«Εμείς που ζούσαμε στην καταφρόνια, θα γίνουμε το παν εμείς…»
Ο αγώνας τού έδωσε τις μεγαλύτερες χαρές. Μια κρύα νύχτα, κει που έγραφαν συνθήματα στους τοίχους για την Οχτωβριανή Επανάσταση, βρήκε τη γυναίκα του… Και το πεζοδρόμιο έχει τις δικές του συγκινήσεις. Μπαίνεις μπροστά και η φάλαγγα τραβάει άφοβα πάνω στα πολυβόλα… Και οι φυλακές και οι εξορίες δε σου δίνουν καιρό να βαρυγγομήσεις…
Ανέβηκε τη σκάλα, ακολουθώντας τους άλλους, άφησε τα μπογαλάκια καταγής, κοντά στην πόρτα, και κάθισε.
Τους νεοφερμένους τούς έβαζαν σ’ ένα μεγάλο θάλαμο κι αργότερα μετακινούσαν εκείνους, που έδειχναν σημάδια σταθεροποίησης. Με τον ερχομό τους η συζήτηση, που ποτέ δε σταματούσε, έπαιρνε καινούργια φόρα. Οι «παλαίμαχοι» ζητούσαν να μάθουν πότε θα πέσει ο Μεταξάς, ανίχνευαν το έδαφος να δουν τι κρατάει το κεφάλι των καινούργιων, έψαχναν να βρουν επιχειρήματα για τις απόψεις τους, ρωτούσαν για γνωστούς και φίλους…
Η εξορία είχε τις δικές της πίκρες κι ο κάθε εξόριστος τούς δικούς του καημούς. Ο φοιτητής ο Κατσαμπός έκοβε βόλτες, κρατώντας το πηγούνι με το χέρι, και συλλογιόταν, πώς περνούν τα χρόνια. «Οι επιστήμονες, είπε κάποια στιγμή, αποτελούν το πολυτιμότερο κεφάλαιο για το σοσιαλισμό και δε γίνονται απ’ τη μια μέρα ως την άλλη…». Ο Σακουλάς απ’ την Καρδίτσα γύρισε στο πλευρό κι αναστέναξε: «Η εσωτερική κατάσταση καλή, η εξωτερική καλή κι εμείς εξορία…». Κι ο Διονυσάτος απ’ την Κεφαλονιά, συμπλήρωσε τη σκέψη τού Σακούλα: «Αφού μπορούμε να τούς κογιονάρουμε (ξεγελάσουμε)…». «Αν ήταν ένας χρόνος ή δύο, κούνησε το κεφάλι ο Τσεκούρας, μακάρι και πέντε… Αυτό το «επαόριστο» σε τσακίζει». Τον Κάπα θα τον απαρατήσει η αρραβωνιαστικιά. Ο Σταμάτης είναι τριανταπεντάρης και θα μείνει γεροντοπαλίκαρο. Ο Τριάντης καβαντζάρισε τα 47 και, αντί να χαρεί το σοσιαλισμό, θ’ αφήσει τα κόκαλα στο νησί. Τού Σερβετά δεν τού άρεσαν οι νόμοι τής Ομάδας. «Κι εδώ ανισότητα, παραπονιέται. Όλα τα εμβάσματα να μπαίνουν σε κοινό ταμείο». «Και σαν επιστέγασμα, συμπλήρωσε ο Πανάγος, έρχεται και το δεύτερο «ιδιώνυμο». Γιατί να μην έχουμε σχέσεις με τις γυναίκες τού χωριού; Κι όποιος βρει το τυχερό του…».
Στις κουβέντες τους διάβαζες τις ανησυχίες, τις διαθέσεις, τις ταλαντεύσεις… Έβρισκες ανθρώπους απ’ όλα τα στρώματα, απ’ όλες τις περιοχές, ακόμα και ύποπτους. Όταν ο Σερβετάς έβαλε το ζήτημα της ισοπέδωσης, ο Σαλαμάγκας γέλασε ειρωνικά: «Καημένε! με τα 50% ενισχύονται ορισμένοι, για να παρασταίνουν τον υπερ-επαναστάτη…».
Ο Γιώργος ο Καρατζάς ακούει και συλλογιέται. Στην Αίγινα μετρούσε τις μέρες να τελειώσει η φυλακή και να φύγει για την εξορία με τη σκέψη, πως εκεί η ζωή θα ήταν καλύτερη. Όμως τούτο που βρήκε δε μοιάζει με κείνο που ήξερε. Παλιότερα είχες να κάμεις με ανθρώπους λίγο-πολύ δοκιμασμένους και βασικά πάλεβες με τις εξωτερικές δυσκολίες. Τώρα!
Ο θαλαμάρχης, που στριμωχνόταν ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά, γύρισε κατά την πόρτα, ζητώντας να βρει κάποια υποστήριξη.
– Εσύ, σύντροφε, τι λες;
Φαινόταν καθαρά. Η απαισιοδοξία δούλευε σαν το σαράκι και το περιβάλλον δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες. Και σ’ ένα άλλο νησί τούς λιγόψυχους τούς έβαζαν να κάθονται μαζί κι έγινε ο θάλαμος φυτώριο δηλωσιών. Όμως ο Καρατζάς δεν ήθελε να ανακατευτεί στον καυγά απ’ την πρώτη κιόλας βραδιά.
– Τι να πω; Περιμένω να ξαπλώσουν οι άλλοι, να στρώσω στη μέση. Δεν έχει μέρος…
– Τι γνώμη έχεις γι’ αυτά π’ ακούς;
– Άσε τους ψυχολογικούς εκβιασμούς, φώναξε ο Τρίτσας. Ο άνθρωπος σ’ απάντησε. Αν συμφωνούσε μαζί σου, δε θα το έκρυβε.
Ο θαλαμάρχης έμνησκε ξέσκεπος κι ο Γιώργος έπρεπε να πάρει θέση. Άπλωσε το πόδι να ξεμουδιάσει, ξέσφιξε το κορδόνι τού παπουτσιού, κοίταξε τα δάχτυλα τού χεριού, σα να τα μετρούσε.
– Αν μπορούσαμε να λύσουμε τα ζητήματά μας χωρίς αγώνα κι ένας-ένας… δε θα βρισκόμαστε εξορία.. Λιποψυχίες, ακόμα και προδοσιές παρουσιάστηκαν και σ’ άλλες εποχές… όμως οι λαοί κερδίζουν τις επαναστάσεις με τον ηρωισμό και τις θυσίες…
– Έτσι είναι! πετάχτηκε κάποιος απ’ την αριστερή πάντα. Προσκυνημένοι θα υπάρχουν πάντοτε. Δίκιο είχε ο Κολοκοτρώνης… Εμείς τούς χαϊδεύουμε…
– Σύμφωνα με τη θεωρία τού Μαυροσκούφη πρέπει να πάρουμε τα ξύλα, ακούστηκε μια βραχνή φωνή απ’ τα δεξιά.
– Με σένα, σ. Φαρή, συζήτηση δεν έχω. Τις αντιρρήσεις σου στο σύντροφο.
– Άλλο εννοούσε ο σύντροφος. Οι δηλώσεις είναι φυσιολογικό φαινόμενο, ανθρώπινη αδυναμία και δε χρειάζεται να τις μετατρέπουμε σε «ανατολικό ζήτημα», όπως κάνει η αφεντιά σου. Όποιος θέλει να πάει στο σπιτάκι του, «ώρα καλή στην πρύμη του κι αέρα στα πανιά του…».
Η συζήτηση όλο κι ανάβει. Ξέχασαν το θαλαμάρχη και τα διασταυρούμενα πυρά – απ’ τ’ αριστερά «με το τσεκούρι», απ’ τα δεξιά «ας τα πράματα να τραβούν το δρόμο τους» – χτυπούν τώρα τον Καρατζά.
Πρωί-πρωί βγήκε στην άκρη τού χωριού. Έριξε μια ματιά ολόγυρα κι απ’ τη μορφή του πέρασε μια σκιά. Θα προτιμούσε τα παλιά λημέρια, τον Αη-Στράτη. Εκεί μπορείς να ρίξεις τράτα σ’ όλους τούς κόρφους. Στις πλαγιές οι χωρικοί καλλιεργούν κριθάρια, κουκιά… και κανένα μεροκάματο βρίσκεις να απαντάς τις δυσκολίες. Εδώ ο τόπος είναι ξερός, άγονος. Το χωριό μακριά απ’ τη θάλασσα… Κι αυτός έμεινε χωρίς ρούχα και παπούτσια… Ωστόσο η απαισιοδοξία δε βρήκε έδαφος να ριζώσει και η σκέψη πήρε άλλο μονοπάτι. Πριν από χρόνια, όταν, παιδί ακόμα, περπατούσαν ύστερα απ’ την πρώτη συνεδρίαση στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ο Παντελής τού είπε: «Τον ύμνο της Διεθνούς τον έγραψε…». Τότε τού φάνηκε παράξενο. Τη μια μέρα η αντίδραση τσάκισε τούς Κομμουνάρους και την άλλη αυτοί τραγουδούσαν: «Εμείς, που ζούσαμε στην καταφρόνια, θα γίνουμε το παν εμείς…». Σήμερα ξέρει. Και κάτι έχει διαβάσει και δεν είναι πιά παιδί. Η αισιοδοξία αποτελεί νόμο του κινήματος. Και σαν άτομο… Ο αγώνας τού έδωσε τις μεγαλύτερες χαρές. Μια κρύα νύχτα, κει που έγραφαν συνθήματα στους τοίχους για την Οχτωβριανή Επανάσταση, βρήκε τη γυναίκα του… Και το πεζοδρόμιο έχει τις δικές του συγκινήσεις. Μπαίνεις μπροστά και η φάλαγγα τραβάει άφοβα πάνω στα πολυβόλα… Και οι φυλακές και οι εξορίες δε σου δίνουν καιρό να βαρυγγομήσεις. Παλέβεις να γίνει η ζωή των συντρόφων σου πιο υποφερτή… Κοιτάζει ολόγυρα το άγονο τοπίο και ψιθυρίζει: «Δύσκολες είναι δω οι συνθήκες, όμως θα τα βολέψουμε».
Αυτά συλλογιόταν εκεί στην παρυφή τού χωριού την πρώτη μέρα της καινούργιας εξορίας, όταν τον ειδοποίησαν να πάει στα γραφεία της Ομάδας.
Απ’ την άλλη μέρα τον έβαλαν διαχειριστή και λίγο αργότερα εσωτερικό Γραμματέα. Έτσι, δεν είχε καιρό ούτε για μεροκάματα, ούτε για ρεμβασμούς. Μόνο τα βραδάκια και τα πρωινά, όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, ανεβαίνει πότε-πότε στο καραούλι. Κάθεται στο βράχο, κατά το μέρος της δύσης, και καρφώνει το βλέμμα στο άλλο νησί, που διακρίνεται σαν αχνό υψωματάκι μες την ήσυχη θάλασσα. Εκεί βρίσκεται η Κατίνα κι ο Βαγγέλης. Κι από δω ο νους πάει στο Περιστέρι, στους γέρους, στο Θωμά… Ο Λευτέρης απ’ τον Οχτώβρη είχε να τού γράψει. Υποψιάστηκε, πως πέρασε στην παρανομία. «Γερός είναι, είπε μέσα του, θ’ αντέξει. Κι οι δικοί του δε θα πεινάσουν…». Μόνο σα διάβασε τη δήλωση της Αθηνάς κατάλαβε τη διαφορά. Η Κατίνα μάζευε όλες τις φροντίδες για τα παιδιά, για το ψωμί, για τα ρούχα… όλες τις πίκρες, όλη την κατακραυγή και την αγωνία… Κι από πάνω είχε, όπως κι αυτός, το διωγμό τού κράτους… Και ποτέ δεν άκουσε απ’ το στόμα της ένα παράπονο. Και τα γράμματά της ήταν γεμάτα αισιοδοξία…
Και τα χρόνια της εξορίας κυλούν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση, «Ο Θωμάς ο Καρατζάς» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978), που μπορείτε να δείτε στο διαδίκτυο, πατώντας εδώ.