Ένα μαθηματικό όνειρο
Είναι αδύνατη η επικράτηση του σοσιαλισμού; Αφού υποστηρίξατε τι είναι αδύνατον να συμβεί, αφήστε με να σας αποδείξω τι είναι αναπόφευκτο. Θα σας αναπτύξω το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλιστικού συστήματος και θα σας αποδείξω με αριθμούς τα αίτια της πτώσης του.
«Η Σιδερένια φτέρνα» του Τζακ Λόντον είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, που απαντάει σε πολλά ερωτήματα για την σύγχρονη πραγματικότητα. Όπως πχ σε τι οφείλεται η οικονομική κρίση που βιώνουν οι εργαζόμενοι και η πλειονότητα του λαού μας, αν ο καπιταλισμός είναι ανίκητος (χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που παρουσιάζουμε παρακάτω) και αν η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα συνεχίζεται αιώνια (σε καμιά περίπτωση) κλπ. Την ονομασία αυτή («σιδερένια φτέρνα») χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να προσδιορίσει την πλουτοκρατία και το λαό. Ο Ανατολ Φρανς, στον πρόλογο του βιβλίου (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) γράφει: «Ο άνθρωπος, που σ’ αυτό το βιβλίο ξεχωρίζει την αλήθεια και προβλέπει το μέλλον, ο σοφός, ο δυνατός, ο καλός άνθρωπος ονομάζεται Ερνεστ Εβερχαρντ. Όπως και ο συγγραφέας, ανήκε στις εργαζόμενες τάξεις και δούλεψε με τα χέρια του. Γιατί πρέπει να ξέρετε πως αυτός που πέθανε νέος έγραψε πενήντα καταπληκτικούς τόμους, που σφύζουν από ζωή και νοημοσύνη, ήταν γιος αγρότη και άρχισε να βγάζει το ψωμί του στα δέκα του μόλις χρόνια, πουλώντας εφημερίδες. Ο ήρωάς του, ο Ερνεστ Εβερχαρντ, είναι γεμάτος θάρρος, δύναμη και ευγένεια ψυχής, χαρακτηριστικά όλα αυτά που μοιράζεται με τον συγγραφέα που τον έπλασε».
Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι από μια άλλη, παλαιότερη έκδοση της «Σιδερένιας φτέρνας», σε μετάφραση Αγγελικής Φιλιππάτου (εκδ. Αντ. Λιβάνης & Σία Ε.Ε. «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1980).
***
Ο Έρνεστ ξαναπήρε το λόγο ενώ το ακροατήριό του είχε μείνει κατάπληκτο από την αποκάλυψη που είχε κάνει.
«Απόψε το βράδυ καμιά δωδεκαριά από σας είπαν ότι είναι αδύνατη η επικράτηση του σοσιαλισμού. Αφού υποστηρίξατε τι είναι αδύνατον να συμβεί, αφήστε με να σας αποδείξω τι είναι αναπόφευκτο. Είναι αναπόφευκτη η εξαφάνιση, όχι μόνον η δική σας, των μικρών κεφαλαιούχων, αλλά και των μεγάλων καπιταλιστών και των ίδιων των τραστ. Μη ξεχνάτε, το ρεύμα της εξέλιξης δε γυρίζει πίσω. Συνεχίζει να κυλάει προς τα μπρος, από τον ανταγωνισμό στο συνεταιρισμό, από το μικρό συνεταιρισμό στο μεγάλο, από το μεγάλο στον κολοσσιαίο συνασπισμό κι από κει το ρεύμα τρέχει προς το σοσιαλισμό, που είναι ο πιο εκτεταμένος συνδυασμός απ’ όλους τους άλλους.
«Μου λέτε ότι ονειρεύομαι. Πολύ καλά! Θα σας εκθέσω με αριθμούς το όνειρό μου. Σας προκαλώ εκ των προτέρων να μου αποδείξετε ότι οι λογαριασμοί μου είναι λανθασμένοι, θα σας αναπτύξω το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλιστικού συστήματος και θα σας αποδείξω με αριθμούς τα αίτια της πτώσης του. Εμπρός λοιπόν και κάνετε λίγη υπομονή αν η αρχή μου σας φανεί ότι είναι εκτός θέματος.
«Ας εξετάσουμε πρώτα απ’ όλα την πορεία μιας ειδικής βιομηχανίας και παρακαλώ να μη διστάσετε να με διακόψετε, αν δεν συμφωνείτε σε κάτι απ’ αυτά που θα πω. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα εργοστάσιο υποδημάτων. Αυτό το εργοστάσιο αγοράζει δέρμα και το μετατρέπει σε παπούτσια. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζει δέρμα για εκατό δολάρια κι ότι παράγει παπούτσια αξίας διακοσίων δολαρίων. Τι συνέβη; Εκατό δολάρια προστέθηκαν στην αξία του δέρματος. Ας δούμε πώς γίνεται αυτό.
«Κεφάλαιο και εργασία αύξησαν τα εκατό δολάρια. Το κεφάλαιο προμήθευσε το εργοστάσιο, τις μηχανές και πλήρωσε όλα τα έξοδα. Τα εργατικά χέρια προμήθευσαν την εργασία. Με την κοινή προσπάθεια κεφαλαίου και εργασίας προστέθηκε αξία εκατό δολαρίων. Συμφωνείτε όλοι μέχρι εδώ;»
Τα κεφάλια γύρω από το τραπέζι κουνήθηκαν καταφατικά.
«Το κεφάλαιο και η εργασία, αφού παρήγαγαν αυτά τα εκατό δολάρια, προχωρούν τώρα στη μοιρασιά τους. Οι στατιστικές γι’ αυτού του είδους τη μοιρασιά είναι αρκετά περίπλοκες. Αλλά για να απλοποιήσουμε κάπως τα πράγματα θα αρκεστούμε σε παραπλήσιους αριθμούς κι ας δεχτούμε ότι το κεφάλαιο παίρνει πενήντα δολάρια στο μερίδιό του και η εργασία δέχεται για μεροκάματα τα άλλα πενήντα. Δε θα τσακωθούμε τώρα γι’ αυτή τη μοιρασιά(1). Όσα παζάρια κι αν γίνονται πάνω σ’ αυτό το θέμα, κάποια στιγμή επέρχεται συμφωνία στο ποσοστό. Σημειώστε ότι αυτό που ισχύει για μια βιομηχανία, ισχύει για όλες τις άλλες. Σύμφωνοι;
Όλοι δείξαν ότι συμφωνούν με τον Έρνεστ.
«Ας υποθέσουμε τώρα ότι η εργασία, αφού πήρε αυτά τα πενήντα δολάρια θέλει να τα δώσει πίσω για παπούτσια, θα μπορέσει ν’ αγοράσει παπούτσια που θα κοστίζουν μόνο πενήντα δολάρια. Γίνομαι σαφής;
«Ας περάσουμε τώρα απ’ αυτό το μερικό προτσές στο σύνολο του βιομηχανικού προτσές των Ενωμένων Πολιτειών που περιλαμβάνει το δέρμα για το οποίο μιλήσαμε, τις πρώτες ύλες, τις μεταφορές, τις πωλήσεις, το κάθε τι. Ας πούμε με στρογγυλούς αριθμούς, ότι η ετήσια συνολική παραγωγή των Ενωμένων Πολιτειών φτάνει τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Η εργασία δέχεται επομένως σε μεροκάματα την ίδια χρονική περίοδο δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Έχουν παραχθεί προϊόντα που αξίζουν τέσσερα δισ. δολ. Πόσα προϊόντα μπορεί ν’ αγοράσει η εργασία; Όσα αξίζουν δύο δισ. δολάρια. Είμαι βέβαιος ότι εδώ δε χωράει καμιά συζήτηση. Τα ποσοστά που δίνω είναι πολύ απλόχερα, γιατί με χίλια δυο τεχνάσματα οι καπιταλιστές δεν δίνουν τόσα στους εργαζόμενους, ώστε να μπορούν ν’ αγοράσουν το μισό της συνολικής παραγωγής.
«’Αλλά ας δεχτούμε ότι η εργασία ξαναγοράζει προϊόντα για δύο δισ. Είναι φανερό ότι η εργασία μπορεί να καταναλώσει μόνο δύο δισ. Μένουν ακόμα προϊόντα που στοιχίζουν δύο δισ. και που η εργασία δεν μπορεί ν’ αγοράσει ούτε να καταναλώσει.
—Η εργασία δεν καταναλώνει ούτε αυτά τα δύο δισ. δήλωσε ο κ. Κόβαλτ. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δε θα υπήρχαν καταθέσεις στις τράπεζες.
—Οι καταθέσεις στις τράπεζες από τους εργαζόμενους είναι μια αποταμίευση που καταναλώνεται σχεδόν αμέσως. Πρόκειται για μερικές οικονομίες που βάζει κανείς στην πάντα για τα γηρατειά, τις αρρώστιες, τα δυστυχήματα, τα έξοδα κηδείας. Οι τραπεζικές καταθέσεις είναι η μπουκιά το ψωμί που βάζει κανείς στο ράφι για να το φάει την άλλη μέρα. Όχι, η εργασία καταναλώνει το σύνολο των προϊόντων που μπορεί να ξαναγοράσει με το μεροκάματο.
«Στο κεφάλαιο μένουν δυο δισεκατομμύρια. Αφού πληρώσει τα έξοδά του, καταναλώνει τα υπόλοιπα; Το κεφάλαιο καταναλώνει τα δυο του δισεκατομμύρια;
Ο Έρνεστ σταμάτησε κι έθεσε καθαρά την ερώτηση σε μερικούς από τους καλεσμένους. Αυτοί κούνησαν το κεφάλι.
—Δεν ξέρω, απάντησε ειλικρινά ένας απ’ αυτούς.
—Και όμως ξέρετε, συνέχισε ο Έρνεστ. Σταματήστε και σκεφτείτε για λίγο. Εάν το κεφάλαιο κατανάλωνε ολόκληρο το μερίδιο του δε θα μπορούσε ν’ αυξάνει, θα έμενε σταθερό. Εάν ρίξετε μια ματιά στην οικονομική ιστορία των Ενωμένων Πολιτειών θα δείτε ότι το συνολικό ποσό του κεφαλαίου δε σταμάτησε ν’ αυξάνει. Επομένως το κεφάλαιο δεν καταναλώνει το μερίδιό του. Θυμάστε την εποχή που η Αγγλία κατείχε ένα σωρό ομολογίες των σιδηροδρόμων μας; Καθώς τα χρόνια περνούσαν ξαναγοράσαμε πάλι αυτές τις ομολογίες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το μερίδιο του κεφαλαίου που δεν καταναλώθηκε ξαναγόρασε τις ομολογίες. Τι μας λέει το γεγονός ότι σήμερα οι καπιταλιστές των Ενωμένων Πολιτειών κατέχουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε ομολογίες μεξικανικές, ρωσικές, ιταλικές, ελληνικές; Μας λέει ότι αυτές οι εκατοντάδες κι εκατοντάδες εκατομμύρια είναι ένα κομμάτι από το μερίδιο του κεφάλαιου που δεν καταναλώθηκε. Το κεφάλαιο δεν κατανάλωσε ποτέ το μερίδιό του απ’ την αρχή αρχή του καπιταλιστικού συστήματος.
«Και τώρα φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο. Η παραγωγή των Ενωμένων Πολιτειών ανέρχεται σε 4 δισ. δολ. Η εργασία αγοράζει και καταναλώνει για δύο δισ. Το κεφάλαιο δεν καταναλώνει τα υπόλοιπα δύο δισ. Υπάρχει ένα μεγάλο πλεόνασμα που παραμένει ακέραιο. Τι γίνεται αυτό το πλεόνασμα; Τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό; Η εργασία δεν μπορεί να καταναλώσει τίποτα απ’ αυτό γιατί έχει ξοδέψει όλα της τα μεροκάματα. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να εξαντλήσει αυτό το πλεόνασμα γιατί, σύμφωνα με τη φύση του, έχει ήδη καταναλώσει όσο μπορούσε. Και το πλεόνασμα παραμένει. Τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό; Τι γίνεται μ’ αυτό;
—Το πουλούν στο εξωτερικό, είπε ο κ. Κόβαλτ αυθόρμητα.
—Μάλιστα αυτό είναι, συμφώνησε ο Έρνεστ. Αυτό το πλεόνασμα δημιουργεί την ανάγκη για αγορά στο εξωτερικό. Το πλεόνασμα λοιπόν πουλιέται στο εξωτερικό. Πρέπει να πουληθεί στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό. Και αυτό το πλεόνασμα πού δεν καταναλώνεται και πουλιέται στο εξωτερικό, αποτελεί αυτό που ονομάζουμε εμπορικό ισοζύγιο και που είναι βέβαια ευνοϊκό για μάς. Συμφωνούμε όλοι μέχρι εδώ;
—Αποτελεί ασφαλώς χάσιμο χρόνου η ανάπτυξη της άλφα-βήτα του εμπορίου, είπε ο κ. Κάλβιν με κάποια δηκτικότητα. Την ξέρουμε όλοι απ’ έξω.
—Εάν επέμεινα τόσο πολύ σ’ αυτή την αλφαβήτα είναι γιατί μ’ αυτή θα σας αποστομώσω, απάντησε ο Έρνεστ. Εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον του πράγματος. Και θα σας αποστομώσω τώρα αμέσως. Προχωρούμε λοιπόν.
«Οι Ενωμένες Πολιτείες είναι μια καπιταλιστική χώρα που έχει αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Σύμφωνα με το βιομηχανικό καπιταλιστικό της σύστημα, έχει ένα πλεόνασμα από το οποίο πρέπει ν’ απαλλαγεί και για ν’ απαλλαγεί πρέπει να το διαθέσει στο εξωτερικό.(2) Ό,τι ισχύει για τις Ενωμένες Πολιτείες, ισχύει και για τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Κάθε μια απ’ αυτές τις χώρες διαθέτει ένα πλεόνασμα. Μη ξεχνάτε ότι έχουν πραγματοποιήσει κιόλας τις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ τους κι ότι αυτά τα πλεονάσματα παραμένουν διαθέσιμα. Η εργασία σ’ όλες αυτές τις χώρες έχει ξοδέψει όλα της τα μεροκάματα και δεν μπορεί ν’ αγοράσει τίποτα απ’ το πλεόνασμα. Το κεφάλαιο σ’ όλες αυτές τις χώρες έχει καταναλώσει κι αυτό όσο του επιτρέπει η φύση του. Και τα πλεονάσματα παραμένουν. Δεν μπορούν να τα διαθέσουν ο ένας στον άλλον. Πώς θ’ απαλλαγούν απ’ αυτά;
—Πουλώντας τα στις χώρες που δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, συμπέρανε ο κ. Κόβαλτ.
—Περίφημα. Τα βλέπετε, ο συλλογισμός μου είναι τόσο απλός και καθαρός που το συμπέρασμα έρχεται μόνο του στο μυαλό σας. Και τώρα ας κάνουμε το επόμενο βήμα. Ας υποθέσουμε ότι οι Ενωμένες Πολιτείες διαθέτουν το πλεόνασμά τους σέ μια χώρα που δεν έχει αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, στη Βραζιλία ας πούμε. Μη ξεχνάτε ότι αυτό το πλεόνασμα είναι έξω και πέρα από το εμπορικό ισοζύγιο αφού τα εμπορεύματα έχουν πλέον καταναλωθεί. Τι θα πάρουν οι Ενωμένες Πολιτείες σε αντάλλαγμα από τη Βραζιλία;
—Χρυσάφι, είπε ο κ. Κόβαλτ.
—Ναι αλλά το χρυσάφι υπάρχει σέ μια περιορισμένη ποσότητα στον κόσμο, παρατήρησε ο Έρνεστ.
—Χρυσάφι με τη μορφή ενέχυρων, ομολογιών και άλλα τέτοια παρόμοια, επανόρθωσε ο κ. Κόβαλτ.
—Αυτή τη φορά το πετύχατε, είπε ο Έρνεστ. Οι Ενωμένες Πολιτείες θα πάρουν από τη Βραζιλία σε αντάλλαγμα του πλεονάσματός τους ομολογίες και ενέχυρα. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι Ενωμένες Πολιτείες θα γίνουν κάτοχοι των σιδηροδρόμων, των εργοστασίων, των ορυχείων και της γης της Βραζιλίας. Και τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ αυτό;
Ο κ. Κόβαλτ έμεινε σκεφτικός και κούνησε το κεφάλι του.
«Θα σας το πω εγώ, συνέχισε ο Έρνεστ. Βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Βραζιλίας θα αναπτυχθούν. Και τώρα το επόμενο βήμα. Όταν η Βραζιλία θα αναπτυχθεί κάτω από το καπιταλιστικό σύστημα, θ’ αποκτήσει κι αυτή ένα πλεόνασμα που δε θα καταναλώνεται, θα μπορεί να το διαθέσει στις Ενωμένες Πολιτείες; Ασφαλώς όχι γιατί οι Ενωμένες Πολιτείες έχουν το δικό τους πλεόνασμα, θα μπορούν οι Ενωμένες Πολιτείες να ενεργήσουν όπως προηγουμένως και να διαθέσουν το πλεόνασμά τους στη Βραζιλία; Όχι γιατί ή Βραζιλία έχει τώρα κι αυτή πλεόνασμα.
«Τι γίνεται λοιπόν; Οι Ενωμένες Πολιτείες και η Βραζιλία πρέπει και οι δυο να βρουν διέξοδο για το πλεόνασμά τους σε άλλες χώρες που δεν έχουν αναπτυχθεί. Αλλά σύμφωνα μ’ αυτό το προτσές κι αυτές οι χώρες θ’ αναπτυχθούν με τη σειρά τους. Σύντομα θα έχουν πλεόνασμα και θ’ αναζητούν άλλες χώρες για να το διαθέσουν. Τώρα, κύριοι, παρακολουθείστε με προσεχτικά. Ο πλανήτης μας είναι περιορισμένος. Οι χώρες που υπάρχουν στον κόσμο δεν είναι τόσο πολλές. Τι θα συμβεί όταν κάθε χώρα ακόμα και η πιο μικρή μείνει με το πλεόνασμα στο χέρι να κοιτάζει τις άλλες χώρες να κρατούν κι αυτές το δικό τους;»
Σταμάτησε και κοίταξε τους ακροατές του. Ήταν διασκεδαστικό να βλέπεις την αμηχανία στα πρόσωπά τους. Τα πρόσωπα όμως αυτά δείχνανε κι ανησυχία. Μέσα από αφαιρέσεις ο Έρνεστ τους είχε δείξει ένα δράμα και τους είχε κάνει να το δουν. Καθισμένοι εκεί μέσα διέκριναν το δράμα που τους προκαλούσε φόβο.
«Αρχίσαμε από το ΑΒΓ κ. Κάλβιν, είπε ο Έρνεστ πονηρά. Τώρα θα σας δώσω το υπόλοιπο της Αλφαβήτας. Είναι πολύ απλό. Αυτή είναι η ομορφιά του. Έχετε ασφαλώς την απάντηση στα χείλη. Λοιπόν τι θα γίνει όταν κάθε χώρα θα έχει το πλεόνασμά της; Τι θα γίνει τότε με το καπιταλιστικό σας σύστημα;
Αλλά ο κ. Κάλβιν κουνούσε το κεφάλι του με περισυλλογή. Έψαχνε να βρει κάποιο λάθος στο συλλογισμό του Έρνεστ.
«Ας διασχίσουμε πάλι μαζί και σύντομα το πεδίο που διατρέξαμε, είπε ο Έρνεστ. Αρχίσαμε με το προτσές που θ’ ακολουθήσει μια οποιαδήποτε βιομηχανία, ας πούμε μια βιομηχανία υποδημάτων. Βρήκαμε ότι η μοιρασιά που εφαρμόστηκε σ’ αυτό το συγκεκριμένο εργοστάσιο πάνω στο προϊόν που είχε υποστεί κοινή επεξεργασία είναι η ίδια που εφαρμόζεται πάνω στο συνολικό ποσόν της βιομηχανικής παραγωγής. Είδαμε τι ποσότητα απ’ αυτό το προϊόν μπορεί ν’ αγοράσει η εργασία με τα μεροκάματα που διαθέτει και πώς το κεφάλαιο δεν καταναλώνει το υπόλοιπο αυτού του προϊόντος. Είδαμε ακόμα ότι η εργασία έχει καταναλώσει όσα της επιτρέπουν τα μεροκάματα και όταν το κεφάλαιο έχει καταναλώσει όσα χρειάζεται, μένει ακόμα ένα διαθέσιμο πλεόνασμα. Συμφωνήσαμε ότι αυτό το πλεόνασμα μπορεί να διατεθεί μόνο στο εξωτερικό. Συμφωνήσαμε επίσης ότι η διάθεση αυτού του πλεονάσματος σε μια άλλη χώρα έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αυτής της χώρας σε σημείο τέτοιο, που κι αυτή σε λίγο καιρό θάχει πλεόνασμα που θα πρέπει να το διαθέσει. Επεκτείναμε αυτό το προτσές σε όλες τις χώρες του πλανήτη, έτσι ώστε κάθε χώρα να παράγει κάθε χρόνο, κάθε μέρα ένα πλεόνασμα που δεν μπορεί να καταναλώσει και που δεν μπορεί πια να διαθέσει σε καμιά άλλη χώρα. Και τώρα σας ρωτώ άλλη μια φορά. Τι θα κάνουμε μ’ αυτά τα πλεονάσματα;
Κι αυτή τη φορά δεν απάντησε κανείς.
—Εσείς κ. Κάλβιν; τον προκάλεσε ο Έρνεστ.
— Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, ομολόγησε ο κ. Κάλβιν.
—Ποτέ δε σκέφτηκα ένα τέτοιο πράγμα, είπε ο κ. Ασμούνσεν. Κι όμως είναι τόσο καθαρό σαν να είναι τυπωμένο στο χαρτί.
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα ν’ αναπτύσσουν τη θεωρία της υπεραξίας του Καρλ Μαρξ,(3) και ο Έρνεστ το είχε κάνει τόσο απλά που κι εγώ η ίδια βρέθηκα σέ δύσκολη θέση κι ένοιωθα ανίκανη ν’ απαντήσω.
—Θα σας πω ένα τρόπο για ν’ απαλλαγείτε από το πλεόνασμα, είπε ο Έρνεστ. Πετάχτε το στη θάλασσα. Πετάχτε στη θάλασσα κάθε χρόνο εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια όσο αξίζουν δηλαδή παπούτσια, ρούχα, στάρι κι ό,τι άλλο εμπορεύσιμο προϊόν. Δε θα μπορούσε να τακτοποιηθεί έτσι αυτό το ζήτημα;
—Ασφαλώς και θα ετακτοποιείτο, απάντησε ο κ. Κάλβιν. Αλλά είναι παράλογο να μιλάτε σεις κατ’ αυτό τον τρόπο.
Ό Έρνεστ έπεσε πάνω του σάν κεραυνός.
— Είσθε λιγότερο παράλογος εσείς, κύριε καταστροφέα των μηχανών που συμβουλεύετε την επιστροφή στις προκατακλυσμιαίες μεθόδους των προπάππων σας; Τι προτείνετε για ν’ απαλλαγούμε από το πλεόνασμα; Θα μπορούσατε ν’ αποφύγετε το πρόβλημα τού πλεονάσματος με το να μην παράγετε πλεόνασμα. Και τι προτείνετε για την αποφυγή της παραγωγής πλεονάσματος; Την επιστροφή σέ μια πρωτόγονη μέθοδο παραγωγής, τόσο ακαθόριστης, ανοργάνωτης και παράλογης τόσο χρονοβόρας και δαπανηρής που θα ήταν αδύνατο να παραχθεί οποιοδήποτε πλεόνασμα.
Ό κ. Κάλβιν κατάπιε το σάλιο του. Η αιχμή του δόρατος είχε βρει το στόχο. Ξανακατάπιε το σάλιο του και ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του.
—Έχετε δίκιο, είπε. Με πείσατε, είναι παράλογο. Αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε. Για μας, τη μεσαία τάξη, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αρνούμεθα να δεχτούμε την εξαφάνισή μας. Προτιμούμε νάμαστε παράλογοι και να επιστρέψουμε στις μεθόδους των παππούδων μας που είναι πράγματι χονδροειδείς και δαπανηρές. Θα ξαναφέρουμε τη βιομηχανία στο στάδιο που βρισκόταν πριν από τα τραστ. Θα σπάσουμε τις μηχανές. Και σεις τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό;
—Μα δεν μπορείτε να σπάσετε τις μηχανές, απάντησε ο Έρνεστ. Δεν μπορείτε να γυρίσετε πίσω το ρεύμα της εξέλιξης. Δυο μεγάλες δυνάμεις στέκονται απέναντί σας που η κάθε μια τους είναι πιο δυνατή από τη μεσαία τάξη. Το μεγάλο κεφάλαιο, τα τραστ με μια λέξη, δε θα σας αφήσουν να γυρίσετε πίσω. Δε θέλουν την καταστροφή των μηχανών. Αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη δύναμη από τα τραστ είναι η εργασία. Δε θα σας αφήσει να καταστρέψετε τις μηχανές. Γιατί κάθε ιδιοκτησία που υπάρχει στον κόσμο, μαζί κι οι μηχανές, τη διεκδικούν δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τα τραστ απ’ τη μια μεριά και η εργασία από την άλλη. Κανένας από τους δύο αυτούς αντιπάλους δε θέλει την καταστροφή των μηχανών, μόνο θέλει την κατοχή τους. Σ’ αυτή τη μάχη δεν υπάρχει θέση για τη μεσαία τάξη. Η μεσαία τάξη είναι ένας πυγμαίος ανάμεσα σε δύο γίγαντες. Δε βλέπετε κακόμοιρη μεσαία τάξη, ότι έχετε πιαστεί ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες που έχουν αρχίσει κιόλας να σας αλέθουν;
«Σας απέδειξα με μαθηματικό τρόπο την αναπόφευχτη πτώση του καπιταλιστικού συστήματος. Όταν κάθε χώρα θα βρεθεί μ’ ένα πλεόνασμα στα χέρια που δε θα μπορεί ούτε να το καταναλώσει ούτε να το πουλήσει, το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει κάτω από την τρομερή συσσώρευση κερδών που το ίδιο θα έχει επιτύχει. Αλλά εκείνη την ημέρα δε θα γίνει καμιά καταστροφή των μηχανών. Η μάχη θα δοθεί για την απόκτηση των μηχανών. Εάν νικήσει η εργασία, ο δρόμος σας θα είναι εύκολος. Οι Ενωμένες Πολιτείες κι ολόκληρος ο κόσμος εξ άλλου θ’ αρχίσουν μια νέα και θαυμαστή εποχή. Οι μηχανές αντί να συντρίβουν τη ζωή θα την κάνουν πιο ωραία, πιο ευτυχισμένη, πιο αξιοπρεπή. Εσείς, μέλη της μεσαίας τάξης που θάχει εξαφανιστεί, χέρι χέρι με την τάξη των εργαζομένων —μόνον εργαζόμενοι θα υπάρχουν εκείνη την εποχή— θα συμμετάσχετε στή δίκαιη μοιρασιά των προϊόντων που θα παράγουν αυτές οι υπέροχες μηχανές. Και μείς όλοι μαζί, θα φτιάξουμε νέες κι ακόμα πιο υπέροχες μηχανές. Και δε θα μένει κανένα πλεόνασμα γιατί δε θα υπάρχουν κέρδη».
—Κι να υποθέσουμε ότι στή μάχη για την κατάκτηση των μηχανών κι όλου του κόσμου νικήσουν τα τραστ; ρώτησε ο κ. Κόβαλτ.
—Τότε, απάντησε ο Έρνεστ, σεις και η εργασία κι όλοι μας θα συνθλιβούμε κάτω από τη σιδερένια φτέρνα ενός δεσποτισμού τόσο αδίσταχτου και τρομερού που θα βάψει κόκκινες τις σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας όσο κανένας άλλος δεσποτισμός. Η Σιδερένια Φτέρνα(4), αυτό είναι το όνομα που ταιριάζει σ’ αυτό το φοβερό δεσποτισμό.
(1)Εδώ ο Έβερχαρντ δείχνει καθαρά την αιτία όλων των εργατικών ταραχών εκείνης της εποχής. Στη μοιρασιά του κοινού προϊόντος, το κεφάλαιο ήθελε τα περισσότερα άλλα και η εργασία προσπαθούσε να πάρει όσο το δυνατόν πιο πολλά. Η διαμάχη αυτή ήταν ανειρήνευτη. Για όσο καιρό υπήρχε το καπιταλιστικό σύστημα η εργασία και το κεφάλαιο συνέχιζαν να παλεύουν για τη μοιρασιά του κοινού προϊόντος. Το πράγμα σήμερα μας φαίνεται γελοίο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε εφτά αιώνες μπροστά απ’ αυτούς που ζήσαν τότε.
(2)Ο Θεόδωρος Ρούσβελτ, πρόεδρος των Ενωμένων Πολιτειών, μερικά χρόνια πριν απ’ αυτή την εποχή, έκανε την πάρα κάτω δήλωση: «Χρειάζεται μια πιο φιλελεύθερη και πιο εκτεταμένη αμοιβαιότητα στην αγορά και την πώληση των προϊόντων, ώστε να μπορέσουμε να διαθέσουμε κατά τρόπο ικανοποιητικό στο εξωτερικό, το πλεόνασμα της παραγωγής των Ενωμένων Πολιτειών». Φυσικά το πλεόνασμα στο οποίο αναφέρεται ήταν τα κέρδη του καπιταλιστικού συστήματος, πέρα και πάνω από το δυναμικό των καπιταλιστών να τα καταναλώσουν. Την ίδια εποχή ο γερουσιαστής Mark Hanna έλεγε: «Η ετήσια παραγωγή αγαθών στις Ενωμένες Πολιτείες είναι κατά το ένα τρίτο ανώτερη από την κατανάλωση». Επίσης ένας άλλος γερουσιαστής ο Chauncay Depew έλεγε: «Ο αμερικάνικος λαός παράγει κάθε χρόνο αγαθά αξίας δυο δισεκατομμυρίων περισσότερα απ’ αυτά που μπορεί να καταναλώσει».
(3)Καρλ Μαρξ, ο μεγάλος πνευματικός ήρωας του σοσιαλισμού, ήταν ένας Γερμανός Εβραίος που έζησε στο 19ο αιώνα, σύγχρονος του Στιούαρτ Μιλλ. Μάς φαίνεται απίστευτο ότι μετά την διατύπωση των οικονομικών του ανακαλύψεων, ο Μαρξ για πολλές γενιές χλευάστηκε από τους στοχαστές και τους λόγιους τους πλέον καθιερωμένους στον κόσμο. Εξ αιτίας των ανακαλύψεών του διώχτηκε από την πατρική γη και πέθανε εξόριστος στην Αγγλία.
(4)Είναι η πρώτη φορά, απ’ όσο γνωρίζουμε, που χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη για να υποδηλώσει την Ολιγαρχία.
Ο σοσιαλιστής Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον γεννήθηκε στο Όκλαντ του Σαν Φρανσίσκο στις 12 του Γενάρη 1876. Από πολύ μικρός θα γνωρίσει τη φτώχεια και τη σκληρή ζωή στο εργοστάσιο. Το 1897 θ’ ακολουθήσει τους χρυσοθήρες στον Καναδικό Βορρά. Εκεί, μέσα στο φοβερό κρύο και την απογοήτευση δε θ’ ανακαλύψει χρυσάφι, αλλά τη συγγραφική του φλέβα που θα τον κάνει διάσημο. Αναγνωρίστηκε σαν ο μεγαλύτερος Αμερικανός συγγραφέας των αρχών του 20ού αιώνα.
Στην αρχή της ζωής του, έκανε για να βγάλει το ψωμί του διάφορα επαγγέλματα: εφημεριδοπώλης, λιμενεργάτης, ναυτικός, χρυσοθήρας αλλά και πολεμικός ανταποκριτής στη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς στη Νότια Αφρική και του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου στα 1904. Δεχόμενος οποιαδήποτε δουλειά του τύχαινε και «αλητεύοντας» με κάθε μέσο στην αχανή έκταση των ΗΠΑ, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά τον κόσμο.
Εμπνέεται το έργο του από τις περιπλανήσεις του στο Βορρά και στις θάλασσες του Νότου, τους περιθωριακούς της αμερικάνικης ζωής, τη ζωή των εργατών και το αμερικανικό σοσιαλιστικό κίνημα. Συνδυάζοντας τις εμπειρίες του με τη μελέτη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο Λόντον στράφηκε προς το σοσιαλισμό, ενώ η απίστευτη ενέργειά του διοχετεύθηκε στη γραφή. Από το 1896 γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και προσπαθεί με το συγγραφικό του ταλέντο και τη γεμάτη πάθος συμμετοχή του στην πολιτική να βοηθήσει το αμερικανικό προλεταριάτο.
Γράφει πολλά διηγήματα, μυθιστορήματα και πολιτικά δοκίμια. Όλα του τα έργα έχουν μεγάλη απήχηση και τεράστια εμπορική επιτυχία. Μόνο στην Αγγλία έχουν πουληθεί 7 εκατομμύρια αντίτυπα της «Σιδερένιας Φτέρνας».
Στις 22 του Νοέμβρη 1916 απογοητευμένος από τον τρόπο ζωής στον οποίο τον ώθησε η αμερικανική κοινωνία, θα αυτοκτονήσει επαναλαμβάνοντας τη χειρονομία του ήρωά του, Μάρτιν Ιντεν. (Βιογραφικό από τον Ριζοσπάστη)
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback