Η Εκστρατεία του Ίγκορ
Βαθύς γνώστης της ρωσικής γλώσσας και του ρωσικού πολιτισμού ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση σπουδαίων έργων της ρώσικης λογοτεχνίας, σύγχρονων και παλαιότερων. Εξαιρετικό δείγμα της μεταφραστικής του δουλειάς αποτελεί και η απόδοση της Αφήγησης της Εκστρατείας του Ίγκορ.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (γεννήθηκε στις 19 του Μάη 1924 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Μάη 2008) διακρίθηκε τόσο στο χώρο της αγωνιστικής λογοτεχνίας όσο και της στοχαστικής.
Βαθύς γνώστης της ρωσικής γλώσσας και του ρωσικού πολιτισμού ασχολήθηκε με τη μετάφραση σπουδαίων έργων της ρώσικης λογοτεχνίας, σύγχρονων και παλαιότερων.
Εξαιρετικό δείγμα της μεταφραστικής του δουλειάς αποτελεί και η απόδοση της Αφήγησης της Εκστρατείας του Ίγκορ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος).
«Η αφήγηση της Εκστρατείας του Ίγκορ είναι το σπουδαιότερο από τα γραπτά μνημεία του ρωσικού μεσαίωνα. Γράφτηκε γύρω στα 1187. Επί αιώνες ήταν άγνωστο, όπως άγνωστος έμεινε για πάντα και ο συγγραφέας του. Άσημο κι άγονο, σαν τους καλόγερους που το αντιγράφαν, πλανιόταν από μοναστήρι σε μοναστήρι, καιγόταν μαζί μ’ εκείνα κατά τις ολέθριες επιδρομές των Μογγόλων και των Τατάρων και ξαναγραφόταν έπειτα μαζί με τα διάφορα ρωσικά χρονικά και μ’ άλλα παλιά κείμενα.
Το ανακάλυψαν σε μια μοναστηριακή βιβλιοθήκη το 1795, μαζί με το Ρωσικό Διγενή, τη γνωστή ρωσική παραλλαγή του ακριτικού μας έπους, και το δημοσιέψαν πρώτη φορά ακριβώς το 1800. Πολύ εύστοχα το έχουν πει ηρωικό πρόλογο της μεγάλης ρωσικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα».
Ακολουθούν το πρώτο μέρος από την Εκστρατεία του Ίγκορ και μεγάλα αποσπάσματα από την εισαγωγή.
Η ε κ σ τ ρ α τ ε ί α τ ο υ Ί γ κ ο ρ
Μήπως, αδελφοί μου, πρέπει ν’ αρχίσουμε κι εμείς σαν τους παλιούς τραγουδιστές τη λυπητερή διήγηση για την εκστρατεία του Ίγκορ, του γιου του Σφιατοσλάβου;
Μα τούτο το τραγούδι ας το πούμε καλύτερα έτσι που εγίνη το καθένα στις μέρες μας, κι όχι όπως θα το έπλεκε με τη φαντασία του ο Μπογιάνος. Ο θεϊκός Μπογιάνος, σαν ήθελε κάποιον να τραγουδήσει, σκόρπιζε ο νους του σαν τη βερβέρα, στων δεντριών τους κλώνους, σα γρίβος λύκος στα πέρατα, σαν αητός σιδερόχαλκος στα νέφη. Αναθυμόταν, λέει, τους περασμένους χρόνους του αδελφοσπαραγμού. Δέκα γερακοφάλκονα άφηνε τότε να χυμήξουν πάνω στα σμαριασμένα κυκνοπούλια: κι ο πρώτος κύκνος που έπιανε, εκείνος έλεγε το πρώτο τραγούδι, για τον παλιό Γιαροσλάβο, για τον αντρειωμένο Μστισλάβο, που πήρε το κεφάλι του Ρεντέντια μπρος στα φουσάτα των κασόγων, για τον ομορφάντρα το Ρομάνο, το γιο του Σφιατοσλάβου.
Αλλά ο Μπογιάνος, δεν αμόλαγε δέκα γερακοφάλκονα πάνω στα σμαριασμένα κυκνοπούλια – τα θεϊκά του δάχτυλα άφηνε κι ακουμπάγαν τις ψυχωμένες χορδές, κι απέ μονάχες τους εκείνες τις δόξες ανυμνούσανε των κνιάζων.
Ν’ αρχίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, την ιστορία τούτη από τον παλιό Βλαδίμηρο ως το σημερινό Ίγκορ, που τη σκέψη του τη συνεπήρε η δύναμή του, και την καρδιά του την ακόνισε με την αντρειοσύνη του, κι όλος ψυχή πολεμική τράβηξε με τα γενναία του φουσάτα για τη γη των Πολοφτσάνων, τη γη να διαφεντέψει της Ρωσίας.
Γύρισε τότε ο Ίγκορ στον ήλιο τον περίλαμπρο και είδε: σκότος εχύθη από τον ήλιο και σκέπασε το στράτευμα.
Και είπε ο Ίγκορ στους συντρόφους του:
«Αδελφοί και σύντροφοί μου! Να πεθάνουμε καλύτερα, παρά σκλάβοι να γινούμε. Σελώστε, αδελφοί, τα φτερωτά σας άλογα, πάμε ν’ αντικρίσουμε τα γαλανά νερά του Ντον».
Το λογισμό του κνιάζου τον αποσκέπασε η λαχτάρα του· και το κακό σημείο τού τόκρυψε η δίψα του να πιει νερό από το μέγα Ντον.
«Θέλω, έκραξε, να σπάσω το κοντάρι μου στο σύνορο της γης των Πολοφτσάνων. Μαζί με σας, άντρες Ρώσοι, θέλω ή το κεφάλι να μου πάρουν ή νερό να πιώ από το Ντον με το σιδεροσκούφι μου.»
Ω, Μπογιάνε, αηδόνι των παλιών καιρών, ω και νάταν εσύ να τα τραγούδαγες ετούτα τα φουσάτα, χοροπετώντας, αηδόνι, πάνω στου στοχασμού το δέντρο, φτερουγίζοντας ο νους σου στα σύννεφα, πλεξουδιάζοντας τις δόξες τούτων των δυό καιρών, τρέχοντας το κατόπιν του Τρογιάνου μέσ’ από κάμπους σε βουνά!
Εσύ να τραγούδαγες, εγγόνι του Βελέσου, του Ίγκορ το τραγούδι:
«Δεν είναι μπόρα σταυραητών
που ξέσπασε στον κάμπο τον πλατύ,
δεν είναι καλιακούδες
που πλάκωσαν στο μέγα Ντον…»
Ή κι αλλιώς πως, θεϊκές Μπογιάνε, εγγόνι του Βελέσου ν’ άρχιζες το τραγούδι σου:
«Άλογα χλιμιντρίζουν πέρα στο Σούλα ποταμό,
βροντάει στο Κίεβο ο αχός της νίκης
βογγάνε βούκινα στο Νόβγκορντ,
λάβαρα ανεμίζουν στο Πουτίβλ…»
Το λατρεμένο αδέρφι του προσμένει ο Ίγκορ, το Φσέβολοντ.
Κι ο ταύρος ο ανήμερος ο Φσέβολοντ απολογήθη κι είπε:
«Ένα’ ναι τ’ αδέρφι μου κι ένα το φως μου το περίλαμπρο, εσύ Ίγκορ! Σπορά του Σφιατοσλάβου είμαστε κι οι δυό. Σέλωσε, αδέρφι, τα φτερωτά σου τ’ άλογα, και τα δικά μου’ ν’ έτοιμα, τα σέλωσα μπροστύτερα στο Κούρσκ. Και διαλεχτοί συντρόφοι μ’ ακλουθάνε:
κάτου από τα βούκινα τούς φάσκιωναν,
κάτου από τα σιδερένια τα σκουφιά τούς λικνοκουνούσαν,
με του κονταριού τη μύτη τούς τάιζαν ψωμί.
Όλα τα περάσματα τα πέρασαν
κι όλες τις κλεισούρες τις εδιαβήκαν·
κι έχουν τα δοξάρια τεντωμένα,
τις σαϊτοθήκες ξεκούμπωτες,
τις σπάθες τροχισμένες.
Σα γρίβοι λύκοι στον κάμπο ξαμολιούνται
γυρεύοντας τιμή γι’ αυτούς και δόξα για τον κνιάζο».
Τα χρυσά σκαλόλουρα πάτησε τότε ο κνιάζος Ίγκορ κι εχύθη στον ολόισιο κάμπο.
Ο ήλιος σκέπασε τη στράτα με τα σκότη· σα μπόρα βόγγηξε η νύχτα κι έκοψε των πουλιών τον ύπνο· βρούχος θεριών σηκώθη ολόγυρά του.
Κι ο Ντίβος κράζει από ψηλή δεντροκορφή, κράζει να τον ακούσουν άγνωστοι τόποι – ο Βόλγας και τα μέρη του πελάγου και του Σούλα, το Σούροζο κι ο Κόρσουνος, κι εσύ, σκιάχτρο του Τμουτορακάν.
Οι Πολοφτσάνοι μέσ’ από περάσματ’ απερπάτητα τριπόδισαν στο μέγα Ντον. Τριζοβροντάν μες στα μεσάνυχτα οι αραμπάδες τους – αλαφιασμένα κυκνοπούλια.
Κι ο Ίγκορ φέρνει τα στρατεύματα στο Ντον!
Μα τα πουλιά του λόγγου φτεροπετάν κιόλας ξοπίσω του τον όλεθρό του καρτερώντας· λύκοι αγουριώνται στις κλεισούρες και μαυλάν την μπόρα· σκούξιμο αητών παρακινάει τ’ αγρίμια στο γλέντι των κοκάλων· αλπουδοζούδια τρέχουν κι αλυχτάν τα κόκκινα σκουτάρια.
Ω, της Ρωσίας η γη, πολύ μακριά είσαι τώρα!
Αγάλι – αγάλι αποτραβιέται η νύχτα. Ροδόφεξε η αυγή, μολύβιασε στους κάμπους.
Τ’ αηδόνια νύσταξαν κι οι απαλές επάψαν οι φωνές τους – ξύπνησαν κράζοντας οι καλιακούδες.
Στον απλωμένο κάμπο οι Ρώσοι τείχος ύψωσαν τα κόκκινα σκουτάρια τους, γυρεύοντας τιμή γι’ αυτούς και δόξα για τον κνιάζο.
Το χάραμα, ημέρα Παρασκευή, τα ποδοπάτησαν τ’ ασκέρια των απίστων· σαΐτες χύθηκαν στον κάμπο και πήραν σκλάβες τους των Πολοφτσάνων τις καλοκάμωτες γυναίκες.
Πήραν μαλάματα, βλατιά, πεντάκριβα εξάμιτα.
Με χράμια, με μαχλάμια και γουναρικά, με χίλια – δυό πλουμίδια πολοφτσάνικα, γιοφύρια στρώσανε στα βαλτονέρια και στις λασπουριές.
Σημαία πορφυρή και τ’ ασπροφλάμπουρο, κι άλικο σκήπτρο και κοντάρι από ασήμι χώρισε από τα λάφυρα και κράτησε ο αντρειωμένος γιος του Σφιατοσλάβου!
Λαγοκοιμάται μες στη στέπα του Ολέγκ η σπορά η αντρειωμένη.
Αλάργα πέταξε!
Κι η μοίρα της δεν ήταν να την σπαράξουν γέρακες, ούτε κι οι γύπες, ούτε κι εσύ, κοράκι μαύρο, άπιστε Πολοφτσάνε!
Σα γρίβος λύκος αμολύθηκε ο Κζα, και ο Κοντσάκ δρόμο του ανοίγει κατά το μέγα Ντον.
Την άλλη μέρα, ματωμένος όρθρος μηνάει την αυγή· σύννεφα μαύρα έρχονται από τα μέρη του πελάγου, πάνε ν’ αποσκεπάσουνε τους τέσσερους τους ήλιους και μέσα τους βροντάνε γαλάζιες αστραπές.
Μέγας ζυγώνει αστραποκαμός!
Νεροποντή θα σηκωθούν σαΐτες από το μέγα Ντον!
Εδώ θα σπάσουνε κοντάρια, και σπάθες θα στομώσουνε πάνω στα πολοφτσάνικα σιδεροσκούφια, εδώ στον ποταμό Καγιάλα, σιμά στο μέγα Ντον.
Ω, της Ρωσίας η γη, πολύ μακριά είσαι τώρα!
Να οι άνεμοι, εγγόνοι του Στριμπόγου, ρίχνουν σαΐτες από τα μέρη του πελάγου πάνω στου Ίγκορ τα γενναία φουσάτα.
Η γη βογγάει, νερά θολά κυλάν οι ποταμοί, μπουχός τον κάμπο κουκουλώνει.
Κράζουν τα λάβαρα: οι Πολοφτσάνοι έρχονται από τον Ντον κι από τα μέρη του πελάγου, κι ολούθε πισωδρόμησαν τα ρωσικά φουσάτα.
Οι γιοί των δαιμόνων σκέπασαν μ’ αλαλαγμούς τον κάμπο κι οι αντρειωμένοι Ρώσοι τείχος σήκωσαν τα κόκκινα σκουτάρια τους.
Άγριε ταύρε Φσέβολοντ! Μες στην καρδιά της μάχης αντροπαλεύεις, σαΐτες καταβρέχεις τα φουσάτα και τα σιδεροσκούφια τους σαν κεραυνοί βροντάν οι μαυροσιδερένιες σου οι σπάθες. Εκεί, ταύρε, που ρίχνεσαι, εκεί που ο χρυσός σου αστράφτει ο σκούφος, σωροί σωριάζονται των απίστων Πολοφτσάνων τα κεφάλια. Τρίψαλα τάκαμαν τ’ αβάρικα σιδεροσκούφια τους οι κορωμένες σου οι σπάθες, άγρις ταύρε Φσέβολοντ!
Και πώς, λοιπόν, λαβωματιές να λογαριάσει, αδελφοί, τούτος που δε λογάριασε και δόξα και ζωή, και του γονιού του το χρυσό θρόνο στο Τσερνίγοβο, και της λατρεμένης γυναικός του, της πανέμορφης κόρης του Γλέμπου, την αγάπη της και το χάδι της;
Περάσανε και πάνε οι καιροί του Τρογιάνου, διαβήκανε τα χρόνια του Γιαροσλάβου, αλησμονήθηκαν κι οι πόλεμοι του Ολέγκ, του γιου του Σφιατοσλάβου. Του Ολέγκ που σήκωσε σπαθί αποστασίας κι έσπειρε τη γη σαΐτες.
Τα χρυσά σκαλόλουρα πατώντας εμπήκε στο Τμουτορακάν. Ο παλιός, ο μέγας Γιαροσλάβος, τον είχε ακούσει τον αχό του αδελφοσπαραγμού, αλλά στο Τσερνίγοβο ο Βλαδίμηρος, ο γιος του Φσέβολοντ, σφάλιζε κάθε αυγή τ’ αυτιά του.
Και το Βόρι, το νιο κι αντρειωμένο κνιάζο, το γιο του Βιατεσλάβου, η κομποφάνια τον έφερε μπροστά σε δίκαιη κρίση και στον ποταμό Κανίνα νεκροσάβανο τού έστρωσε το πράσινο χορτάρι – για το γινάτι του Ολέγκ. Κι από τον Καγιάλα τούτον ο Σφιατοπόλκος στο Κίεβο στην Αγιά – Σοφιά είπε να φέρουν το γονιό του αναμεσής στα ουγγαρέζικα φαριά.
Εκείνα τα χρόνια του Ολέγκ, του γιου του Καψοσλάβου, ο αδελφοσπαραγμός εφύτρωσε κι εθέριεψε· το βιός ρημάχτηκε των εγγονών του Νταζμπόγου, και των ανθρώπων η ζωή λιγοχρονιάστη μέσα στις έχθρητες των κνιάζων. Ανάρια τότε στη γη απάνου της Ρωσίας χουγιάζαν ζευγολάτες, αλλά οι κοράκοι κράζανε ολημερίς, μεράζοντας ψοφίμια· κι οι καλιακούδες λέγανε κι εκείνες τα δικά τους σε σαρκοφάι κράζοντας η μια την άλλη.
Έτσι έγινε μ’ εκείνους τους στρατούς και μ’ εκείνους τους πολέμους, αλλά σκοτωμός σαν ετούτος δεν ακούστη!
Από αυγή σε βράδι κι από βράδι σ’ αυγή φτεροπετάν σαΐτες κορωμένες, βροντιούνται σπάθες με σιδεροσκούφια, τριζοκοπάν κοντάρια μαυροσιδερένια πέρα στην άγνωστη τη στέπα, μες στην καρδιά της γης των Πολοφτσάνων.
Το μαύρο χώμα πεταλοκοπήθηκε κι εσπάρθη κόκαλα· και μούσκεψε στο αίμα.
Σπόρος εχώθηκε πικρός στο χώμα της Ρωσίας.
Τι’ ναι ο αχός, τι’ ναι η βουή που έρχεται από πέρα μες στα βαθιά χαράματα;
Ο ϊγκορ αντιδρομίζει τα φουσάτα – το λατρεμένο αδέρφι του το Φέσβολοντ σπλαχνίστηκε η καρδιά του.
Χτυπιούνταν μια, χτυπιούνταν δυό· και το καταμεσήμερο την τρίτη μέρα πέσαν τα λάβαρα του Ίγκορ.
Εδώ, στον όχτο του γοργορέματου Καγιάλα χωρίστηκαν τ’ αδέρφια· εδώ αποσώθη το αιματερό κρασί και οι γενναίοι Ρώσοι τη σήκωσαν την τάβλα: πότισαν και τους συμπεθέρους και για τη γη επέσαν της Ρωσίας ως τον ένα.
Χαμηλώνει από θλίψη το χορτάρι, και το δέντρο πικραμένο έγειρε στη γη.
Ορίστε, λοιπόν, αδελφοί, δίσεχτοι χρόνοι ήρθαν κι η έρημος καταβρόχθισε τη δύναμή μας.
Η Αμάχη κατέβηκε αναμεσής στα στρατεύματα των εγγονών του Νταζμπόγου, όψη πήρε κορασιάς και διάβηκε στη γη του Τρογιάνου· σαν ο κύκνος ανοιγοτίναξε τα φτερά της στα γαλανά νερά του Ντον, φτεροτινάχτη κι έδιωξε πέρα τους μακάριους καιρούς.
Οι κνιάζοι τώρα δεν πολεμάγαν τους απίστους· κι έλεγε αδελφός στον αδελφό: « δικό μου τούτο, δικό μου και τ’ άλλο». Κι άρχισαν οι κνιάζοι να λεν για τα μικρά πως « μεγάλα είναι» και σήκωναν σπαθί αποστασίας κατά του εαυτού του ο καθένας.
Κι έρχονταν απ’ ολούθε με θριάμβους οι άπιστοι στης Ρωσίας τη γη.
Ω, αλάργα πέταξε ο γέρακας σπαράζοντας τα όρνια – στο πέλαγο!
Μα το γενναίοι στράτευμα του Ίγκορ δε θ’ αναστηθεί!
Έσκουξε αποπάνω του η Κάρνα, κι Ζέλια πήρε τις στράτες της Ρωσίας με φλογισμένο κέρατο φυσώντας θλίψη θανάτου.
Θρηνούν κι οδύρονται οι γυναίκες της Ρωσίας:
«Τους άντρες που λατρέψαμε
άλλο η ψυχή δε χαρεί·
η έγνοια μας δε θα νοιαστεί,
στα μάτια δε θα δούμε.
Στ’ ασήμια, στα μαλάματα
δε θα ξαναντυθούμε…»
Κι αναστέναξε, αδελφοί, το Κίεβο από σπαραγμό και το Τσερνίγοβο απ’ τις συμφορές τις μαύρες. Δάκρυ πικρό κύλησε στη γη της Ρωσίας, το πένθος την κατάκλυσε, πένθος βαθύ.
Κι οι κνιάζοι σήκωναν αποστασίες κατά του εαυτού του ο καθένας κι έρχονταν με θριάμβους οι άπιστοι στης Ρωσίας τα χώματα και παίρναν από μια βερβέρα τη φαμελιά.
Γιατί τούτοι τώρα οι δυό αντρειωμένοι γιοί του Σφιατοσλάβου, Ίγκορ και Φσέβολοντ, πάλι την ανακούνησαν την έχθρα την παλιά. Που ό,τι την αποκοίμιζε με τη φοβερή του δύναμη ο μέγας κνιάζος του Κιέβου, ο τρομερός Σφιατοσλάβος, ο πατέρας τους. Κι ό,τι κατάσπερνε τον τρόμο με τα ισχυρά φουσάτα του και με τις σπάθες του τις μαυροσιδερένιες.
Τη γη επάτησε των Πολοφτσάνων· όργωσε ράχες και κλεισούρες· λίμνες αντάριασε και ποταμούς· στέρεψε ρέματα και βαλτοτόπια.
Και τον Κομπιάκ τον άπιστο, κάτου στο περιγιάλι, στα σιδεροντυμένα μέσα και στα τρανά φουσάτα των Πολοφτσάνων, ανεμοστρόβιλος εμπήκε και τον άρπαξε – κι ευρέθη ο Κομπιάκ στο Κίεβο την πόλη, στου Σφιατοσλάβου μέσα την γκρίντνιτσα.
Όπου Αλαμάνοι και Βενετοί, όπου Γραικοί και Μοραβοί ανυμνούν το Σφιατοσλάβο, και για τον κνιάζο Ίγκορ λόγους λένε πικρούς, ότι το θησαυρό τον βούλιαξε στον πάτο του Καγιάλα, στον ποταμό τον πολοφτσάνικο, κι ανεμοσκόρπισε το μάλαμα των Ρώσων.
Κι από τη σέλα τη χρυσή του κνιάζου, ευρέθη ο Ίγκορ σε σκλάβου σέλα.
Σκοτείνιασαν των πόλεων τα τειχιά, η χαρμοσύνη συμμαζεύτη( πρώτο μέρος)
Η Εκστρατεία του Ίγκορ, απόδοση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ( με Εισαγωγή και Σχόλια), Γκραβούρες Β. Φαβόρσκι, Κέδρος, Αθήνα 1996, 2η έκδοση
Η «Αφήγηση της εκστρατείας του Ίγκορ», το σημαντικότερο από τα μνημεία της παλιάς ρωσικής λογοτεχνίας( πιθανή χρονολογία το 1187), δεν ανήκει στο γνωστό τύπο των εκτενών αφηγημάτων που έδωσε η μεσαιωνική ευρωπαϊκή φιλολογία. Τα λογοτεχνικά έργα του είδους αυτού δεν τα γνώρισε ο ρωσικός μεσαίωνας – εξαίρεση δυό – τρεις περιπτώσεις πολύ μεταγενέστερες ( 17ος αιώνας), και πάλι όχι ακριβώς ό,τι έχουμε υπόψη μας από το πολυσέλιδο, ηρωικό κι αισθηματικό, μεσαιωνικό ανάγνωσμα. Αυτό ήρθε στη Ρωσία ακόμα πιο αργά.
Μας προσφέρεται και εδώ μια ιστορία. Πρωταγωνιστής ένας ηρωικός πρίγκιπας. Μνημονεύονται και περιγράφονται πολεμικοί άθλοι, νίκες και ατυχίες, κάνει επίσης την εμφάνισή της και η ρομαντική ηρωίδα μ’ ένα αξιοθαύμαστο, μέσα στα ρωσικά γράμματα εκείνων των χρόνων, λυρικό ρετσιτατίβο, και υπάρχουν κι άλλα ακόμα, πάρα πολλά, – σε σπάνια όμως πύκνωση – στοιχεία για μια ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή. Η ίδια όμως πλοκή δεν υπάρχει – δεν είναι αυτό που θέλησε ο συγγραφέας. Το παλιό τούτο κείμενο, που έχει πάρει τη θέση του ρωσικού εθνικού έπους, είναι με την πιο αυστηρή έννοια μνημείο φιλολογικό. Το διάβασμά του – ας προειδοποιηθεί ο αναγνώστης – δεν είναι εύκολο, δε θα μας δώσει έτοιμη τη διασκέδαση. Είναι άλλες οι δικές του αρετές. Η προσπάθεια να το προσεγγίσεις σε φέρνει πιο κοντά σε μια μισοσβησμένη επιγραφή απάνω σε παλιά πέτρα, παρά στο τερπνό φυλλάδιο.
Πρέπει ο αναγνώστης να είναι κάπως πρόσφορος στα βαθύτερα εκείνα σκιρτήματα που φέρνει το αίνιγμα, το ψάξιμο με το δάχτυλο, το επίμονο σιωπηλό κοίταγμα και το αργό βημάτισμα γύρω στο αμίλητο εύρημά μας – απαραίτητα αυτά για να διαβαστεί όπως πρέπει τούτο το κείμενο. Χρειάζεται να υπάρξει κι η έφεση η δική μας, η αναγκαία ιστορική και φιλολογική δίψα. Τότε μπορεί κι η παλιά αυτή ρώσικη ιστορία να γίνει πρόξενος βαθιάς αισθητικής χαράς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και οι ίδιοι οι Ρώσοι το ανακάλυψαν, όταν η πνευματική κουλτούρα τους έφτασε σ’ ένα ορισμένο ύψος, στις παραμονές ακριβώς του μεγάλου τους 19ου αιώνα. Επί αιώνες κι αιώνες έμενε στην αφάνεια. Άγνωστος έμεινε για πάντα κι ο συγγραφέας του. Άσημο κι άγονο, όπως οι καλόγεροι που το αντιγράφαν, πλανιόταν από μοναστήρι σε μοναστήρι, καιγόταν μαζί μ’ εκείνα κατά τις ολέθριες επιδρομές των Μογγόλων και των Τατάρων και ξαναγραφόταν έπειτα μαζί με τα διάφορα ρωσικά χρονικά και μ’ άλλα παλιά κείμενα.
Πέρασε ασφαλώς από τα χέρια πολλών γραμματισμένων καλογέρων, ελάχιστοι όμως, φαίνεται, μπήκαν στον κόπο και στα έξοδα και φρόντισαν να το αντιγράψουν. Δεν το νιώθαν όπως τ’ άλλα. Δεν το χρειάζονταν για τις άμεσες ανάγκες τους. Είχε άλλωστε μέσα του και αρκετά κατάλοιπα – αντιπαθητικά ή ακατανόητα πια στο χριστιανικό κλήρο – της παλιάς σλαβικής ειδωλολατρίας. Έπειτα και το ίδιο, με τον πυκνό του λόγο, με την εξαιρετικά λιτή και αδρή παράσταση – δικαιολογημένα έχουν μιλήσει για ιμπρεσσιονιστική γραφή -, περνούσε ψηλά πάνω απ’ την καλογερική, στη Ρωσία, μεσαιωνική εποχή και πήγαινε προς συνάντηση μ’ άλλους μεταγενέστερους απογόνους.
Διατηρήθηκε ένα και μοναδικό αντίγραφο. Έκανε για λίγο την εμφάνισή του κι εξαφανίστηκε κι εκείνο για πάντα:
Το 1795, ένας από τους ρώσους συλλέκτες παλιών χειρογράφων, ο κόμης Μούσιν – Πούσκιν, το ανακάλυψε σε μια συλλογή που περιείχε κι άλλα κείμενα – μαζί και το «ρωσικό Διγενή», τη γνωστή ρωσική παραλλαγή του ακριτικού μας έπους. Σύμφωνα με τη γν’ωμη των ειδικών, το αντίγραφο μάλλον ήταν του 16ου αιώνα και προερχόταν από κάποιο μοναστήρι της περιοχής του Πσκοφ. Το κείμενο σε πολλά μέρη φθαρμένο, δυσανάγνωστο. Άλλο αντίγραφο δε βρέθηκε για να γίνει αντιπαραβολή κι έπειτα από λίγα χρόνια, το 1812, με την επιδρομή του Ναπολέοντα, κάηκε, στη μεγάλη πυρκαγιά της Μόσχας, το σπίτι του Μούσιν – Πούσκιν με το μοναδικό εκείνο χειρόγραφο.
Λίγο πριν όμως, το 1800, είχε κυκλοφορήσει η πρώτη έκδοσή του κι είχαν τραβηχτεί και μερικά αντίγραφα. Ένα απ’ αυτά βρέθηκε αργότερα στα χαρτιά της μεγάλης Αικατερίνης.
Αρκετοί ρώσοι και ξένοι διανοούμενοι έχουν διαθέσει κόπους και γνώσεις για ν’ αποσαφηνιστούν τα δυσανάγνωστα σημεία και να λυθούν πολλά προβλήματα που γεννιούνται κατά το διάβασμα του παλαιοσλαβικού κειμένου. Έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες – πολλές και οι ελεύθερες έμμετρες αποδόσεις στη σύγχρονη ρωσική. Αρκετά σημεία έχουν αποσαφηνιστεί, υπάρχουν όμως και σήμερα μέσα στο κείμενο – και γύρω απ’ αυτό – διάφορες απορίες.
***
Από τα ρωσικά Χρονικά είναι γνωστά τα ακόλουθα γεγονότα, από τα οποία εμπνεύστηκε ο συγγραφέας:
Στις 23 Απρίλη του 1185, ημέρα Τρίτη, ένας από τους ρώσους ηγεμόνες, ο Ίγκορ, μαζί με τον αδελφό του Φσέβολοντ, τον ανεψιό του Σφιατοσλάβο και το γιο του Βλαδίμηρο, ξεκίνησε σε μεγάλη εκστρατεία. Ο σκοπός ήταν να βγει να βγει στην Αζοφική θάλασσα, αφού θα σύντριβε στις στέπες, στις εκβολές του ποταμού Ντον, τους Πολοφτσάνους, τους γνωστούς στη βυζαντινή ιστορία Κουμάνους, φιλοπόλεμο λαό που από τον 11ο αιώνα κυριάρχησε στα παραθαλάσσια μέρη από το Δούναβη ως το Ντον και το Βόλγα και μάστιζε το κράτος του Κιέβου, όπως και το Βυζάντιο. Ένα χρόνο πριν, το 1184, οι ρώσοι ηγεμόνες, συνασπισμένοι υπό το μέγα ηγεμόνα του Κιέβου Σφιατοσλάβο , πρωτοξάδερφο του Ίγκορ, είχαν συντρίψει τους Πολοφτσάνους, κι ο Σφιατοσλάβος ετοίμαζε τώρα νέο συνασπισμό και νέα εκστρατεία. Αλλά ο Ίγκορ, που τον περασμένο χρόνο δεν ακολούθησε τους άλλους ηγεμόνες , κίνησε μονάχος. Ύστερα από μία πρώτη νίκη κατά του εχθρού, κοντά στον ποταμό Σιούρλια, το στράτευμά του έπαθε πανωλεθρία. Εκτός μετρημένους στα δάχτυλα, οι πολεμιστές του σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο ίδιος πληγώθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος, όπως και οι άλλοι ηγεμόνες που τον ακολούθησαν. Και οι Πολοφτσάνοι, ψυχωμένοι από τη νίκη, εκστρατεύσαν με κεφαλή τους δύο χάνους, Κζα και Κοντσάκ, στη Ρωσία. Τράβηξαν για το Κίεβο. Πολιόρκησαν στενά την πόλη Περεγιασλάβ, πήραν άλλο σπουδαίο κέντρο, το Ρίμοβο, κι έφτασαν ως το Πουτβίλ, καίγοντας και ρημάζοντας. Οι ρώσοι ηγεμόνες, μπλεγμένοι μ’ εσωτερικές διαμάχες, δε μπορούσαν ν’ αντισταθούν. Μόνο ο ηγεμόνας του Κιέβου, ο Σφιατοσλάβος, κατόρθωσε να φράξει το δρόμο για το Κίεβο κι ανάγκασε τον Κοντσάκ να λύσει την πολιορκία του Περεγιασλάβλ. Στο μεταξύ ο Ίγκορ ήταν όλο τον καιρό στην αιχμαλωσία, απ’ όπου, τέλος, με τη βοήθεια ενός Πολοφτσάνου, του Λαβόρ ( στο κείμενο Οβλούρ) κατόρθωσε να δραπετεύσει και να γυρίσει στα μέρη του.
Αυτό είναι το ιστορικό επεισόδιο. Το έργο όμως, παρά τον τίτλο του, δεν αποτελεί εξιστόρηση. Εδώ το γεγονός παίρνεται σαν ένα τραγικό παράδειγμα, που σηκώνεται ψηλά για να γίνει έτσι το κήρυγμα, που είναι η ιδέα για την ένωση όλων των ρώσων ηγεμόνων κατά του κοινού εχθρού. Κήρυγμα κατά του αδελφοσπαραγμού που οδηγούσε – και στο τέλος οδήγησε – στην αποσύνθεση του ισχυρού άλλοτε κράτους του Κιέβου.
Όταν το παλιό χειρόγραφο είδε το φως, στις αρχές του 19ου αιώνα, οι ρώσοι λόγιοι το χαιρέτησαν με πολύ ζωηρές διαφωνίες. Άλλοι μ’ εθνική περηφάνεια το ανακήρυξαν εθνικό έπος, εφάμιλλο του «Ρολάνδου» και της «Ιλιάδας», άλλοι του αρνήθηκαν μεγάλη αξία, ενώ άλλοι το πήραν για πλαστό, επανάληψη της περίπτωσης των τραγουδιών του Οσσιανού – γνώμη που σήμερα δεν έχει εντελώς εγκαταλειφθεί, αν και αντιμετωπίζεται με πειστικά επιχειρήματα.
Το έργο πάντως είναι βαθύτατα εθνικό και αρκετά ιδιόμορφο. Μόλο που η επιστημονική έρευνα έχει φωτίσει πολλά προβλήματα, ωστόσο οι συζητήσεις συνεχίζονται(…)
Η προσπάθεια η δική μας αποβλέπει να μεταφέρει στη ζωντανή μας γλώσσα ένα λογοτεχνικό μνημείο άλλου λαού, που δεν είναι μακριά από τον δικό μας ούτε γεωγραφικά, ούτε όσον αφορά τον εθνισμό του, βαθιά ριζωμένον, τη φιλοπατρία του, τα πάθη του και τα μεγαλεία του. Είναι γνωστό, ότι η μετάφραση κειμένων, όπως η « Αφήγηση», έχει ν’ αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες(…)
Στυλιστικά, μένουμε προσανατολισμένοι στη λαϊκή ποίηση – το λαϊκό στοιχείο είναι το επικρατέστερο στο έργο. Όπου ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τυποποιημένες στη λαϊκή ποίηση εκφράσεις, προσπαθούμε να τις αποδώσουμε με τις αντίστοιχες της δημοτικής μας ποίησης(…)
Πιο σπουδαίο για τη μετάφραση είναι το άλλο ζήτημα: Τι είναι το έργο; Έμμετρο, πεζό ή ένα μιχτό είδος; Είναι εξιστόρηση, ρητορικό κείμενο ή τραγούδι που τραγούδησαν λαϊκοί ραψωδοί; (…)
Η δική μας προσπάθεια βασίστηκε στην αντίληψη ότι μετάφραση ενός έργου, που δεν είναι κατά πάσα πιθανότητα στιχουργικό, δε θάχει να κερδίσει από την υποταγή σ’ εξωτερικούς μετρικούς κανόνες. Μια πεζή μετάφρασή του, που θ’ ακολουθήσει το πολύπλοκο διάγραμμα του εσωτερικού ρυθμού, είναι σε θέση να δώσει υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα κι οπωσδήποτε να πλησιάζει την αυθεντική ομορφιά και δύναμη του πρωτότυπου πιο κοντά, παρά η έμμετρη απόδοση. Τούτο, εννοείται, κατ’ αρχήν. Άλλο το κατά πόσο, ο μεταφραστής θα τα μπορέσει αυτά(…)
Ρυθμός τραγουδιού είναι χυμένος παντού, χωρίς όμως να είναι σταθερός, ισορροπημένος. Είναι ρυθμός καιγόμενης ψυχής, όχι κανόνων. Ο ποιητής αρχίζει σιγανά, με ήρεμο σαν τη γνώση των γεγονότων αφηγηματικό τόνο, λέει μάλιστα ότι έτσι σιγά – σιγά θα συνεχίσει μέχρι το τέλος, χωρίς να μιμηθεί τους «παλιούς τραγουδιστές», το λαϊκό ραψωδό Μπογιάνο, που έπλαθε τις ιστορίες κατά φαντασία, στα τραγούδια του εγκατέλειπε την ιστορική αλήθεια, δεν τηρούσε τάξη – « σκόρπιζε ο νους του σαν τη βερβέρα στων δεντριών τους κλώνους»… Μα η υπόσχεση γρήγορα ξεχνιέται. Λίγο πιο κάτω ο χρονικογράφος αλλάζει τόνο, γίνεται ποιητής, ρήτορας, η φράση του κοφτή και λαχανιαστή. Παθιάζεται, οραματίζεται σημεία και τέρατα της Αποκαλύψεως, αστραποκαμούς, γρίβους λύκους ν’ αμολιούνται στον κάμπο και τους αραμπάδες των Πολοφτσάνων νάρχονται από πέρα σα γύπες με τα φτερά τεντωμένα. Ο χρονικογράφος έχει τελείως εξαφανιστεί, φόρεσε κι ο ίδιος πανοπλία και πάει να χτυπηθεί…Μα σε λίγο ξανάρχεται. Ξαναπαίρνει τη θέση του και συνεχίζει την ιστορία από χαμηλά. Έτσι παρακολουθούμε μιαν αδιάκοπη μετάθεση στον τόνο, στον ιστορούμενο χρόνο και στο έδαφος που υποχρεωνόμαστε να το διατρέχουμε με θρυλικές δρασκελιές από το Νόβγκοροντα στο Κίεβο κι από το Βόλγα στο Δούναβη. Είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του ύφους, το πιο ζωηρό μες στα χρώματά του(…)
Μόσχα 1962, 1975
ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ