Για κείνους που έφυγαν νωρίς
Όλοι είναι εδώ, σε μιαν ατμόσφαιρα ξέχειλη από ευχές, από παρακλήσεις και από ευλογίες, μα εμένα μου έρχονται δάκρυα καυτά στα μάτια γιατί εσύ λείπεις σύντροφε κι αυτή η μακρόχρονη απουσία σου με πονά!
Με γνήσια θλίψη αναπολώ σύντροφε τις κορυφαίες στιγμές της νιότης μας. Τότε που στρώναμε το φτωχικό μας τραπέζι στην κοινή αυλή κάτω από το γέρικο πεύκο, τότε που τσουγκρίζαμε δυνατά τα ποτήρια μας με το ολόξανθο γλυκό κρασί, τότε που υμνούσαμε τη ζωή με ακαλλώπιστες λέξεις και με λιτά τραγούδια, τότε που απλώναμε γιομάτοι οίστρο και αισιοδοξία τα χέρια μας για ν’ αγκαλιάσουμε σφιχτά τα ηλιόλουστα καλοκαίρια της ζωής μας, την ευδία του γλαυκού ουρανού μας που φάνταζε σαν ένα ανεξίκακο κι ανεξάντλητο πέλαγο…
Τώρα που άσπρισαν τα μαλλιά μου κι έσκαψαν ανελέητα οι ρυτίδες το πρόσωπό μου έχω παιδιά κι εγγόνια σύντροφε κι έχω πολλή χαρά και πολλή θλίψη μέσα μου. Στον κήπο μου ακόμα τραγουδούν τα πουλιά της άνοιξης μα για τους άλλους κι όχι για μας που κλείνουμε τον κύκλο του βίου μας…
Έλα σύντροφε να ιδείς πόσο άλλαξαν οι καιροί, πόσο μεγάλωσε ο κόσμος! Έλα να σε φιλέψω τώρα που περισσεύει το ψωμί και το φαγί στο τραπέζι μου, έλα να πιούμε από το ίδιο ποτήρι όπως αργοπίναμε τότε που ήμασταν παιδιά!
Πόσο θα ήθελα να ξαναγεννηθείς στο βλέμμα μου τούτη την άνοιξη που ίσως και να ‘ναι για μένα η τελευταία…
Όλο το χρυσάφι του σύμπαντος χύνεται σπάταλα πάνω στο ζεστό το χώμα της γεννήτρας γης. Η πολιτεία πάντα λουσμένη στο ασημένιο ηλιόφωτο, οι κήποι πλημμυρισμένοι από τις ευωδιές της τριανταφυλλιάς και του ολόλευκου γιασεμιού, μα ένα γαλάζιο σύννεφο μου διαμηνύει αγνοώντας προκλητικά τούτη τη χαρμόσυνη γιορτή των χερουβείμ που καλά κρατεί.
Η βραδινή τάβλα με το χρυσοκέντητο τραπεζομάντιλο για μια ακόμα φορά στρωμένη, πλαισιωμένη από τα πατροπαράδοτα πορσελάνινα σερβίτσια. Ήρθαν νωρίς τα παιδιά με τα δώρα της γιορτής, ήρθαν και τα εγγόνια κι έτσι δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο: ‘’Χρόνια Πολλά, παππού!’’
Όλοι είναι εδώ, σε μιαν ατμόσφαιρα ξέχειλη από ευχές, από παρακλήσεις και από ευλογίες, μα εμένα μου έρχονται δάκρυα καυτά στα μάτια γιατί εσύ λείπεις σύντροφε κι αυτή η μακρόχρονη απουσία σου με πονά!
Όμως, όσο θα ζω κι όσο θα αφουγκράζομαι τους κτύπους της αποσταμένης μου καρδιάς θα σε αναλογίζομαι μ’ ένα συναίσθημα πολύ ισχυρό και θα σε καλώ.
Γιατί τώρα πλέον ακούω καθαρά τη φωνή του αρχάγγελου που με κλητεύει να κάνω την υπέρβαση. Για να λυτρωθώ κι εγώ από τα βάσανα κι από τις αγωνίες τούτης της άδικης κι αβάσταχτης ζωής, για να σμίξω επιτέλους με την αιώνια γαλήνη, με το αμετρίαστο ειρήνεμα που κρατά ζωντανά κι αναλλοίωτα τα χρώματα κάθε ενάρετης ψυχής, μακριά, πολύ μακριά από τα εφήμερα είδωλα του απάνω κόσμου.
Γύρνα πάλι πίσω στη γήινη πατρίδα των ανθρώπων σύντροφε να με οδηγήσεις με ασφάλεια στην αντίπερα όχθη κι εκεί μπροστά στις βαριές πύλες του παραδείσου να αποχαιρετίσουμε αντάμα τον έκρυθμο ενθουσιασμό της αγιασμένης πλάσης κρατώντας ευλαβικά στα αβρά χέρια μας τις όσιες προσδοκίες, τις μάταιες ελπίδες, τα απατηλά αλλά εξαίσια όνειρα της γης!