Έλλη Αλεξίου – Κατερειπωμένα αρχοντικά
Τότε που με απόλυσαν από το κρατητήριο και μ’ έπνιγε η ντροπή και ζούσα την περιφρόνηση του κόσμου, είδα μια μέρα στο συρτάρι της τουαλέτας – μου μιλούσε κι έκλαιγε – την κόκκινη ντάλια, φυλαγμένη πώς και πώς στο κουτί. Ήξερα πως δεν πρόκειται να την καρφιτσώσω άλλο στο πέτο μου, μα και δεν μου έκανε καρδιά να την πετάξω.
Η πεζογράφος και παιδαγωγός Έλλη Αλεξίου, η κομμουνίστρια «δασκάλα του λαού» γεννήθηκε στις 22 του Μάη 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης και έφυγε από τη ζωή στις 28 του Σεπτέμβρη 1988.
Καταγόταν από οικογένεια προοδευτικών διανοουμένων της πόλης. Μέλος του ΚΚΕ η ίδια, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Το 1949, μετά την ήττα του ΔΣΕ, κατέφυγε στη Ρουμανία, όπου συνέχισε το παιδαγωγικό της έργο, διδάσκοντας την ελληνική γλώσσα και φιλολογία στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962, με ειδική άδεια, για να παραβρεθεί στην κηδεία της αδελφής της, Γαλάτειας και έμεινε έκτοτε, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών.
Η Έλλη Αλεξίου άφησε πίσω της ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που διαπνέεται από την αγάπη για τον άνθρωπο και τη στοργή για τα παιδιά, στοιχεία που συνυφαίνονται αρμονικά με τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των κομμουνιστικών ιδανικών.
Μεταφέρουμε το ομώνυμο διήγημά της, από τη συλλογή Κατερειπωμένα Αρχοντικά (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981, 2η έκδοση συμπληρωμένη – Άπαντα αρ.19).
ΚΑΤΕΡΕΙΠΩΜΕΝΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ
Ψυχικά θησαυροφυλάκια. Στέγασαν πολλούς. Γέμισαν και γεμίζουν ευφροσύνη και ψυχική ευδία πολλούς. Τώρα γκρεμισμένα, λεηλατημένα , ανύπαρκτα, παραμένουν και επιζούν μόνο στις σελίδες των βιβλίων. Εκεί πια οι αναγνώστες καταφεύγουν για να επικοινωνήσουν με τα σβησμένα αρχοντικά. Κι όμως είχαν κι άλλες όψεις, μα αυτές τις χάρηκαν μόνον όσοι τα πρόλαβαν «εν τη ζωή». Λιγοστοί είναι, μα υπάρχουν. Οι πολλοί τα κουβεντιάζουν τώρα διαβάζοντας τα έργα τους. Μια ηλικιωμένη όμως τα κουβεντιάζει από τις συσσωρευμένες ζωντανές αναπολήσεις της. Όλοι ψυχαγωγούνται και οι αναγνώστες και εκείνη. Όμως υπάρχει διαφορά. Κάποτε μάλιστα η διαφορά δεν είναι μόνο στην ένταση ή την ποιότητα…μα τραβαέι προς τους κόσμους των εγκάτων…σε ολότελα άλλους κόσμους.
Έχω την αίσθηση πως είμαι ένας προνομιούχος, γιατί πρόλαβα να μπω και να συγκατοικήσω, λέει η ηλικιωμένη γυναίκα, σ’ αυτά τα ανύπαρκτα τώρα αρχοντικά. Είμαι αυτόπτης και αυτήκοος. Τρία χρόνια περιδιάβαζα, σ’ όλους τους χώρους που απλωνόταν η ψυχή του Ντίνου Θεοτόκη. Ήταν βέβαια ένα αρχοντικό πολύ ταλαιπωρημένο. Και όχι από το χρόνο. Γι’ αυτό ίσως πιο δραματικό. Φοβόσουν πως περνούσε τα τελευταία σύνορα της ζωής του, και έτσι ήταν. Οι αναγνώστες του σήμερα συζητούν και σχολιάζουν για «Κατάδικο» και για «Καραβέλα» και για ένα μικρό διηγηματάκι, «Πίστομα» νομίζω το λένε. Η ηλικιωμένη ακούει· συχνά προσθέτει κανένα εγκώμιο. Πάντα με βουρκωμένα μάτια. Είναι πάντα περισσότερο δοσμένη στο ίδιο το αρχοντικό με τις μοναδικές ευαισθησίες. Βλέπει τα ωραία συλλογισμένα μάτια, τα πυκνά ορθωμένα γκρίζα μαλλιά, το κατάχλωμο πρόσωπο, το σαρκαστικό ύφος, σαρκάζει για το μάταιο και περιττό κάθε υψηλής προσπάθειας… «Είναι γλώσσα», της λέει, «που ελάχιστοι ή καθόλου την ομιλούν…». Η γυναίκα αυτή που βλέπει το βάθος και το πλάτος του χαμένου αρχοντικού, αντικρίζει με συγκατάβαση και τα τελειωμένα έργα του. Είναι, λέει, μόνο εργόχειρα μιας έμφυτης δεξιοτεχνίας. Γιατί αυτή βλέπει ως τις ρίζες. Πόσες, πόσες μαύρες ώρες πολυδαίδαλες και αδιέξοδες τα γέννησαν αυτά τα λιγοστά. Οι ρίζες ήταν πάντα θλιμμένες και σκυθρωπές. Όλα στενόχωρα. Τον βασάνιζαν και τα χυδαία προβλήματα, τα οικονομικά. Υπαλληλάκος. Ιδιόρρυθμος σοσιαλιστής… «Τρώγω το ψωμί ενός κράτους που το βρίζω συνέχεια, δεν είναι παλιανθρωπιά;» Καμένος ήταν και του Χάρου και του έρωτα. «Το μόνο που θα γέμιζε τη ζωή μου, που γλίστρησε κι έφυγε από τα χέρια μου, σε έξι μόνο μέρες, δεν έχω τη δύναμη ούτε να το κουβεντιάζω…μόνο με τη βουβή αναπόλησή μου το φέρνω πίσω…»
Σίγουρα γι’ αυτό, συλλογιέται η γυναίκα, δε βρίσκεται αποτυπωμένο σε καμιά σελίδα του.
Οι νεαροί αναγνώστες συνεχίζουν τη συζήτηση για τον «Κατάδικο» και για τον «Καραβέλα», επίσημα και με αυταρέσκεια, σα να βρίσκονται σε έδρα Πανεπιστημίου. Η ηλικιωμένη ακούει και πάσχει. Τριγυρίζει στον πένθιμο λειμώνα του ανθρώπου, όχι του συγγραφέα. Έχει γεμάτες τις αποσκευές της. Μα από τους απύθμενους βυθούς τέτοιων αρχοντικών τι μπορεί να χωρέσει σ’ ένα συγγραφικό έργο…
Ιδιαίτερα απασχολεί την ηλικιωμένη ένα άλλο αρχοντικό. Μιας γυναίκας. Ήταν κι αυτή συγγραφέας κι άφησε έργα που εμπνέουν τους νέους. Τα διαβάζουν. Τα αποστηθίζουν. Τα απαγγέλουν στις γιορτές. Μιλάνε για τους αδικημένους. Για κείνους τους τόσο αδύνατους που όλοι τους εκμεταλλεύονται. Είναι κείμενα στηριγμένα στο βάθρο της δικαιοσύνης και, κατά κύριο λόγο, της αξιοπρέπειας. Η ηλικιωμένη όμως πέρα από αυτά βλέπει τις ρίζες τους, γιατί την πρόλαβε ζωντανή και τούτη τη γυναίκα. Ήταν γειτόνισσες. Δίπλα – δίπλα οι πόρτες τους, και για πολλά χρόνια μπαινόβγαινε στο σκοτεινό θάλαμο της δυστυχίας της. Σήμερα πολύς κόσμος επισκέπτεται το αρχοντικό της πεθαμένης: τα βιβλία της δηλαδή. Μα αυτή δεν είναι όπως οι άλλοι αναγνώστες. Όπως ένας επισκέπτης αρχαιολογικών χώρων. Αυτή εισδύει και στους απάτητους χώρους του άλλοτε αρχοντικού, όπως τότε που η γυναίκα ήταν «εν ζωή».
Όταν βραδιάζει, η ηλικιωμένη συνηθίζει να βγαίνει να καθίζει στην οξώπορτα, να χαζεύει τους περαστικούς. Έβγαινε και τότε και η γειτόνισσα την καλησπέριζε και σύγκαιρα την αποχαιρετούσε και τραβούσε στο δρόμο του χαρτοπαίγνιου. Συχνά με τον αποχαιρετισμό πρόσθετε: «Τι εφευρέτης υψηλής ποιότητος!!! Ποιος άραγε πρώτος βρήκε αυτό το σπάνιο φάρμακο της ζωής». Εννοούσε τα χαρτιά…
Και στις ώρες της ημέρας πεταγόταν με το φλυτζανάκι της τον καφέ στο χέρι, μην αντέχοντας άλλο τη μοναξιά. Κάθιζαν οι δυό γυναίκες κι άνοιγαν την καρδιά τους η μια στην άλλη.
«Καμιά απόλαυση της ζωής δε γνώρισα», έλεγε πάντα η πεθαμένη και έτσι στερεότυπα τέλειωνε, ό,τι κι αν έλεγε.
«Ζητιάνος ήμουν σ’ όλες τις λεγόμενες χαρές της ζωής».
«Λένε για τον έρωτα πως είναι ευτυχία. Δεν έχω αυτή την πείρα».
«Λένε για την οικονομική άνεση πως χαρίζει ξενοιασιά. Η μισή ζωή μου κύλησε σε μικρολογαριασμούς, δυό δραχμές μαϊντανό, πέντε για κρεμμύδια, είκοσι πέντε ο κιμάς, τρεις το ψωμί, κάθε μέρα, κάθε μέρα με το μολύβι και το χαρτί, ψηλός ο λογαριασμός…μια σύνταξη πού να πρωτοφτάσει. Ζηλεύαμε αυτούς που κατέβαιναν και βουτούσαν στη θάλασσα…αυτούς που διάταζαν ανεξέταστα στο καφετζή ένα παγωτό…»
«Λένε για την υγεία…σ’ όλη τη ζωή μου παιδεύομαι, βασανίζομαι μέρα και νύχτα με διάφορες φοβίες. Με φάρμακα επιβιώνω…»
«Λένε πως τον άνθρωπο τον ζωογονούν τα ιδανικά. Είχα και πίστευα στα ιδανικά μου. Μα για το χατίρι τους καταδιώχτηκα. Κυνηγήθηκα. Εξευτελίστηκα. Δεν άντεξα με τα αρρωστημένα νεύρα μου…Γίνηκα σερνάμενο σκουλήκι. Καλύτερα θα ήταν να μην είχα ποτέ μου ιδανικά…Να ζω σαν το φυτό, σαν το γαρδέλι στο κλουβί να μη βλέπω το σύρμα. Να τραγουδώ και να κοιμούμαι. Τώρα έχω αρπαχτεί από την τράπουλα…και στη μοναξιά μου βγάζω πασιέντζες. Φροντίζω και με ζαβολιές να μου βγαίνει πάντα…γιατί μπορεί με μια κακή πασιέντζα να χάσω από το φόβο μου τον ύπνο μου…»
«Πολλά έχω τραβηγμένα…άκουσε και τούτο: τον καιρό του Μεταξά που με πιάσανε, τους είπα πως υποφέρω από τα νεύρα μου, πως φοβούμαι τη μοναξιά και πως πρέπει να με βάλουν στον ίδιο θάλαμο με άλλες κρατούμενες…με πήραν τότε και με κλειδαμπάρωσαν σ’ ένα κελί μοναχικό και καταχτυπούσαν τα κλειδιά και κρεμάσανε και στην πόρτα μια ταμπέλα που έγραφε: «Αυστηρά Απομόνωσις». Εκεί μέσα τα’ χασα ολότελα. Πήγαινα πάνω – κάτω, πάνω – κάτω ασταμάτητα μέρα και νύχτα και κατάβρεχα μ’ ένα κανάτι το κεφάλι μου…οι εμετοί δε σταματούσαν κι ας μην έβαζα μπουκιά στο στόμα μου…Μου είπαν θα πεις αυτό κι αυτό για να μην πεθάνεις…Το είπα. Μου είπαν θα υπογράψεις έτσι κι αλλιώς για να μην πεθάνεις…
Φέρετε ό,τι θέλετε να σας το υπογράψω. Το φέρανε. Δεν ξέρω τι έγραφε, το υπόγραψα χωρίς να το διαβάσω. Με αφήσανε ώρα έντεκα της νύχτας. Από τη σαστιμάρα μου δυσκολεύτηκα να βρω το δρόμο. Ήρθα στο σπίτι. Ξημέρωσε. Τηλεφώνησα σε φίλους γκαρδιακούς, κανείς δεν ήρθε στο σπίτι. Χαιρετούσα στο δρόμο γνωστούς, δε με χαιρετούσαν. Κανείς δε με πλησίαζε. Κανείς δε χτυπούσε την πόρτα μου. Στο σπίτι μας είχαμε τότε θυρωρίνα, κατέβαινα στο σπιτικό της κι έβρισκα τη μάνα της. Γριά ήταν και ξεκουτιασμένη. Κάθιζα και της μιλούσα με τις ώρες κι αποξεχνιόμουν. Αυτή μόνο μου παραστάθηκε. Ύστερα βρέθηκαν τα χαρτιά. Ένα απόγεμα κάτι γειτόνισσες με κάλεσαν στην παρέα τους. Δεν ξέρω να παίξω και πάντα χάνω. Δεν πειράζει. Το πολύ το πολύ να χάσω τέσσερις πέντε δραχμές. Τι θα γινόμουν αν έλειπαν…»
Μου λένε πως με το διάβασμα ξεχνιέται ο άνθρωπος. Σε μένα το λένε; Που η μεγαλύτερη χαρά μου ήτανε το καλό βιβλίο. Δεν μπορώ να πιάσω στα χέρια μου μήτε εφημερίδα. Δεν μπορώ να συμμαζέψω το νου μου σ’ αυτό που διαβάζω. Βλέπω στη βιβλιοθήκη αραδιασμένα τα βιβλία που αγάπησα. Συνήθιζα σε καιρούς περασμένους να ξαναδιαβάζω τα διαβασμένα. Για να ξαναχαίρομαι τη γλύκα τους. Έλεγα τότε γιατί να χάνω τις ώρες μου στην αναζήτηση του σπάνιου και του διαλεχτού, αφού έχω τα καλά.»
Μόνο ένας γηραλέος ερχότανε αριά και πού και την επισκεπτόταν εκείνη τη γυναίκα. Όταν έφευγε τον ξεπροβόδιζε ως την οξώπορτα και πάντα του’ λεγε: «Και κοίταξε να μην κάμεις πάλι ένα χρόνο να ξανάρθεις. Το βλέπεις πως οι δυό μας απομείναμε και πρέπει να βλεπόμαστε πιο συχνά…»
«Ο καημένος ο ξάδερφος», στρεφόταν ύστερα και μου’ λεγε, «καημό το’ χει πως το’ ριξα στο χαρτί. Θέλει να με κάμει να συνέλθω. Δεν σε αναγνωρίζω πια, μου λέει. Πώς κατάντησες έτσι, που σε καμαρώναμε όλοι και λέγαμε πως ήσουν το καμάρι της οικογένειας; Δεν καταλαβαίνει πως μου συνιστά τα αδύνατα. Έκλεισε ο δρόμος, του λέω. Δε βλέπω κανένα ξέφωτο από πουθενά. Το φως, του λέω, που φώτιζε το δρόμο μου, δεν καταλαβαίνεις πως είναι σβηστό; «Καταραμένος να’ ναι ο αίτιος», μου λέει συχνά ο ξάδερφός μου, γιατί καταλαβαίνει αυτός ποιο ήταν το φως μου που σβήστηκε και ποιος έφταιξε…»
«Μια βραδιά, πρωτοβρόχια ήταν, το θυμούμαι καλά κι έβρεχε, ήρθε πάλι και με βρήκε. Επειδή έρχεται ο ξάδερφός μου», μου λέει, «και με στενοχωρά, και θαρρεί πως το’ ριξα στο χαρτί από πάθος, θέλω ένα να ξέρεις, τουλάχιστον εσύ, σου το λέω σαν ξομολόημα, δεν παίζω από πάθος. Μιας κι εξαρχής παίζω για να ξεχνώ. Και πολλές φορές σου’ χω πει πως δε γνώρισα μεγάλες χαρές. Γνώρισα μεγάλες χαρές, αλλά σβήσανε. Μπορώ να ξεχάσω τις φορές που έρχονταν οι νεολαίοι και με παίρνανε στις γιορτές τους; Λάμπαμε, αυτοί κι εγώ, μέσα στη χαρά. Κι είχα μια κόκκινη ντάλια μεταξωτή και δεν ξεχνούσα ποτέ να την καρφιτσώσω στο πέτο μου την τελευταία στιγμή. Τότε που με απόλυσαν από το κρατητήριο και μ’ έπνιγε η ντροπή και ζούσα την περιφρόνηση του κόσμου, είδα μια μέρα στο συρτάρι της τουαλέτας – μου μιλούσε κι έκλαιγε – την κόκκινη ντάλια, φυλαγμένη πώς και πώς στο κουτί. Ήξερα πως δεν πρόκειται να την καρφιτσώσω άλλο στο πέτο μου, μα και δεν μου έκανε καρδιά να την πετάξω. Είχε κάποια ιερότητα. Την πήρα, άνοιξα την κούτα που φυλάγονται τα στέφανα του γάμου μας. Την ακούμπησα εκεί μέσα. Δυό σβησμένες χαρές. Κι έκλεισα την κούτα…»
Άλλα είναι τα λεηλατημένα αρχοντικά, που λίγοι τα ξέρουν, κι άλλα τα γραμμένα στο χαρτί.
Αθήνα 5-8-1977