Η Τρικυμία Μέσα του
Το κοχύλι με έναν κοφτό ήχο έσπασε στα δύο, κόβοντας την παλάμη του. Το αγόρι έφερε αργά το χέρι του μπροστά του και κοίταξε το κομματιασμένο από την οργή κοχύλι και τις σταγόνες από το αίμα του που γυάλιζαν πάνω του. Εκεί βρισκόταν η δύναμη.
Το αγόρι άκουσε τον μπαμπά του να μπαίνει στο σπίτι την ώρα που έτριβε με δύναμη την μπλούζα του κάτω από το τρεχούμενο νερό, προσπαθώντας να καθαρίσει το αίμα. Του φώναξε «Γεια, μπαμπά! Έρχομαι!» και βάλθηκε να πλένει την μπλούζα πιο έντονα. Έπειτα, την άπλωσε στο βραχίωνα της κουρτίνας του μπάνιου, εξετάζοντας την αχνή σκιά που άφηνε ο λεκές πάνω στο ύφασμα και, τελικά, βγήκε έξω.
«Τι νέα, νέε;» ρώτησε εύθυμα ο μπαμπάς, όπως έκανε κάθε απόγευμα, μη σηκώνοντας τα μάτια του από το laptop του, όπως έκανε κάθε απόγευμα.
«Καλά…» απάντησε διστακτικά το αγόρι περιμένοντας. Και μετά από λίγο πρόσθεσε: «Είχα έναν καυγά στο σχολείο.»
Αμέσως ο μπαμπάς σήκωσε το κεφάλι του και σιωπηλός ερεύνησε με τη ματιά του το παιδί του. Αφού ολοκλήρωσε την παρατήρησή του, ρώτησε με βαριά, σταθερή φωνή: «Τι έγινε;»
Το παιδί άρχισε να μιλά γρήγορα, με ζέση, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει όλες τις φράσεις που του είχε διδάξει ο πατέρας του, όταν του μιλούσε για δικαιοσύνη και την υποχρέωσή μας να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας: «Οι νταήδες που σου έλεγα. Θυμάσαι; Εκείνοι που πάντα δημιουργούν προβλήματα. Μου έβαλαν τρικλοποδιά και έπεσα! Και μετά χαχάνιζαν σαν βλάκες! Δεν άντεξα τότε, μπαμπά, και σηκώθηκα αμέσως, χωρίς να τους αφήσω χρόνο να χαρούν το γέλιο τους και ανταπέδωσα! Δεν ήθελα να το αφήσω να περάσει έτσι! Έριξα μια γροθιά στο πρόσωπο του ενός και τον ξάπλωσα κάτω. Τότε όρμησαν οι άλλοι πάνω μου, αλλά πάλεψα, μπαμπά, τους πάλεψα και εκείνοι…»
Ο πατέρας σήκωσε το χέρι του απότομα: «Κληθήκατε στο γραφείο της Διεύθυνσης;»
Το αγόρι σάστισε για μια στιγμή και απάντησε γρήγορα, ανυπόμονο να κλείσει αυτήν την άσχετη με την αφήγησή του παρένθεση: «Ναι, όλους, αλλά όχι πριν προλάβω να…»
«Πάψε πια! Τι χαζομάρες είναι αυτές! Περνιέσαι για ήρωας; Χτύπησες κάποιον και νομίζεις πως κάτι έκανες; Να σου πω εγώ τι έκανες! Έδειξες πως είσαι ίδιος με αυτούς που αποκαλείς νταήδες, εκτέθηκες στους ανωτέρους σου και στιγματίστηκες ως ταραξίας! Τώρα θα ακουστεί το όνομά σου και ξέρεις πολύ καλά πόσες φορές σου έχω τονίσει πως δεν θέλω να γίνεται αυτό! Τα παιδιά συναδέλφων μου πάνε στο ίδιο σχολείο και, όταν ακούγεται το όνομά σου, ακούγεται και το δικό μου!»
Το αγόρι είδε με την άκρη του ματιού του τη γιαγιά του να προβάλει απορημένη από την κουζίνα σκουπίζοντας ένα ποτήρι με ένα πιατόπανο. Την είδε επίσης να σταματάει απότομα καθώς ο γιος της ανέβαζε τη φωνή του και στη συνέχεια, κοιτώντας τον λυπημένα, να πέφτουν παρατημένα τα χέρια της στο πλάι ρίχνοντας στο πάτωμα το ποτήρι που κρατούσε.
Ο κρότος του γυαλιού που έσπασε έκανε τον μπαμπά να πεταχτεί όρθιος και να στρέψει τις φωνές του στη γιαγιά: «Πρόσεχε κι εσύ! Όλοι ανεύθυνοι είστε εδώ μέσα!» Έπειτα τέντωσε το σώμα του, τον δείκτη του και την αυτοσυγκράτησή του και είπε με χαμηλόφωνη, αλλά σχεδόν απειλητική φωνή στο γιο του: «Μάζεψε τα γυαλιά και μετά φύγε από εδώ! Είσαι τιμωρία. Δε θα βγεις έξω σήμερα.» Κι επέστρεψε στο laptop και τη δουλειά του.
Το αγόρι καθάρισε το πάτωμα σχολαστικά χωρίς ούτε στιγμή να σηκώσει τα μάτια του να κοιτάξει τη γιαγιά του που τον περιτριγύριζε, μάταια λαχταρώντας ένα βλέμμα γέφυρα για να πάει κοντά του και να τον αγκαλιάσει. Μόλις τελείωσε και το σφουγγάρισμα, τακτοποίησε τα σύνεργά του και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Η επίγνωση όμως ότι ο μπαμπάς του, ήδη θυμωμένος και στο μονοπάτι του πολέμου, ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά από εκείνον τον έκανε να κινείται αργά και αθόρυβα. Κι αυτό έκανε το θυμό και την πικρία που είχε μέσα του να θεριεύουν και να θέλουν να ουρλιάξουν.
Δεν είχε μυαλό για διάβασμα ή για οποιαδήποτε δουλειά. Χρειαζόταν κάτι εντελώς έξω από τη ρουτίνα του. Κοίταξε γύρω του τα πράγματα στο δωμάτιό του, αναζητώντας κάτι να του αποσπάσει την προσοχή, κάτι να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Χτυπούσε ανυπόμονα τα δάχτυλά του στον μηρό του, καθώς τίποτα δεν έβρισκε και άρχισε να φοβάται πως θα αναλωθεί στην πικρία του και δεν το ήθελε με κανέναν τρόπο αυτό. Τότε το μάτι του έπεσε στη λεπτή και ταλαιπωρημένη ράχη ενός βιβλίου που ήταν στριμωγμένο ανάμεσα σε κλασσικούς Ρώσους συγγραφείς. Το έπιασε προσεκτικά, το άνοιξε στην πρώτη του σελίδα και διάβασε:
«Στον μοναδικό, με κάθε έννοια, εγγονό μου»
Ο παππούς. Αυτός είχε γράψει τούτο το βιβλίο Φυσικής Ιστορίας, τότε που ήταν ακόμη δάσκαλος. Αυτός. Αυτός θα μπορούσε να τον γαληνέψει. Αυτός πάντοτε του μιλούσε με τις ώρες και του έδειχνε τον κόσμο, τον μάθαινε να τον παρατηρεί και να αντιδρά σε εκείνα με τα οποία διαφωνούσε. Είχε τώρα την ανάγκη να βυθιστεί και πάλι στα λόγια του, στον κόσμο όπως τον είχαν μαζί ονειρευτεί. Μα το βιβλίο αυτό δεν αρκούσε. Το άφησε πάνω στο μαξιλάρι του και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό του.
Κατέβηκε ακροπατώντας τη σκάλα που οδηγούσε στην αποθήκη. Εκεί θα έβρισκε τα γράμματα που έστελνε ο παππούς από τα ταξίδια του, τα γράμματα που, αν και είχαν γραφτεί για τη γιαγιά πολλές δεκαετίες πριν, εκείνος τα είχε ξεθάψει και τα είχε ήδη διαβάσει τουλάχιστον δυο φορές – κάποια από αυτά περισσότερες.
Θυμόταν ακριβώς πού ήταν το κουτί με τις επιστολές του παππού. Η τάξη που επικρατούσε στην αποθήκη, όπως και σε όλο το σπίτι άλλωστε, κρατούσε κάθε αντικείμενο σταθερά στη θέση του. Έβγαλε το χάρτινο λευκό κουτί από παπούτσια που περιείχε τα γράμματα και κάθισε στο τελευταίο σκαλοπάτι. Άνοιξε το καπάκι και έπιασε κάμποσα γράμματα, διαβάζοντας τη διεύθυνση του αποστολέα και χαζεύοντας τα γραμματόσημα και τις ξένες λέξεις που τα στόλιζαν.
Η πόρτα που έτριξε τον έκανε να βάλει τα γράμματα γρήγορα ξανά στο κουτί, να το κλείσει και να κοιτάξει προς την κορυφή της σκάλας. Με ανακούφιση είδε τη γιαγιά του: «Ήρθα να πάρω λίγο λάδι από το κιούπι» είπε. Και πρόσθεσε: «Είσαι καλά;»
«Ναι, καλά.»
Η ματιά της έπεσε στο κουτί, που το αναγνώρισε αμέσως. Η φωνή της ακούστηκε εύθυμη: «Τα γράμματα του παππού είναι αυτά;»
«Ναι. Είπα να τα διαβάσω λίγο. Σε πειράζει;»
«Τι λες, παιδάκι μου; Πολύ καλά κάνεις και τα διαβάζεις… Χαίρομαι που τον θυμάσαι. Σε αγαπούσε πάρα πολύ.»
Είδε τον εγγονό της να βουρκώνει και ν’ ανοιγοκλείνει τα χείλη του χωρίς να μιλάει. Άπλωσε το χέρι της προς το κουτί: «Να δω κάτι;»
Το αγόρι έγνεψε ζωηρά και σιωπηλά και της έτεινε το κουτί. Εκείνη σήκωσε τα γράμματα, ψάχνοντας κάτω από αυτά, και αναφώνησε χαρούμενη: «Αχ, να το! Πω πω μετά από τόσα χρόνια!»
Άφησε το κουτί στο πάτωμα και κράτησε στο ύψος των ματιών του εγγονού της ένα κοχύλι. Εκείνος περίμενε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό που του έδειχνε, μα η γιαγιά απλώς σώπαινε χαμογελώντας του.
«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε τελικά.
«Αυτό είναι η υπερδύναμη του μπαμπά σου.» Γέλασε με την ξαφνιασμένη γκριμάτσα του αγοριού και συνέχισε: «Κάποτε πήγαμε με τον μπαμπά σου και βρήκαμε τον παππού σου που ήταν σε ένα νησί. Ο μπαμπάς σου το λαχταρούσε αυτό το ταξίδι όσο τίποτε άλλο. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί τόσο ζωντανό, τόσο δυνατό. Πέρασε όλες τις μέρες εκεί δίπλα στον παππού, κρεμασμένος από την αγκαλιά και τα χείλη του. Και ήταν ευτυχισμένος. Την τελευταία μέρα πριν φύγουμε, σηκώθηκε πολύ δυνατός αέρας. Φούσκωσε η θάλασσα και μαύρισε ο τόπος. Κατεβήκαμε και οι τρεις στην παραλία, παρά τις αντιρρήσεις μου. Εγώ στάθηκα κοντά στον δρόμο προσπαθώντας να προφυλαχτώ από την άμμο που είχε ξεσηκωθεί και μας πονούσε. Όμως ο μπαμπάς σου – Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένος ήταν – δε νοιαζόταν! Έτρεχε προς τη θάλασσα που υποχωρούσε και, όταν εκείνη ορμούσε αγριεμένη, επέστρεφε γελώντας κοντά στον παππού. Σε μια τέτοια εφόρμηση προς το νερό, βρήκε το κοχύλι αυτό που το προηγούμενο κύμα το είχε ξεβράσει κοντά στα πόδια του. Το σήκωσε θριαμβευτικά και φώναξε πεισματικά προς τη θάλασσα πως τώρα πια ο θησαυρός αυτός του ανήκει.
»Όταν πια επιστρέψαμε σπίτι, ο μπαμπάς σου έδειχνε σε όλους το κοχύλι του και έλεγε πως ήταν το λάφυρο που κατάφερε και απέσπασε από τη θάλασσα, όταν την νίκησε, παρ’ όλη την αγριάδα της. Το είχε πάντοτε στην τσέπη του και πίστευε πως ήταν η υπερδύναμή του που τον έκανε δυνατό, ανίκητο. Σκαρφάλωνε πάνω σε δέντρα κι έλεγε πως κατακτούσε όλο το σύμπαν. Έτρεχε πιο γρήγορα απ’ όλους φωνάζοντας ‘Φτου ξελευτερία’ κι έλεγε πως θα ελευθερώσει όλον τον κόσμο.»
Η γιαγιά σταμάτησε την αφήγησή της, γιατί η γλυκύτητα της ανάμνησης την έκανε να γεμίσει γέλιο. Μα το αγόρι δεν γελούσε: «Ο μπαμπάς μου όλα αυτά; Ο δικός μου μπαμπάς;»
Η γιαγιά αναστέναξε: «Ναι. Δύσκολο να το πιστέψεις βλέποντάς τον τώρα, ε;»
«Ε, ναι! Τον άκουσες πάνω πώς έκανε; Ποια δύναμη, ποια χαρά μου λες; Ποια υπερδύναμη;»
«Έχεις δίκιο. Ναι, δεν φαίνεται να έχει τίποτε από όλα αυτά πια. Και θυμάμαι ακριβώς την ημέρα που τα έχασε. Είχε επιστρέψει από το σχολείο τρέχοντας, υπολογίζοντας πως εκείνη την ημέρα θα λαμβάναμε γράμμα από τον παππού σου. Όταν όμως είδε το τραπέζι όπου πάντοτε του άφηνα τα γράμματα άδειο, θύμωσε και έφυγε από το σπίτι. Βγήκα να τον φωνάξω, να προσπαθήσω να τον καλοπιάσω με την υπόσχεση του αγαπημένου του φαγητού, μα εκείνος, ανεβασμένος πάνω στη νεραντζιά του δρόμου, φώναζε πως ήταν πια μεγάλος και μόνος του θα αποφάσιζε πότε θα έρθει σπίτι. Πήγα να τον πλησιάσω κι εκείνος, θυμωμένος έκοψε ένα νεράντζι και μου το πέταξε με βία. Η απότομή του κίνηση, όμως, τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει. Τσάκισε τα γόνατά του και έσκισε το χείλος του. Μα τόση ήταν η οργή του που δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν και ίσα ίσα κρατούσαν το βάρος του, έβγαλε από τη τσέπη του το κοχύλι και το πέταξε με δύναμη στο χώμα, φωνάζοντας ότι τον πρόδωσε. Από τότε δεν ξανάπιασε το κοχύλι στα χέρια του. Αλλά ούτε ξαναπίστεψε πως θα κατακτούσε το σύμπαν ή θα ελευθέρωνε τον κόσμο.»
«Σαν να ήταν εδώ η δύναμή του όλη, ε;» είπε το αγόρι, παίρνοντας το κοχύλι από τα χέρια της γιαγιάς του.
Εκείνη, θέλοντας ν’ αφήσει το αγόρι λίγο μόνο του, έκανε πως θυμήθηκε ξαφνικά για ποιο λόγο κατέβηκε στην αποθήκη: «Βρε, ξεχαστήκαμε με την κουβέντα και το τραπέζι δε θα στρωθεί μόνο του! Κάτσε να βάλω λίγο λάδι και, σε κανένα μισάωρο, ανέβα κι εσύ πάνω να φάμε.»
Όταν η γιαγιά έκλεισε την πόρτα της αποθήκης πίσω της, το αγόρι ξανακάθισε στο σκαλοπάτι και περιεργάστηκε το κοχύλι. Μελετούσε κάθε του λεπτομέρεια με τόση προσοχή σαν να διάβαζε σε αυτές τις ιστορίες θάρρους του πατέρα του και τις ρουφούσε αχόρταγα σαν ναυαγός που πίνει το λιγοστό βρόχινο νερό που μάζεψε στις χούφτες του. Και, όταν ήρθε η ώρα να ανέβει στο σπίτι, το έβαλε στην τσέπη του, πιθανώς με την ίδια φροντίδα που το έκανε κι ο πατέρας του.
Το επόμενο πρωί, χωρίς να το πολυσκεφτεί, αποφάσισε να πάρει το κοχύλι μαζί του στο σχολείο. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, χάιδευε με τον αντίχειρά του την τραχιά του επιφάνεια, καθώς παρακολουθούσε με προσοχή την καθηγήτρια. Παραδόξως, έβρισκε πως αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί.
Στο δεύτερο διάλειμμα, στάθηκε μόνος κάτω από τη νεραντζιά στο προαύλιο, αφέθηκε με την πλάτη του στον κορμό της και έβγαλε το κοχύλι από την τσέπη του, για να βυθιστεί ευτυχισμένος στη μελέτη του. Μα, σύντομα, αναδύθηκε ενοχλημένος από τη φασαρία που άκουγε. Κοίταξε, για λίγο αποπροσανατολισμένος, γύρω του και είδε πως δίπλα στα κάγκελα της εξώπορτας οι ίδιοι που χθες του είχαν βάλει τρικλοποδιά είχαν στριμώξει ένα μικρόσωμο πρωτάκι και του απαιτούσαν να τους δώσει τα λεφτά του.
Το αγόρι ίσιωσε το σώμα του και έκανε ένα βήμα μπροστά. Παρακολουθούσε τα αγόρια, που πλέον δεν έφεραν σημάδια από το χθεσινό καυγά, να τρομοκρατούν τον μικρό. Έσφιξε τις γροθιές του με θυμό. Τις έσφιξε τόσο πολύ που το κοχύλι άρχισε να τον πληγώνει, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αντιθέτως. Ξύπναγε όλο του όλο του το κορμί. Ή μήπως αυτό το έκανε η οργή;
Το κοχύλι με έναν κοφτό ήχο έσπασε στα δύο, κόβοντας την παλάμη του. Το αγόρι έφερε αργά το χέρι του μπροστά του και κοίταξε το κομματιασμένο από την οργή κοχύλι και τις σταγόνες από το αίμα του που γυάλιζαν πάνω του.
Εκεί βρισκόταν η δύναμη.
Την ένιωσε να τον γεμίζει. Σήκωσε το κεφάλι του. Και άρχισε να περπατά με μεγάλες δρασκελιές προς τα αγόρια.