Φώτης Κόντογλου, «Ο καπετάν – Ρόγκος»
Ο Φώτης Κόντογλου (γεννήθηκε στις 8 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Ιούλη 1965) υπήρξε από τους κορυφαίους ζωγράφους της χώρας μας και σημαντικός πνευματικός δημιουργός του 20ου αιώνα.
Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτης Αποστολλέλης – γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, στις 8 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 13 του Ιούλη 1965) υπήρξε από τους κορυφαίους ζωγράφους της χώρας μας και σημαντικός πνευματικός δημιουργός του 20ου αιώνα. Πολυταξιδεμένος, σπούδασε ζωγραφική και αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία συγγράφοντας πολλά βιβλία.
«Ο Φώτης Κόντογλου» γράφει η Έλλη Αλεξίου, «ανήκει σε κείνη την προνομιούχα κατηγορία των δημιουργών, που κανένας κριτικός δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τα πλούσια ταλέντα του. Κι όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν τα ταλέντα του, αλλά πολλοί υπάρχουν θαυμαστές του, που ερίζουν μεταξύ τους υποστηρίζοντας άλλοι πως στον Κόντογλου υπερέχει ο συγγραφέας και άλλοι πως στον Κόντογλου υπερέχει ο ζωγράφος. Η τέτοια διχογνωμία τι αποδεικνύει; Πως ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε και δυνατός συγγραφέας και δυνατός ζωγράφος.
Παιδί του Αϊβαλιού, αναθράφηκε και ωρίμασε σε χώρους που απάνω τους δέσποζε ο Τούρκος δυνάστης. Ίσως η συναίσθηση μιας ελληνικής συνείδησης, καταπιεσμένης από αλλόθρησκο και αλλόφυλο εξουσιαστή, συντέλεσε στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του σε φανατικό θρησκευόμενο και σε ζωγράφο – αγιογράφο. Ενώ το πατρικό του κτήμα της Αγίας Παρασκευής, με το ομώνυμο εξωκλήσι, σ’ ένα ξεμοναχεμένο νησάκι ανάμεσα στα Μοσχονήσια, τον εξοικείωσε στη μοναχική ζωή μέσα στη φύση κι ιδιαίτερα στη θάλασσα, μέσα σε αέρηδες να φυσομανούν, σε κύματα αναστατωμένα, πλεούμενα και αφρούς. Διαμορφώθηκε έτσι ο Κόντογλου σε τύπο εξωκοινωνικό, που η ζωή των πόλεων με τα κοινωνικά και πολιτικά της ενδιαφέροντα τον άφηνε σχεδόν αδιάφορο…» (Έλλη Αλεξίου, Έλληνες λογοτέχνες, Δοκίμια Ι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1982)
Η ιστορία που παρουσιάζουμε προέρχεται από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» (Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1991, 6η έκδοση).
***
Θυμήθηκα έναν ασυνήθιστο άνθρωπο, από κείνους που λείψανε σήμερα, και που ήτανε ανάριοι και στον καιρό που ζήσανε. Ήτανε απλοί κι αγράμματοι ανθρώποι, ταπεινοί κι απερηφάνευτοι, μα είχανε απάνω τους πολλή μεγαλοπρέπεια και κάποιο βάρος, δείχνοντας πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα σοβαρό και σεβάσμιο, κι όχι όπως είναι τώρα που ρεζιλεύτηκε και κατάντησε ξεπεσμένο, μ’ όλες τις τυμπανοκρουσίες και τις ζόρικες πόζες που παίρνει. Οι τωρινοί άνθρωποι θαρρείς πως ό,τι κάνουνε, το κάνουνε για να τους βλέπουν οι άλλοι, ενώ οι ανθρώποι εκείνου του καιρού ήτανε αληθινοί, ζωντανοί κι απροσποίητοι.
Ένας από κείνους τους αληθινούς και βαρειούς ανθρώπους ήτανε κι αυτός που θυμήθηκα σήμερα. Τον λέγανε καπετάν – Ρόγκο, κ’ ήτανε μιαν ανθρωπάρα ίσαμε κει πάνω, με πλάτες φαρδειές σαν δυό σημερινοί ανθρώποι, μ’ ένα κεφάλι ίδιο κάστρο, μ’ ένα πρόσωπο έμορφο κι αρχοντικό, σοβαρό κι αντρίκειο, μα που είχε απάνω του μιαν έκφραση ταπεινή και γλυκειά, σαν το ήμερο λιοντάρι. Τα μουστάκια του ήταν έμορφα και ταπεινά. Τα ποδάρια του στεκόντανε στερεά σαν τους πάλους που δένουνε τα καράβια στα μουράγια. Φορούσε μαύρα ρούχα και σκούρο πουκάμισο, κουμπωμένο σεμνά στο λαιμό του. Απάνω φορούσε μια ναυτική πατατούκα, και κάτω πανταλόνια στρογγυλά, δίχως τσάκιση. Στα ποδάρια του φορούσε ποδήματα, μέσ’ από το πανταλόνι. Στην όψη είχε ένα κουρσάρικο σκέδιο.
Ήτανε γέρος ως εβδομήντα χρονών, μα το κορμί του στεκότανε ίσιο. Εγώ ήμουνα τότε ως τεσσάρω – πέντε χρονών, αλλά με σήκωνε από μωρό και με κουνούσε. Τον θυμάμαι όμως και τότε που έγινα έξι – εφτά χρονών. Μ’ όλο που ήτανε γερός σαν θαλασσόβραχος, ωστόσο έσερνε τα ποδάρια του, γιατί είχε ποδάγρα. Παρακάτω θα σας πω πώς παραλύσανε τα ποδάρια του.
Ήτανε πολύ αξιαγάπητος άνθρωπος. Όλοι τον αγαπούσανε τον καπετάν – Ρόγκο, τον αγαπούσανε και τον σεβόντανε, σαν να’ τανε κανένας δεσπότης ή κανένας άρχοντας. Αν και το παρουσιαστικό του κορμιού του τον έδειχνε ίδιο θηρίο, γεμάτο δύναμη, ωστόσο η ψυχή του ήτανε καλοκάγαθη, ήμερη και ταπεινή. Ολοένα χαμογελούσε. Τα μάτια του ήτανε γεμάτα καλωσύνη, έμορφα μάτια και ζωηρά, μ’ όλα τα γερατειά του. Τα μάγουλά του ήτανε ροδοκόκκινα, ίδια μήλα. Σαν μιλούσε, από το στόμα του έσταζε μέλι, όπως λέγει ο γερο – Όμηρος για τον Μέντορα. Δεν πιστεύω άνθρωπος να είχε τόση γλυκύτητα στην ομιλία του, όση είχε ο καπετάν – Ρόγκος, μ’ όλο που τα λόγια του ήτανε μετρημένα. Σαν μαγνήτης τραβούσε κοντά του μικρούς και μεγάλους. Τι μεγάλη χάρη έχουνε κάποιοι βλογημένοι άνθρωποι στον κόσμο! Και τι εξουσία παίρνουνε απάνω στους άλλους με την καλωσύνη τους! Τόσο αθώος ήτανε ο καπετάν – Ρόγκος, που μπορούσε να τον χτυπά ένα παιδάκι στο πρόσωπο με μια πέτρα, κ’ εκείνος να χαμογελά και να το χαϊδεύει. Τι μαρτύρια τράβηξε από μένα! Τον χτυπούσα, τον τσιμπούσα, του τραβούσα τα μουστάκια, τ’ αυτιά, τα φρύδια, κ’ εκείνος όλο πιο γλυκά χαμογελούσε.
Από γεννησιμιό του ήτανε θαλασσινός. Θαλασσινός από θαλασσινούς, από πάππο – προπάππο, από πατέρα κι από μάννα. Από μικρός ήτανε τόσο χεροδύναμος, που, μια μέρα, ένας Τούρκος αξιωματικός του’ δωσε τ’ άλογό του να το ξεϊδρώσει, και σε μια στιγμή πήγε να το φοβερίξει με το χέρι του, επειδής ήτανε άγριο, και κατά λάθος το σκότωσε! Ύστερα, σαν παλληκάρεψε, έγινε αληθινά αντρειωμένος. Είχε φιλία με τον Παναγή τον Κουταλιανό, που πήγαινε συχνά στ’ Αϊβαλί, γιατί οι Αϊβαλιώτες ήτανε παλληκάρια και πατριώτες. Όποτε θέλανε να ρίξουνε στο γιαλό καμμιά μεγάλη βάρκα, φωνάζανε τον Ρόγκο να βάλει ένα χέρι. Κι αυτός τους παραμέριζε κ’ έβαζε την πλάτη του, και με μιας γλιστρούσε η βάρκα σαν σαγίτα απάνω στα φαλάγγια. Και κείνος γινότανε κατακόκκινος από την ντροπή του, που τον θαυμάζανε.
Ο καπετάν – Ρόγκος ήτανε και πολύ θρήσκος. Όποτε βρισκότανε στη στεριά, δεν έλειπε από την εκκλησιά. Την αγαπούσε πολύ. Δεν άφηνε λειτουργία, παράκληση, αγιασμό, ευχέλαιο, μνημόσυνο. Σαν έγινε καπετάνιος, έκανε πολλές δωρεές στις εκκλησιές και στα ορφανά. Γι’ αυτό του είχανε ιδιαίτερο στασίδι κοντά στο δεσποτικό πιο φαρδύ και πιο ψηλό από τ’ άλλα.
Είχε μια μπομπάρδα δική του, από τα πιο έμορφα και τα πιο θαλασσομάχα καράβια τ’ Αϊβαλιού. Η μπομπάρδα ήτανε ένα σκαρί με φαρδιά κοιλιά και με τάκο στην πρύμη, αρματωμένο με δυό άλμπουρα, το’ να με σταύρωσες και τ’ άλλο με λατίνι και με ράντα. Το μπαστούνι της ήτανε πιο μακρύ παρά στα καραβόσκαρα, κ’ είχε στάντζο, φλόκο και κόντρα – φλόκο. Αυτά τα γράφω για τους θαλασσινούς και για όσους είναι μερακλήδες σ’ αυτά τα πράγματα.
Ταξίδευε χρόνια στη μαύρη Θάλασσα, και τον ξέρανε όλοι, στη Βλαχιά, στο Ταϊγάνι, στην Πόλη και στα Μπουγάζια.
Υστερώτερα πούλησε τη μπομπάρδα, κι αρμάτωσε ένα τσούρμο σφουγγαράδικα με βουτηχτάδες. Τότες ήτανε ως πενηνταπέντε χρονών. Οι περισσότεροι ανθρώποι του ήτανε Μοσκονησιώτες. Ψάχνανε να βρούνε βουλιαγμένα καράβια και παπόρια, και τριγυρίζανε σ’ όλη την Άσπρη Θάλασσα. Ανάμεσα στ’ άλλα είχανε βρει ένα καράβι ολλαντέζικο, που είχε βουλιάξει ανοιχτά από τις Παλιές Φώκιες, κ’ ένα άλλο πιο μεγάλο, γιαπωνέζικο, που είχε τσακιστεί απάνω σε μια ξέρα κοντά στο Μόλυβο, σ’ ένα μέρος λεγόμενο Εφταλού. Απ’ αυτά βγάλανε κάμποσο κέρδος.
Ο καπετάν – Ρόγκος είχε ακουστά πως στον κόρφο του Τσεσμέ είχε βουλιάξει, προ εκατό χρόνια, η ρούσικη καπιτάνα του Ορλώφ, στα 1774, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Πήγε λοιπόν σε κείνο το μέρος, κ’ ύστερ’ από πολλά βάσανα έπεσε απάνω στα ρούσικα καράβια, που τα’ χανε κάνει φωλιές τα σκυλόψαρα. Ηύρανε μέσα αρίφνητον θησαυρό, τι κάσες γεμάτες λίρες και πεντόλιρα, τι κονίσματα μαλαματένια, τι σαμοβάρια, τι πιάτα και μαχαιροπίρουνα και σκάρες ασημένιες! η κυβέρνηση δεν ήξερε τίποτα, γιατί δουλεύανε τη νύχτα. Όσα βρίσκανε, τα κρύβανε σε μια κρυψώνα.
Μα ένας από τους σύντροφους μάλωσε με τους άλλους, και πήγε, ο παλιάνθρωπος, και τους πρόδωσε. Οι Τούρκοι τούς πιάσανε και τους βάλανε στη φυλακή. Τους δικάσανε και τους ρίξανε στα μπουντρούμια επιζωΐτες. Τον καπετάν – Ρόγκο τον ρίξανε σε μια τρύπα όσο που χωρούσε, στο Μπουντρούμι, όπως λένε οι Τούρκοι την αρχαία Αλικαρνασσό. Τον είχανε με αλυσίδες στα χέρια και στα ποδάρια, και μέσα στο μπουντρούμι στεκότανε όρθιος, μέρα – νύχτα, με τα ποδάρια του, μέσα στο νερό της θάλασσας, που μπαινόβγαινε από κάτω.
Όλοι οι άλλοι πεθάνανε. Μοναχά ο Ρόγκος βάσταξε ζωντανός πέντε χρόνια· κ’ οι Τούρκοι, βλέποντας την αντρεία του, κάνανε ριτζά στον σουλτάνο, κ’ έφταξε φιρμάνι να τον βγάλουνε από το μπουντρούμι. Από τότε παραλύσανε τα ποδάρια του και τα’ σερνε.
Αυτός ήταν ο καπετάν – Ρόγκος.
Σαν γύρισε στην πατρίδα του, αποτραβήχτηκε στο πατρογονικό νησάκι που ζούσανε οι δικοί του, και τόσο μ’ αγαπούσε από βυζανιάρικο, που δεν μ’ άφηνε από τα χέρια του. Με νανούριζε, κ’ υστερώτερα με τάγιζε, μ’ έπλενε, με κουνούσε στην κούνια, μου’ κανε στράτα – στρατέλα.
Σαν μεγάλωσα λίγο, με σήκωνε στον ώμο του, με βουτούσε στη θάλασσα, με τάγιζε θαλασσινά, Μου σκάρωνε καραβάκια, λογιών – λογιών σκαριά, τ’ αρμάτωνε με διάφορες αρματωσιές, μπρατσέρες, τσερνίκια, λόβερα, μπομπάρδες, μπρίκια, γολέτες, γολετόμπρικα κι άλλα, και μου εξηγούσε πώς γινότανε οι μανούβρες. Εμένα μ’ έλεγε Μεγ’ – Αλέξαντρο, αρχισιτοποιό, Μαστροχάουζα κι άλλα.
Αυτό στάθηκε το πρώτο σκολειό μου. Υστερώτερα έμαθα τα καράβια στ’ αληθινά, μ’ άλλους γεμιτζήδες.
Ε, μωρέ καπετάν – Ρόγκο, αθάνατε! Πώς πέθανες! Πώς σε χώρεσε η γης!
Ακόμα και τον καιρό που έγινα παλληκαράκι, ο κόσμος τον θυμότανε, κι όλοι λέγανε από την καρδιά τους: «Θεός σχωρέσ’ τον! Αγίασμα να βγάλουνε τα κόκκαλά του!»
Θυμάμαι ακόμα πως λέγανε κ’ ένα τραγούδι, σαν κουρσάρικο, τραγουδώντας τον Ρόγκο με τα παλληκάρια του, που βρήκανε την καπιτάνα του Ορλώφ. Το τραγούδι εξιστορούσε τον θησαυρό που βρήκανε, κ’ έλεγε για τις μονέδες που είχανε βγάλει από την καπιτάνα:
… και σφάντζικες και τρούπιες!
Εικόνα: Φώτη Κόντογλου, Αϊβαλιώτες θαλασσινοί, παλικάρια