Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα χρυσόψαρα» του Σπύρου Πλασκοβίτη
«Απόπειρα συμμετοχής εις ανατρεπτικήν δράσιν»…Πήγαινε – έλα! Από στρατόπεδο σε φυλακή. Κι ούτε μια φορά η δικαιοσύνη δεν αμφισβήτησε τον επικίνδυνο χαρακτήρα του, γιατί κάθε φορά ο Παναγιώτης ζητούσε «επαφή»…Πώς να πείσεις τα στρατοδικεία ή τον Παναγιώτη για την τρέλα τους;
«Τα διηγήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν όλα μέσα στη φυλακή από το 1969 ως τις αρχές του 1972. Ήταν έτοιμα να κυκλοφορήσουν από πέρσι το φθινόπωρο. Ωστόσο η δεύτερη φάση της δικτατορίας έκανε τη συνολική τους έκδοση αδύνατη. Οι συλλήψεις εκδοτών κι ο τρόμος στα βιβλιοπωλεία δεν επιτρέψανε παρά τη σκόρπια μόνο δημοσίευση μερικών απ’ αυτά σε περιοδικά ή ανθολογίες της εποχής. Τώρα που ήρθε ο καιρός τους, ίσως να πέρασε κιόλας. Εγώ όμως τα χρωστώ. Και, πρώτα – πρώτα, σ’ εκείνους που τους έδωσαν πρόσωπο, που τα διάβασαν κρυφά σε χειρόγραφο: Στους παλιούς φυλακισμένους του Αβέρωφ, της Αίγινας και του Κορυδαλλού», γράφει ο Σπύρος Πλασκοβίτης, στο βιβλίο του «Το συρματόπλεγμα» (εκδ. Κέδρος 1979, 4η έκδοση) μια συλλογή οχτώ διηγημάτων, ένα από τα οποία παρουσιάζουμε σήμερα.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (Πλασκασοβίτης ήταν το πραγματικό επίθετό του) γεννήθηκε το 1917 στην Κέρκυρα, αλλά σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά τα γυμνάσιο, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Παρίσι. Στη διάρκεια της Κατοχής, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση μέσα από την οργάνωση ΠΕΑΝ. Από το 1951 υπηρέτησε στο δικαστικό σώμα, από το οποίο διώχτηκε από τη χούντα, για να επανέλθει μετά τη μεταπολίτευση, φθάνοντας μέχρι το βαθμό του συμβούλου της Επικρατείας, από όπου παραιτήθηκε το 1977, λόγω της γνωστής υπόθεσης – δίκης του Πολυτεχνείου. Στα χρόνια 1968-1972, ο Σπ. Πλασκοβίτης διώχτηκε και εκτοπίστηκε από τη χούντα στην Κάσο, για τη συμμετοχή του στη «Δημοκρατική Αμυνα». Από το 1977 και μέχρι το 1989, εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής και ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Με το γράψιμο είχε σχέση από τα παιδικά του χρόνια. Μαθητής ακόμα, δημοσίευε κείμενά του στη «Διάπλαση των Παίδων» του Γρ. Ξενόπουλου, με το ψευδώνυμο «Λευκήτας». Μετά τις νομικές σπουδές του, άρχισε να γράφει συστηματικά. Η λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε το 1947 με διηγήματά του στα περιοδικά «Νέα Εστία», «Εποχές» και «Ταχυδρόμος». Το 1948 εκδίδεται η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, «Το γυμνό δέντρο». Το 1952, το βιβλίο του «Η θύελλα και το φανάρι» παίρνει το β` κρατικό βραβείο. Το 1961 εκδίδει το μυθιστόρημα «Το φράγμα» και αποσπά το βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα». Ακολουθούν «Οι γονατισμένοι» (διηγήματα, 1964), «Το συρματόπλεγμα» (διηγήματα που έγραψε στην εξορία στο διάστημα 1969-1972 και εκδόθηκαν το 1974), «Η πόλη» (1979, κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, 1980), «Το τρελό επεισόδιο» (διηγήματα, 1984), «Η πεζογραφία του ήθους» (δοκίμια, 1986), «Η κυρία της βιτρίνας»( μυθιστόρημα, 1990), «Το πουκάμισο του καθηγητή» (διηγήματα, 1993). Κείμενά του δημοσιεύτηκαν στα γνωστά συλλογικά βιβλία «Δεκαοχτώ Κείμενα» και «Νέα Κείμενα», που κυκλοφόρησαν το 1970 και 1972, αντίστοιχα. Αρκετά έργα του Σπ. Πλασκοβίτη μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Σπ. Πλασκοβίτης, άνθρωπος ευγενής, σεμνός, συνετός, με κοινωνικές ευαισθησίες, όταν αποσύρθηκε από το δικαστικό σώμα, ανέπτυξε σημαντική συνδικαλιστική δράση για τα θέματα των λογοτεχνών, ενώ πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στον πολιτισμό. Υπήρξε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1995-1999). Έφυγε από τη ζωή στις 7 του Οκτώβρη 2000. (Βιογραφικό από τον Ριζοσπάστη)
Τα χρυσόψαρα
του Σπύρου Πλασκοβίτη
Αυτός δεν έμοιαζε για κρατούμενος, και μάλιστα κρατούμενος πολιτικός. Δεν κουβέντιαζε με τους άλλους τις «ειδήσεις». (Ποιες ειδήσεις; Δεν υπήρχαν ειδήσεις…). Δεν περπατούσε με τους άλλους διακόσιους, που όλοι μαζί πηγαινόφερναν θαρρείς, πρωί βράδυ, το αόρατο κάρο τους στο μάκρος του αυλόγυρου, φορτωμένο τα τρεις χιλιάδες χρόνια της φυλακής τους. Τώρα που καλοκαίριαζε καθόταν με τις ώρες κάτω απ’ τον ψωριάρικο ψευτοπλάτανο, στο πεζούλι της μικρής γούρνας, κοιτάζοντας το βρωμισμένο εκείνο νερόλακο, όπου σαλεύανε δυό γλυκόψαρα. Τους πετούσε ψίχουλα και κάθε λογής σβωλαράκια ζυμωμένα με τα υπομονετικά του δάκτυλα. Τα γλυκόψαρα ανέβαζαν, πότε πότε, τα στρογγυλά στόματά τους και χτυπούσαν δειλά την επιφάνεια του νερού, φτιάχνοντας έτσι αδιόρατα δαχτυλίδια ή τίποτα φουσκίτσες, που εξαφανίζονταν στη στιγμή καθώς τα ψαράκια βιάζονταν να ξανακολλήσουν στη λάσπη. Ήταν και τα δυό καφετιά, με κάτι σκόρπιες κίτρινες βούλες, μόλις χοντρύτερα και λίγο πιο μεγάλα απόνα παιδικό κοντύλι. Πριν να βαρέσει το βράδυ η καμπάνα – δέκα λεφτά, σύμφωνα με τον κανονισμό της φυλακής, νωρίτερα απ’ τη δύση του ήλιου – γνοιαζόταν ακόμα να τους κουβαλάει με το γκαζοντενεκέ νερό, που αραίωνε, άσπριζε το βούρκο τους. Τότε έβλεπες το τρομερά αδύνατο κορμί του και τα σκοινιασμένα χέρια του. Για πρώτη φορά το κορμί του, μέσα στο διάστημα της μέρας, ξεδιπλωνόταν σ’ όλο το μάκρος του κάτω απ’ το βάρος των ντενεκέδων και ταρακουνιόταν τυλιγμένο στο μαυροκόκκινο φως του σούρουπου, σα μια ετοιμόρροπη σκαλωσιά. Αλλά δεν άφηνε κανένα να τον βοηθήσει.
– Τα καταφέρνω συνάδελφε, και μοναχός μου. Δεν έφτασα ακόμα ούτε τα εξήντα.
Τα εξήντα…Μπορεί να ήταν κι αυτό ένας λόγος που του είχαν βάλει μικρή ποινή. Ο άλλος ήταν…πως δεν υπήρχε κατά τα φαινόμενα, λόγος! Δηλαδή, έφτανε που τον είχαν πιάσει, που τον ήξεραν από τα περασμένα, έφτανε πως ήταν «αυτός» κι όχι κανένας άλλος. Στα στρατοδικεία δεν τα ψιλολογάνε κάτι τέτοια. Κι έτσι λοιπόν, αφού συμπλήρωνε δυό χρόνια φυλακή, δεν του ’λειπαν πια παρά κάτι μέρες για την απόλυση.
– Θα πρέπει να σου τα δώσουν μεθαύριο μαζί σου τα χρυσόψαρα, του είπα, εκεί που βρισκόταν πάλι γερμένος στη γούρνα. Ποιος θα τα περιποιείται;
Γέλασε χωρίς ν’ αλλάξει καθισιά.
– Γιατί; Μήπως μπορείς να ξέρεις αν δε θα μου ξαναχρειαστούν εδώ; Εγώ, καλέ μου κύριε, είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Μια ζωή τώρα, αυτή η δουλειά γίνεται· πήγαινε – έλα…
Φορούσε ένα κοντομάνικο πουκάμισο κι ένα ντρίλινο βρακί σκούρο. Τα γόνατα, οι αγκώνες του, οι ώμοι, που, σάμπως να κρύωνε, συνήθιζε να τους τρίβει με τα δυό του χέρια διασταυρωμένα πάνω στο στήθος, ήταν μια αφύσικη συναρμολόγηση από μυτερές γωνιές και ξεσκλίδια. Μιλούσε χωρίς να σαλεύουνε σχεδόν τα χείλια του, μιλούσε μονάχα το μεγάλο λαρύγγι του, που ανεβοκατέβαινε δύσκολα πίσω απ’ το πετσί του λαιμού ανάμεσα σ’ ένα σωρό φλέβες και νεύρα. Για τούτο κι η φωνή του ερχόταν σαν από κάπου μακριά.
– Ψάχνω για ένα κεραμίδι, είπε. Αν είχα ένα γουβωτό κεραμίδι! Γύρεψα απ’ τους φύλακες, μα δε μου ’δωσαν. Θα το ακουμπούσα στον πάτο να πηγαίνει η θηλυκιά τ’ αυγά της. Ακόμα και μέσα στο νερό, βλέπεις, το ζωντανό πλάσμα χρειάζεται τη σκέπη του – μια ιδέα προφύλαξη, δηλαδή, μια στάλα ίσκιο. Θυμάμαι την πρώτη φορά, όταν μ’ απόλυσαν απ’ τα κρατητήρια, σαν τι λέτε που χάρηκα περισσότερο; Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε; τα κορδόνια των παπουτσιών μου! Μπορούσα να έχω πάλι κορδόνια στα παπούτσια μου, να σκύβω και να τα δένω. Είναι, στ’ αλήθεια, όμορφο να νιώθεις σφιχτό το πόδι σου και να το καταλαβαίνεις πως το κυβερνάς. Εδώ που τα λέμε, αυτό είναι ένα σωστό, ζεστό πόδι.
Σώπασε. Τα ψαράκι στέκονταν αντικριστά τόνα με τ’ άλλο, κουνώντας τις διάφανες ουρές τους – λιλιπούτειες βεντάλιες, που παραμέριζαν ένα ένα τα δευτερόλεφτα της υγρής τους ζωής.
– Ποιος να τα πρωτόφερε τάχα; είπα.
– Αμέ και το πλατάνι; πρόσθεσε ζωηρά εκείνος. Και το νεράκι; Το νεράκι λίγο το ’χετε; Κανονικά αυτά όλα απαγορεύονται. Τα υλικά που πρέπουνε στους φυλακισμένους είναι το τσιμέντο, η πέτρα, το σίδερο. Στις καινούριες φυλακές δεν αφήνουν πια τίποτα άλλο, μα στις παλιότερες ό,τι έτυχε να βρεθεί εκεί, απόμεινε. Αν δε λαθεύω, στην Αίγινα θα πρέπει να υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο πεύκο που γιόμιζε το καλοκαίρι τζιτζίκια. Αλλού – όχι, αλλού δε θυμάμαι…Καινούριος είσαστε;
Με κοίταξε άξαφνα καλά καλά. Είχαν πολύ μαύρο τα μάτια του, σκεπαζόταν σχεδόν όλος ο βολβός. Έπειτα, σα να το μετάνιωσε που ρωτούσε, τράβηξε πάλι απ’ την τριμμένη τσέπη του μια ψίχα ψωμί κι έπιασε να τη μαλάζει στη φούχτα. Γρήγορα απορροφήθηκε έτσι και με ξέχασε. Κι ένας πυκνός αέρας, που σου θύμιζε δυστυχίες, πληγές, μουχλιασμένους διαδρόμους, χύθηκε τώρα στον αυλόγυρο σαρώνοντας το ποδοπατημένο χώμα. Οι κρατούμενοι τυλίχτηκαν μονομιάς σε μια κιτρινωπή ομίχλη, κι ο αντίλαλος από τα βήματά τους κόπηκε απότομα. Μερικοί γύρισαν τα κεφάλια κατά τον ουρανό· τον βρήκαν, όπως κάθε μέρα, γιομάτον πέτρινα δόντια. Τα χτίρια της φυλακής είχαν μια μπερδεμένη διάταξη, χώνευαν τόνα μέσα στ’ άλλο, κι οι τοίχοι τους καταλήγανε ψηλά σ’ ένα είδος πολεμίστρες, όπως τα παλιά κάστρα. Αποκεί ξεπετιούνταν συχνά δυό τρία αγριοπερίστερα, που τύχαινε και χαμήλωναν ίσαμε το στριμωγμένο τούτο λαό, δείχνοντας τις άσπρες, τρυφερές τους κοιλιές και των ερωτικό λαιμό τους. Ζέσταιναν κι οι σκοποί τ’ αυτόματά τους στον ήλιο, και το μεγάφωνο κάθε τόσο βράχνιαζε. Ήταν ένα βρώμικο, ντενεκεδένιο στόμα, κρεμασμένο στο μέσα μέρος της μάντρας, που έτρεμε πάντα από το θυμό του· έβηχε, έφτυνε παραγγέλματα, ρεκλάμες, λόγους, ειδήσεις πατριωτικές, αγαναχτούσε κι εκστασιαζόταν με το ποδόσφαιρο, κι έλεγες θ’ αμολυθεί καμιά φορά απ’ το γάντζο του, σαν τ’ άγριο μαντρόσκυλο, να χιμήξει πάνω σου.
Είχα δίπλα ένα βιβλίο όταν ήρθε ο πρωινός τούτος αέρας, που τ’ άρπαξε σαν τραπουλόχαρτο και το πέταξε στη γούρνα. Πρόλαβε εκείνος και βούτηξε το χέρι του στο νερό, ενώ τα γλυκόψαρα στριφογύριζαν από κάτω φοβισμένα.
– Ξέρετε κάτι, είπε. Δε θα γίνουν ποτέ περισσότερα. Χωρίς ίσκιο κι ησυχία τα τρώνε τ’ αυγά τους. Το ίδιο γίνεται, δηλαδή, και με τα πουλιά και με κάθε άλλο ζωντανό· όσο ακατάστατη κι αν είναι η ζωή του, στο γεννοβόλημα χρειάζεται μια τρυφερή τάξη γύρω του. Διαφορετικά αρνιέται…αρνιέται να την πάει πάρα πέρα τη ζωή και, μάλιστα – αυτό είναι παρατηρημένο – ζει μ’ έναν τρόπο, θα ’λεγες, που μοιάζει να την καταβροχθίζει. Ω, κύριέ μου, υπάρχουν, στ’ αλήθεια, πράματα που δε στέκουνε στη λογική, κι όμως υπάρχουν, ε;
Ξανασταύρωσε, σαν άδεια αγκαλιά, τα μακριά από νεύρο και κόκαλο μπράτσα του κι έπιασε να τρίβει τους ξεπεταγμένους του ώμους. Το σταθερό βλεφάρισμα του γελαδιού, μ’ εκείνη τη μαύρη γυαλάδα που πίσω της δεν είναι τίποτα να ξεχωρίσεις, του σφράγιζε το πρόσωπο και σ’ έκανε να νιώθεις στενάχωρα αντικρίζοντάς το, γιατί σου υπαγόρευε την ιδέα πως του χρωστούσες κάποια εξήγηση. Είπε πως τον έλεγαν Παναγιώτη, έτσι σκέτα όταν τον ρώτησα: Παναγιώτης…Οι γωνιές των χειλιών του κατέβαιναν χαμηλά στο πηγούνι του, με δυό κομπαλάκια πηχτό σάλιο στις άκρες. «Παναγιώτης»…
– Και τι δουλειά θα κάνεις μεθαύριο, Παναγιώτη, σαν απολυθείς;
– Ό,τι να, ναι, αποκρίθηκε. Γέρασα και δεν πέθανα, κάθε δουλειά το βγάζει το ψωμί της. Παλιότερα είχα ένα ραφτάδικο. Έραβα εκεί όλη μέρα, είπε. Είναι μια ήσυχη, σκεφτική δουλειά η ραφτική. Άμα έχεις κιόλα μέσα σου την «ιδέα», μπορείς να συλλογιέσαι με τις ώρες ράβοντας. Κι έπειτα, έχεις και το χειμώνα τη ζέστα σου. Το σίδερο με τ’ αναμμένα καρβουνάκια, το μπρίκι με το νερό που σιγοβράζει, βρίσκονται συνέχεια δίπλα σου στην τάβλα. Και τα μάλλινα υφάσματα…αυτά, δα, είναι, κύριέ μου, να τα χαίρεται η ψυχή του ανθρώπου σαν πιάνει ο χειμώνας! Σου τα κουβαλάνε οι πελάτες – ο καθένας κατά το γούστο του, ε; ο καθένας το κουστουμάκι του. Μια που το διάλεξε, το καμαρώνει και σου ζητάει τη γνώμη σου. Και τώρα, εσύ ο ράφτης λοιπόν, θα πρέπει να του το συμμορφώσεις στα μέτρα του και να του κρύψεις επιτήδεια κάθε ψεγαδάκι. (Έβηξε λίγο). Γιατί κανένας δεν το παραδέχεται, συμπλήρωσε, πως δε μπορεί να γίνει πιο νέος και πιο καλοφτιαγμένος στο κορμί φορώντας ένα καινούριο κουστούμι. Αυτά όλα είναι έτσι, ας πούμε, μέσα στο νόμο. Κι ούτε λείπουν βέβαια οι ιδιότροποι, καμιά φορά κι οι ανάποδοι πελάτες· αυτό έτσι είναι…Αλλά στο μεταξύ τα μάλλινα, όταν περνάει μάλιστα πάνω τους το σίδερο με τη βρεγμένη κανναβάτσα, αφήνουν μια τόσο ζεστή μυρουδιά! Μέχρι το καλοκαίρι ο ατμός τους σου γιομίζει το μαγαζί.
Χλιαρή γλύκα τού ακινητοποιούσε σιγά σιγά, καθώς διηγόταν αυτά, τις χαρακιές στα μάγουλα και στο μέτωπο. Τα χείλια του στάθηκαν μισάνοιχτα.
– Μπορεί όμως και να τα παραλέω, μουρμούρισε. Η ζωή για τον καθένα προχωράει, καλά ή άσκημα προχωράει.
Θα μέτρησα ίσαμε είκοσι φορές μέσα στα λόγια του την ίδια λέξη: ζωή! Είπαμε κατόπι χίλια δυό. Ούτε κάμαρα, ούτε ρούχο – έξω απ’ ό,τι βρισκόταν στο μπαούλο που είχε κουβαλήσει στο κελί μαζί του – ούτε οικογένεια τον περίμενε πιο πέρα απ’ τη σιδερόπορτα της φυλακής. Ήταν ένας πραγματικά γυμνός κι ωστόσο βυθισμένος ως τα μπούνια, άπληστος, ονειροπαρμένος, θα ’λεγες, μέσα στο αντιφέγγισμα της απέραντης ζωής…Όταν τον πήγαν πρώτη φορά εξορία, το ’κλεισε το ραφτάδικο. Τη δεύτερη και τελευταία φορά υποχρεώθηκε από μόνος του να το κλείσει· δυό άγρυπνα μάτια παρακολουθούσαν όποιον πελάτη πλησίαζε. Ο Παναγιώτης έβγαλε ένα μικρό στεναγμό, ένα «α!», που έμοιαζε προσπάθεια να σπρώξει μακρύτερα το φορτίο που βάραινε το μνημονικό του. Σκύβοντας πέρασε, όπως ένας που νίβεται, τις παλάμες πάνω στην όψη του. Μα κάτι τον χτύπησε εκείνη τη στιγμή από μέσα…
– Γιατί ενδιαφερόσαστε; ρώτησε αναπάντεχα, κι ήρθε κοντύτερα. Μήπως…μήπως σας μίλησαν για μένα; ξαναρώτησε.
Δεν καταλάβαινα. Λίγα δευτερόλεφτα σιωπή στάθηκαν στο μεταξύ αρκετά να εξαφανίσουν την ήρεμη, συγκρατημένη έξαρσή του. Έβλεπα τώρα το δέρμα του – ακόμα ναι, και το δέρμα του – τσουρουφλισμένο από τη μυτερή φλόγα της ανυπομονησίας, να σιγοτρέμει σαν του πουλαριού. Μη ξέροντας τι ν’ αποκριθώ του χαμογέλασα, πράμα που φαίνεται τον ενθάρρυνε περισσότερο.
– Το είχα προαίσθηση, είπε, εδώ και κάμποσες μέρες τώρα. Έψαχνα με το μυαλό μου να βρω ποιος θα ήταν εκείνος που…φέρνετε το σύνθημα, έτσι;
Ξημέρωνε Κυριακή. Ακόμα και μέσα στη σειρά τις άσαρκες μέρες – όλες περασμένες στο ίδιο νήμα, στρογγυλεμένες απ’ τον ίδιο τόρνο, ώστε να μην ξεχωρίζει η μια την άλλη ούτε στο ελάχιστο – υπήρχε κάποια αόρατη αίσθηση Κυριακής. Το καλοκαίρι τούτο δεν ήταν σωστό, ήταν μισό καλοκαίρι και λιγότερο· το άλλο ήταν μια αναστατωμένη άνοιξη, που οι ριπές του ανέμου παράσερναν το λερωμένο της πέπλο γύρω από το μολυβένιο άξονα της φυλακής, στον ίλιγγο μιας τεράστιας σβούρας. Αυτό το καταλάβαινες κοιτάζοντας πάντα τον ουρανό – τι άλλο είχε σαν κοιτάξεις; Ζαλιζόσουνα. Ήσουν στη βάση του μολυβένιου άξονα· τα πάντα στριφογύριζαν εκεί πάνω, μα εσύ έμενες ακίνητος στο σημείο σου. Κι αυτό το μετέωρο που ήταν ο κόσμος, το ’βλεπες σε μια μονοκόμματη διάσταση, σ’ ένα σχήμα μεγεθυνόμενης χοάνης ανάμεσα απ’ τους τοίχους. Οι όγκοι τα σύννεφα κυλιόντουσαν παλεύοντας με τις δέσμες του ήλιου, που σκόνταφταν στην ουράνια τους πρόσβαση κι αναποδογυρίζονταν σκορπίζοντας εκατομμύρια σταγόνες απόνα κοκκινόμπλαβο φως. Αλλά οι σταγόνες αυτές δεν γίνονταν βροχή· τις σταματούσε, θα ’λεγες, ένα ενδιάμεσο θερμό ρεύμα, τις εξάτμιζε και τις ξανανέβαζε στα ύψη. Τέτοιες ώρες μπορούσες να ξαπλώνεις σ’ ένα πεζούλι – πότε ανοιχτά, πότε κλειστά τα βλέφαρά σου – ενώ μικροί ανεμοστρόβιλοι σχηματίζονταν εκειδά πλάι σου στο προαύλιο, παρασέρνοντας σκουπιδάκια, αχερόχορτα, αποτσίγαρα. Σ’ άγγιζαν στ’ ακροδάχτυλα. Το χώμα, έτσι, θαρρούσες και διοχετευόταν μέσα από το σώμα σου χωρίς της υλική του υπόσταση, προς ένα πιο ελεύθερο χώρο· χώρο της όρασης και των ματιών, όπου το καθετί που σύμβαινε σ’ αυτόν ήταν μόνο μια αλλαγή σε σχήματα και χρώματα.
Την Κυριακή το μεγάφωνο αργούσε ν’ αρχίσει. Οι κρατούμενοι, λες και κάτι ακόμα αρνιόταν μέσα τους να προσαρμοστεί στη βεβαιότητα της φυλακής, καθυστερούσαν να ξεμπουκάρουν από τα κελιά τους, να παρατήσουν τα σιδερένια τους παλιοκρέβατα. Σάμπως να ήταν όπως άλλοτε· η αργία των γραφείων, τα κλειστά μαγαζιά, η σαββατόβραδη γυναίκα δίπλα τους, που ακόμα τάχα λαγοκοιμόταν και δεν είχε μαζέψει τα μαλλιά της απ’ το μαξιλάρι για να σηκωθεί…Μια υπόβραχνη λειτουργία, μπερδεμένη στα υγρά απ’ τη νύχτα σκουριασμένα σύρματα του μεγαφώνου, έχει πιάσει τώρα να τραυλίζει προσευχές. Ο Παναγιώτης τριγυρνάει πάλι κοντά στα ψάρια του καραδοκώντας την ευκαιρία να μου μιλήσει. Ήταν σίγουρος πως του έφερνα το «σύνθημα». Ποιο σύνθημα; Σταμάτησα ενωρίς χτες κάθε προσπάθεια να τον μεταπείσω, μια κι ήταν φανερό πως είχε πάρει ζεστά το πράμα.
– Ε, καλά, δε βιάζομαι, είπε. Έχω συνηθίσει να περιμένω. Το Κόμμα δουλεύει έξυπνα.
Θέλησε να τ’ αποδείξει πως… «αυτό μπορώ εγώ να το ξέρω καλύτερα απ’ όποιον άλλο, αγαπητέ…Αγαπητέ», επανάλαβε. «Πόσο συγκινητικά, μάλιστα, δουλεύει κάποτε το Κόμμα, με ανθρώπους που δεν το περιμένεις καθόλου από μέρους τους, όπως τότε με την Ηρώ λογουχάρη. Να, μια λεπτομέρεια δηλαδή…τ’ άλλα είναι γνωστά για την Ηρώ, τουλάχιστο στους παλιότερους. Αλλ’ αυτή η λεπτομέρεια ήταν ολότελα στην αρχή αρχή, ήταν αμέσως ύστερα απ’ την πρώτη μου εξορία. Τι μπορούσα να ελπίζω έτσι που είχαν έρθει για μένα τα πράματα; Κι όμως – ω, όχι, κύριε μου – δε με ξέχασαν! Και με τι τρόπο, σας παρακαλώ! Μ’ ένα άπραγο κοριτσάκι πράμα».
Παρατηρώντας τον κυριακάτικο ουρανό, πασχίζω να τον μοιράσω στα ζώδιά του· να καρφώσω στην υποθετική τους θέση την «Παρθένο» και το «Σκορπιό» – μια που μέσα στο κελί δεν ανάβουν πια τ’ άστρα τις νύχτες, κι εγώ το είχα συνηθίσει αυτό χρόνια πίσω, από τον καιρό που μ’ ανέβαζε ο πατέρας μου στις πλάτες του, όλες τις ψηλές σκάλες του σπιτιού μας ως την ταράτσα, γιατί ήμουν μικρός κι ασθενικός κι εκείνος πίστευε πως θα ξαναβρώ την υγειά μου παίρνοντας βαθιές ανάσες στις καθαρές ώρες του μεσονύχτιου πριν πλαγιάσω. Τ’ άστρα τα ’βλεπα όλα τότε να πηγαίνουν κατά τη μεριά του κάστρου, που ο μαύρος όγκος του τα συγκέντρωνε σαν ένα χοντρό κομμάτι μαγνήτης. Και τώρα με κλειστά βλέφαρα, ξαναπαίρνοντας ο νους μου το ξύλινο εκείνο μονοπάτι του πατέρα μου, γύρευε να διώξει μακριά το θάνατο και την αδικία, που είναι χειρότερη από το θάνατο. Και να διώξει το φόβο του πως θα ξανασυναντούσα μια μέρα τα πρόσωπα της παλιάς ελεύθερης ζωής μου αλλοιωμένα απ’ το βαθύ χαντάκι της φυλακής· φόβο χειρότερο απ’ ό,τι κι απ’ όσα άλλα είχα τραβήξει τελευταία. Όχι, δεν ήταν εύκολο – τουλάχιστο όχι περισσότερο εύκολο – να βρεις μια θέση για την «Παρθένο» και το «Σκορπιό», απ’ όσο το κεραμίδι που γύρευε ο Παναγιώτης για τα ψάρια του…
Η λειτουργία στο ράδιο έτριζε φριχτά. Είχα τη συναίσθηση πως μια πολύ μεγαλύτερη διάρκεια καιρού είχε περάσει ξαφνικά για μένα, και πως οι συμβολικές ιστορίες, που επινοούσε πάνω απ’ το κεφάλι μου ο ουρανός, δεν εκφράζανε άλλο από μιαν απέραντη επιθυμία να είσαι καλός άνθρωπος. Όμως, την ίδια στιγμή, ρωτιόμουν αν είχα το δικαίωμα να υπακούσω σε μια τόσο αόριστη κι άπιαστη επιθυμία. Οι ψαλμουδιές μού έδιναν στα νεύρα, παραήταν αγγελικές και για την όποια κι όποια περίσταση κατάλληλες. Με τις ίδιες ψαλμουδιές, σ’ όλα τα ταραγμένα χρόνια του τόπου, δε θυμόμουν από παιδί δεσπότη ή παπά να μην ήταν με την «κατάσταση» – την όποια πάντα «κατάσταση» – που θα πει ότι και τούτη, κι η άλλη, κι η ανάποδη, όλες ήταν εξίσου καλές και σύμφωνες κατά τη γνώμη τους με τη γνώμη του Θεού.
«Τουλάχιστο δε φροντίζουν ν’ αλλάξουν τα φθαρμένα σύρματα», είπα μέσα μου, ακούγοντας, σα γουργουρητό περιστεριών, την παιδική χορωδία, καθώς είχε αρχίσει τούτη ένα τρεμουλιάρικο «Σε υμνούμεν» παλεύοντας να κάμει όσο πιο τρυφερή γινόταν κι απόκοσμη τη φωνή της. Ίσα να το πω, τα σκουριασμένα σύρματα πάλι αρπάχτηκαν μεταξύ τους εκεί πίσω στο βάθος του χωνιού. Και μονομιάς ξέσπασε το ουρλιαχτό τ’ αρχιφύλακα: «Οι καθαριστές! Γρήγορα οι καθαριστές των αχτίνων τα σκουπίδια όξω!»
Από τις τέσσερις – κάλιο τις δεκατέσσερις – άκρες της φυλακής ξεκίνησε τότε ο σιδερένιος βρόντος των καροτσιών, καθώς κυλούσαν οι ρόδες τους στις αυλές, και μαζί η ανυπόφερτη βρώμα τους. Την ένιωθαν τα ρουθούνια μου ως το βράδυ· ως το βράδυ όλη η Κυριακή έπειτα ανακατώθηκε, γιατί το μεγάφωνο δεν έλεγε να ησυχάσει, και, μόλις σταμάτησαν τα καρότσια, άρχισαν τα εμβατήρια και κατόπι έπιασε ένας θεοσεβούμενος «εκπαιδευτικός» να λέει κάτι συγκινητικό, που η εκπομπή το ανάγγειλε με τον τίτλο «Μνημόσυνα – πόνοι – εξομολογήσεις». Μεσολάβησαν τρεις, αν δε λαθεύω, τρεις μικρές αγγελίες· οι δυό ήταν γι’ ανθρώπους, η άλλη για ένα «απολεσθέν σκυλάκι, κανίς, θηλυκό, άσπρο, ακούον στο όνομα Σαμάνθα». Τέλος ένα σύντομο δελτίον ειδήσεων, που, αν δεν είχε το μυαλό μου στραβώσει ως το σημείο να με ρίξει εδώ που μ’ έριξε, θα ’πρεπε ν’ αφήσει στην καρδιά μου κάτι απ’ την περηφάνεια του εκφωνητή: «Η Ελλάς εξάγει σπέρμα ταύρου! Σπέρμα εξ εκλεκτών ταύρων αναπτυχθέντων υπό ειδικάς συνθήκας εν Ελλάδι» κλπ. κλπ…
Η αυλή πλήθαινε. Μικρές διαδοχικές φωτιές ξεπετιούνταν απ’ το αναβόσβημα των αναφτήρων. Και τα τσιγάρα με τους καπνούς τους διακοσμούσαν τα δάχτυλα και τα χείλια, που είχαν κολλήσει πάνω σ’ αυτά, το ίδιο σαν να ψιθυρίζανε ή να φιλούσαν την άκρη μιας αγαπητής μορφής και, πριν προλάβουν να την καλοκοιτάξουν, εκείνη τάχα εξατμιζόταν από μπροστά τους. Στιγμές, ένας μοναχικός κρατούμενος ή δυό τρεις μαζί συντροφιά, πραγματοποιούσαν άθελά τους την ακινησία κάποιας προτομής ή έναν όμιλο αγάλματα. Το στήσιμό τους, με φόντο τη μάντρα, σε ξάφνιαζε. Η παλιά απώθηση: «μα δεν είναι δυνατό! Δε μπορεί να γίνονται στα σοβαρά αυτά τα πράματα…Όλο παίζουμε εδώ τ’ αγάλματα», η ίδια λοιπόν παραίσθηση, που τη θυμόμουν να με σπρώχνει έξω, έξω από τον εαυτό μου στ’ άγρια χρόνια της Κατοχής, με ξαναβρίσκει και σήμερα πάλι – Κυριακή του ’69. Ποιος να φύσηξε στα μάτια μου τη στάχτη του χρόνου. Παραείναι αληθινή τούτη η όψη του κόσμου για να ’ναι αλήθεια.
Το απόγευμα έγινε ένα περιστατικό εθιμοτυπίας. Στο κελί 35 δεχόταν επισκέψεις. Γιόρταζε ο ένας απ’ τους δυό ισοβίτες που το κρατούσαν. Κοντά σαραντάρηδες, ήταν κι οι δυό απ’ τους λίγους «παλιούς», τους ξεχασμένους από την αμνηστία και το Θεό, πάνε είκοσι χρόνια. Οι καινούριες φουρνιές κατάδικων απ’ τα στρατοδικεία ήρθανε ξαφνικά να σπάσουν εδώ τη μοναξιά τους και να τους ξαναφτερώσουνε την ψυχή, έτσι που μπορούσαν να ξαναβρούνε τώρα αλλοτινά γνωστά τους πρόσωπα κι ακούγανε φρέσκες, ταραγμένες ιστορίες του έξω κόσμου, ικανές να ξαναδώσουνε κίνηση στο μυαλό τους. Πραγματικά, έδειχναν οι μόνοι σχεδόν χαρούμενοι απ’ την τύχη τους. Με το βυσσινί τραπεζομάντηλο από πλεχτό γυαλιστερό ψαθί πάνω σ’ ένα τραπεζάκι που διπλωνόταν στη μέση, κι ακόμα μ’ ένα σωρό ψάθες χάμου, με χάρτινα λουλούδια μπηγμένα σε ποτήρια ξύλινα, σκαλισμένα από τα χέρια τους, με ημερολόγια, χαρτοθήκες στους τοίχους ντυμένες σε φτηνό μεταξωτό, και μ’ όλο γενικά το νοικοκυριό εκείνο που είναι χαρακτηριστικό στους ισοβίτες, σου πρόσφερναν τσιγάρα κι ένα συγκινημένο μαζί χαμόγελο, κάνοντας τόπο στα στρωμένα ντιβάνια τους για να καθίσεις. Αλλά δεν ήτανε σκέτη γιορτή, αφού – το κυριότερο – η φωτογραφία μιας νέας γυναίκας σε χαρτί τριανταφυλλένιας απόχρωσης, πολύ γυαλιστερό και που κρεμόταν με μια κορδέλα απ’ το μεγαλύτερο λουλούδι, τραβούσε αμέσως την προσοχή σου στο κέντρο της βυσσινιάς εκείνης κηλίδας, που σχημάτιζε το τραπεζομάντιλο μέσα στο σχεδόν φεγγαρίσιο φως του απογιοματινού κελιού.
Μπροστά σ’ αυτή τη φωτογραφία ο ισοβίτης έκανε απόψε τους αρραβώνες του. Και μήτε η χρυσή βέρα, μήτε τα κουφέτα, μήτε καραμέλες και λεμονάδες απ’ την καντίνα της φυλακής, μήτε άλλο τίποτα που το χρειαζόταν η περίσταση έλειπε, παρά μόνο η ιστορία της γνωριμιάς του ζευγαριού θα ομολογούσε ο καθένας πως ήταν λίγο ασυνήθιστη. Ο αρραβωνιασμένος είχε αρχίσει να την ξαναδιηγέται για χάρη μου όταν μπήκε ο Παναγιώτης. Φορούσε καθαρό πουκάμισο, αλλά αν και περιποιημένα, τα παπούτσια του φανέρωναν την άθλια κατάστασή τους, καθώς και τα πολύ μακριά ισχνά του πόδια με τις σουρωμένες κάλτσες πάνω τους. Τ’ άπλωσε, τα μάζεψε, τα ξαναδίπλωσε, και δεν ήξερε πώς να τα οικονομήσει, ενώ μας κοίταζε όλους μεταφέροντας διαδοχικά την ταραγμένη λάμψη των ματιών του από τόνα πρόσωπο στ’ άλλο.
«Καλά κάνατε κι αγαπήσατε» ψιθύρισε. «Άγια και καλά!». Έσκυψε να δει κοντύτερα τη φωτογραφία, ύστερα του έμεινε ένα χαμόγελο ως το τέλος. Λοιπόν, αυτό ήταν; Είχε σταθεί ένα βήμα εκείνη η κοπέλα πίσω από τη διαχωριστική σίτα του επισκεπτηρίου…Ο ισοβίτης μιλούσε με τη μάνα του. Δεν τον άκουγε. Γινόταν θόρυβος, όπως γίνεται πάντα στο επισκεπτήριο· ο κάθε κρατούμενος παλεύει να φωνάξει πιο δυνατά απ’ το διπλανό του με την ελπίδα να τον ακούσει ο επισκέπτης του. Μα η γριά δεν άκουγε. Και τότε η κοπέλα, που στεκόταν ένα βήμα πίσω, πλησίασε. «Αν θέλετε να ευκολύνω…» πρότεινε. «Αν θέλετε, πέστε μου εμένα». Έτσι πρωτομίλησαν. Κι έτσι από τότε, μαζί με τη μάνα, ερχόταν κάθε φορά στο επισκεπτήριο το πρόσωπο της φωτογραφίας…
Ο Παναγιώτης ενθουσιάστηκε. Γυρίζοντας προς το μέρος μου είπε πως «ό,τι είναι να γίνει, γίνεται εκεί που δεν το περιμένεις». Μπήκε ένα ψηλό, μαυριδερό παλικάρι με μπαρμπέτες και μουστάκι. Βαστούσε ένα σπασμένο κι όλο μπαλώματα μπουζούκι. Ο ισοβίτης έγειρε δίπλα μου.
– Σας ζήτησε επαφή; μου πετάει ψιθυριστά.
– Επαφή…Μα τι συμβαίνει;
– Ό,τι συμβαίνει με κάθε καινούριον που βλέπει μπροστά του. Από μας τους άλλους πια δεν ελπίζει…
Το μπουζούκι έπιασε να ψευτολαλάει σιγανά, σαν παιδί που συλλαβίζει τ’ αναγνωσματάρι του:
«Είχα, είχα μια – μιαν αγάπη, αχ καρδούλα μου,
που ’μοιαζε σύννεφο, συννεφάκι, η Συννεφούλα μου».Πήρανε λίγο λίγο κι οι άλλοι το σκοπό και τον δυναμώσανε, έξω ήταν ο ίδιος ακατάστατος καιρός. Ο αγέρας έτριξε στο φεγγίτη κι έφερε μια λεπίδα ευκάλυπτου πάνω στο βυσσινί τραπεζομάντηλο. Ο Παναγιώτης την τσάκισε ανάμεσα στα δάχτυλά του με τον ίδιο τρόπο που ζύμωνε τα σβωλαράκια για τα ψάρια του. Βγήκε ένα βάλσαμο, και σου ΄φερνε τη διάθεση ν’ ανασάνεις. Πραγματικά, σ’ ένα χαμηλό στεναγμό – αν και χαρούμενο – τέλειωνε τώρα και το τραγούδι.
– Με την Ηρώ, εγώ της τραγουδούσα τότε που σας έλεγα το «Γελεκάκι», μίλησε πάλι ο Παναγιώτης παίρνοντας την αφορμή, που φαίνεται να γύρευε κάμποση ώρα, για να πλησιάσει κοντύτερά μου. Αυτό, δήλωσε, το τραγούδι το ’χε ταιριάσει με την περίσταση. Γιατί είχε αρχινισμένο, εκείνο τον καιρό ίσα ίσα, ένα γιλέκο γαμπριάτικο κι η δουλειά τον παίδευε, εξαιτίας κάτι ρίγες προπάντων που δεν έπεφταν στη θέση τους – δεν έπεφταν ολωσδιόλου…Το ’φερνε έτσι το ρούχο, το ’φερνε αλλιώς… «Πιάσε εσύ, κοπέλα μου», της το παραδίνει, «να περάσεις μετάξι τις κουμπότρυπες». Κι εκείνη το διπλώνει βάζοντας από πάνω τα χέρια της, και του λέει: «Εγώ, κύριε Παναγιώτη, ξέρω γιατί αναστενάζετε». Ξέρει… « Τι να ξέρεις, κοπέλα μου; Άντε, να τελειώνουμε κοπέλα μου!».
– «Σύντροφε», μου πετάει εκείνη ξαφνικά. «Τώρα αρχίζει η δουλειά μας»! Να, όπως με βλέπετε και σας βλέπω, κύριε μου! Σηκώθηκε σα λιονταρίτσα, κύριέ μου, απ’ τον ενθουσιασμό της. Μου΄φερνε, που δεν το ’λπιζα, την επαφή. Μάλιστα! Εγώ κόντευα, ψάχνοντας, να χάσω το νου μου τόσους μήνες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να σ’ αχρηστέψουνε, να ξεχαστείς στη γωνιά σου, να τριγυρίζεις ένα μαρκαρισμένο μισοψόφιο σκυλί – με νιώθετε; Κι εκείνη, λοιπόν…Της είχανε δώσει εκεινής την επαφή!
Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου κι ένιωσα πόνο. Το χέρι του γάντζωνε. Μια τρεμουλιαστή, απίθανη δύναμη κρυβότανε στα δάχτυλά του. Γύρισα τα μάτια απ’ την άλλη μεριά. Αλλά το χέρι του με κρατούσε.
– Σηκώθηκε έπειτα να σιδερώσει, συνέχισε ο Παναγιώτης. Και δεν ξέραμε γιατί φιλιόμασταν πάνω απ’ το σίδερο. Και, σαν το καταλάβαμε, ντροπιαστήκαμε κι οι δυό…
Το μυρίστηκε πως οι άλλοι στο κελί τον παρακολουθούσαν, τον περιεργάζονταν. Ζάρωσε, σαν κάποιος που έκανε μιαν αταξία. Και σε λίγο είδαμε την ψηλή ξυλοδεσιά του κορμιού του να τραβιέται πέρα από το άνοιγμα της πόρτας. Άφησε πίσω του μιαν αόριστη στεναχώρια. Δυό τρεις κουνήσανε τα κεφάλια τους, κι εγώ είπα: «Γρήγορα τελειώνουνε τα βάσανά του». Κι έτσι λέγοντας, είπα δηλαδή τη ζήλεια μου. Γιατί θα ’πρεπε, σίγουρα, να ήταν ασύλληπτη ευτυχία το να είσαι Παναγιώτης ή, τέλος, οτιδήποτε που φοράει ένα σακάκι με μια τσέπη, όπου μέσα της ετοιμάζεται να μπει ένα αποφυλακιστήριο. Το άθελο τούτο νόημα της κουβέντας μου όμως, μόλις μου αποκαλύφτηκε, μου ’φερε ντροπή. Τόση επιθυμία, τόσο πάθος να γλιτώσω, να ξεφορτωθώ από τόσο νωρίς τα χρόνια που μου είχανε ρίξει στην πλάτη, ήταν άσκημο σύμπτωμα, με λύσσαγε· κάθε φορά δύο καυτές βούλες ανέβαιναν στα μάγουλά μου. Απασχολημένος πάλι να αισθάνομαι το κάψιμό τους, παρόμοιο με την άναψη και τη ζάλη του κρασιού, άρπαξα κάπως θολά τη συνέχεια της συζήτησης. Μονάχα θυμάμαι το αναπότρεπτο ύφος του ισοβίτη όταν παρατήρησε:
– Μπα, μέσα στο χρόνο θα τον ξανάχουμε κοντά μας τον Παναγιώτη! Το ’χει πάθει κιόλας προηγούμενα. Και δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο να τους κάνει να καταλάβουνε την περίπτωσή του…
Το ύφος εκείνο, λοιπόν, τα ’λεγε όλα. Ήταν να γελάς και να κλαις. Να παλεύεις να πείσεις τον εαυτό σου πως είναι αδύνατο, τόσο αδύνατο όσο και να το δαγκώσεις τον άγκωνά σου. Κι ωστόσο, μάλιστα, εσύ εξακολουθείς να κουβαριάζεσαι και να το προσπαθείς αυτό το αδύνατο· πιο αδύνατο να το πιστέψεις παρά να συμβεί. Κι όμως συνέβη, έγινε δυό φορές – το βεβαίωναν όλοι – μέσα στα τελευταία τρία χρόνια! Είχε επαναληφτεί και παλιότερα, ακόμα και με τα κανονικά δικαστήρια. «Ο άνθρωπος έχει πάθει». Μα ποιος να τους το πει; Ποιος να τ’ ακούσει; Ένα σωρό κόσμος – χωροφύλακες, ανακριτές, στρατοδίκες – κι ο Παναγιώτης γυμνός, δίπλα στα ψάρια του, και με μια σειρά καταδίκες πάντα για τον ίδιο λόγο: «Απόπειρα συμμετοχής εις ανατρεπτικήν δράσιν»…Εγώ, καλέ μου κύριε, είμαι υπομονετικός άνθρωπος…Πήγαινε – έλα! Από στρατόπεδο σε φυλακή. Κι ούτε μια φορά η δικαιοσύνη δεν αμφισβήτησε τον επικίνδυνο χαρακτήρα του, γιατί κάθε φορά ο Παναγιώτης ζητούσε «επαφή». Κατά τα άλλα ήταν εντάξει, μα στο σημείο αυτό – όχι, αδύνατο να το χωνέψει – στο σημείο αυτό γινόταν ανυπόμονος! Τον πρώτο γνωστό που θα συναντούσε, στον καθένα που θ’ άλλαζε μαζί του δυό κουβέντες, εμπιστευόταν να τον ρωτήσει αν ήξερε, αν μπορούσε να του δείξει πως θ’ αποχτούσε πάλι «επαφή» ή μήπως…μήπως αυτός ο ίδιος ο συνομιλητής του τού έφερνε κιόλας το «σύνθημα». Φυσικά, κάποιος αργά ή γρήγορα τον κάρφωνε. Φυσικά, τώρα μάλιστα που λειτουργούσαν τα στρατοδικεία…Πώς να πείσεις τα στρατοδικεία ή τον Παναγιώτη για την τρέλα τους;
Έβρεξε. Νύχτωσε και βγήκε το φεγγάρι έπειτα από τη βροχή. Έβαλα το σανιδόπραμα, που λεγόταν «κομοδίνο», κάτω απ’ το φεγγίτη και το σκαμνί πάνω στο κομοδίνο. Αν δεν είσαι πολύ βαρύς, έτσι μπορείς να σκαρφαλώσεις ίσαμε το φεγγίτη και να βλέπεις έξω το «τοπίο». Τα χαλίκια διακρίνονταν καταπληκτικά άσπρα. Και, γύρω τριγύρω στο τετράγωνο χτίριο, σε μιαν αχτίνα ως διακόσια μέτρα, τα πανομοιότυπα παράθυρα των φυλακισμένων τρυπούσαν τη μάζα του σκοταδιού σε ισόμερες αποστάσεις, με το σκληρό, κόκκινό τους φως.
Άργησα να κλείσω μάτι. Κοντά ξημερώματα, μου φάνηκε πως άκουσα να ουρλιάζει πάλι το μεγάφωνο. Είδα κατόπι τον Παναγιώτη να ταΐζει τα ψάρια του. Αλλά είχαν μεγαλώσει τόσο, που δεν χωρούσαν πια στο λασπόλακό τους, κάτω από το πλατάνι του αυλόγυρου, κι αδηφάγα ξάνοιγαν κάτι πελώρια στόματα, σπαρταρώντας και χτυπώντας με τα πτερύγια και τις ουρές τους τόνα τ’ άλλο. Ακόμα πιο έπειτα, τα στόματα των ψαριών ήρθαν και γινήκανε ένα πράμα, μια χοάνη όπου μέσα της κυκλοφορούσαν χρώματα, λέπια, ψίχουλα ψωμιού, τα σκοινιασμένα δάχτυλα του Παναγιώτη, κουρέλια από εφημερίδες με χοντρά γράμματα, κι ένα σωρό άγνωστες φυσιογνωμίες, που όμως – παράξενο – είχαν όλες τους απόνα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα, σα δανεικό…Προσπαθούσα να θυμηθώ μέσα στον ύπνο μου· να θυμηθώ τον «καλό κόσμο» που έζησα, τα χαρακτηριστικά του. Μα όλα τώρα αλέθονταν σ’ εκείνο το ίδιο βάθος, όπως στο βάθος ενός τσιμεντόμυλου. Όχι τσιμεντόμυλος, όχι…Το μεγάφωνο ήταν. Και ξανά η φωνή απ’ το μεγάφωνο, τρίζοντας, αλέθοντας πάντα: «Η Ελλάς εξάγει σπέρμα ταύρου!»
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.