνθρωπος.
Ο ουρανός ρίχνει με το τουλούμι. Τώρα οι στάλες πάνω στις καλντεριμένιες πλάκες κάνουν σαν πλήκτρα γραφομηχανής· το νερό τρέχει ξυστά στο πεζοδρόμι· φωνές και πειράγματα κάτι σωφερέων έξω απ’ το μαγαζί.
– Για δες νερό, λέει το ξόανο. Από πού έρχεται; Μην έχουμε ποτάμια;
Καμιά απόκριση. Τα ποτάμια ξεχειλίζουν, οι σπορές χάνονται, στο Βισκόνσιν ή στη Μακεδονία, οι άνθρωποι φοβούνται το ίδιο. Πνίγομαι, φώναζε προχτές ο ξένος στη φίλη της Μαρίας, πάλι στην πλατεία Συντάγματος. Θα φύγω σ’ άλλη πόλη!
Η φίλη πίνει αργά τη λεμονάδα της και προσπαθεί να τον λογικέψει.
– Γιατί της φέρνεσαι σκληρά; Δες εκείνη είναι πάντα τρυφερή μαζί σου. Τίποτα δεν άλλαξε.
Τίποτα. Μόνο αυτό, το ασήκωτο.
– Δεν μπορώ, της λέει. Δεν είμαι από πέτρα.
Τίποτα. Μόνο αυτό: Χωρίσανε. Αλλά να βλέπονται. Μια φορά τη βδομάδα, μπορεί και δυό.
– Αφήστε με μονάχο να γλείφω τις πληγές μου. Δεν μπορώ να τη βλέπω, προσιτή και απρόσιτη. Τα χέρια μου όλο κινούν να της χαϊδέψουν τα μαλλιά, τα μάγουλα. Τ’ όνομά της, η φωνή της μ’ αρρωσταίνουν. Πέφτω σ’ ένα πηγάδι και πνίγομαι. Μόνο μακριά της ησυχάζω. Αφήστε με μονάχο, ίσως γιατρευτώ.
– Καλά, αυτό τελείωσε. Μα έχει πάντα την ανάγκη σου. Να σε βλέπει. Εσύ είσαι πιο δυνατός. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις αυτό;
Ποιο τέλειωσε; Φίλοι μου, αχ φίλοι μου, καταλάβετε!
Το γυαλάκι πήγε στο μισό. Ο ξένος φτύνει στο πάτωμα μια γαρίδα· η γεύση της ήταν ύποπτη. Αμέσως η γάτα τρέχει και την τρώει. Πίσω έρχεται νιαουρίζοντας το γατάκι της.
– Γέρο, πού είναι ο βλάχος;
– Σουτ! γνέφει ο άλλος. Μίλα σιγά.
– Μίλα σιγά, έλεγε η φίλη στην πλατεία Συντάγματος. Κομμάτι να το σκεφτείς θα δεις ότι τίποτα δεν άλλαξε.
– Τίποτα. Μόνο αυτό. Άλλος χαϊδεύει τα μαλλιά της, άλλος φυλάει τα χείλια της.
– Μα πρέπει να το καταλάβεις. Αυτά συμβαίνουν. Έλα στη θέση της.
– Γιατί τώρα; Πού έφταιξα, τι έκανα;
– Τίποτα. Μόνο που δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Εκείνη δεν άλλαξε. Βλέπεις πώς σου φέρνεται.
Τίποτα δεν άλλαξε, μόνο αυτό. Δηλαδή το παν. Εκείνος, τις νύχτες δεν κοιμάται. Εκείνη όμως, η Μαρία, όσο πάει κι ομορφαίνει.
– Να μη τη βλέπω, να μη την ακούω, μήτε τ’ όνομά της. Δεν είμαι από πέτρα.
– Πάει ο βλάχος, του σφυρίζει ο γέρος. Κρεμάστηκε.
– Γιατί, γιατί;
Ήταν ένας λεβέντης. Μακεδόνας, ζωντανός άνθρωπος. Θα τον βρήκαν σα μαύρη λαμπάδα κρεμασμένη απ’ το φυτίλι της. Ο γέρος δείχνει με το κεφάλι πίσω, το ξόανο, αλλά κοχεύει και το γυαλάκι που άδειασε. Ο ξένος δεν τον κέρασε μια γουλιά.
– Η λεγάμενη, λέει ο γέρος. Δεν τον ήθελε πια.
– Γιατί;
– Ε, νέα είναι. Θέλει να φτιάξει φαμελιά.
– Και τον έρωτα; μισοτελειωμένος αντάρτης με δώδεκα σφαίρες στο κορμί, αλλά ζεστός…Αυτό δεν το λογαριάζετε;
– Έτσι είναι η ζωή, λέει ο γέρος. Γυναίκα, αδύνατο πλάσμα. Θέλει προστασία, κατάλαβες; Είναι στ’ αρραβωνιάσματα μ’ ένα σωφέρη από τη Δράμα. Σ’ αυτόν θα πάει το μαγαζί.
Κι ο βλάχος; Α ο βλάχος…Πώς τα κατέβαζε τα γυαλάκια την άλλη φορά. Τώρα μηδέν.
– Για δες νερό, λέει το ξόανο. Μην έχουμε πάλι ποτάμια;
Η ζωή σέρνει χώματα, φανερώνει τάφους, καύκαλα. Μαρία, καίομαι! Το μέλλον, η ασφάλεια, το σπίτι, ο κόσμος. Ο βλάχος, αυτός μόνο κατάλαβε. Τέσσερα χρόνια μπαξίσι. Σπολλάτη, Μαρία!
Το ξόανο χτυπά την άκρη του μολυβιού της πάνω στο μάρμαρο. Ο γέρος σηκώνεται, σκουπίζει τα χέρια πάνω σ’ ένα βρεγμένο κουρέλι και στέκεται μπρος της. Κάτι μουρμουρίζουν. Η γυναίκα κοιτάζει πέρα μ’ ασάλευτα μάτια και ψιλαίνει τα χείλια της στυφά.
Η βροχή έκοψε. Στην ταβέρνα μπαίνουν τρεις άντρες μουσκεμένοι, τετράγωνοι. Φαίνονται σωφερέοι. Το ξόανο κοιτάζει πέρα, ασάλευτο.
– Πόσα χρωστώ, ρωτάει ο ξένος.
– Τίποτα, λέει, ο γέρος που ξανασηκώθηκε. Σε κέρασε η κυρά· μνημόσυνο. Κ’ εγώ, ξέρεις, είμαι ο πατέρας του.
– Ζωή σε λόγου σου, μπάρμπα. Ήταν ωραίος άνθρωπος.
– Είχε την ηλικία σου, λέει ο γέρος.
– Ήταν ωραίος άνθρωπος.
– Δε λέω. Αλλά μυαλό γιοκ.
– Κι αυτή, τον λυπήθηκε;
Ο γέρος κοιτάζει λοξά:
– Της λείπει. Αλλά τι να κάνει; Νέα γυναίκα, ήθελε φαμελιά. Αν τον λυπήθηκε λέει; Αμ γιατί με πήρε θαρρείς; Πήγε ο ευλογημένος κ’ έφαε το κεφάλι του για…Άσε, να μη τα σκαλίζουμε.
Η βροχή σταμάτησε μα ο ήλιος δεν έβγαινε. Στο βρεγμένο πλακόστρωτο της οδού Αριστοτέλους κατρεφτιζόταν εδώ κι εκεί ο σκεπασμένος ουρανός. ο ξένος στάθηκε μπρος σε μια βιτρίνα· η αντανάκλαση του δρόμου πάνω στο τζάμι της την έκανε να θυμίζει σκοτεινό ενυδρείο. Πίσω από το τζάμι, πάνω από μια γαλάζια, όμορφα τσαλακωμένη σάρπα και δυο γιορντάνια από σφυρήλατο χαλκό, κρεμόταν ένα αντικείμενο που ήταν παιχνίδι, επιστημονικό όργανο κ’ έργο τέχνης μαζί.
Κρατημένο από αόρατη κλωστή αιωρούνταν οριζόντια ένα καλαμένιο βεργάκι, σα φάλαγγα ζυγαριάς. Απ’ την αριστερή του άκρη κρεμόταν πάλι με κλωστή μια πιο μικρή φάλαγγα με κλωστές, μόνο που στη θέση κάθε πλάστιγγας αρμένιζε ένα μικρούτσικο ψαροκάικο φτιαγμένο από μισό καρυδότσουφλο και με φλόκο από γυαλιστερό χαρτί· τα ψαροκάικα ισορροπούσαν μ’ όλο που η κλωστή του αριστερού ήταν δυό φορές πιο μεγάλη από τ’ αντικρινού. Από την άλλη άκρη της πρώτης φάλαγγας κρεμόταν πάλι μια πιο μικρή, μ’ ένα ψαροκάικο στη θέση της αριστερής πλάστιγγας, ενώ στη θέση της δεξιάς ήταν μια Τρίτη φάλαγγα, που απ’ τα δεξιά της κρεμόταν ένα, το τέταρτο ψαροκάικο, κι απ’ τα αριστερά της, κρατημένο με μια κλωστή που κατέβαινε βαθιά πιο βαθιά κι απ’ όλα τα ψαροκάικα, κολυμπούσε ένα ψάρι φτιαγμένο από το τσόφλι ενός ολόκληρου αμύγδαλου με γκριζογάλανα φτερούγια από χαρτί.
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να’ ρθω.
Έφτανε η παραμικρή πνοή για να μπει σε κίνηση όλο το σύστημα. Τα ψαροκάικα σκαμπανέβαζαν αργά, περιστρέφονταν, οι φάλαγγες ταλαντεύονταν ρυθμικά, κι όλο μαζί στρεφόταν μεγαλόπρεπα γύρω από τον εαυτό του. Τώρα η αριστερή άκρη της βέργας είχε πάει δεξιά. Όλα ισορροπούσαν χάρη στην ύπαρξη και την ισορροπία των άλλων. Όλα σχετίζονταν μεταξύ τους, όμως από μια σταθερή απόσταση. Δεν πλησιάζονταν ποτέ.
Βαθιά στις ενάλιες μαρμαρυγές της βιτρίνας, κάτω απ’ τη συμβολική αναπαράσταση του Σύμπαντος, και στρέφοντας αργά γύρω από τον εαυτό του, κολυμπούσε το ψάρι, κάνοντας αδιάκοπα τον κύκλο της πιο άγριας μοναξιάς.
(1964)