“Η Σάσενκά μας μπαίνει στα δώδεκα” • Άλκη Ζέη – Κοντά στις ράγες
Πέρσι ακόμα έπαιζα στα γενέθλιά μου με τα Σαμπανοβάκια τα κουτά παιχνίδια της Τσιτσίλχεν και φέτος… παράνομη διάλεξη με αφορμή τα γενέθλια. Εμπρός Σάσα Βελιτσάνσκαγια, τι στέκεις σαν ξύλο, είσαι μεγάλο κορίτσι πιά, μπήκες στα δώδεκα…
Μια σπουδαία μορφή του τόπου και του λαού μας έσβησε χτες. Η Άλκη Ζέη άφησε βαθύ το αποτύπωμά της στα γράμματα. Τεράστια η προσφορά της στις γενιές των ανθρώπων που μεγάλωσαν διαβάζοντας τα βιβλία της. Βιβλία ιδιαίτερα πολύτιμα στις μέρες μας όπου επικρατεί, και απειλεί να σκεπάσει τα πάντα, το σκοτάδι…
Το 1979 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη η 4η έκδοση του μυθιστορήματός της «Κοντά στις ράγες», το οποίο όπως διαβάζουμε στις μέσα σελίδες είναι «βασισμένο στο έργο της Α. Μπρουστέιν ‘Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά’». Στον πρόλογο η Άλκη Ζέη περιγράφει τι ήταν αυτό που την παρακίνησε να γράψει το βιβλίο, βρίσκοντας πολλά κοινά στοιχεία της δικής της ζωής και πορείας στο έργο της Μπρουστέιν. Μεταφέρουμε ολόκληρο τον πρόλογο, και στη συνέχεια ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημα.
«Σκαλίζοντας κάτι κοντές πού είχα τοποθετήσει όλα τα παιδικά βιβλία των παιδιών μου, γιατί μεγάλωσαν πιά, βρήκα ένα χοντρό βιβλίο που κάτι μου θύμιζε το εξώφυλλο τον. Μου ήρθε στο νου ένα κοριτσάκι οχτώ χρονώ να το κρατάει στα χέρια του, καθισμένο κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, μασουλώντας μήλα και να ’ναι βυθισμένο στο διάβασμα. Το δέντρο και το κοριτσάκι —η κόρη μου— ήτανε πολύ μακριά, σ’ ένα δάσος στα περίχωρα της Μόσχας.
Εμείς είμαστε μια οικογένεια που τριγυρνάμε τις χώρες σαν τούς τσιγγάνους. Όχι γιατί έχουμε αρκούδες που χορεύουν με ταμπούρλο ή μαϊμούδες που κρατάνε ένα καθρεφτάκι στο χέρι και λέμε: «κάνε πώς βάφονται οι κοπέλες», αλλά κάτι πόλεμοι, που τους λένε εμφύλιους, κάτι δικτατορίες, μάς έκαναν να ξενιτευόμαστε, να ξαναγυρνάμε στην Ελλάδα, να ξαναφεύγουμε. Τώρα, κείνο το οχτάχρονο κοριτσάκι που είναι πιά φοιτήτρια, βρήκε το βιβλίο και ξαναβυθίστηκε να το διαβάζει όπως όταν ήτανε μικρή. Μετά το πήρα να το διαβάσω κι εγώ.
Η συγγραφέας του, Αλεξάνδρα Μπρουστέϊν, ήτανε δέκα χρονώ γύρω στα 1900 όταν στη Ρωσία κυβερνούσαν οι Τσάροι. Διαβάζοντας το βιβλίο της, που λέγεται: «Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά», βρήκα πολλά πράγματα ακαταλαβίστικα για τη δική μας εποχή, μα και πολλά που θαρρείς και είχανε συμβεί στην ‘Ελλάδα, άλλα στη δικτατορία του Μεταξά κι άλλα στη δικτατορία του 1967.
Στην Αρχή σκέφτηκα απλούστατα να διασκευάσω το βιβλίο, μα όσο προχωρούσα μπερδεύονταν ανάμεσα στις γραμμές του οι αναμνήσεις μου και οι δικές μου εμπειρίες, τα πρόσωπα του βιβλίου δίνανε τη θέση τους σε άλλα δικά μου κι αποφάσισα να ξαναδιηγηθώ το βιβλίο. Έτσι έγινε, όπως κάποια γιαγιά, που έχει πει ένα παραμύθι κι ύστερα από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, καθένας που το διηγιέται το ξαναπλάθει με το δικό του τρόπο, κρατάει ότι τού ’χει μείνει πιο έντονο, μπερδεύει άλλες δικές του ιστορίες και συγκινήσεις, το ξαναζωντανεύει, χωρίς όμως να χαθεί ο αρχικός του μύθος. Η μικρή Σάσα —η ηρωίδα του βιβλίου που ζούσε την εποχή των Τσάρων — μπερδεύτηκε με το κοριτσάκι που ήμουνα εγώ την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά και μ’ όλα τα δεκάχρονα κοριτσάκια της δικτατορίας του 1967.
Τα γεγονότα όμως της εποχής εκείνης δεν τα προσάρμοσα στις δικές μας μέρες. Τ’ άφησα ακριβώς όπως ήτανε, παρμένα από ντοκουμέντα του καιρού εκείνου. Μα πόσο μοιάζουνε και πόσο θυμίζουνε τα δικά μας!
Τον τίτλο «Κοντά στις ράγες» κι όλη την αρχή του βιβλίου, τον πήρα από το πρώτο διήγημα που έγραψα σαν ήμουνα δεκάξι χρονώ και δημοσιεύτηκε σ’ ένα περιοδικό που έβγαινε τότε, τη «Νεανική Φωνή». Μιλούσε για ένα κορίτσι που κοιτούσε από το παράθυρό του τις ράγες του τραίνου που τράβαγαν πέρα μακριά ατέλειωτα».
Η Σάσενκά μας μπαίνει στα δώδεκα
Κάθε χρόνο περιμένω με ανυπομονησία τα γενέθλιά μου. Ίσαμε πέρσι που δεν πήγαινα σχολείο και δεν είχα τόσες φιλινάδες, χαλούσαμε τα Σαμπανοβάκια και δυο τρία άλλα παιδιά της γειτονιάς, που δεν ήμασταν και τόσο πολύ φίλοι.
Περίμενα, λοιπόν, ανυπόμονα αυτή τη μέρα γιατί ένιωθα πως αληθινά είναι σπουδαίο να γιορτάζεις κι όλοι να λένε: Μα πόσο μεγάλωσε! Κάθε χρόνο όλο και παρακαλούσα να μην αρρωστήσει κανείς εκείνη τη μέρα κι έτσι ο μπαμπάς να γυρίσει νωρίς – νωρίς και να παίξει μαζί μας, μα θαρρείς και γινότανε επίτηδες κι όλοι βρίσκανε ν’ αρρωστήσουνε βαριά, ακριβώς τη μέρα που είχα τα γενέθλιά μου. «Να δεις, Σάσενκα, τι θα γίνει του χρόνου που θα ’σαι μεγάλη κοπέλα, θα το κάψουμε», με παρηγορούσε ο Σουσάμης, όταν γύριζε πιά τόσο αργά που είχα πέσει κιόλας στο κρεβάτι και με είχε μισοπάρει ο ύπνος.
Φέτος όμως σίγουρα θα το κάψουμε. Δεν έχω την Τσιτσίλχεν να μου παίζει κάτι κουτά παιχνίδια που γυρνάμε γύρω – γύρω σα μύγες κι όποιος πει πιο γρήγορα «κρχτγκς» κερδίζει. Φέτος δεν έχει ούτε Σαμπανοβάκια. Δεν θα τα καλέσω. Όχι μόνο γιατί με πρόδωσαν τότε που δεν κάηκαν με τη ζάχαρη, μα γιατί είναι «αριστοκρατία». Θα καλέσω πρώτες και καλύτερες τις στενές μου φιλινάδες, μα κι όσα κορίτσια από την τάξη κάνουμε παρέα. Άραγε θα ’ρθει ο Σουσάμης; Θέλω τόσο πολύ να τον δείξω σ’ όσες φίλες μου δεν τον ξέρουν.
Λογάριαζα το μεσημέρι που θα γύριζα από το σχολείο να πω στη μαμά για τα Σαμπανοβάκια κι ήμουνα σίγουρη πως θα γίνει καυγάς. Γιατί κάθε τόσο μου το λέει πως λυπάται πολύ που έχω ξεκόψει μαζί τους. «Πώς γίνεται να μην τις αγαπάς πιά», απορεί η μαμά. Πώς γίνεται, αναρωτιέμαι κι εγώ, που δεν νιώθω τίποτα, μα τίποτα, για τα Σαμπανοβάκια. Πού πήγε εκείνη η αγάπη που τούς είχα; Πώς γίνεται να ξαγαπάει κανείς; Λες να ’ρθει μια μέρα που θα ξαγαπήσω τη Λίντα, την Έλα, τη Μάσα, την Κάτια; Τρεις όμως ανθρώπους είμαι σίγουρη πως δεν μπορεί ποτέ στη ζωή μου να τους ξαγαπήσω: Τον Σουσάμη, τον Φεγγάρη Φεγγάροβιτς και την Πωλίν.
Κείνο το πρωί, λίγες μέρες πριν τη γιορτή μου, ξύπνησα αμέσως μόλις με φώναξε η Ντούνια για να παραδώσω το μάθημά μου. Όταν μπήκα στην τραπεζαρία η «ζωντανή εφημερίδα», δηλαδή ο Στιόπα κι ο Αζρύελ, κουβέντιαζαν με τον μπαμπά.
-Έχουμε νέα; ρωτούσε κείνος.
-Θα ξαναεξεταστεί η υπόθεση Μουλτάν.
-Αχά, κάνει ο μπαμπάς σαν να ξαφνιάστηκε με το νέο. Ύστερα άρπαξε την τσάντα του κι έφυγε λες και τον κυνηγούσαν. Εγώ ήθελα να ρωτήσω τους μαθητές μου ποιος είναι αυτός ο Μουλτάν, αλλά η ώρα που κάναμε μάθημα ήτανε τόσο λίγη που δεν ήθελα να τους χασομερήσω. Να θυμηθώ να ρωτήσω το βράδυ τον μπαμπά, είπα μέσα μου.
Την ώρα που πήγαινα σχολείο συνάντησα τη Μάσα λίγο πριν στρίψω το μεγάλο δρόμο. Η σάκα της ήτανε τόσο φουσκωμένη θαρρείς που κόντευε να σκάσει.
-Φτερωτή βιβλιοθήκη; ρωτάω τρομαγμένη καθώς θυμήθηκα τη λαχτάρα που είχαμε πάρει.
-Φτερωτές λιχουδιές, σκάει στα γέλια η Μάσα κι ύστερα παίρνει ψευτοεπίσημο ύφος. Προσφορά του ρεστοράν «Νορέικο».
Βέβαια η Μάσα είπε σ’ όλη τη τάξη τι έχει μέσα στη σάκα της και δεν βλέπαμε την ώρα πότε να γίνει το μεγάλο διάλειμμα και να πάμε στο «Τροκαντερό».
Οι λιχουδιές της Μάσα είναι μέσα σ’ ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί που είναι τυλιγμένο σ’ ένα σωρό εφημερίδες για να μην τρέχουν τα σιρόπια. Την έχουμε περιτριγυρίσει και τη βοηθάμε να ξετυλίξει το κουτί. Μια, δυο, τρεις εφημερίδες και η μέσα – μέσα πασαλειμμένη με σιρόπια. Το σιρόπι κάνει τα γράμματα να φεγγρίζουν. «ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΜΟΥΛΤΑΝ» διαβάζω με μεγάλα γράμματα κι από κάτω με πιο ψιλά. «Το ακέφαλον πτώμα».
-Κορίτσια, δέστε τι γράφει, λέω και αρπάζω την εφημερίδα που κολλάει πάνω στα δάχτυλά μου. Βρέθηκε ένα πτώμα χωρίς κεφάλι.
Η Λίντα τρώει ένα γλυκό που στάζει σιρόπι μα τα καταφέρνει να μην πασαλείβεται. Καταπίνει την μπουκιά της και γυρίζει σε μένα.
-Είναι η υπόθεση Μουλτάν. Ο πατέρας λέει, πως πέτυχαν να αναψηλαφιστεί η δίκη.
-Πώς το ’πες αυτό Λίντα;
-Κορίτσια, φωνάζει η Μάσα και σηκώνει ψηλά με το χέρι μια πάστα με παράξενο σχήμα που πάνω – πάνω έχει ένα τρούλο από σοκολάτα. Ιδού η καινούργια σπεσιαλιτέ «Νορέικο». Σε λίγο όλος ο κόσμος θα μιλάει γι’ αυτή.
Την μπουκώθηκε ολόκληρη και το στόμα της πασαλείφτηκε γύρω – γύρω σοκολάτα.
-Πες μου λοιπόν, επιμένω στη Λίντα. Χτύπησε όμως το κουδούνι και βιαστήκαμε να τρέξουμε στην τάξη μας γιατί η Κουρούνα έχει τη μανία να μην αργεί ούτε δευτερόλεπτο στο μάθημά της.
Έτσι δεν έμαθα εκείνη την ώρα για την υπόθεση Μουλτάν, μα πού να το φανταζόμουνα πως θα είχε σχέση με τα γενέθλιά μου.
Δυο φορές τη βδομάδα έρχεται σπίτι μας ένα κοριτσάκι που του κάνει η Πωλίν μάθημα Γαλλικά. Κάθονται στο δωμάτιό μας κι εγώ είμαι όλο χαρά γιατί μαζεύω τα βιβλία μου και πάω στο γραφείο του μπαμπά. Έτσι σαν γυρίζει εκείνος σπίτι και παίρνει έναν υπνάκο στο ντιβανάκι του γραφείου – όσο να ξαναφύγει πάλι – εγώ κάθομαι εκεί και παραφυλάω ν’ ανοίξει τα μάτια του.
-Λοιπόν, Σουσάμη;
-Λοιπόν, Κουκούτσι;
Όση ώρα μισοκοιμάται ετοίμαζα τη φράση με κείνη την μπερδεμένη λέξη.
-Τι θα πει αναψηλάφηση;
Δεν είχε όμως καλοανοίξει ο μπαμπάς τα μάτια του κι ένιωσα απέξω τη φωνή της Ντούνια «Τα πόδια σας» και σε λίγο μπήκε στο γραφείο ο «Κατέβα να φάμε».
Εμένα ούτε που με πρόσεξε. Πήγε κατευθείαν στον μπαμπά που ετοιμαζότανε να φορέσει τα παπούτσια του.
-Θα αναψηλαφιστεί η δίκη, Ιγκόρ Λβόβιτς, λέει χαρούμενος, αυτό κερδήθηκε. Ο κόσμος όμως δεν ξέρει τίποτα εκτός από την πτωματολογία που καλλιεργούν οι εφημερίδες.
-Τι θα πει «αναψηλαφιστεί» πετάχθηκα εγώ που είχα πιά σκάσει να μάθω.
-Εδώ είσαι, Σάσενκα, γύρισε και με είδε ο Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς, μα ούτε που μού έδωσε απάντηση.
Τσιτώνω τ’ αυτιά μου μήπως και καταλάβω τίποτα.
-Πρέπει να γίνουν διαλέξεις Ίγκορ Λβόβιτς, να φωτιστεί ο κόσμος.
-Θα το απαγορέψει η αστυνομία, λέει ο μπαμπάς ενώ βάζει το δεύτερο παπούτσι του.
Ο «Κατέβα να φάμε» απλώνει τις χεράρες του και χαμηλώνει τη φωνή του.
-Δεν θα της ζητήσουμε την άδεια γι’ αυτό. Θα μαζευτούμε στα σπίτια και κάθε οικοδεσπότης θα ζητάει άδεια για κάποια οικογενειακή γιορτή.
Ο μπαμπάς γυρίζει απότομα σέ μένα.
-Σάσενκα, πότε είναι τα γενέθλιά σου;
-Το Σάββατο, απαντάω απορημένα που τα θυμήθηκε τώρα δα τα γενέθλιά μου.
-Σπουδαία, ενθουσιάζεται εκείνος, θα πάω στην αστυνομία και θα της πω: Η Σάσενκά μας μπαίνει στα δώδεκα, στη γιορτή της θα καλέσουμε πάνω από πέντε άτομα (πέντε άτομα επιτρέπονται χωρίς άδεια) θα ’ρθει πολύς κόσμος, όλη της η τάξη με τους γονείς τους. Να μπεις στα δώδεκα είναι μεγάλο γεγονός στη ζωή σου, ψέματα Σάσενκα;
Τι να πω εγώ που δεν έχω καταλάβει τίποτα, που ο «Κατέβα να φάμε» φεύγει σαν σίφουνας κι ο μπαμπάς αρπάζει την τσάντα του, «ωχ πώς άργησα» πρόλαβε να πει κι ήτανε κιόλας στην πόρτα.
Πριν πάει ο μπαμπάς στην αστυνομία για την άδεια έπρεπε να πείσει τη μαμά που είχε άλλα γενέθλια στο νου της. Ας έφερνα, λέει, όσες συμμαθήτριες ήθελα, μα τα Σαμπανοβάκια θα τα καλούσε η ίδια. Η μαμά τους τής είχε πει πως μου είχαν αγοράσει κιόλας ένα ακριβό δώρο.
-Λένοτσκα, της λέει ο μπαμπάς με τρυφερή – τρυφερή φωνή, εδώ πάει ν’ αλλάξει ο κόσμος ολόκληρος κι εσύ μη θιγούν τα Σαμπανοβάκια.
Η μαμά στην αρχή έκλαψε (που τη λυπήθηκα), ύστερα πήγαν και κλείστηκαν με τον μπαμπά στο γραφείο. Η Ντούνια, η Πωλίν κι εγώ καθόμασταν στην κουζίνα κι η Πωλίν μάς έλεγε πως σ’ αρκετά σπίτια άρχισαν κιόλας να «γιορτάζουν» γενέθλια, αρραβώνες, ονομαστικές γιορτές, γιατί είναι ένα σωρό πράγματα που δεν γράφουν οι εφημερίδες κι ο κόσμος πρέπει να τα ξέρει.
-Και τι θα τους ταΐσουμε τριάντα τόσους ανθρώπους; σταυρώνει τα χέρια η Ντούνια.
Η μαμά πήγε στην κουζίνα. Δεν ήτανε πιά κλαμένη, μας κοίταξε και τις τρεις, δεν είπε λέξη και ξανάφυγε.
Όταν την άλλη μέρα άρχισαν κιόλας τα ψώνια και πήγαινε η μαμά στην αγορά πότε με την Ντούνια, πότε με την Πωλίν, ακόμα και με μένα, όλοι την ρωτούσανε: «Πώς ψωνίζετε τόσα πολλά σήμερα Έλενα Μιχαήλοβνα;» Απαντούσε: «Η Σάσενκά μας μπαίνει στα δώδεκα κι ετοιμάζουμε μεγάλη γιορτή».
Στο «Τροκαντερό» δεν μιλούσαμε για τίποτ’ άλλο αυτές τις μέρες παρά για τα γενέθλιά μου. Εκτός από τις πολύ στενές μου φίλες κάλεσα κι όσα κορίτσια διάβαζαν τη «φτερωτή βιβλιοθήκη».
-Πολύς εκνευρισμός υπάρχει σήμερα στην τάξη, τσίριξε η Σανίδα που μάς παρακολουθούσε ν’ ανταλλάζουμε ματιές και να κάνουμε νοήματα.
Η Λίντα σηκώθηκε από το θρανίο της ν’ απαντήσει.
-Σήμερα, Εβγένια Ιβάνοβνα, η συμμαθήτριά μας Αλεξάντρα Βελιτσάνσκαγια μπαίνει στα δώδεκα.
Η Σανίδα έμεινε μια στιγμή αμίλητη κι ύστερα είπε με μια άχρωμη και κρύα φωνή:
-Ε, λοιπόν;
Τα «γενέθλια» άρχισαν από τις τέσσερεις. Εγώ φόρεσα χωρίς να γκρινιάσω το φόρεμα – Αμπαζούρ. Από τη μέρα που είχα κρύψει κάτω από τη φούστα του τα «σκονάκια» του Βολόντια δεν το αντιπαθούσα πιά και τόσο. Πρώτος κατέφτασε ο γιατρός Ρογκώφ και πίσω του ακολουθούσε ο Σαραφούτ με ένα τεράστιο τέντζερη με μαγειρεμένα κουνέλια. Ανοίξαμε τις πόρτες του γραφείου του μπαμπά, της τραπεζαρίας και του σαλονιού κι έγινε όλο το σπίτι σαν μια μεγάλη αίθουσα. Το πιάνο ήτανε ανοιχτό, η μαμά θα καθότανε στο ταμπουρέ κι όταν ο γιατρός Ρογκώφ, που θα στεκότανε κοντά στο παράθυρο, έδινε το σύνθημα η μαμά θ’ άρχιζε να παίζει το πα – ντε – κατρ και το πα – ντι – πατινέρ κι ο κόσμος θα άρχιζε να χορεύει ζευγάρια – ζευγάρια. Οι φίλοι του Βολόντια δεν θα ’ρθουν στα γενέθλια αλλά θα κόβουν βόλτες έξω από το σπίτι και από την καλή πόρτα και από το στενάκι που βγαίνει η πόρτα της αυλής. Άμα πάρει το μάτι τους κανένα Μπουνιά ή κανένα ύποπτο θα γνέφουν στο γιατρό Ρογκώφ κι εκείνος στη μαμά.
Μαζευτήκαμε γύρω στους τριάντα. Σχεδόν όλοι οι γιατροί από το νοσοκομείο του μπαμπά κι άλλοι ακόμα γνωστοί του. Η Μάσα ήρθε μόνο με το μπαμπά της (η μαμά της, λέει, δεν είναι για τέτοια) με τρεις τεράστιες τούρτες «Νορέϊκο». Ήτανε ντυμένη μ’ ένα καφέ βελούδινο φόρεμα και δαντέλες – ίδια τούρτα σοκολάτα με σαντιγί. Τα περισσότερα κορίτσια ήρθαν μόνο με το μπαμπά τους, έκτος από την Έλα και τη Λίντα που ήρθαν και οι μαμάδες τους. Η Λίντα ήταν όμορφη – αχ όμορφη – με τα μαλλιά ξέπλεκα, πιασμένα μόνο πίσω με μια αγκράφα. Μόλις μπήκε όλα τα μάτια γύρισαν καταπάνω της, κι εγώ ένιωθα πολύ περήφανη, ευτυχισμένη, που έχω φίλη ένα τέτοιο κορίτσι με τόσο ξανθά μακριά μαλλιά, τόσο ψηλή, με τόση χάρη και που ξέρει τόσα πράγματα, ακόμα και τι θα πει α -να – ψη – λά – φη – ση.
Ο γιατρός Ρογκώφ που είχε στηθεί κιόλας κοντά στο παράθυρο κατέβασε ένα ποτηράκι βότκα και φώναξε δυνατά ν’ ακουστεί απέξω.
-Χρόνια πολλά. Σάσενκα, να μάς ζήσεις ψυχούλα μου.
-Χρόνια πολλά.
-Να ζήσεις.
-Να προκόψεις.
-Να σε χαίρονται οι γονείς σου.
Κι όσο λέγονταν αυτά, ο Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς έγνεφε σ’ όλους να καθίσουν. Και αφού βολεύτηκαν όλοι, άλλοι στους καναπέδες, άλλοι σε καρέκλες και μεις τα παιδιά χάμω σε μαξιλάρια, πήγε εκείνος και στάθηκε κάπου που να τον βλέπουν όλοι, έγνεψε με το χέρι, οι φωνές σταμάτησαν κι ακούστηκε το σούρσιμο από τις παντόφλες της Ντούνια που ήρθε κι ακούμπησε στο άνοιγμα της πόρτας του σαλονιού. Τότε, εκείνος άρχισε να μιλάει.
-Καθημερινά συμβαίνουν στη χώρα μας γεγονότα συγκλονιστικά και μείς σε τούτη δω την άκρη που ζούμε δεν μαθαίνουμε τίποτα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα και χολέρα κι οι εφημερίδες γράφουν στα ψιλά πως η κυβέρνηση απαγορεύει τους ιδιωτικούς εράνους για βοήθεια στους… «υποσιτιζόμενους». Τώρα τελευταία μάθαμε και για το περιβόητο «ακέφαλο πτώμα» που του έλειπαν και τα εντόσθια κι ο κόσμος έχει τρομοκρατηθεί γιατί δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή την ιστορία.
Πριν λίγο καιρό, στο χωριό Μουλτάν, στα βάθη της επαρχίας Βιάτσκ, βρέθηκε ένα πτώμα χωρίς κεφάλι και χωρίς εντόσθια. Εκεί κατοικεί ένας μικρός ήσυχος λαός, οι Βιτιάκοι κι αρκετές οικογένειες Ρώσων που ζούσαν πολύ αρμονικά μεταξύ τους. Οι Τσάροι μας όμως δεν αγαπούν να ζουν αρμονικά οι λαοί και όπως εδώ στη μικρή μας πόλη σπέρνουν ζιζάνια ανάμεσα στους Ρώσους, τούς Πολωνούς, τους Εβραίους, έτσι κι εκεί κατηγόρησαν τους Βατιάκους πως κάνουν κρυφά θυσίες στο Θεό τους μ’ ανθρώπινα εντόσθια. Πιάσανε τρία δύστυχα παιδιά, τα δικάσανε χωρίς μάρτυρες και χωρίς υπεράσπιση και τα καταδίκασαν σε θάνατο. Νόμιζε η κυβέρνηση πως η δίκη θα περνούσε στα μουλωχτά. Υπάρχουν όμως κι άνθρωποι στη χώρα μας που αγρυπνούν. Στην αίθουσα του δικαστηρίου βρισκόντανε δύο δημοσιογράφοι κι ένας συγγραφέας που καταγράψανε λέξη τη λέξη τη δίκη. Έτσι κυκλοφόρησε μια προκήρυξη που την έχω εδώ στα χέρια μου. Θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα.
«… Αυτό πού έγινε στο δικαστήριο ήταν μια οργανωμένη σφαγή αθώων από μια ομάδα αστυνομικών, με την ανοχή του εισαγγελέα και τις ευλογίες του προέδρου του δικαστηρίου. Δεν υπήρχαν μάρτυρες υπερασπίσεως, μονάχα ψευδομάρτυρες κατηγορίας — οι αστυνομικοί — που είπανε τόσα ψέματα, ώστε ο ίδιος ο πρόεδρος αναγκάστηκε να τους αφαιρέσει το λόγο.
Δεν μπορεί, δεν πρέπει να εκτελέσουν τρία αθώα παιδιά ενός μικρού λαού κι όλη η Ρωσία να στέκει με δεμένα χέρια. «Καθένας από μάς που βλέπει και δεν μιλάει είναι συνυπεύθυνος του εγκλήματος… συ – νυ – πεύ – θυ – νος…».
– Ναι, λέει ο Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς και σταματάει το διάβασμα, από δω και πέρα όποιος βλέπει και δεν μιλάει είναι συνυπεύθυνος, από τον πιο μεγάλο ως τον πιο μικρό, ας είναι και μαθητής του σχολείου. Η Κυβέρνηση για να καταλαγιάσει το θόρυβο που ξεσηκώθηκε αναγκάστηκε να επιτρέψει να ξαναγίνει η δίκη. Και την έπαθε. Ο νέος εισαγγελέας, που διόρισε, έτυχε να ’ναι ένας τίμιος δικαστικός. Άρχισε την αναψηλάφηση δηλ. την επανεξέταση της υπόθεσης και είδε πως η προηγούμενη δίκη είχε γίνει έξω από κάθε έννοια νόμου. Τώρα ετοιμάζεται νέα δίκη κι ο εισαγγελέας παίρνει γράμματα απειλητικά πως θα τον δολοφονήσουν και θα σκοτώσουν τα παιδιά του, μα κείνος μένει ακλόνητος. Τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται η Ρωσία που κι αν δεν είναι επαναστάτες, με την τιμιότητά τους… Η φωνή του Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς σκεπάστηκε γιατί ξαφνικά η μαμά άρχισε να παίζει στο πιάνο το πα ντε – κατρ. Προσοχή κίνδυνος!
-Εμπρός Σάσενκα, ν’ ανοίξουμε το χορό, φωνάζει ο μπαμπάς.
Ο Σουσάμης δεν ξέρει κανένα χορό, κάνει ένα δυο άτσαλα βήματα μπρος, άλλα τόσα πίσω και μοιάζει σαν αρκούδα. Εγώ κάτι έχω μάθει στο μάθημα του χορού στο σχολείο, μα ο Σουσάμης με μπερδεύει και χοροπηδάμε κι οι δυο όπως λάχει. Οι άλλοι γίνανε ζευγάρια και χορεύουν. Μα στη μέση, είναι ένα ζευγάρι που χορεύει με τόση χάρη, που όλοι γυρίζουν το κεφάλι και τούς κοιτάζουν. Είναι ο Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς και η Λίντα.
Αχ, αυτή η Λίντα Κάρτσεβα! πώς λυγάει τη μέση της, πώς απλώνει το χέρι της και τα μακριά της δάχτυλα μόλις αγγίζουν απαλά τα δάχτυλα του «Κατέβα να φάμε» κι όταν παίρνει βόλτες δεν μπερδεύονται τα πόδια της κι ούτε σκύβει το κεφάλι της μπροστά να πάρει φόρα, παρά το κρατάει στητό ή το γέρνει ελαφρά όταν κάνουν τη φιγούρα, πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και κοιτάζει μ’ ένα χαμόγελο τον καβαλιέρο της. Κι ο «Κατέβα να φάμε» παρ’ όλο που είναι τόσο μεγάλος — τριανταχτώ χρονώ — είναι ανάλαφρος σαν παλικάρι και παίρνει στροφές συνέχεια χωρίς να χάνει την ισορροπία του ενώ ο Βολόντια που ’ναι δεκάξι χρονώ, στη πρώτη στροφή μπουρδουκλώθηκε με την ντάμα του, τη Μάσα και βρέθηκαν κι οι δυο σκασμένοι στα γέλια φαρδιά – πλατιά κατάχαμα.
Πέρασε ο κίνδυνος, μάς γνέφει από το παράθυρο ο γιατρός Ρογκώφ, τέλειωσε ο πρώτος χορός, κι ο μπαμπάς σηκώνει ένα ποτήρι και φωνάζει.
-Στην υγεία της Σάσενκα!
-Στην υγειά της, να ζήσει, λένε όλοι και με βάζουν στη μέση. Εγώ ένιωθα άβολα με το αμπαζούρ φουστάνι μου και το κοτσίδι μου που είχε μισολυθεί, τα χέρια μου που κρέμονται και δεν ξέρω πού να τα βάλω.
Χίλιες δυο σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου. Πέρσι ακόμα έπαιζα στα γενέθλιά μου με τα Σαμπανοβάκια τα κουτά παιχνίδια της Τσιτσίλχεν και φέτος… παράνομη διάλεξη με αφορμή τα γενέθλια. Εμπρός Σάσα Βελιτσάνσκαγια, τι στέκεις σαν ξύλο, είσαι μεγάλο κορίτσι πιά, μπήκες στα δώδεκα.
-Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς, λέω με μια σίγουρη φωνή που κι εγώ η ίδια απορώ, υποσχόμαστε πως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε.
Δυο χέρια σαν κλωνάρια λυγαριάς μ’ αγκαλιάζουν.
-Η Σάσα είναι το πιο σπουδαίο κορίτσι της τάξης μας. Είναι η Λίντα που μιλάει.
Όλοι χειροκρότησαν κι όλοι υποσχέθηκαν να βοηθήσουν κι η μαμά άρχισε να παίζει τώρα στο πιάνο ένα βαλς.
Το βράδυ έπεσα στο κρεβάτι μου ψόφια στην κούραση. Η Πωλίν δεν είχε ξαπλώσει ακόμα, βοηθούσε την Ντούνια και τη μαμά να μαζεύουν. Προσπαθούσα να μη με πάρει ο ύπνος ώσπου να ’ρθει να πλαγιάσει και κείνη. Αύριο Κυριακή, θα κοιμόμουνα όσο ήθελα. Από την ανοιχτή πόρτα της κάμαρας άκουγα τον μπαμπά που ταχτοποιούσε τις καρέκλες. Αχ, πονηρέ Σουσάμη! Πώς τα κατάφερες και δεν αρρώστησε κανένας σήμερα βαριά. Πρώτα γενέθλια που ήταν ο μπαμπάς όλη τη γιορτή στο σπίτι. Ας μην ήτανε η υπόθεση Μουλτάν… Μόνο ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς έλειπε…
-Κοιμάσαι, Σάσενκα; Μπήκε η Πωλίν στο δωμάτιο.
-Όχι Πωλίν, ονειρεύομαι ξύπνια.
-Έχεις ένα δώρο, λέει και μου ακουμπάει πάνω στα σκεπάσματα ένα πακετάκι. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και το ξετυλίγω. Είναι ένα ολοκαίνουργιο σκοινάκι με σκαλιστά χερούλια. Η Πωλίν μού δίνει κι ένα γράμμα που το ανοίγω με φούρια. «Χρόνια πολλά και κάθε φορά που θα έχεις σκοτούρες… πήδα σκοινάκι -κάνει καλό. Κατάλαβες τι σπουδαίο είναι να μπεις στα δώδεκα, Σάσα Βελιτσάνσκαγια! Ο δάσκαλός σου Φ.Φ.
Κανένα κορίτσι στον κόσμο δεν πέρασε ποτέ τέτοια γενέθλια, λέω στην Πωλίν και πέφτω στο μαξιλάρι με τα χερούλια του σκοινιού σφιγμένα στις χούφτες μου.