«…Εν ανθρώποις ευδοκίας!» – «Χριστούγεννα» της φτωχολογιάς

Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.

«…Εν ανθρώποις ευδοκίας!» - «Χριστούγεννα» της φτωχολογιάς

Mια καταγραφή των συνθηκών που βίωνε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας πριν μερικές δεκαετίες. Συνθήκες στις οποίες σπρώχνουν βίαια σήμερα τους εργαζόμενους και το λαό οι -ίδιοι πάντα- υπεύθυνοι… Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, τα Χριστούγεννα του 1933.

ΠΟΣΟΙ ΘΑ ΦΑΝ ΚΑΙ ΠΟΣΟΙ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΝ ΝΗΣΤΙΚΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ; ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΤΕΝΕΚΕ ΜΑΧΑΛΑΔΩΝ

Το κρύο τσούζει τ’ αυτιά, παγώνει τα χέρια και τα πόδια…Ξυπόλυτα παιδάκια και κουρελιασμένα χοροπηδούν τουρτουρίζοντας πάνω στις παγωμένες πλάκες των πεζοδρομίων και κλαψουρίζουν μέσα απ’ τα κουρέλια τους:

…Χριστού την θείαν γέννησιν…Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…

Οι μυτούλες στάζουν και τα μάτια δακρύζουν…Οι πλάκες είναι κρύες, είναι παγωμένες, από τα πόδια τους μπαίνει και τους τρυπάει ένα σουβλί ως μέσα στην καρδούλα τους νοιώθουν τον πόνο…τη λαχτάρα.

Αυτοκίνητα γυαλιστερά, λουστραρισμένα τρέχουν κορνάροντας και διασχίζοντας τα πλήθη των κουρελιασμένων. Σταματούν μπροστά στα μαγαζιά ειδών πολυτελείας, αγοράζουν οι κυρίες, φορτώνονται πακέτα οι υπηρέτες και κομψά παιχνιδάκια τα παιδιά που βγαίνουν με τις μαμάδες τους.

Οι μουσικές περνάνε ουρλιάζοντας μέσα στους δρόμους και τις πλατείες.

Μονάχα εκείνα τα ξεμαλλιάρικα, τα ξυπόλυτα, τα κουρελιασμένα τουρτουρίζουν και στάζουν οι μυτούλες και δακρύζουν τα ματάκια, κι’ οι παγωμένες πλάκες παγώνουν τα γυμνά τους πόδια…κι’ όλο χοροπηδούν κι’ όλο μουρμουρίζουν:

Χριστού την θείαν γέννησιν…να πω στ’ αρχοντικό σας.

Αλήθεια, σήμερα λένε πως γεννιέται ο Χριστός…Που μέσα από τη φάτνη των αλόγων αναπτύχθηκε και τράνεψε και δίδαξε την αγάπη και την αλήθεια…

Ο Χριστός που αγαπάει τα πλάσματά του και φροντίζει για όλους και για όλα, αυτός που «έφερεν…επί γης ειρήνην και εν ανθρώποις ευδοκία…»

Μα πούντος; Πού είναι η «θεία χάρις» του; Πού είναι η αγάπη του; Πού είναι η ειρήνη; Πού βρίσκεται η ευδοκία;

Κρέατα πολλά πολλά που ανεβαίνουν σε ύψος δυό μέτρων, κρέμονται στα τσιγκέλια τους. Ροδίζουν οι δρόμοι της αγοράς και οι παχυές γαλοπούλες ανοιγμένες στη μέση με χρυσόφυλλα, προκαλούνε ένα πλήθος που σπρώχνεται με βιασύνη, που φωνάζει και αγωνιά. Φωνές, φασαρίες, κακό…Ξεφωνίζουνε οι πουλητές ρεκλαμάροντας τα πλούσια εμπορεύματά τους.

Γυναικούλες φτωχές, χλωμές και κουρελιασμένες, άνθρωποι του λαού με τα χέρια στις τσέπες κυττάνε όλα τα ωραία πράματα.

– Πατέρα…δε θα πάρουμε μεις πουλάκια;, λέει ένας μικρός τραβώντας απ’ το μανίκι τον πατέρα του προς τις γαλοπούλες.

– Αυτά τα πουλάκια δεν είναι για τα δόντια μας παιδί μου…

Στην οδό Αιόλου φρούτα στίβες, καρύδια, πορτοκάλια, μήλα και παιχνίδια για τα παιδάκια. Οι ρουλέτες γυρίζουν, γυρίζουν κι’ ολόγυρα ένας παγωμένος κόσμος χαζεύει αδιάφορος τουρτουρίζοντας. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.

Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες.

Γυναικούλες του λαού με άδεια ζεπιλάκια, κυττάνε τις λυχουδιές στις βιτρίνες κρατώντας τα παιδάκια τους από το χέρι που ξεροσταλιάζουν ξεπαγιάζοντας.

– Για δες καλέ…για δες…ποιοι τ’ αγοράζουν όλα αυτά τα αγαθά!!! μονολογεί κάποια.

– Δεν είναι για μας κυρούλα μου…Αυτά τα τρώνε όσοι έχουν μεταξωτά στομάχια…τα δικά μας είναι κατατώτερα…πετιέται ένας άνεργος από δίπλα.

Ο Χριστός δεν ήρθε για τη φτωχολογιά, ήρθε για τα μαρμαρένια παλάτια, για τα πλούσια σαλόνια, για τις παχιές γαλοπούλες, για τα χρυσά και τα διαμαντικά, για τους λίγους και τους μετρημένους, για τους πλούσιους και τις κοκότες των πλουσίων για τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο, για την πείνα και την ανεργία…Δεν φέρνει καμμιάν «ειρήνη επί γης…». Δεν δείχνει καμμιάν «ευδοκία» για τη φτωχολογιά. Φέρνει πείνα και δυστυχία και απελπισία. Σκορπάει φρίκη στους εργαζόμενους, ρίχνει στην χειρότερη εξαθλίωση τους άνεργους. Γυρνάει με το αυτοκίνητο. Καπνίζει πούρο Βιργινίας. Μασσάει γαλοπούλες και χορεύει στα σαλόνια…Ήρθε για να διαπραγματευθεί αγορές κανονιών και μπαρουτιών και μυρίζει αίμα…αίμα…

Ένα πλήθος αλαλιασμένο κατεβαίνει από τους λασπωμένους συνοικισμούς. Απ’ τους σκοτεινούς Τενεκέ μαχαλάδες. Απ’ τις φρικτές τρώγλες των Ποδαράδων. Απ’ τα ρημαδιακά της Κοκκινιάς. Απ’ την απελπισία της Δραπετσώνας. Απ’ τον βόρβορο των Τζιτζιφιών, απ’ τον οδυρμό της Καισαριανής.

Για τους φτωχούς, τους άνεργους, τους πεινασμένους, τους ξυπόλυτους, τους κουρελιασμένους, τα παιδάκια που μαύρισε το μάτι τους για ψωμάκι, τις γυναίκες που στέρεψαν τα στήθια τους απ’ την πείνα, τα μωρά που μάλλιασε το στοματάκι τους για γάλα, υπάρχει ο σκληρός αγώνας για τους προλετάριους…της «γης τους κολασμένους»….

Ο αγώνας ενάντια στους Χριστούς των πλουσίων και των εξοπλισμών και των πολέμων, ενάντια στη φρίκη των Τενεκέ μαχαλάδων.

Να ο δρόμος για τη φτωχολογιά. Εμείς δεν έχουμε Χριστό, έχουμε την οργή μας που ξεσπάει σα θύελλα μπροστά στους Χριστούς της πλουτοκρατίας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: