«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

Ο Τζόναθαν Σουίφτ επεσήμανε τη σύγκρουση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στους κυβερνήτες, τους ιδιοκτήτες, τους κάθε είδους καταπιεστές καταγγέλλοντας όλο το σύστημα αξιών του φιλελευθερισμού και του νεογέννητου καπιταλισμού. Καταδίκασε τον πόλεμο και τις συμφορές που φέρνει, ασκώντας οξεία κριτική στους υποστηρικτές του.

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

«Ο Swift έχει βρει την ανάπαυσή του
εδώ, όπου η άγρια αγανάκτηση
δεν μπορεί πια την καρδιά του να σπαράξει·
το παράδειγμά του ακολούθα σαν τολμάς,
τραυματισμένε από τα εγκόσμια διαβάτη·
εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία
υπηρέτησε».

(εντοιχισμένο επιτάφιο επίγραμμα του Τζόναθαν Σουίφτ)

Στις 19 του Οκτώβρη 1745 έφυγε από τη ζωή ο Τζόναθαν Σουίφτ. Έχει χαρακτηριστεί ως ένας επαναστάτης παγκόσμιας εμβέλειας καθώς ήταν ο πρώτος που καταδίκασε τον πόλεμο και τις συμφορές που φέρνει, ασκώντας οξεία κριτική στους υποστηρικτές του. Παράλληλα επεσήμανε τη σύγκρουση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στους κυβερνήτες, τους ιδιοκτήτες, τους κάθε είδους καταπιεστές καταγγέλλοντας όλο το σύστημα αξιών του φιλελευθερισμού και του νεογέννητου καπιταλισμού.

Γεννημένος στο Δουβλίνο από Άγγλους γονείς, στις 30 του Νοέμβρη 1667, μεγάλωσε ανάμεσα στην Ιρλανδία και την Αγγλία. Αγάπησε όμως την Ιρλανδία και πολλοί πιστεύουν ότι με τα έργα του και τη ζωή του υποκίνησε τους Ιρλανδούς να αγωνιστούν για την ανεξαρτησία τους. Ο ίδιος υποστήριζε ότι το έργο του στοχεύει στην βελτίωση της ανθρωπότητας και δεν απευθύνεται μόνο στους Ιρλανδούς.

Σκληρός, έντονα σαρκαστικός και πολλές φορές δηλητηριώδης  χλευάζει και καταγγέλλει με τα έργα του την απανθρωπιά και την αγριότητα των πλουσίων στην αντιμετώπιση των φτωχών και εξαθλιωμένων καθώς και την βρετανική πολιτική στην Ιρλανδία του 18ου αι.

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» - Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

Από τα πιο γνωστά του βιβλία του είναι το μυθιστόρημα Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, το οποίο εκδόθηκε το 1726. Ένα έργο με σαφές πολιτικό περιεχόμενο και επηρεασμένο από τις ανθρωπιστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη αυτή την εποχή. Ο γιατρός Γκιούλιβερ εξιστορεί τα ταξίδια του και τις εμπειρίες του σε τέσσερις διαφορετικούς τόπους, στη Λιλιπούτη, στη Βροβδινγνάγη, στη Λαπούτα – Βαλνιβάρβη – Γλουβδουβδρίδη – Ιαπωνία και στη χώρα των Χούυνμνων. Χώρες φανταστικές στις οποίες καταλήγει ο Γκιούλιβερ μετά από ένα ναυάγιο ή εγκατάλειψη από τους συντρόφους του  ή τιμωρία.

Χωρίς ο Σουίφτ να έχει ταξιδέψει έξω από την Αγγλία και την Ιρλανδία και χωρίς να γνωρίζει πώς ζουν οι άνθρωποι στον υπόλοιπο κόσμο, κατόρθωσε να δημιουργήσει εκπληκτικούς τόπους με τη φαντασία του στηλιτεύοντας τα ήθη και τις απόψεις των ανθρώπων στην πολιτική, την παιδεία, την οικονομία , τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Επιπλέον βρίσκει την ευκαιρία να ειρωνευτεί  τις εντυπώσεις  των διαφόρων ταξιδιωτών που κυκλοφορούσαν ευρέως και διαβάζονταν πολύ στα χρόνια του.

Στο τελευταίο του ταξίδι, στη χώρα των Χούυνμνων, γνωρίζει έναν διαφορετικό λαό που δεν είναι άνθρωποι αλλά ομιλούντα και σκεπτόμενα άλογα. Ζει πέντε χρόνια ανάμεσά τους και καταλήγει να νιώθει αποτροπιασμό για τους ανθρώπους (τους Γιαχού) εξ αιτίας της ζωής, των αντιλήψεων και των τρόπων που τις εφαρμόζουν.1

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

Ο Γκιούλιβερ συζητά με τους Χούυνμνους, J.J. Granville (1856)

Από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ:

«ΕΤΣΙ, ΕΥΓΕΝΙΚΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΣΟΥ ΕΚΑΝΑ ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ εξιστόρηση των ταξιδιών μου, που βάστηξαν δεκάξι χρόνια και πάνω από εφτά μήνες, στην οποία δε με ενδιέφερε και τόσο η καλολογία όσο η υπηρέτηση της αλήθειας. Θα μπορούσα ίσως, όπως άλλοι, να σε καταπλήξω με παράξενα και απίθανα παραμύθια· προτίμησα όμως ν’ αφηγηθώ αληθινά, και μόνον αληθινά, γεγονότα με τον απλούστερο τρόπο και με το απλούστερο ύφος, γιατί ο βασικός μου σκοπός ήταν να σε πληροφορήσω και όχι να σε διασκεδάσω.

Είναι εύκολο για μας που ταξιδεύουμε σε χώρες μακρινές, τις οποίες σπάνια επισκέπτονται Άγγλοι ή άλλοι Ευρωπαίοι, να δίνουμε περιγραφές θαυμαστών ζώων τόσο της θάλασσας όσο και της στεριάς. Όμως ο βασικός στόχος ενός ταξιδευτή δεν πρέπει να είναι άλλος απ’ το να κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και καλύτερους και να βελτιώνει το πνεύμα τόσο με το κακό όσο και με το καλό παράδειγμα αυτών που λέει αναφορικά με τους ξένους τόπους.

Θα ευχόμουν ολόψυχα να θεσπιζόταν ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο κάθε συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων, προτού λάβει την άδεια να δημοσιεύσει τα ταξίδια του, να υποχρεούται να ορκίζεται ενώπιον του λόρδου αρχικαγκελάριου ότι όλα όσα προτίθεται να τυπώσει είναι, απ’ όσο γνωρίζει, πέρα για πέρα αληθινά· γιατί τότε ο κόσμος δε θα μπορούσε πια να εξαπατηθεί, όπως συνήθως γίνεται, αφού μερικοί συγγραφείς, για να πλασάρουνε καλύτερα τα έργα τους στο κοινό, παραμυθιάζουν με τα χονδροειδέστερα ψέματα τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Όταν ήμουν νέος, διάβασα προσεκτικά ένα σωρό ταξιδιωτικά βιβλία με μεγάλη απόλαυση τότε, από τότε, όμως, έχοντας ταξιδέψει στα περισσότερα σημεία της υδρογείου και επειδή μπόρεσα να καταρρίψω πλήθος παραμυθένιες περιγραφές με την παρατηρητικότητά μου,  αισθάνομαι μεγάλη αηδία για τέτοια αναγνώσματα και κάποια αγανάκτηση να βλέπω να γίνεται τέτοια κατάχρηση της ευπιστίας των ανθρώπων. Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή οι γνωστοί μου είχαν την καλοσύνη να θεωρήσουν ότι ίσως να μην ήταν άχρηστες για τη χώρα μου οι πενιχρές προσπάθειές μου, επέβαλα το αξίωμα στον εαυτό μου,  απ’ το οποίο δε θα παρεκκλίνω ποτέ, να μένω αυστηρά προσκολλημένος στην αλήθεια – κι ούτε μπορώ στ’ αλήθεια να υποκύψω στον παραμικρό πειρασμό να ξεφύγω απ’ αυτήν, όσο στη μνήμη μου διατηρώ τα μαθήματα και το παράδειγμα του ευγενικού δασκάλου μου και των άλλων περίλαμπρων Χούυνμνων, των οποίων ταπεινός ακροατής είχα την τιμή να είμαι για τόσον καιρό.

Nec si miserum Fortuna Sinonem
Finxit, vanym etiam mendacemgue improba finget.

Ξέρω πολύ καλά πόσο μικρή φήμη αποκτάει κανείς από βιβλία που δεν απαιτούν ούτε ευφυΐα ούτε γνώσεις ούτε στ’ αλήθεια κανένα άλλο ταλέντο πέρα από ένα καλό μνημονικό ή ένα σχολαστικά τηρούμενο ημερολόγιο. Ξέρω επίσης ότι οι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων, όπως οι λεξικογράφοι, βυθίζονται στην αφάνεια από το βάρος και τον όγκο όσων έρχονται τελευταίοι και βρίσκονται, συνεπώς, απάνω απάνω. Και είναι πολύ πιθανόν τέτοιοι ταξιδευτές, που θα επισκεφθούν κατοπινότερα τις χώρες που περιγράφω σε τούτο το έργο, ανακαλύπτοντας ίσως τα λάθη μου (αν υπάρχουν) και προσθέτοντας πολλές ανακαλύψεις δικές τους, να με παραγκωνίσουν και να πάρουν αυτοί τη θέση μου, κάνοντας τον κόσμο να ξεχάσει ότι υπήρξα κάποτε συγγραφέας.

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

Θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ μεγάλη ταπείνωση αν έγραφα απλώς για τη δόξα· μα, καθώς η μοναδική μου πρόθεση ήταν το ΚΟΙΝΟ ΚΑΛΟ, δεν είναι δυνατό ν’ απογοητευτώ ολοσδιόλου. Γιατί ποιος μπορεί να διαβάσει για τις αρετές των υπέροχων Χούυνμνων που έχω καταγράψει, δίχως να ντραπεί για τη δική του φαυλότητα, όταν θεωρεί τον εαυτό του το έλλογο και κυρίαρχο ζώο στη χώρα του; Δε θα πω τίποτα για τα μακρινά εκείνα έθνη που διαφεντεύουν οι Γιαχού, μεταξύ των οποίων οι λιγότερο φαύλοι είναι οι Βροβδινγνάγιοι, θα ήταν ευτύχημα αν υιοθετούσαμε τα σοφά αξιώματα για την ηθική και το κράτος, μα δεν μπορώ να πάω παρακάτω κι αφήνω τον ακριβοδίκαιο αναγνώστη να κάνει τα δικά του σχόλια και να εφαρμόσει τις δικές του κρίσεις.

Δε νιώθω μικρή χαρά που το έργο μου αυτό είναι πιθανό να μη βρει επικριτές· γιατί ποιες αντιρρήσεις μπορούν ν’ αντιταχθούν σ’ ένα συγγραφέα που απλώς αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν σε τόσο μακρινές χώρες, όπου δεν έχουμε το παραμικρό συμφέρον σχετικά με εμπόριο ή συναφείς συμφωνίες; Απέφυγα με προσοχή κάθε λάθος για το οποίο συχνά, και πολύ δίκαια, κατηγορούνται οι συνηθισμένοι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων. Επιπλέον, δεν ανακατεύομαι καθόλου με κόμματα και γράφω χωρίς πάθος, προκατάληψη ή κακή προαίρεση εναντίον οποιουδήποτε συνόλου ανθρώπων. Γράφω για τον ευγενέστερο σκοπό: να πληροφορήσω και να φωτίσω τους ανθρώπους, απέναντι στους οποίους μπορώ ίσως, δίχως ψεύτικες μετριοφροσύνες, να ισχυριστώ ότι κάπως υπερέχω, από τα κέρδη που αποκόμισα κουβεντιάζοντας τόσον καιρό με τους πιο ολοκηρωμένους Χούυνμνες. Γράφω χωρίς να αποβλέπω σε υλικά οφέλη ούτε σε παινέματα. Δεν επιτρέπω ποτέ να εμφιλοχωρήσει ούτε μία λέξη που μπορεί να θεωρηθεί έστω και κατ’ ελάχιστο κατηγορία, ακόμα και εναντίον όσων προσβάλλονται πολύ εύκολα. Ελπίζω, έτσι, ότι δίκαια μπορώ ν’ αποκαλέσω την αφεντιά μου έναν ανεπίληπτο συγγραφέα, εναντίον του οποίου δε θα βρει πάτημα για να ασκήσει τη φθονερή δουλειά της η φάρα των επικριτών, συκοφαντών, σχολιαστών, δοκιμιογράφων και επιφυλλιδογράφων.

Κάποιος μου ψιθύρισε ομολογώ ότι ήμουν υποχρεωμένος, ως Άγγλος υπήκοος, να υποβάλω για λόγους καθήκοντος ένα υπόμνημα σε κάποιον υπουργό μόλις επέστρεψα, κι αυτό γιατί όποιες χώρες ανακαλύπτονται από έναν υπήκοο ανήκουν στο Στέμμα. Εγώ όμως αμφιβάλλω κατά πόσον η κατάκτηση των χωρών που περιγράφω θα ήταν τόσο εύκολη όσο οι κατακτήσεις των γυμνών Αμερικανών από τον Φερδινάνδο Κορτές. Οι Λιλιπούτειοι θαρρώ πως δεν αξίζουν καν τα έξοδα ενός στόλου και στρατού για να τους υποτάξουμε και αμφιβάλλω αν θα ήταν φρόνιμο να επιτεθούμε στους Βροβδινγάγιους, ή αν μια εγγλέζικη στρατιά θα τα κατάφερνε εύκολα με το Ιπτάμενο Νησί πάνω από τα κεφάλια της. Οι Χούυνμνες είναι αλήθεια ότι δε φαίνονται τόσο καλά προετοιμασμένοι για πόλεμο, μια τέχνη που τους είναι απόλυτα ξένη, και ειδικά όταν έχουν να κάνουν με πυροβόλα όπλα. Εγώ, πάντως, αν υποθέσουμε ότι ήμουν υπουργός, δε θα συμβούλευα ποτέ να εισβάλλουμε στη χώρα τους. Η σωφροσύνη, η ομοψυχία, η φιλοπατρία τους και η άγνοια του φόβου θα αναπλήρωναν πλουσιοπάροχα όλες τις ελλείψεις τους στην στρατιωτική τέχνη. Φανταστείτε είκοσι χιλιάδες Χούυνμνες να διασπούν τις γραμμές ενός ευρωπαϊκού στρατού, σκορπίζοντας τη σύγχυση και τον πανικό, αναποδογυρίζοντας άρματα και κάνοντας λιώμα τα κεφάλια των πολεμιστών με τα τρομερά λακτίσματα των πισινών ποδιών τους. Γιατί σ’ αυτούς θα ταίριαζε θαυμάσια ο χαρακτηρισμός που δόθηκε στον Αύγουστο: «Recalcitrat undigue tutus» (Ατίθασος κι από παντού ασφαλής). Στη θέση όμως των προτάσεων για κατάκτηση αυτού του μεγαλόψυχου έθνους, εγώ θα ευχόμουν να μπορούσαν ή να είχαν την διάθεση να στείλουν εκείνοι έναν ικανό αριθμό απ’ τους κατοίκους τους για να εκπολιτίσουν την Ευρώπη, διδάσκοντάς μας τις βασικές αρχές της τιμής, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της εγκράτειας, του σθένους, της αγνότητας, της φιλίας, της καλοσύνης και της πίστης. Οι ονομασίες όλων αυτών των αρετών εξακολουθούν να διατηρούνται στις περισσότερες γλώσσες μας και τις βρίσκουμε τόσο στους συγκαιρινούς μας όσο και στους αρχαίους συγγραφείς, πράγμα που μπορώ να επιβεβαιώσω από τα λίγα διαβάσματά μου.

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ

Χούυνμνοι και Γιαχού

Μα είχα κι έναν ακόμα λόγο που μ’ έκανε λιγότερο πρόθυμο να επεκτείνω με τις ανακαλύψεις μου την επικράτεια του μεγαλειότατου. Για να πω την αλήθεια, μέσα μου γεννήθηκαν κάποιοι ενδοιασμοί σε σχέση με τη δικαιοσύνη που απονέμουν οι μονάρχες σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Λόγου χάρη, ένα πλήρωμα από πειρατές παρασύρεται από μια θαλασσοταραχή και δεν ξέρει πού πηγαίνει, στο τέλος ένας μούτσος ανακαλύπτει στεριά ψηλά από το κατάρτι, βγαίνουνε στην ακτή για να κλέψουν και να πλιατσικολογήσουν και συναντούν έναν άκακο λαό που τους δέχεται με καλοσύνη – εκείνοι δίνουνε στη χώρα καινούριο όνομα, την υποδουλώνουν επίσημα εν ονόματι του βασιλέως, στήνουν μια σάπια σανίδα ή μια κοτρώνα για μνημείο, δολοφονούν δυο τρεις ντουζίνες ντόπιους, παίρνουν μαζί τους κάνα δυο ακόμα ντουζίνες για δείγμα, γυρίζουν στην πατρίδα τους και αμνηστεύονται για τα εγκλήματά τους. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξεκινά μια νέα κτήση, χάρη στο θείο δίκαιο. Πλοία αποστέλλονται με την πρώτη ευκαιρία, οι ντόπιοι εκδιώκονται ή αφανίζονται, οι ηγεμόνες τους βασανίζονται για ν’ αποκαλύψουν πού έχουνε κρύψει το χρυσάφι τους· παραχωρείται γενική αμνηστία για κάθε πράξη απανθρωπιάς ή λαγνείας, ενώ η γη αχνίζει από το αίμα των κατοίκων της· κι αυτό το αηδιαστικό μπουλούκι των χασάπηδων που χρησιμοποιείται για μια τόσο θεάρεστη αποστολή αποτελεί μια σύγχρονη αποικία που στέλνεται για να προσηλυτίσει και να εκπολιτίσει έναν ειδωλολάτρη και βάρβαρο λαό.

Όμως αυτό που περιέγραψα παραπάνω ομολογώ ότι σε καμιά περίπτωση δεν υπονοεί το βρετανικό έθνος, που μπορεί ίσως να θεωρηθεί υπόδειγμα σ’ ολάκερο τον κόσμο για τη σωφροσύνη του, τη φροντίδα και τη δικαιοσύνη του όταν εγκαθιστά αποικίες , για τις γενναίες χορηγίες του στην εξάπλωση της θρησκείας και των επιστημών, για την επιλογή αφοσιωμένων  και ικανών ιεροκήρυκων στη διάδοση του χριστιανισμού, για τη φροντίδα να επανδρώνει τις αποικίες του αποστέλλοντας απ’ τη μητέρα πατρίδα ανθρώπους νηφάλιους και συνετούς, για την αυστηρή απονομή της δικαιοσύνης μέσω της τροφοδοσίας της δημόσιας διοίκησης σε όλες του τις αποικίες με αξιωματούχους εξαιρετικών ικανοτήτων που δεν ξέρουν τι σημαίνει διαφθορά· και, ως επιστέγασμα όλων αυτών, με την αποστολή των πιο ενάρετων διοικητών, άγρυπνων φρουρών του δικαίου, οι οποίοι δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο παρά μόνο στην ευτυχία των ανθρώπων που διαφεντεύουν και στην τιμή του βασιλιά αυθέντη τους.

Όμως, καθώς αυτές οι χώρες που περιέγραψα δε φαίνεται να έχουν καμιά διάθεση να κατακτηθούν, να υποδουλωθούν, να μακελευτούν ή να μετατραπούν σε αποικίες κι ούτε διαθέτουν άφθονο το χρυσό, το ασήμι, τη ζάχαρη ή τον καπνό, θεώρησα ότι δεν προσφέρονταν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για αντικείμενα του ζήλου μας, της αντρειοσύνης μας ή του συμφέροντός μας. Πάντως, αν όσοι αισθάνονται να τους αφορά πιο πολύ το ζήτημα νομίσουν σωστό να έχουν άλλη γνώμη, είμαι έτοιμος να καταθέσω, όταν νομίμως κληθώ, ότι κανένας Ευρωπαίος δεν επισκέφθηκε ποτέ τις χώρες αυτές πριν από την αφεντιά μου. Θέλω να πω, αν πρέπει οι κάτοικοι να γίνουν πιστευτοί.

Όμως, ως προς την τυπική πράξη να καταλάβω τις χώρες αυτές εν ονόματι του ηγεμόνα μου, αυτό είναι κάτι που δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου· ακόμα πάντως κι αν περνούσε στην κατάσταση που βρισκόμουν, ίσως από άποψη σύνεσης και αυτοσυντήρησης να το είχα αναβάλει για πιο πρόσφορη ευκαιρία.

«…εκείνος την ανθρώπινη ελευθερία υπηρέτησε» – Ο Τζόναθαν Σουίφτ και τα Ταξίδια του ΓκιούλιβερΑπαντώντας λοιπόν μ’ αυτό τον τρόπο στη μοναδική κατηγορία που μπορεί να εγερθεί εναντίον μου ως ταξιδευτή, αποχαιρετώ εδώ οριστικά τους ευγενικούς αναγνώστες μου και ξαναγυρίζω στο περιβολάκι μου στο Ρέντριφ για να χαρώ τους ρεμβασμούς μου, να εφαρμόσω εκείνα τα εξαίσια μαθήματα αρετής που πήρα ζώντας ανάμεσα στους Χούυνμνες, να καθοδηγήσω τους Γιαχού της οικογένειάς μου και να τους διδάξω μέχρι να δω ότι έγιναν υπάκουα ζώα, για να βλέπω τη μορφή μου συχνά σ’ έναν καθρέφτη κι έτσι να συνηθίσω, αν είναι δυνατό, με τον καιρό, ν’ ανέχομαι τη θέα ενός ανθρώπινου πλάσματος· για να θρηνώ το χάλι και την κτηνώδη κατάσταση των Χούυνμνων στη χώρα μου, αλλά πάντοτε να τους φέρομαι με σεβασμό, για χάρη του ευγενικού αφέντη μου, της οικογένειάς του, των φίλων του και ολάκερου του γένους των Χούυνμνων, στους οποίους οι δικοί μας Χούυνμνες έχουν την τιμή να μοιάζουν σε όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά όσο κι αν εκφυλίστηκε η νοημοσύνη τους.

Άρχισα την περασμένη εβδομάδα να επιτρέπω στη σύζυγό μου να κάθεται μαζί μου την ώρα του φαγητού, στην άλλη άκρη ενός μακρόστενου τραπεζιού και να απαντά (αλλά με άκρα συντομία) στις λίγες ερωτήσεις που της κάνω. Επειδή όμως η οσμή του Γιαχού εξακολουθεί να με κάνει ν’ αναγουλιάζω, κρατώ διαρκώς τη μύτη μου καλά στουμπωμένη με απήγανο, λεβάντα ή φύλλα καπνού. Και μολονότι είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο μεγάλο στα χρόνια ν’ αλλάξει παλιές συνήθειες, δεν εγκατέλειψα ολότελα τις ελπίδες μου ότι θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα μπορώ να ανέχομαι για παρέα ένα γείτονα Γιαχού, χωρίς το φόβο των νυχιών και των δοντιών του που ακόμα με διακατέχει.

Η συμφιλίωσή μου με τη φάρα των Γιαχού γενικά θα μπορούσε ίσως να μην είναι τόσο δυσχερής, αν περιοριζόταν μόνο σ’ εκείνα τα ελαττώματα και τις παραφροσύνες που τους όρισε η φύση.

Δεν ενοχλούμαι καθόλου στη θέα ενός δικηγόρου, ενός πορτοφολά, ενός συνταγματάρχη, ενός ηλίθιου, ενός λόρδου, ενός χαρτοπαίχτη, ενός πολιτικάντη, ενός μαστροπού, ενός γιατρού, ενός ψευδομάρτυρα, ενός προδότη και ούτω καθεξής: όλο αυτό είναι σύμφωνο με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Όταν όμως αντικρίζω ένα κουσούρι, είτε στο σώμα είτε στην ψυχή, ένα εξόγκωμα που έχει αφορμήσει από την έπαρση, αυτό αμέσως συντρίβει κάθε μέτρο της υπομονής μου κι ούτε ποτέ θα μπορέσω να καταλάβω πώς γίνεται και συνταιριάζουν ένα τέτοιο ζώο και μια τέτοια ασχημία.

Οι συνετοί και ενάρετοι Χούυνμνες, οι οποίοι υπερέχουν σε καθετί που μπορεί να κοσμήσει ένα λογικό πλάσμα, δεν έχουν με ποια λέξη να ονοματίσουν στη γλώσσα τους αυτή την ασχήμια· η γλώσσα τους δεν έχει λέξεις που να εκφράζουν ό,τι είναι κακό, εκτός από εκείνες με τις οποίες αποδίδουν τις αισχρές ιδιότητες των Γιαχού της χώρας τους· κι ανάμεσα σ’ αυτές τις ιδιότητες δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν αυτήν που λέγεται έπαρση, αλαζονεία, επειδή τους έλειπε η πλήρης εικόνα της ανθρώπινης φύσης, όπως εκδηλώνεται σε άλλους τόπους όπου κυριαρχεί το ζώο τούτο. Εγώ, όμως, που είχα μεγαλύτερη πείρα, μπόρεσα να διακρίνω καθαρά κάποια σπέρματά της ανάμεσα στους άγριους Γιαχού.

Αλλά οι Χούυνμνες, που ζουν κάτω απ’ την κυριαρχία της λογικής, δεν επαίρονται για τις εξαίσιες αρετές που διαθέτουν περισσότερο απ’ όσο θα επαιρόμουν εγώ επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε πόδι, πράγμα που κανένας λογικός άνθρωπος δεν το ’χει καμάρι, αν και θα είναι δυστυχής χωρίς αυτά. Επιμένω πάνω σ’ αυτό ακόμα πιο πολύ απ’ την επιθυμία μου να κάνω κάπως υποφερτή τη συναναστροφή μ’ έναν Άγγλο Γιαχού· παρακαλώ λοιπόν όσους έχουν κάποια υπολείμματα απ’ αυτό το ηλίθιο ελάττωμα να μην τολμήσουν να παρουσιαστούν στα μάτια μου.2

(1) Ευρωπαϊκά Γράμματα, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ.Β, σελ. 222 -229 για τον Σουίφτ, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992
(2) Τζόναθαν Σουίφτ, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, μετφ. Φώντας Κονδύλης, Καστανιώτης, Αθήνα 1991

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: