Το διήγημα της Πέμπτης: «Έτσι πεθαίνουν οι φτωχοί (Το τελευταίο ταξίδι)» του Γιώργου Κοτζιούλα
Ως πότε, ως πότε θα περιμένουν οι κολασμένοι της γης; Όλοι κοιτάνε με λαχτάρα κατά την ανατολή.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, ως ποιητής είναι πιο γνωστός, ως τις μέρες μας, κι ας έχει αφήσει πίσω του έργο πολυδιάστατο όσο και ογκώδες. Ο λόγος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου παρέμενε ανέκδοτο, έως τα τελευταία λίγα χρόνια που τμηματικά βρίσκει το δρόμο προς το τυπογραφείο και τα ράφια των βιβλιοπωλείων, χάρη, κυρίως, στην κοπιαστική εργασία και την προσπάθεια του γιου του ποιητή, του φιλόλογου Κώστα Κοτζιούλα, που επιμελείται το Αρχείο Κοτζιούλα, ο οποίος πρόσφατα αναφέρθηκε στην ταξική πένα του πατέρα του, με την ομιλία του στο 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Μεσοπόλεμο».
Στο διήγημα «Έτσι πεθαίνουν οι φτωχοί (Το τελευταίο ταξίδι)» ο Γ. Κοτζιούλας αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του. Το κείμενο πριλαμβάνεται στον τόμο «Με τον κόμπο στο λαιμό και άλλα διηγήματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δρόμων. Η κεντρική φωτογραφία (λεπτομέρεια) της ανάρτησης είναι του Κώστα Μπαλάφα.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων στις 23 του Απρίλη 1909. Τελείωσε με πολλές δυσκολίες το Γυμνάσιο στην Άρτα και το 1927 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή, από την οποία πήρε το πτυχίο του μόλις το 1938. Εργάστηκε ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, βιβλιοκριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις. Το 1931 εξέδωσε την κριτική μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την ποιητική συλλογή «Εφήμερα».
Η ανέχεια και οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς, που τον ακολούθησαν σχεδόν σε όλη τη ζωή του, τον οδήγησαν όχι μόνο στη φυματίωση, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να ζήσει σε σανατόρια και παράγκες στην Πάρνηθα και την Πεντέλη τη διετία 1935-36, αλλά και κλόνισαν γενικότερα την υγεία του και τον οδήγησαν νωρίς στον θάνατο.
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη ζωή» και «Ο γρίφος» (1938), τα πεζογραφήματα «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» (1939), αμέσως μετά τον πόλεμο τα «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του αγώνα» (1946) και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του τα «Φυγή στη φύση» (1952) και «Ηπειρώτικα» (1954).
Το 1943 εντάχθηκε στο ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ, ακολούθησε τον Άρη Βελουχιώτη και δημιούργησε τη «Λαϊκή σκηνή» της 8ης Μεραρχίας, με την οποία παρουσίασε στα χωριά της Ηπείρου δικά του αντιστασιακά θεατρικά έργα.
Μετάφρασε πολλά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσβάιχ, Μοπασάν, Βερν) αλλά και Έλληνες και Λατίνους κλασικούς. Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το δοκίμιό του «Που τραβάει η ποίηση;» (1950), κριτική της μοντέρνας ποίησης.
Παντρεύτηκε το 1950 την Ευμορφία Κηπουρού, με την οποία απέκτησε το 1951 έναν γιο, τον Κώστα.
Πέθανε στις 29 του Αυγούστου 1956, σε ηλικία μόλις 47 χρόνων.
Βιβλία του Γ. Κοτζιούλα που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια: Η επιλογή ποιημάτων του Γ. Κοτζιούλα, «Ποιήματα», με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανού (Μίμνερμος 2013), η συλλογή διηγημάτων «Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα» (Νηρέας 2014 και Δρόμων 2016) και οι μεταφράσεις του, «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει Αρχαίους Έλληνες ποιητές» (Οδυσσέας 2015), και επανεκδόσεις όπως τα τρίτομα «Απαντά» του (Δίφρος 2013), το «Θέατρο στα βουνά» (Δρόμων 2014) και το «Όταν ήμουν με τον Άρη» (Δρόμων 2015).
Βιβλία για τον Γ. Κοτζιούλα: Η εκτενής βιογραφία του από την Αθηνά Βογιατζόγλου «Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» (Κίχλη 2015), το αφιέρωμα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων Γιώργος Κοτζιούλας, «Αφιέρωμα» (Δρόμων 2015) και το αντίστοιχο της Ι.Λ.Ε.Τ. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα. Δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης» (Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2016).
Έτσι πεθαίνουν οι φτωχοί (Το τελευταίο ταξίδι)
του Γιώργου ΚοτζιούλαΟ θείος Χρίστος μπήκε μέσα πρωί πρωί, ανοίγοντας αλαφρά την πόρτα και πριν ακόμα προχωρήσει προς εμάς έριξε μια ματιά στο ντουλάπι, αριστερά, όπου βάναμε το ψωμί.
– Αυτό έχετε μόνο; μας ρώτησε. Θα χρειαστεί κι άλλο, έπρεπε να ’χετε ζυμώσει κι άλλο, πρόσθεσε μ’ ακατανόητο μορφασμό.
– Τι συμβαίνει; τον κοίταξα με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια· δεν έβανα ωστόσο κανένα κακό με το νου μου.
– Τι, δεν ξέρεις; μου είπε απότομα τώρα, ξεσπώντας σ’ αναφιλητά. Πάει ο πατέρας σου, πέθανε!
Δεν πρόφτασα να σκεφτώ τίποτε, αναμετρούσα τα λόγια που είχαν πέσει μέσα στη σιωπή, όταν άκουσα αμέσως τη μάνα μου να σκούζει:
– Αχ, σκυλιά που θα μας τραβάν! Αχ, τι πάθαμαν οι έρμοι!
Καθόταν ακουμπισμένη στον τοίχο, μπρος στη φωτιά, και κουνούσε το κεφάλι, τα χέρια, όλο της το σώμα, σα να ’θελε να ξεμουδιάσει, με κινήσεις αργές, όλο ρυθμό κι απελπισία. Η φωνή της όμως έβγαινε ξεκούρδιστη, σαν ενός φτωχού ζώου που το είχαν παιδέψει πολύ και τώρα δε μπορεί να βελάξει. Έμοιαζε μ’ ένα κουβάρι μπρος στον πυρομάχο, λιγοστή και σωμένη, με πρόσωπο διάφανο απ’ τις θέρμες που μόλις την είχαν αφήσει. Κι ο άλλος χάθηκε για πάντα, έκλεισε τα μάτια του για πάντα, εκεί κάτου στις στράτες, μοναχός του. Αχ, ορφάνια που μ’ ηύρε κι εμένα!
Γιατί όμως δεν έκλαψα καθόλου, γιατί δε δάκρυσα την πρώτη στιγμή; Μου είχε φανεί ίσως φυσικό, επειδή ο πατέρας ήταν ανήμπορος ολοένα, φιλάσθενος όλο τον καιρό του. Αλλά μπορεί απεναντίας και να μου είχε φανεί απίστευτος ο θάνατός του. Δεν πέρασαν ούτε είκοσι μέρες από τότε που έφυγε για κάτου, για τα καμποχώρια. Πώς γινόταν να ξεκινήσει από δω καλά, με τα πόδια, και να μη γυρίσει πίσω ούτ’ ετοιμοθάνατος;
Είχαμε κάποια ιδέα βέβαια, μα όχι κι ως εκεί. Μας είχε ’ρθει χαμπέρι χτες το βράδυ πως ο πατέρας ερχόταν άρρωστος, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, και στάθηκε πέρ’ απ’ το Κακολάγκαδο, σ’ ένα σπίτι γνωστό του, για να περάσει τη νύχτα.
– Και γιατί δεν ήρθε παραπάνω;
– Ε, δε θα μπορούσε· αυτό μόνο μας είχαν ειπεί.
Κι εγώ κοιμήθηκα ήσυχα, δίχως να ιδώ κανένα όνειρο κακό. Τόσο πολύ δε λογάριαζα να πάθει τίποτε ο πατέρας, που τον φαντάζομουν αθάνατο σαν το θεό. Συλλογιόμουν μονάχα με τι τρόπο θα τον γιατροπορεύαμε τέτοια εποχή, που δεν έβρισκε κανείς ούτε μια κούπα γάλα, ούτ’ ένα σωληνάριο κινίνο. Και ποιος θα βαστούσε τις φωνές του, που έχανε στην αρρώστια του την ψυχραιμία και του έφταιγαν όλα, να τι μ’ απασχολούσε αποβραδίς. Αλλά μας έβγαλε απ’ όλες αυτές τις σκοτούρες, μας γλύτωσε απ’ τους κόπους, απαντούσα τώρα στον εαυτό μου πικρά.
– Έλα φάε, τι τ’ αφήνεις στη μέση; μου μίλησε ο Χρίστος, πάντα ορθός. Έχουμε δουλειά σήμερα, δρόμο μεγάλο.
Τι λέει αυτός, μου κατέβαινε πια μπουκιά στο λαιμό; Άφησα το αρχινισμένο τουρσί, το χωρίς λάδι, (αχ, γι’ αυτό το λάδι γίνηκαν όλα!), και σηκώθηκα έτοιμος να τον ακολουθήσω.
Βάλαμε ένα κομμάτι ψωμί στον τρουβά, γεμίσαμε και μια μπουκαλα ρακί -θα μας χρειάζονταν, είπε ο Χρίστος, στο δρόμο- και κινήσαμε για κάτου. Εδώ στο σπίτι έμενε η μητέρα μοναχή της, γιατί κι η μικρότερη αδερφή είχε φύγει απ’ τα χαράματα για το ξένο χωριό, ελπίζοντας να προλάβει εκεί ζωντανό τον πατέρα μας.
* * *
Στη στράτα μάς έφτασαν κι άλλοι, γειτόνοι, μαχαλιώτες, έσμιξαν μαζί μας και γίναμε μια καλή συντροφιά. Ήταν χρειαζούμενοι όλοι, μπορεί να κουβαλούσαμε απάνω το νεκρό με ξυλοκρέβατο.
-Γιατί δεν ήρθε ο Γάκη Αναγνώστης; ρώτησε κάποιος. Εκείνος ήταν άξιος για κουβάλημα, συνηθισμένος σ’ αυτά, του άντεχαν οι πλάτες.
Α, δεν είχε παπούτσια ο δύστυχος, βγήκαν όξω τα δάχτυλά του, αλλιώς δεν καθόταν αυτός. Ύστερα χρειαζόταν και σύντροφο, αλλά πού να πετύχει κανείς σήμερα άνθρωπο γερό, μέσα σε τέτοια πείνα, τέτοια δυστυχία!
Βρισκόμασταν πια στις αρχές του χειμώνα, μα έκανε ακόμα καλοκαιρία. Είχε ξεπλυθεί ο τόπος με κάμποσες βροχές και τώρα άστραφτε, όλο χρώματα και λάμψη, κάτω από τον ήλιο -στέμμα του ουρανού μαλαματένιο. Πρασινοβολούσαν οι φελίκες, μαυρολογούσαν οι αριές, τα πλατάνια είχαν πάρει τόνο χρυσάφι προς το καψαλό διατηρώντας ακόμα τα φύλλα τους. Εδώ κι εκεί όμως είχαν στρωθεί αρκετά, πατούσαμε απάνω τους και ήταν ευχάριστο για την αίσθηση των ποδιών. Ευχάριστη μας φαινόταν κι η γης μ’ αυτή τη λιακάδα, οι πέτρες, τα τρεχούμενα νερά, κάποιο πουλί που κελαϊδούσε μες στο δάσος. Πέρα στα Τζουμέρκα γυαλίζει, άσπρο σιρίτι στην κορφή, το πρώτο χιόνι.
-Αλλά γιατί να πεθάνει, γιατί έτσι ξαφνικά, μακριά από τους δικούς του;
Αυτή η φωνή ανέβαινε από μέσαθέ μου κάθε τόσο, με κεντούσε σαν αγκάθι στο μυαλό.
-Είμαι καλά τώρα, θα πάω να δουλέψω, έλεγε απ’ το καλοκαίρι.
Είχε βαρεθεί να κάθεται κλεισμένος στο σπίτι, άχρηστος για τους άλλους και για τον εαυτό του. Είχαμε ανάγκη από λάδι, από ελιές, είμασταν τέσσεροι νομάτοι και τρώγαμε τρεις φορές την ημέρα. Πώς θα τα βγάζαμε πέρα, πώς θ’ ακούγαμε κούκο;
Τέλος, ένα πρωί πήρε τα εργαλεία του και τράβηξε σκυθρωπός κατά κάτου.
-Θα πάω στη Γρεμενίτσα, είπε, στη Βλαχιόρινα, στους φίλους πόχω απαρατήσει τόσα χρόνια. Δεν το ‘λεγα ποτέ μου να ματαπιάσω σκεπάρι τώρα στα γεράματα. Μ’ αφού τα ’φερε έτσι η περίσταση…
Θα γύριζε απάνω τις μέρες των Χριστουγέννων, φορτωμένος λάδι κι ελιές. Θα περνούσε τους δυο μήνες με μερεμέτια, απ’ τον έναν στον άλλον· όλοι τον θυμόνταν εκεί τον παλιό βαρελά τους.
-Νά ’ρθεις κι εσύ, Ζωίτσα, είπε φεύγοντας στην αδερφή του, να μείνεις καμία βδομάδα κοντά μου, που είσαι άρρωστη κι όλο σε πονεί το κεφάλι. Φέρε και κάνα τομάρι μαζί σου να σου το γεμίσω ελιές, για να καλωσκαιρίσετε κι εσείς.
Όλα καλά τα λογάριαζε, όλα τα ’χε κανονίσει εξόν απ’ την επέμβαση του πεπρωμένου. Πήγε και τον σταμάτησε στο δρόμο, τον ξεπέζεψε απ’ το ζο και του πήρε τη μιλιά. Κίνησαν με τον αγωγιάτη απ’ το πρωί, αλλά δεν τον πήρε η νύχτα. Κοιμήθηκε για πάντα, κοιμήθηκε κάτου από ξένη σκεπή. Κι εκεί πάμε τώρα να τον βρούμε.
Όσοι τον βρήκαν, στη στράτα που ’ρχόταν καβάλα, κουβέντιασαν μαζί του, έδεσαν τσιγάρες, αλλά δεν είχαν βάλει ούτ’ αυτοί θάνατο με το μυαλό τους.
-Άιντε, μπάρμπα Κώστα, κι άμα φτάσεις απάνω θα ξεγυρίσεις, θερμασμένος είσαι, κάπου θα κρύωσες, αλλά θα σου περάσει άμα φτάσεις απάνω.
Του έκαναν κουράγιο, επειδή βλέπανε το πρόσωπό του μελανιασμένο, τα μάτια δίχως φέγγος.
Αλλά ο δρόμος ήτανε μεγάλος, ο ανήφορος πολύς και δε μπορούσε να σταθεί απάνω στο ζο.
-Κατεβάστε με, είπε, αφήστε με σ’ αυτό το κονάκι.
Ήταν ένα σπίτι από πάνω από τη δημοσιά, πιο δώθε από το παρακλήσι της Αϊβαρβάρας στη ραχούλα. Τον ήξερε το νοικοκύρη απ’ τον καιρό που περνοδιάβαινε κείθε, δυο φορές τη βδομάδα, ταχυδρόμος. Αυτό ήταν το κατοπινό επάγγελμά του, το πρώτο μαραγκός. Δούλεψε όχι λιγότερο από πενήντα χρόνια στη ζωή του, πότε μπλανίζοντας και πότε οδοιπορώντας.
-Θα τους βάλω να μου βράσουν λίγη ρίγανη, είπε στον αγωγιάτη που θα τραβούσε μόνος του πια.
Μα εκείνος ήξερε κιόλας πως δε θα ξανασηκωνόταν ούτε με τα γιατρικά όλου του κόσμου… Τρόμαξε να τον ανεβάσει ως την αυλή, τα πόδια του τρίκλιζαν και παραπατούσαν. Όταν ένας άνθρωπος δε μπορεί να σταθεί απάνω στο χώμα, θέλει να κοιμηθεί στα βάθη της γης, να ξαποστάσει για καλά.
* * *
Από το κάτω μέρος του δρόμου είναι μια γκορτσιά που την έχουν κεντρώσει. Κι από την απάνω μεριά φαίνεται το σπίτι, ένα χωριάτικο σπίτι με κατώι, τριγυρισμένο πες από λόγγο. Η μικρή πλαγιά δεν έχει τίποτ’ άλλο από τούφες και πέτρες, ως απάνω, στη ρίζα του Ξεροβουνιού.
Λίγοι άνθρωποι μας περιμένουν απόξω, μας δίνουν το χέρι. Ξέρουν από πού ερχόμαστε, για τι δουλειά. Και το «ζωή σε λόγου σας» ή «σας άφησε χρόνους» βγαίνει χαμηλόφωνα, σα φοβισμένα, επειδή κανένας πραγματικά δεν υπάρχει που να μη φοβάται το θάνατο, άμα έρχεται κιόλας έτσι ξαφνικά.
Αφήνω να μπουν πρώτα οι άλλοι. Εγώ μένω τελευταίος. Οι άλλοι μπορούν να τον αντικρίσουν με κάποια ψυχραιμία, όχι όμως κι εγώ. Είμαι νεύρο δικό του, αίμα της καρδιάς του, και τώρα που σταμάτησε εκεινού όλο το βάρος πέφτει σ’ ετούτη. Αισθάνουμαι πως κάτι τέτοιες στιγμές είναι ξέχωρες, δεν ζυγίζουνται με τίποτε στον κόσμο.
Άξαφνα προβάλλει μπροστά μου. Είν’ εκεί, ξαπλωμένος στο πάτωμα, με τα μάτια κλειστά. Στο πρόσωπό του έχει απλωθεί ένα χρώμα σαν από κερί, κατά τα άλλα μένει όπως ήταν. Μονάχα εκεί στην άκρη του στόματος δεξιά, διακρίνω μια έκφραση που δεν την είχα ξαναδεί. Εκείνο το μάζεμα προς τα έξω, εκείνος ο μορφασμός των χειλιών φανερώνει ανακούφιση, ξαλάφρωμα, το βλέπω καθαρά.
Πατέρα μου! Βασανισμένη ψυχή, όπου μέσα σου γινόταν πάντα χαλασμός. Επειδή τα ήθελες όλα δικά σου, είδες τώρα πόσο μάταιο είναι να επιμένουμε για τιποτένια, μια που στο μεγάλο παιγνίδι άλλος θα κρίνει, απρόοπτα; Μα θα παιδεύτηκες πολύ ώσπου να ησυχάσεις, αλλιώτικα τι σημασία θα είχε αυτή η σύσπαση που κοντεύει να μοιάζει με χαμογέλιο; Λυτρώθηκες όμως, κι αυτό είναι αρκετό.
Ο πατέρας είναι αυστηρός, ο πατέρας μαλώνει τα παιδιά. Και τα παιδιά έχουν πάρει από κακό τον πατέρα, τρέμουν τη φωνή και τον ίσκιο του. Αυτός όμως είναι κι ο ίδιος που τα προστατεύει, εκεί θα καταφύγουν σε κάθε δύσκολη στιγμή. Έπειτα, τον έχουν συνηθίσει από χρόνια, από την πρώτη τους ημέρα, γνωρίζουν κάθε κίνηση, κάθε έκφρασή του και τη σημασία τους μαζί. Τους ενώνουν αμέτρητες δοσοληψίες, οι ρίζες τους έχουν μπλεχτεί, δεν ξέρουν πια τι τους χωρίζει. Γι’ αυτό είναι δύσκολο ένας άλλος, απ’ έξω, να κανονίσει λογαριασμούς ανάμεσα πατέρα και παιδιού. Δε μπορεί να καταλάβει, αυτός ο ξένος.
Δεν είχα σκοπό να κλάψω, δε μου αρέσουν τα κλάματα. Νόμιζα πως ήμουν ανώτερος απ’ αυτές τις αδυναμίες, αλλά μόλις αντίκρισα την όψη του πατέρα μου, εκείνον το μορφασμό των χειλιών, την οικειότητα που έκλεινε για μένα, δε μπόρεσα να κρατηθώ. Το πρόσωπό μου τεντώθηκε μεμιάς, αλλοιώθηκε σα να είχε μετατοπιστεί, όπως τα χώματα, ύστερα από τις βροχές του χινοπώρου, που ανοίγουν για να ξεπεταχτεί από μέσα το νερό. Δάκρυα είχα να χύσω κι εγώ, δάκρυα σαν τη γης τη φουσκωμένη. Κι έτρεχαν πλήθος, βροχή, σταλαματιές μαζωμένες από κάθε άκρη του κορμιού. Είναι ένα άδειασμα της πίκρας, ένας καθαρμός που είχε σκοπό να σε ξεπλύνει και να σ’ αλαφρώσει.
Α, τι θα γίνω πια χωρίς πατέρα; Γιατί να μου τον πάρει τόσο γρήγορα το πεπρωμένο; Αν ήξερα, αν μπορούσα να μαντέψω, θα υπομόνευα περσότερο μαζί του και δε θα του αντιμιλούσα ποτέ. Οι γέροι έχουν τις παραξενιές τους, εμείς έχουμε τα πείσματά μας. Και περνάμε το μισό μας καιρό με συγκρούσεις, σαν αντίπαλοι στο πεδίο της τιμής. Αλλά δεν είν’ αιώνια η ζωή μας, κάποτε λυγίζει. Και τότε είν’ αργά, δε γίνεται συνεννόηση με ανθρώπους αόμματους χωρίς ακοή.
Κλαίω συντριμμένος, κλαίω χωρίς να σταματώ. Να τι απόμεινε από τον πατέρα: εκείνο το πρόσωπο το βυθισμένο στη σιωπή, τα πόδια τ’ αλύγιστα με τις μάλλινες κάλτσες. Δε μπορεί πια να κουνήσει ουδέ το δάχτυλό του, είναι σαν ένα κομμάτι ξύλο ή σα μια πέτρα.
Ο θρήνος αναβλύζει τώρα σιγανός, ημερωμένος. Το ίδιο ήσυχα κλαίει κι η αδερφή μου, που έφτασε εκεί από νωρίς, και τη βλέπω, σαν πίσω από καταχνιά, γονατισμένη μπροστά στον ακίνητο πατέρα με τα τριχωτά χέρια τα σταυρωμένα στη μέση.
* * *
Τι θα κάμουμε; ρωτάν για το νεκρό ένας τον άλλον. Η μέρα περνάει και δεν είναι καιρός για χασομέρια. Οι γυναίκες απάνω καρτερούν, όλο το χωριό καρτερεί. Πέθανε στο δρόμο; Καλά, μα και να μην τον ιδούν οι δικοί του, να μην αναπαυτεί κοντά στους δικούς του; Είναι κρίμα, είναι αμαρτία.
Άλλοι όμως έχουν αντίθετη γνώμη. Όπου γης και τάφος, σου λένε. Πώς να κουβαληθεί απάνω, που πέρασε πια το μεσημέρι κι είναι μισή μέρα δρόμος ως εκεί; 0α κοντεύουν μεσάνυχτα όταν φτάσουμε στο σπίτι.
Πού να γίνει ξυλοκρέβατο εδωπέρα και ποιος να το πάρει στις πλάτες του! Η στράτα είναι δυσκολοπάτητη, όλο κακοτοπιές. Ούτε και στο μουλάρι μπορεί να σταθεί. Θα έπρεπε να βάλουν ανάλογο βάρος απ’ τη μια μεριά, χρειάζουνται διατυπώσεις. Καλύτερα να μείνει εδώ.
Τι λες εσύ; πλησιάζουν το θείο μου. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος, σ’ αυτόν πέφτει ο λόγος.
Ο Χρίστος συλλογιέται, δεν αποφασίζει αμέσως. Απάνω υπάρχουν συγγενείς που δε θα ιδούν το νεκρό, έπειτα υπάρχει και το έθιμο που απαγορεύει ταφή σε ξένο μέρος. Αλλά όλοι στο σπίτι του είναι θρακιασμένοι απ’ την αρρώστια. Η αδερφή του, η Ζωίτσα, δε σηκώνεται από καταγής με βαρύ πονοκέφαλο. Η μάνα μου πάλι μόλις αναδεύεται, κοντέψαμε να τη χάσουμε στο δρόμο κι αυτήν, που θέλησε να πάει στα Γιάννενα για κορκάρι και την έπιασε θέρμη φοβερή στο γυρισμό της.
Ο Χρίστος τ’ αναμετράει όλ’ αυτά, ζυγιάζει και την παράδοση από τ’ άλλο μέρος. Μα έκαμε οχτώ χρόνια στο μέτωπο, στρατιώτης, κι έμαθε να βλέπει την ουσία, το ψαχνό. Γιατί να κουράζει άδικα τον κόσμο; Αυτό που έγινε δεν ξεγίνεται πια.
-Αφού ήταν τυχερό του να κλείσει τα μάτια εδώ…, ανακοινώνει την απόφαση με πλάγιο ύφος, σκύβοντας το κεφάλι, σα να υποχωρεί στο μοιραίο.
-Αυτό είναι το καλύτερο, επιδοκιμάζει ένας άλλος του κύκλου μας. Έπειτα, είδες πώς το ’φερε να ’χουν Αγία Βαρβάρα κι εδώ;
Πραγματικά, το αντικρινό ξωκλήσι, όπου θάβουν όσους πεθαίνουν σ’ αυτή τη συνοικία, έχει το ίδιο όνομα με την παλιά εκκλησιά του μαχαλά μας.
Η σύμπτωση μάς ευχαριστεί όλους, ικανοποιεί και το κοινό. Δε μένει πια παρά να βρεθούν τα σανίδια, να σκάψουν το λάκκο. Τρεις τέσσεροι από τη συνοδιά μας τραβούνε μπροστά, για το μνήμα. Εμείς φυλάμε το νεκρό.
Ζυγώνω τη γυναίκα του σπιτιού. Είναι μια σαραντάρα μελαχρινή, παιδεμένη απ’ τις δουλειές, αλλά με στέρεο σώμα. Κάθεται στο παραθύρι, από την κάτω μεριά, και κουνάει με το ποδάρι της τη σαρμανίτσα με το μωρό της, σαλεύοντας το ποδάρι.
-Για πες μου, Λάμπραινα, τη ρωτώ, θέλω να μάθω πώς πέθανε.
-Να, παιδί μου, πώς έγινε, απαντά. Στην αρχή του έστρωσα δίπλα στη φωτιά, να ζεσταθεί. Αλλά δεν τον χωρούσε ο τόπος εκεί, τον πόναε το στομάχι. Βγήκε δυο τρεις φορές έξω. Την τελευταία φορά τη φώναξε να τον βοηθήσει, δεν μπορούσε να ’ρθει μοναχός του.
-Μα εσύ τα ’χεις κρύα τα χέρια σου, μπάρμπα Κώστα, του είπε και τον έβαλε να ξαπλωθεί.
-Α, κρύα είναι, σάμπως τα νιώθω; αποκρίθηκε τρίβοντάς τα μηχανικά.
Ύστερα της ζήτησε να τον ανασηκώσει, ν’ ακουμπάει καλύτερα στον τοίχο. Έγινε κι αυτό.
-Γύρισέ με να βλέπω κατά την πόρτα, ζήτησε απ’ τη νοικοκυρά, ενώ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα πια.
-Όσο να μάσω το καλαμπόκι, που το ’χα απλωμένο απόξω και θα το ’τρωγαν οι κότες, είχε τελειώσει.
Πέθανε λοιπόν μοναχός του, δέχτηκε το θάνατο δίχως άλλον μπροστά. Η ξένη γυναίκα δε μπόρεσε να υπομείνει· φοβήθηκε, γι’ αυτό έτρεξε να φωνάξει τον άντρα της, που έλειπε στα χωράφια, εκεί παραπέρα. Για το καλαμπόκι δε θ’ αργούσε τόσο πολύ. Ας είναι ευλογημένη όμως, που αυτήν αντίκρισε τελευταία στον κόσμο.
* * *
Σε μια στιγμή φάνηκε ν’ ανεβαίνει απ’ το δρόμο κι η θειάκω η Ρίνα. Ερχόταν από κάτου, φορτωμένη καλαμπόκι, και γυρνώντας έμαθε το μαντάτο για τον αδερφό της. Ξεφορτώνει το σακί σε μια πέτρα και τρέχει μέσα κατά το σπίτι χτυπώντας τα χέρια με ξεφωνητά:
-Ωχ, αδερφούλη μου! Τι ήταν αυτό που μας ηύρε!
Και κλαίει, με δάκρυα αδιάκοπα, δάκρυα σπαραγμού, επειδή έχει κι αυτή βάρος στην ψυχή της. Τον πίκρανε πολλές φορές το μακαρίτη, κάποτε κάναν και χρόνια ολόκληρα να μιλήσουνε. Ποιος έφταιγε απ’ τους δυο; Κύριος οίδε. Τώρα πάντως φταίχτης λογαριάζεται όποιος επιζεί.
-Τον είχα βρει στα Πλατάνια, μολογάει στους άλλους μ’ αναφιλητά, εχτές που κατέβαινα κάτου. Τον είδα που δεν στέκονταν καλά και θέλησα να γυρίσω μαζί του. Αλλά δε μ’ άφησε. Μονάχα το παγούρι μ’ έστειλε να του γιομίσω στη βρύση. Σύρε, μου είπε, κι εμένα θα με βρεις απάνω. Να πώς τον ηύρα, που να μην έσωνα, η στρΐγλα, πωπωωώ!
Τελοσπάντων ο νεκρός δε θα έφευγε ασυντρόφευτος από τον κόσμο. Εκτός από μας άρχισαν σιγά σιγά να μαζεύουνται κι άλλοι, ξένοι που είχαν ακούσει και τον γνώριζαν από παλιά. Τελευταίος έρχεται κι ο Ντούλας, ο παλιός προϊστάμενος του μακαρίτη, αυτός που του ετοίμαζε χρόνια το «φύλλον πορείας». Πού βρέθηκε αυτός, που κάθεται μακριά, στο χωριό του, και σπάνια περνάει από δω; Ποιος ξέρει, φαίνεται πως θα τον έστειλε η τύχη, τώρα που τον χρειαζόταν, για τελευταία φορά. Υπάρχει, ανάμεσα στους άλλους, και μια μικρή κοπελίτσα, πρόσωπο της αθώας άγνοιας, κρατώντας ένα μάτσο κίτρινα λουλούδια. Είναι αναδεχτή του αυτή, από τούτο το χωριό, και τ’ άνθη προορίζονται για το νουνό.
Τον δένουμε σ’ ένα ξύλινο φορείο κι ανηφορίζουμε σιγά σιγά προς το λόφο της Αγίας Βαρβάρας. Εκεί περιμένουν οι παπάδες, να κάμουν το χρέος τους κι αυτοί. Φοράνε τα πετραχήλια κι αρχίζουν. Ο ένας έχει παχύ πρόσωπο, όλο αίμα, ο άλλος κουνάει ένα σαγόνι φτενό, με τις τρίχες ανεμισμένες, όλο ασκητισμό. Και τα λόγια της λειτουργίας αντηχούν επίσημα, μες απ’ το βάθος των αιώνων, παρήγορα για τους πιστούς. Ακούοντάς τα θυμάται κανείς την παιδική του ηλικία, τον καλό Χριστούλη με τον ανοιχτό του Παράδεισο.
Το διάβασμα τελείωσε. Βγαίνουμε τώρα απ’ το φτωχικό ξωκλήσι με τους χαμηλούς τοίχους, τα δυο καντήλια, όπου μόλις χωρούσαμε. Και τραβάμε απ’ την πίσω μεριά, εκεί που αναπαύονται οι κάτοικοι του κάτω κόσμου, περικλεισμένοι μ’ έναν πρόχειρο τοίχο, ανάμεσα στις πουρναρότουφες κι άλλα χαμόκλαδα.
Εκεί, στην άκρη της λακκούλας, προς τα έξω, ανοίχτηκε ένας βαθύς λάκκος για τον ξένο μες στο κοκκινόχωμα. Ένας από κείνους που βόηθησαν στο σκάψιμο σκουπίζει με τη γερή του παλάμη τον ίδρωτα, στη βάση του ηλιοψημένου χοντρόφλεβου λαιμού του. Κουράστηκαν πολύ με το τσαπί και το φκιάρι, επειδή το μέρος είναι πετραδερό. Και χώρα θα τον βάλουνε να κοιμηθεί, τον καημένο τον μπάρμπα Κώστα, που είχε αποστάσει πολύ απ’ τις πολλές του τις στράτες.
Τον κατέβασαν στο λάκκο μ’ ένα κοντοτρίχι κι εκεί που ακούμπησε, απάνω στα σανίδια, φάνηκε να τραβάει προς τα πάνω τα χέρια, τη μέση του, μ’ ένα κίνημα δυσφορίας, όπως όταν ήταν ζωντανός. Ο ήλιος κοντεύει να γείρει, ο τελευταίος του ήλιος. Πάει πια, μας αφήνει με το λάδι του παπά, με το μπουκέτο της αναδεχτής, με το φως που ήθελε να βλέπει ως τα στερνά του. .
– Θεοσχωρέστον, θεοσχωρέστον, ψιθυρίζουν οι ζωντανοί, ο ένας με τον άλλον.
Τον θάψαμε χωρίς κάσα, μέσα σε σανίδες ξεκάρφωτες, και πρόσεξα πως δεν είχε ούτε παπούτσια, με τα μαύρα του τσουράπια τα μπαλωμένα στην άκρη. Να είναι το έθιμο τέτοιο ή μην του τα πήρε κανείς να τα φορά, τώρα που δεν του χρειαζόταν;
* * *
Έτσι πεθαίνουν οι φτωχοί. Έτσι πρέπει να πεθαίνουν οι φτωχοί.
Απομένουν στις στράτες, κατάκοποι απ’ το βάρος της ζωής, ξυπόλυτοι οι πιο πολλοί, νηστικοί, με τα πόδια πληγιασμένα, με το βλέμμα σβηστό. Λεγεώνα μαρτύρων, καραβάνι από τυραγνισμένους, έτρεξαν, δούλεψαν, παιδεύτηκαν όλα τους τα χρόνια και τώρα δε μπορούν άλλο. Παιδάκια ορφανά, γέροι απροστάτευτοι, παληκάρια χωρίς υγεία, πέφτουν ο ένας κοντά στον άλλον, απαυδημένοι από τον άσκοπο αγώνα. Δεν ήθελαν να πεθάνουν έτσι γρήγορα, έτσι κακορίζικα, στερημένοι το ψωμί, στερημένοι τη στοργή, το ελάχιστο και τα πάντα. Καρτερούσαν το φως, την αυγή, μα το σκοτάδι δεν άρχισε ακόμα να σκορπάει.
Ως πότε, ως πότε θα περιμένουν οι κολασμένοι της γης; Όλοι κοιτάνε με λαχτάρα κατά την ανατολή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον πατέρα του και σε σελίδες από τα αυτοβιογραφικά του κείμενα «Από μικρός στα γράμματα», «Η βάβω η Θόδω.» (Κοτζιούλας 1957, 131-262 και 263-326 αντίστοιχα) και «Πικρή ζωή» (Κοτζιούλας 2014,23-132).
Χρίστος, Ζωίτσα, Ρίνα: αδέλφια του πατέρα του συγγραφέα.
Γρεμενίτσα: Γραμμενίτσα, χωριό 4 χλμ. βόρεια της Άρτας.
θ’ ακούγαμε κούκο: θα φτάναμε στην άνοιξη.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.