Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι – Ο ανατόμος των ανθρώπινων ψυχών

“Κατεβαίνει ο Ντοστογιέφσκι στα κατάβαθα των κατέργων, στα σπίτια ανοχής, στα πιο φριχτά βάραθρα του βίτσιου και της κακοτυχιάς. Μας δείχνει πόσο σχετικές είναι οι ιδέες που μας διδάξανε, για την ηθική και την ανηθικότητα…”

Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε μέσα σ’ ένα άσυλο φτωχών, στις 30 Οκτωβρίου / 11 Νοεμβρίου του 1821, στη Μόσχα.

Ήταν εφτά χρονών, όταν η μητέρα του, μια φιλάσθενη γυναίκα, πέθανε. Ο πατέρας του, συνταξιούχος στρατιωτικός, ήταν ένας άνθρωπος νευρικός κι οξύθυμος, και παραπονιόταν συχνά για την φτώχεια του.

Από νωρίς Ο Φιοντόρ διάβαζε Ρακίνα, Κορνήλιο, Σαίξπηρ, Σίλλερ, Όμηρο και αγαπημένος του ήταν ο Γκόγκολ, που τον θεωρούσε δάσκαλό του και είχε άπειρη εκτίμηση στη Σάνδη.

Τα έργα του Ντοστογιέφσκι:

Μυθιστορήματα:

Φτωχόκοσμος (1846), Λευκές νύχτες (1848), Ταπεινοί και καταφρονεμένοι (1861),  Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1862), Σημειώσεις από ένα υπόγειο (1864), Έγκλημα και τιμωρία (1866), Ο παίχτης (1867), Ο ηλίθιος (1868), Οι δαιμονισμένοι (1871), Ο έφηβος (1875), Αδερφοί Καραμαζώφ (1879 – 1880)  κ.ά.

Διηγήματα:

Ο κύριος Προχάρτσιν, Ένα γλυκό κορίτσι, Το όνειρο ενός γελοίου, Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα  κ.ά.

Από μια μελέτη του Οσσίπ Λουριέ για τον Ντοστογιέφσκι, σε μετάφραση του Αδ. Δ. Παπαδήμα, που βρίσκουμε στην Παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια Γραμμάτων και Τεχνών – Οι γίγαντες του πνεύματος – εκδ. Σκάρπα, μεταξύ των άλλων, διαβάζουμε:

Ο Ντοστογιέφσκι βγαίνοντας από την στρατιωτική σχολή, στα είκοσι τρία του χρόνια, είχε μπροστά του μια σταδιοδρομία, αλλά προτίμησε να γίνει συγγραφέας.

Το πρώτο έργο του, ο “Φτωχόκοσμος” (1848) είχε μια τεράστια επιτυχία.

Ο Ντοστογιέφσκι στο Ημερολογιό του γράφει: «Το Μάη του 1845 τελείωσα τον “Φτωχόκοσμο” και δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν γνωριζόμουν με κανέναν από τους συγγραφείς εκτός απ’ τον Γρηγόρεβιτς, που έμενε μαζί με τον Νεκράσωφ. Μια μέρα μου είπε: – Ο Νεκράσωφ θα βγάλει περιοδικό, δος του τα χειρόγραφά σου… Την άλλη μέρα ο Νεκράσωφ πήγε τα χειρόγραφα στον Μπιελίνσκι. ” Ένας νέος Γκόγκολ γεννήθηκε! του είπε…Να μου φέρεις αμέσως το συγγραφέα του Φτωχόκοσμου…”.   «Νιώθω πως έζησα μια επίσημη στιγμή, σημειώνει ο Ντοστογιέφσκι, ύστερα από την επίσκεψή του στον Μπιελίνσκι, μια στιγμή που ποτέ δεν έλπιζα, που δεν την στοχαζόμουν ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου.»…

Τον Απρίλιο του 1849 η αστυνομία της Πετρούπολης έπιασε μια ομάδα από είκοσι τρεις επαναστάτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Ντοστογιέφσκι. Οι επαναστάτες συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Πετρατσέφσκι…

Η μεταβολή της ποινής (η ποινή του θανάτου μετατράπηκε σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων στη Σιβηρία), έγινε γνωστή στους κατηγορουμένους, στον τόπο όπου τους είχαν μεταφέρει για να τους εκτελέσουνε. Ο Ντοστογιέφσκι δεν έδειξε καμία χαρά. Οι τραγικές αυτές στιγμές όμως, είχαν για την υγεία του μιαν απαίσια επίδραση. Σ’ αυτές αποδίδουνε την επιληψία του, που επιδεινώθηκε με τα καταναγκαστικά έργα…

Ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα ενός από τα πρόσωπα του “Ηλίθιου”, ότι η γρηγοράδα του θανάτου, που τον νομίζει κανένας κοντινό, κάνει το θάνατο ακόμα πιο σκληρό. Βασανίζουνε έναν άνθρωπο. Το κορμί του είναι γεμάτο από  πληγές. Ο φυσικός πόνος κάνει να ξεχνάει το ηθικό μαρτύριο, τόσο, ώστε ως τη στιγμή του θανάτου του, οι πληγές του είναι γι’ αυτόν το μόνο βασανιστήριό του. Ο μεγαλύτερος πόνος του όμως, ίσως δεν προέρχεται από τις πληγές του, μα από την πεποίθηση ότι σε μία ώρα, κι ύστερα σε δέκα λεπτά, κι έπειτα σ’ ένα δευτερόλεπτο, η ψυχή μας θα πετάξει από το κορμί μας και δε θα είμαστε πια άνθρωποι. Αυτό είναι σίγουρο. Το χειρότερο λοιπόν, είναι αυτή η βεβαιότητα.

Οι “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”, είναι ένας πίνακας της ζωής, στις φυλακές της Σιβηρίας. Οι ένοικοι του “Σπιτιού των πεθαμένων” δεν είναι μια μάζα αχρωμάτιστη, μονοκόμματη, μα ένας ζωντανός οργανισμός…Τα πιο ποικίλα πρόσωπα και τα πιο παράξενα παρελαύνουν μπροστά από τον αναγνώστη.

Αν οι “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων” είναι μια αληθινή πραγματεία της εγκληματικής ψυχολογίας, θα ‘πρεπε να τιτλοφορήσουμε το “Έγκλημα και τιμωρία”, μια «πραγματεία για τη σύλληψη του εγκλήματος, μέσα στο μυαλό του ανθρώπου», αφού ο συγγραφέας, αποδείχνει αναμφισβήτητα, πως εκείνο που στην αρχή ήταν μια κακή σκέψη, ένα σκοτεινό όνειρο, ένας μικροσκοπικός σπόρος, παίρνει σάρκα και οστά και γίνεται, με τον καιρό, μια φοβερή πράξη. Είναι με άλλα λόγια, μια φαντασία που εφ’ όσον εγκαταλείπεται στις παραφορές της, στα φάσματά της, καταλήγει να προκαλέσει τα κακουργήματα…

Όλα τα ζητήματα, τα σχετικά με την ποινική ανάκριση, τα χειρίζεται ο Ντοστογιέφσκι, στο έργο του αυτό, με δεξιοτεχνία “μαιτρ” από τον οποίο δεν διαφεύγει τίποτα. Υπάρχει στο “Έγκλημα και τιμωρία”, ένας τέλειος πίνακας της εξελίξεως του εγκλήματος, από τη στιγμή που γεννιέται η ιδέα, ως τη στιγμή της αιματοχυσίας. Κι η στιγμή αυτή βάζει τέρμα στη μοιραία ανέλιξη της ιδέας του εγκλήματος. Η δυνατή περιγραφή κι η επιστημονική ακρίβεια των τεσσάρων διαδοχικών σταθμών του εγκλήματος του Ρασκόλνικωφ, είναι πραγματικά εξαιρετική. Και βλέπουμε: 1) την ιδέα του εγκλήματος, που ξεπηδάει μέσα από το μυαλό,  2) τη σκέψη, που επακολουθεί και που χρησιμεύει στο να ωριμάσει το σχέδιο του κακουργήματος,  3) την εγκληματική πράξη,  4) την αντίδραση ενάντια στο έγκλημα, που έχει γίνει πια.

Η ιδέα του εγκλήματος δεν αναπτύσσεται «εφ’ εαυτής», δεν ακολουθεί μια λογική εξέλιξη, μα βρίσκει έδαφος προπαρασκευασμένο από τη ζωή , από το περιβάλλον, από την κοινωνική κατάσταση.

Ο ήρωας του “Εγκλήματος και τιμωρίας”, ο Ρασκόλνικωφ, είναι είναι παλιός φοιτητής. Η κακομοιριά τον ανάγκασε ν’ αφήσει το Πανεπιστήμιο. Βρίσκεται μόνος στην Πετρούπολη…

Ο Ρασκόλνικωφ έχει χαρακτήρα δύστροπο, αγέρωχο, υποχοντρικό, μα στο βάθος είναι καλός και γενναιόψυχος. Σε μερικές στιγμές η ψυχική του βαρυθυμιά φτάνει ως τα άκρα…

Η ιδέα της γριάς τοκογλύφισσας του ξανάρχεται στο νου…

Παρ’ όλ’ αυτά, διστάζει να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Κι όσο περνάει ο καιρός, γίνεται και πιο λιγόπιστος μπροστά στις αποφάσεις του. Κι όμως η μοιραία στιγμή φτάνει. Όταν ο Ρασκόλνικωφ πάσχιζε να κρίνει την κατάσταση του, φανταζόνταν πως θα τρόμαζε μπροστά στο έγκλημα. Τώρα όμως δεν φοβάται καθόλου. Περίεργες σκέψεις τον απασχολούνε, για την “επιχείρησή” του. Έτσι είναι αναμφίβολα οι άνθρωποι που οδηγούνται στο μαρτύριο». Η σκέψη τους σταματάει σ’ όλα τα αντικείμενα που βλέπουμε στο δρόμο τους. Η ιδέα αυτή του ‘ρχεται στο νου. Μα βιάζεται να τη διώξει. Ωστόσο, ζηγώνει στο έγκλημα. Να, το σπίτι. Να, η μεγάλη πόρτα. Να, η σκάλα. Να, η πόρτα της Άννας Ιβάνοβνα, της τοκογλύφισσας.

Ο Ρασκόλνικωφ πνίγεται. Διστάζει για μια στιγμή. «Δαν θα ‘κανα καλύτερα να φύγω;» Μα, χωρίς να δώσει καμιά απάντηση στον εαυτό του, αφουγκράζεται, πιάνει τον μπαλτά, που έχει μαζί του. «Δεν είμαι καθόλου χλωμός; Μήπως φαίνομαι ταραγμένος;» Οι παλμοί της καρδιάς του γίνονται πιο δυνατοί. Μα δε λιποψυχεί. Δεν μπορεί να κρατηθεί περισσότερο κι απλώνοντας αργά το χέρι του προς το κορδόνι του κουδουνιού, το τραβάει…

Έχει μαζί του κάτι για ενέχυρο.

– Τι χλωμός που είστε! του λέει η Άννα Ιβάνοβνα. Τα χέρια σας τρέμουμε. Είστε άρρωστος;

– Έχω πυρετό, της αποκρίνεται με μιαν απότομη φωνή. Πώς να μην είναι κανένας χλωμός, όταν δεν έχει τίποτα να φάει; Πρόσθεσε χωρίς κόπο. Και σηκώνοντας τον μπαλτά, σκοτώνει τη δύστυχη γριά. Η αδελφή της η Ελισάβετ παρουσιάζεται αναπάντεχα μπροστά του, τη στιγμή του εγκλήματος. Τη σκοτώνει κι αυτή. Κι ο Ρασκόλνικωφ αρχίζει να γεμίζει τις τσέπες του με ό,τι βρίσκει…

Δύο μέρες αργότερα, ζει μέσα σε πυρετό, σ’ ένα ντελίριο. Βγαίνει από το δωμάτιό του. Πασχίζει να ξεφορτωθεί από τα κλεμμένα αντικείμενα, θέλει να τα ρίξει στο Νιέβα, ως που αποφασίζει να τα κρύψει κάτω από μια χοντρή πέτρα, σ’ ένα απομονωμένο μέρος. Μα ξαφνικά στέκεται άβουλος…

Ο Ρασκόλνικωφ δεν ξέρει τι έκλεψε. Δεν κράτησε τίποτα…

Όταν γίνεται καλά, νιώθει ξανά την ανάγκη να εκμυστηρευτεί σε κάποιον. Απευθύνεται στη Σόνια, μια δυστυχισμένη, που γίνεται πόρνη για να θρέψει τα παιδιά μιας άρρωστης. Εκμυστηρεύεται σ’ αυτήν…

Η σκηνή αυτή έχει ένα απερίγραπτο μεγαλείο. Έπειτα από την εξομολόγηση, ο Ρασκόλνικωφ πηγαινοέρχεται μέσα στην κάμαρα της Σόνιας, πάνω κάτω και μιλεί χωρίς να τη βλέπει. Στο τέλος πάει κοντά της. Τα μάτια του λάμπουνε. Τα χείλια του τρέμουμε. Βάζοντας τα χέρια του στους ώμους της, της ρίχνει ένα φλογερό βλέμμα στο πρόσωπό της, που το υγραίνουν τα δάκρυα…Και ξαφνικά, πέφτει μπροστά της και φιλεί το πόδι της νέας. Εκείνη οπισθοχωρεί τρομαγμένη, σα να βρίσκεται μπροστά σ’ έναν τρελό. Εξ άλλου, η φυσιογνωμία του Ρασκόλνικωφ τη στιγμή εκείνη, μοιάζει με φυσιογνωμία τρελού.

– Τι κάνετε. Μπροστά μου!…τραυλίζει η Σόνια χλωμιάζοντας.

Η καρδιά της σφίγγεται.

Ο Ρασκόλνικωφ σηκώνεται.

– Δε γονάτισα μπροστά σου, της αποκρίνεται. Γονάτισα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Τι να κάνω; Λέγε μου…

– Πήγαινε αμέσως, τώρα, στο πιο κοντινό τρίστρατο, γονάτισε και φίλησε τη γη που μίανες. Ύστερα να γείρεις σε κάθε γωνιά, φωνάζοντας σ’ όλους “Σκότωσα!”.

– Όχι δεν θα πάω! Αυτοί πνιγούνε εκατομμύρια ανθρώπους και ποζάρουνε για ενάρετοι. Είναι κατεργάρηδες και άναντροι, Σόνια!…Εγκλημάτισα; Τι έγκλημα έκανα; Σκότωσα ένα φαρμακερό παράσιτο, μια τοκογλύφισσα, που ρούφαγε το αίμα των φτωχών; Μα ένα τέτοιο έγκλημα θα ‘πρεπε να τύχει της επιείκειας, για σαράντα παραπτώματα!

Ο Ρασκόλνικωφ πάει στην Αγορά, όπου είναι πολύς κόσμος. Μια ανείπωτη τρυφερότητα τον κυριεύει. Τα μάτια του γεμίζουνε δάκρυα. Γονατίζει καταμεσής στην πλατεία, σκύβει και φιλεί το λασπωμένο χώμα. Μα τα λόγια: “Σκότωσα” σβήνουνε στα χείλη του.

Στο τέλος παραδίνεται στην αστυνομία. Η Σόνια τον υποχρεώνει να ομολογήσει το έγκλημά του. Τον καταδικάζουν σε καταναγκαστικά έργα. Η Σόνια τον συνοδεύει στη Σιβηρία.

Ο  Ντοστογιέφσκι μας αφήνει την ελπίδα, για ένα ηθικό ξαναγέννημα του Ρασκόλνικωφ, ξαναγέννημα γι’ αγάπη της Σόνιας.

Αγαπούσε ο Ντοστογιέφσκι πολύ τα παιδιά. Ο Μνίτσκιν (“Ηλίθιος”), λέει λόγια αληθινά και σοφά για τα παιδιά: «Εκείνο που μου ‘κανε πάντα έκπληξη, είναι η ψεύτικη ιδέα που έχουνε οι μεγάλοι για τα παιδιά τους. Δεν πρέπει να κρύβουμε τίποτα από τα παιδιά, με το πρόσχημα ότι είναι μικρά και στην ηλικία τους πρέπει να μην ξέρουν μερικά πράγματα. Τι θλιβερή κι άτυχη αντίληψη! Κι όταν τα παιδιά βλέπουνε πως οι γονείς τους τα παίρνουνε για μπεμπέδες, που δεν καταλαβαίνουνε τίποτα, τότε τα καταλαβαίνουνε όλα! Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν πως στην πιο δύσκολη υπόθεση, ένα παιδί μπορεί να δώσει μια πολύ σοβαρή συμβουλή. Όταν το όμορφο αυτό πουλάκι στηλώνει σε σας το χαρούμενο και γεμάτο εμπιστοσύνη βλέμμα του, ντρέπεστε να το γελάσετε!…»

Στους “Αδελφούς Καραμαζώφ”, ο Ντοστογιέφσκι επιχειρεί να ζωντανέψει τέσσερις κύριους τύπους, της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του. Η οικογένεια Καραμαζώφ είναι εκφυλισμένη. Ο πατέρας είναι ένας αρχοντίσκος, που η κατάργηση της δουλείας, έβγαλε έξω από τις συνήθειές του και γι’ αυτό ζητάει να ξαναβρεί, κολακεύοντας τη νέα κοινωνία, τα μέσα για ν’ αποκτήσει πλούτη και να περνάει την εύκολη ζωή, που έκανε πρώτα. Ο μεγάλος του γιος του είναι στρατιωτικός, γενναίος στο πεδίο της μάχης, μα αδύναμος ν’ αντισταθεί στην ιδιωτική ζωή του, σε μια σκαιή πράξη, που είναι χρήσιμη. Ο δεύτερος γιος του, πιο μορφωμένος, πιο έξυπνος, είναι ένας σκεπτικιστής. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Κι ο τρίτος, ένας μυστικιστής, που πιστεύει σ’ όλες τις ουτοπίες…

Ο  Ντοστογιέφσκι πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1881, σε ηλικία 60 χρόνων.

Ο Τολστόι απ’ αφορμή του θανάτου του Ντοστογιέφσκι, έγραψε στον Στράσωφ: «Ποτέ δεν είδα τον άνθρωπο αυτόν. Ποτέ δεν είχα στενές σχέσεις μαζί του. Μα τώρα, που πέθανε, βλέπω ότι απ’ όλους τους ανθρώπους, μου ήταν ο πιο αγαπημένος, ο πιο δικός μου, ο πιο απαραίτητος. Ποτέ δε θα τολμήσω να παραβάλω τον εαυτό μου με τον Ντοστογιέφσκι. Γι’ αυτό θαυμάζω όλα όσα έκανε και τροφοδοτούμαι από τα έργα του…»

Τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, εκφράζουμε όλα τα ευγενικά αισθήματα της αλληλεγγύης. Τι ειλικρινής ανταμοιβή, για τον καθένα που είναι ταπεινωμένος, για τον καθένα που υποφέρει, τι τόνωση της εσωτερικής δυνάμεως των καταπιεζομένων!

Κατεβαίνει ο Ντοστογιέφσκι στα κατάβαθα των κατέργων, στα σπίτια ανοχής, στα πιο φριχτά βάραθρα του βίτσιου και της κακοτυχιάς. Μας δείχνει πόσο σχετικές είναι οι ιδέες που μας διδάξανε, για την ηθική και την ανηθικότητα…

Όλες οι σελίδες του Ντοστογιέφσκι πάλλονται από τρυφερότητα, τρυφερότητα που δεν προέρχεται από ελεημοσύνη – μια ελεημοσύνη που εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια – μ’ από αληθινή, από μιαν απέραντη αγάπη…

Ο Ντοστογιέφσκι, λεπτός ψυχολόγος, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις πραγματικότητες της εξωτερικής ζωής. Ψαχουλεύει την ανθρώπινη ψυχή, πασχίζοντας πρώτα-πρώτα ν’ ανακαλύψει τα ψυχολογικά κίνητρα, που παραμορφώνουνε την ψυχή και μέσα σ’ αυτήν την τρομακτική αναζήτηση, η σμίλη του δεν αφήνει έξω ούτε τις πιο μυστικές πτυχές της ανθρώπινης καρδιάς.

Κι όσο ψάχνει στα εσώτερα βάθη, ο Ντοστογιέφσκι, ανακαλύπτει εκεί σκέψεις κι αισθήματα, που προκαλούνε ρίγος και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι ανθρώπινα.

Κανένας, περισσότερο από τον Ντοστογιέφσκι, κανένας σκυθρωπός ζωγράφος της κοινωνικής οδύνης, δεν είδε τον κόσμο, σαν ένα πεδίο ανταγωνισμού, για τις δύο κυριότερες αντιφάσεις, που παλεύουν, για να ξεπεράσει η μία την άλλη: το Καλό και το Κακό.

Στρατής Γαλιάτσος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: