Το Γούπατο – Δημήτρης Χριστοδούλου
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ωμό, σκληρό, ίσως αντιηρωικό, αλλά αποκαλυπτικό των ψυχικών συγκρούσεων που προκαλεί η δύναμη των βασανιστηρίων στο ανθρώπινο σώμα και στο νου όταν αυτά γίνονται έρμαια του πόνου και των ανεξέλεγκτων φυσικών αναγκών.
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου είναι πολύ γνωστός από τα μελοποιημένα ποιήματά του. Το έργο του όμως υπήρξε πολύμορφο, ποίηση, πεζογραφία, θέατρο.
Το 1976 κυκλοφόρησε Το Γούπατο, το οποίο επανακυκλοφόρησε από το Μετρονόμο το 2012.
Μυθιστόρημα ρεαλιστικό και συγχρόνως στοχαστικό. Η ιστορία του αρχίζει σε κάποια φτωχοσυνοικία, το Γούπατο, στα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας και του πολέμου, συνεχίζεται στο Λόφο, άλλη συνοικία, στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης για να περάσει από το στρατόπεδο Ελ Ντάμπα και να τελειώσει στη μεταπολεμική Αθήνα.
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Δημήτρης Χριστοδούλου στα μυθιστορήματα του δημιουργεί ένα νέο είδος ρεαλισμού όπου ο συγγραφέας και ο αναγνώστης επικοινωνούν άμεσα. Η γραφή του βιωματική και αυτοβιογραφική σε πολλά σημεία με φόντο το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν.
Άνθρωποι και άνθρωποι γύρω από τον βασικό ήρωα τον Βενιαμίν. Μικρό παιδί στα χρόνια του πολέμου και έφηβος στην Κατοχή, συμμετέχει στην Αντίσταση, στο ΕΑΜ. Σκέψεις και προβληματισμοί μπροστά σε όλα αυτά που βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά του – γνωστά και άγνωστα – τον διαμορφώνουν σταδιακά και τον οδηγούν να δράσει πληρώνοντας το βαρύ τίμημα μαζί με τόσους άλλους.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ωμό, σκληρό, ίσως αντιηρωικό, αλλά αποκαλυπτικό των ψυχικών συγκρούσεων που προκαλεί η δύναμη των βασανιστηρίων στο ανθρώπινο σώμα και στο νου όταν αυτά γίνονται έρμαια του πόνου και των ανεξέλεγκτων φυσικών αναγκών.
Τον Βενιαμίν τον πιάσανε την ώρα που έπαιρνε οδηγίες για την παράδοση του υλικού των Ιταλών.
Έχει φάει το τρίτο ξύλο στο υπόγειο των ειδικών υπηρεσιών του κατακτητή και των συνεργατών και δεν είχε πει τίποτα. Την τρίτη μέρα σταμάτησε το ξύλο ξαφνικά.
Είναι λιώμα! Δεν είναι σε θέση ούτε καν να «τα πει»! Είναι τόσο το ξύλο που ’χει φάει και δεν ξέρει από πόσους, που είναι σαν να πέρασε από τον κατακλυσμό. Τέτοια ομαδική μανία έχουν μόνο τα στοιχεία της φύσης. Κάπου, σ’ έναν άγνωστο χώρο, πηγάζει η λύσσα τόσων χεριών, για να βασανίσουν ένα πρόσωπο! Το σπάσιμο της θέλησης! Η μανία! Το μίσος! Εκείνο το κύμα του πανικού ξαφνικά για τον επερχόμενο θάνατο που λύνει τους μυς του σώματος και παραλύει τα νευρικά κέντρα! Και ξαφνικά νιώθει πως χέστηκε! Το σώβρακό του, το παντελόνι του, τα μπαντζάκια του, είναι γεμάτα σκατά· βρομάει ολόκληρος σκατίλα και διαπιστώνει πως το μεθάνιο που εκπέμπουν τινάζουν στον αέρα κάθε ιδέα για το μεγαλείο του ανθρώπου, του ανθρώπινου σώματος και, το περισσότερο, φτάνει στ’ αυτιά του η φράση που άκουγε από μικρός: «Αυτός χέστηκε απ’ τον φόβο του!» Νιώθει μια ηδονική ντροπή! Έχει φτάσει στο θρίαμβο της δειλίας! Έχει χεστεί! Έχει κάνει τη διαδρομή αντίστροφα. Είναι γεμάτος από το μεγαλείο του έσχατου εξευτελισμού! Είναι χεσμένος!
Αυτό ξαφνικά τον γεμίζει ελπίδα. Οι βασανιστές του, άμα δουν ένα τόσο πλατιά χεσμένο άτομο, μπορεί να φανταστούν ότι σ’ ένα τόσο αδύναμο πρόσωπο, ίσως είναι φυσικό να μην έχουν αναθέσει μια τόσο σπουδαία αποστολή και να τον αφήσουν ήσυχο πια!
Η σκατίλα ανεβαίνει και οι συγκρατούμενοί του με βία κρατάνε τη μύτη τους. Είναι υπομονετικοί, πονετικοί, ευγενείς και ανθρώπινοι. Μολονότι υπάρχουν στοιχεία περίεργα ανάμεσά τους και τα σκληρά αστεία πάνε κι έρχονται, μόλις καταλαβαίνουν ότι το άτομο αυτό, που το πέταξαν σαν τσουβάλι στο κρατητήριο, βρομολογάει σαν απόπατος, βουβάθηκαν!
Ο Βενιαμίν δεν μιλάει, να μη δώσει ευκαιρία για κουβέντες και δεν κινείται , γιατί η κάθε κίνηση τον ανατριχιάζει, καθώς τον τυλίγει η αλοιφή των περιττωμάτων.
Νιώθει πως αυτό είναι το τέλος του κόσμου. Μετά απ’ αυτό, νομίζει ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να επιστρέψει με αξιοπρέπεια στη ζωή! Ούτε πια να υπολογίσει τη ζωή σαν προϋπόθεση για ανέβασμα σ’ έναν πνευματικότερο χώρο, όπως το θέλει ο θείος Πλάτωνας, που τον διάβαζε τον περασμένο χρόνο με τόση αγάπη και νόμιζε ότι είχαν γίνει τόσο μεγάλοι και τόσο σπουδαίοι φίλοι.
Ο Βενιαμίν ένιωθε πως είναι ένας σκέτος ξευτίλας.
Σε μια στιγμή σκέφτηκε πως, άμα βρεθεί κάποτε μ΄ένα πολυβόλο και τα περάσει αυτά τα καθάρματα, ένα ένα, στο γαζί, ίσως να βρει ένα σκαλοπάτι αξιοπρέπειας μέσα στην εκδίκηση! Το κράτησε μέσα στο μυαλό του σαν ένα πράγμα δυνατό, αλλά τίποτα δεν του έλεγε ότι η εικόνα του χεσμένου εαυτού του από τον τρόπο και το ξύλο θα εξιδανικευότανε ξανά, θα γινότανε ο πλατωνικός έφηβος ή ο Απόλλωνας, που τόσο θαύμαζε στα μουσεία και στα μνημεία της πατρίδας.
Φαίνεται, είπε, πως ο Απόλλωνας δεν βασανίστηκε, ούτε ο γλύπτης που τον έφτιαξε! Εκτός αν όλοι μαζί λέμε ψέματα, μιας και καμιά μαρτυρία δεν αποκλείει, και σε καμιά περίοδο ιστορίας, τα βασανιστήρια! Έτσι, λοιπόν, σκεφτότανε πεταμένος στη γωνία του κρατητηρίου, πως ο «χαλκέντερος ήρωας» είναι μια βιολογική εξαίρεση και οι περισσότεροι οργανισμοί μπροστά στον τρόμο μάλλον δείξανε την έκταση της αδυναμίας των νεύρων και των μυώνων και χεστήκανε! Και αναγορευτήκανε σε δειλούς και έμειναν οι ήρωες, δικαιολογημένα, να λάμπουν!
Είναι βασανιστική η βρώμα που τον τυλίγει, και η ζωή στο κρατητήριο των υπολοίπων έχει γίνει αφόρητη.
Μέσα στην απελπισία του ο Βενιαμίν θυμάται το αρωματοπωλείο, εκεί στην οδό Πατησίων, κοντά σε μια στοά που πέρασε κάποτε και του ’κανε τόση εντύπωση, να βλέπεις τις κολόνιες με τα κιλά, μέσα σε γυάλες κίτρινες, πράσινες, κόκκινες! Ήθελε να είχε μια από δαύτες, να τη σπάσει στη μέση του κρατητηρίου και ν’ αρωματιστεί ο χώρος πέρα για πέρα! Να φτάσει μέχρι τους βασανιστές! Να γίνουν όλα χαρμόσυνα και μυρωδάτα! Να γίνουν όλα ένας κήπος αρωμάτων, όπως εκείνο το πρωί, σ’ εκείνη τη στοά, και να φύγει η δικτατορία του μεθανίου, που τον έχει φτάσει στον τάφο…
Έτσι γίνονται οι αγώνες, έτσι περπατάει η ανθρωπότητα, ανάμεσα σε ήρωες, σε πτώματα, σε χεσμένους, σε χαλκέντερους, σε ανένδοτους και σε φουκαράδες!
Ένα κύμα επικής αντίληψης της ζωής τον καθησύχασε. «Έτσι είναι! είπε. Και οι πόλεις ζούνε πάνω στα σκατά! Φτάνει να μη σπάσει ο υπόνομος! Και πάνω στο χαφιεδισμό και στη μικροπολιτική, ζούνε οι μεγάλες αυτοκρατορίες! Και πάνω στη δολοφονία ζούνε οι πομπώδεις ιεραρχίες! Μα είναι τούτο τίποτα;…» Πάλι φιλοσοφεί και πάλι τον παίρνει το μηδέν κι ένα αίσθημα ματαιότητας σβάρνα, ώσπου έκανε να κινηθεί και ένιωσε αιχμάλωτος σ’ ένα περίεργο ξεραμένο περίβλημα περιττωμάτων, σαν να είχε γίνει γύψινη η σήψη του!
– Κρατητηρίων…ρε, κρατητηρίων. Έλα πάρε τούτον από δω. Χέστηκε απάνω του και θα τρελαθούμε δω μέσα! βάζει μια φωνή ένας κρατούμενος που έσπασε από τη βρώμα και ρισκάρισε να ζητήσει κάτι απ’ αυτά τα τέρατα, που το μόνο που δίνουν είναι ξύλο και σφαίρες.
Η επιφυλακτικότητα στο κρατητήριο συνεχίζεται. Κανένας άλλος δεν μιλάει, κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο άλλος και σε λίγο πέφτει πάλι σιωπή.
– Και συ, δεν έκανες μια να χεστείς αργότερα, ήτανε ανάγκη σήμερα! λέει αυτός που ’χει φωνάξει τον σκοπό των κρατητηρίων για ν’ ανοίξει.
Ένας άλλος, στην άλλη γωνία, κάνει αργά, σιωπηρά εμετό, και μια και δεν έχει φάει τίποτα μέρες τώρα κάνει μόνο τους σπασμούς του εμετού, σιγά, σαν να μη θέλει να προσβάλει τον βασανισμένο.
– Ρε κρατητηρίων, δεν ακούς, μας έφαγε η βρώμα δω μέσα.
Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα να ξεκλειδώνει και να μπαίνει μέσα ο «κρατητηρίων»! Είναι κάτι σαν πολίτης, σαν Γερμανός στρατιώτης! Ένα κράμα ταγματασφαλίτικου τέρατος που έχει πάρει τ’ όπλο για μια μπουκιά ψωμί και παίζει τον «εθνικόφρονα», ενώ είναι, σκέτα νέτα, δήμιος.
– Ποιος φωνάζει, λέει και κάνει ένα βήμα πίσω να φύγει, μόλις τον παίρνει η μπόχα από το σκατό και τον εμετό.
– Με συγχωρείς, παλικάρι, του λέει αυτός που φώναξε, εγώ πήρα το θάρρος να σ’ ενοχλήσω, αλλά πεθάναμε από τη βρώμα κι είπα να πεταχτεί το παιδί από κει να πλυθεί λίγο και ο άλλος να ξεράσει, γιατί θα τεζάρουμε από τη βρώμα!
– Και τι είναι δω, ρε πούστη, λέει και κατεβάζει το όπλο απ’ τον ώμο του, ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας και θέλεις και λουτρά, γαμώ τα σάβανά σου; Φαπ! και του χώνει μια με την ανάποδη του όπλου και τον σωριάζει κάτω. Ρε πούστηδες, «μαμούτια»* όλοι, ρε καργιόλια, θα παραδώσετε απόψε το πνέμα στο «παραμπέλουμ», ρε καθίκια, και θέλετε και λουτρό! Πού είναι ο χεσμένος, ρε, φωνάζει δυνατά, γαμώ τα σάβανά σας, πού είναι;
– Να αυτός εκεί, λέει κάποιος από το βάθος του κρατητηρίου.
– Ποιος;
– Να αυτός, και του δείχνει.
– Α! εσύ είσαι, ρε ομορφόπαιδο! Καλά, περίμενε και θα ’ρθω σε λίγο να σε βάλω να τα γλείψεις, κώλε! Που χέστηκες κι από πάνω. Ήρωα! Όλοι θα χεστείτε, ρε, και θα πεθάνετε κι από πάνω, και δίνει μια της πόρτας και την κλείνει καθώς βγαίνει, τραβώντας την μπάρα δυνατά και φωνάζοντας απέξω: Ρε Μπάμια, μέσα, ρε, χεστήκανε, έμπα μέσα να τους βάλεις να τα γλείψουνε.
Κι απομακρύνθηκε, αφήνοντας πίσω του μια ησυχία θανάτου.
Στο βάθος του υπογείου, σε λίγο, ακούστηκαν φωνές βασανιζόμενου, που μετά από λίγο πάψανε…
Ο Βενιαμίν παρακολουθεί τον χτυπημένο απ’ τον φύλακα, που προσπαθεί να κινηθεί και ουρλιάζει μουλωχτά μην ακουστεί. Ξέρει πως κάθε βράδυ γίνονται εκτελέσεις, έξω από την αποθήκη – φυλακή που τους έχουν. Ξέρει πια, πως απόψε, με τα περιττώματα τυλιγμένος, θα πάει στον ομαδικό τάφο όπου στέλνουν τους εκτελεσμένους οι ταγματασφαλίτες και οι Γερμανοί. Έχει φτάσει στον πάτο της απελπισίας, που σχεδόν νιώθει ήσυχος! Όλα τελείωσαν. Η βρώμα στη βρώμα. Χωρίς λουλούδια, ψαλμωδίες και φιγούρες. Η αλήθεια ωμή! Περίττωμα ην και εις περίττωμα απελεύσει. Ε, λοιπόν, εντάξει! Πάτσι! Ο φασισμός έβαλε μια ωμή διάσταση στο βίο. Όλοι σκατά, όλοι του θανάτου και όποιος προλάβει ας ασκήσει τη βία του κι ας πάει στο διάολο!
Τον έπιασε ξαφνικά πανικός. Όχι, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι έτσι!
Αυτή η σκέψη τον δυσκόλεψε. Καλύτερα ήταν, αφημένος μες στην παραδοχή της έννοιας, ζωή, περίττωμα και εις περίττωμα…! Ήταν πιο καλά! Δεν είχε τίποτα να χάσει! Γιατί να πονάει;
Ξαφνικά, πάλι το πελώριο όχι. Οι φασίστες, λέει, μου βάζουν αυτήν την ιδέα. Μου περνάν την ιδέα του εξευτελισμού, για να παραδοθώ και γίνει η δουλειά τους. Όχι! Δεν μπορεί να είναι έτσι! Είναι δική τους ιδέα και θα την πολεμήσω, από τώρα και μέχρι να φάω τη σφαίρα στο κεφάλι. Και, πρώτα πρώτα, να βγάλω το σώβρακο και να σκουπίσω το παντελόνι, τα πόδια και το σώμα! Έπειτα να βγάλω το πουκάμισο και να τα τυλίξω να μη βρομάνε τόσο! Έπειτα να βοηθήσω τον χτυπημένο, έπειτα με το σακάκι, να σκουπίσω τους εμετούς και να τους τυλίξω να μη βρομάνε και να μη φαίνονται τόσο και μετά να περάσω στους κρατούμενους την ιδέα της αντοχής και της αντίστασης! Και σε λίγο την ιδέα της απόδρασης, τώρα κι αμέσως. Η ζωή είναι πάνω απ’ τα βασανιστήρια μερικών τεράτων! Η ζωή είναι μυστήριο! Άρα, δεν μπορεί να τελειώνει μ’ ένα σπάσιμο του σώματος! Η ζωή περιέχει τον Λόγο και ο Λόγος δεν ξεπέφτει με εκατό βουρδουλιές έστω…Η ζωή δεν έχει εξηγηθεί ακόμα, γιατί να θεωρήσω απάντηση το πιστόλι του δήμιου;
Σήκω, λέει μέσα του, και τώρα. Σιγά σιγά, με υπομονή. Σιγά σιγά βγάλε πρώτα το παντελόνι και μετά το σώβρακο, σκουπίσου…Κάνει να κινηθεί μα πονάει, είναι λιώμα! Είναι πληγιασμένος όλος! Προσπαθεί ακόμα μια φορά κι ακόμα μια, κι ακόμα…ώσπου άρχισε ν’ ανεβαίνει κάθετα στον ουρανό, περνώντας μέσα από την οροφή της φυλακής, σ’ ένα γαλάζιο που έμοιαζε πότε σαν θάλασσα και πότε σαν φωτιά…Είχε λιποθυμήσει
………………………………………………………………………………………………………………………………….
Πονάει ολόκληρος! Μέσα από το νευρικό του σύστημα κι από το μυϊκό του περνάει ένας βαρύς και βουβός πόνος, έτσι που η κυκλοφορία του αίματος γίνεται με πλημμέλεια απ’ τα χτυπήματα και το λιάνισμα. Περιποίηση καμιά. Ένας συναγωνιστής του κελιού, με φόβο για τον φύλακα που κοιτάει απ’ το παραθυράκι πού και πού, του βάζει μια γουλιά νερό στο στόμα και του σφυρίζει με κίνδυνο να τον δουν και τον καθαρίσουν αμέσως: «Κουράγιο, σύντροφε!»
* μαμούτια = έτσι έλεγαν τους ΕΑΜίτες
Δημήτρης Χριστοδούλου, Το Γούπατο, εκδ. Μετρονόμος, Αθήνα 2012
Κεντρική εικόνα: Χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη