Ημερολόγιο ενός δολοφόνου

Προσπαθείς όμως. Προσπαθείς να σκοτώσεις τον μικρό φασίστα που κρύβεις μέσα σου. Θα σου πάρει καιρό. Αλλά είναι ο μόνος φόνος που επιτρέπεται. Επιβάλλεται μη σου πω. Ναι,ναι! Είσαι ένας μικρός… δολοφόνος τελικά.

Πήρα τηλέφωνο την Αθανασία. Μόνο αυτή μπορεί να με βοηθήσει. Να μου εξηγήσει. Να κάνει τα κομπλικέ, απλά. Όχι μόνο γιατί είναι γιατρός ή σοφή. Γιατί είναι κομμουνίστρια. Οι κομμουνιστές ξέρουν πολλά από πολλά.


Άνοιξα τα μάτια μου αλαφιασμένος. Δε μπορούσα να συνέλθω με τίποτα. Τι είναι αυτή η εμμονή; Τι είναι; Όνειρο; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν μπορεί, δεν μπορεί. Δεν μπορεί. Θέλω να κλάψω. Αλλά δε βγαίνει σταγόνα. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ. Τι έχω κάνει; Έχω σκοτώσει κάποιον; Κάτι; Γιατί δε μπορώ να θυμηθώ; Τι έχω κάνει; Έβαλα μια φωνή.

-ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑ…

Έκλαψα. Πολλή ώρα. Όταν ηρέμησα, το μόνο που μου βγήκε ήταν… “μπαμπά;;”

Τι έχω κάνει θεέ μου; Γιατί δε θυμάμαι; Ναι. Το ημερολόγιο. Να δω το ημερολόγιο. Πάσχω από μια σπάνια κατάσταση που λέγεται jamai vous, πρέπει να κρατάω ημερολόγιο. Να ανασυνθέτω τα κενά μνήμης που παθαίνω. Ναι. Το ημερολόγιο. Σηκώθηκα. Το βρήκα. Το ξεφύλλισα. Θεέ μου, λείπει μια σελίδα. Περίμενε, όχι πανικός. Όχι. Ηρεμία. Ας το διαβάσω. Από το τέλος. Και ας έχει πει ο γιατρός ποτέ να μη διαβάζω το ημερολόγιο ανάποδα. Αλλά εκεί θα είναι η απάντηση. Δεν μπορεί. Και θα βρω και τη σελίδα που λείπει.


21/01/2020

Χτες πέθανε ο πατέρας μου. Σήμερα τον κάψαμε. 2-3 φίλοι μου και 2-3 φίλοι της μάνας μου. Άλλος κανείς. Πολλοί όμως μας πήραν τηλέφωνο. Οι περισσότεροι ήθελαν να μάθουν αν θα πουλήσουμε το αυτοκίνητο του και το σπίτι που είχε στο όνομά του. Μια συναγωνίστρια μου έστειλε σε μήνυμα πως “το μόνο που δε θα νικήσει ούτε ο σοσιαλισμός είναι ο πόνος της απώλειας”. Ότι το είχε πει ο Λένιν. Με ρώτησε αν θα δώσω λεφτά στη μνήμη του. Εγώ ήθελα απλώς να βρίσω και να σπάσω τα πάντα. Ο μικρός φασίστας που κρύβω μέσα μου. Μου λείψαν οι παλιοί μου σύντροφοι σήμερα. Η μάνα μου έκλαιγε. Όχι γιατί της έλειπε μόνο. Σκεφτόταν μήπως δεν είχε περάσει όσο πιο όμορφα γινόταν ο πατέρας μου. Δεν ξέρω από αγάπη μάλλον.

20/01/2020

Γύρισα Αθήνα. Γύρεψα τη Βάσω.

-Είμαι με κάποιον άλλο.

-Τι λες ρε Βάσω; Πότε;

-7 μήνες.

-Τι 7 μήνες; Με δουλεύεις;

Πήγα σπίτι της.

-Τι περίμενες ρε; Δεν έχεις όρεξη. Συνέχεια σε κατάθλα.

-Είσαι σοβαρή τώρα;

-Τι θες τώρα μωρε; Έτσι είμαι εγώ. Ξαδέρφια θα γίνουμε; Ο άλλος είναι καλύτερος, ξέρεις σε τι…

Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από τη μάνα μου. Μήνυμα.

“Πέθανε”.

Σκέτα, πέθανε.

-Έχεις να πεις τίποτα άλλο η να έφευγες; μου είπε…

Τη χαστούκισα. Ντράπηκα. Όχι για αυτήν. Για το μικρό φασίστα που κρύβω μέσα μου.

19/01/2020

Ο μικρός φασίστας που κρύβω μέσα μου. Μου πήρε 36 ώρες να ρωτήσω ένα “πώς σε λένε;” ή  “γιατί είστε εδώ;”. Ήταν εκεί γιατί δεν είχαν “χαρτιά”.

5 μήνες.

Χωρίς προαυλισμό.

Χωρίς φαγητό και νερό.

-Καλά, πώς τρώτε;

-Μας φέρνει η πακιστανική κοινότητα. Μας φέρνουν και οι μπάτσοι καμιά φορά. Σουβλάκια. Βάζουν στοιχήματα.

Τον κοίταζα χαμένα.

-Τι στοιχήματα;

-Είμαστε μουσουλμάνοι, δεν τρώμε κρέας. Βάζουν στοιχήματα αν θα τα φάμε όταν μας βλέπουν πεινασμένους.

Δικάστηκα. Καταδικάστηκα.

18/01/2020

Ένας φίλος, συναγωνιστής μου έφερε φαγητό. 3 κρουασάν. Και 3 νερά.

Ο ένας Πακιστανός με πλησίασε. Και μου ξύπνησαν όλα τα μικροαστικά αντανακλαστικά. Αυτά που λέω “ο μικρός φασίστας που κρύβω μέσα μου”.

Με ρώτησε στα αγγλικά κάτι για το φαγητό…

Κάνε θεέ μου να φύγει γρήγορα.

-Πάρτα όλα, του είπα.

Αχ, ας φύγει. Ποιος ξέρει ποιος είναι, τι έχει κάνει…

Ήρθε πιο κοντά.

Ας φύγει, ας φύγει, σε παρακαλώ.

-Πάρτα όλα, του ξαναείπα.

-Δεν θέλω το φαγητό σου. Είδα που δεν το τρως και σκέφτηκα μήπως θες το δικό μου φαΐ.

Τον κοίταξα. Έβαλα τα κλάμματα. Με ρώτησε πώς με λένε και τι έχω κάνει.

5 ώρες μετά, βράδυ, με πλησίασε ο άλλος Πακιστανός. Όχι ρε γαμώτο. Τι θέλει τώρα κι αυτός; Γλίτωσα από τον ένα, ήρθε ο άλλος.

-Τι θες, του είπα.

-Είδα πως δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σου έφερα την κουβέρτα μου. Να την κάνεις μαξιλάρι. Βρέχτην με το νερό, να σε δροσίσει. Θα ηρεμήσεις, θα δεις.

Τον κοίταξα. Έκανα ό,τι μου είπε. Γύρισα προς τον τοίχο να μη με βλέπει. Και ξανάβαλα τα κλάμματα.

17/01/2020

Ταξίδι 250 χιλιόμετρα και επιστροφή αυθημερόν. Να δω την κόρη μου. Άργησα να τη γυρίσω. Η μάνα της μου έκανε μήνυση για απαγωγή ανηλίκου. Με συνέλαβαν. Με έβγαλαν με χειροπέδες. Στο Τμήμα μου έβγαλαν τα κορδόνια και τα ρούχα. Μήπως κρύβω ναρκωτικά η κανένα σουγιά, όπως μου εξήγησαν.

-Δεν έχουμε κελί για Έλληνες. Θα σε βάλουμε με τους Πάκηδες, είπαν γελώντας. Κάπου το είχα ξανακούσει αυτό το”Πάκηδες” πρόσφατα.

-Θέλω το κινητό μου και το ημερολόγιό μου, είπα.

-Δεν προβλέπονται ούτε κινητά ούτε βιβλία. Ξαναγέλασαν.

Με κατέβασαν στο κελί. “Μαύρο”, αναπτήρες, μαχαίρια, τράπουλες μέσα, φόρα παρτίδα. Τα βιβλία όμως δεν προβλέπονται. Τα βιβλία είναι επικίνδυνα. Είναι αντίδοτο στο μικρό φασίστα που κρύβουμε μέσα μας. Δεν είμαστε για τέτοια.

Ζήτησα φαγητό και νερό.

-Δεν έχουμε τέτοια δυνατότητα, μου απάντησαν.

Ζήτησα να γράψω αναφορά, μου έφεραν χαρτί και στυλό. Κράτησα το στυλό.

-Μας έκανες τα τρία, δύο, είπε ο φρουρός. Τράβα τώρα με τους λάθρους, θα φας καλά.

-Δε φοβάμαι τους ανθρώπους, απάντησα.

Αλλά φοβόμουν.

Ο βραδυνός φρουρός μου πέταξε μέσα στο κελί το ημερολόγιό μου.

16/01/2020

Έφυγα βιαστικά από τη δουλειά. Έπεσα πάνω στη Βάσω, βιαζόταν. Πήγαινε στα επείγοντα.

-Έχω να δω κάτι Πάκηδες, μωρό μου. Πονάει η κοιλιά τους. Γέλασε.

Με κάλεσε σπίτι της για το βράδυ.

“Θα μαζευτούμε φίλοι να ακούσουμε Βonobo και Μικρούτσικο, να πιούμε κανένα αλκοόλ και κανένα μαύρο, έλα.” Οι μικροί φασίστες που κρύβουμε μέσα μας. Αν δεν ήταν ο πατέρας μου, θα πήγαινα.

15/01/2020

Εφημερεύω σήμερα. Το πρωί με βρήκε μια διευθύντρια από άλλη κλινική στο διάδρομο.

-Τι κάνεις εσυς Δεν τελείωσε ακόμα η σύμβασή σου;

-Κοντεύει, είπα ψόφια.

-Θες να γίνεις μόνιμος;

-Δε νομίζω ότι γίνονται αυτά τόσο εύκολα, ε;

-Όλα γίνονται. Άκου, θα πάμε ένα ταξιδάκι μαζί και όταν θα γυρίσουμε, θα τα μοντάρουμε όλα. Μου έκλεισε το μάτι.

Πήρα τη Βάσω να της το πω νευριασμένος.

-Έλα μωρέ, όλα έτσι γίνονται. Μην κολλάς μωρέ, κάν’ το.

-Τι λες ρε Βάσω;

-Τι; Δε σου αρέσει καθόλου η τύπισσα;

Γέλασε.

Στη βραδυνή μου επίσκεψη, ζήλευα τους ασθενείς μου, που είχαν κρεβάτι στη ΜΕΘ. Ο πατέρας μου πέθαινε διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ. Ένας μικρός φασίστας κρύβεται μέσα σε όλους.

14/01/2020

Η μάνα μου κλαίει. Της είπα ότι οι γιατροί που βλέπουν τον πατέρα μου είναι και καλοί γιατροί και σύντροφοι. Της είπα ότι όλα θα πάνε καλά. Της είπα ψέματα.

Ήρθε ο Χάρης και ο Νικόλας στο νοσοκομείο.

Το σωματείο του νοσοκομείου έκανε κινητοποίηση. Χώθηκα και ‘γω. Ένιωσα καλύτερα.

Όταν ξαναπήγα στο δωμάτιο του πατέρα μου. Πρώτα είχε πάει ένας παπάς να τον διαβάσει, έτσι, στα άσχετα και μετά της ασχημομίλησε ένας γιατρός. Μου μετέφερε το σκηνικό. Δεν ξέρω πώς κρατήθηκα και δεν πήγα να τους αρπάξω από τον λαιμό. Λες όλοι να κρύβουν ένα μικρό φασίστα μέσα τους;

“Έλα μωρε μάνα, σημασία έχει να είναι καλά ο μπαμπάς”.

13/01/2020

Ο πατέρας μου διασωληνώθηκε. Η μάνα μου κλαίει. Τον αγαπάω τόσο πολύ, μου είπε. Δε θυμάμαι να την έχω ξανακούσει να το λέει αυτό. Περίεργοι οι άνθρωποι. Δεν το είχα καταλάβει. Δεν ξέρω από αγάπη, μήπως είμαι εγώ ο περίεργος;

Το απόγευμα πήρα τη Βάσω.

-Ο πατέρας μου είναι βαριά, μπορείς να έρθεις από το νοσοκομείο;

-Δεν μπορώ, αγάπη μου. Έχω κανονίσει ρεμπετάδικο.

-Και πότε θα σε δω, μου λείπεις.

-Βρες ένα χόμπι να μη σου λείπω.

-Ε;

-Άμα φύγεις από εκεί, έλα μετά το ρεμπετάδικο για τρελίτσες.

Κοίταζα μια το κινητό, μια τον πατέρα μου. Διασωληνωμένος στον όροφο. Εκτός ΜΕΘ. Ήθελα να ουρλιάξω. Να βρίσω τους πάντες. Να βρίσω το σύμπαν όλο. Η πιο υποτιμητική βρισιά που σκέφτηκα να απευθύνω στο σύμπαν ήταν “βρωμοφασίστα που κρύβεσαι μέσα μας”. Δεν ξέρω γιατί.

12/01/2020

Είδα τη Βάσω σήμερα. Κάτι δεν πάει καλά.

-Πώς και από την κλινική μου; ρώτησα.

-Ήρθα να δω έναν ασθενή σου. Θα του βάλω “δυο δάχτυλα και κάτι”.

-Ε;

-Θα του κάνω δακτυλική, είπε και γέλασε.

Δεν είναι σωστό αυτό,κάτι δεν πάει καλά, δε μπορούμε να μιλάμε έτσι. Έτσι μιλάει ο μικρός φασίστας που κρύβουμε μέσα μας. Δεν της είπα τίποτα.

-Τι έχεις με ρώτησε;

-Κουράστηκα το πέρα δώθε, 500 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα.

-Εμ, τι πας και συ;

-Είναι η κόρη μου ρε Βάσω.

-Έλα μωρε,ταξιδάκι κάνεις εσύ.Τυχερέ.


Όσο και να διάβαζα το ημερολόγιο, δε μπορούσα να βρω τι έφταιγε. Είχα χάσει και αυτή τη ρημάδα τη σελίδα. Φταίει αυτό το πρόβλημα που έχω. Jamais vous το λένε, σπάνιο πρόβλημα. Τι συνέβαινε; Τι έχω κάνει; Κάτι έχω κάνει. Τι έχω κάνει;


Πήρα την Αθανασία. Κρατούσα την τελευταία σελίδα του ημερολογίου στα χέρια. Δεν πρόλαβε ούτε γεια να μου πει. Άρχισα να διαβάζω. 5 προτάσεις όλες όλες.

27/01/2020

Ξεκίνησα φάρμακα. Μου φέρνουν παρενέργειες. Νομίζω ώρες ώρες ότι έχω εφιάλτες ενώ είμαι ξύπνιος. Σαν να είμαι κάποιος άλλος. Σαν να υπνοβατώ.

Σταμάτησα. Σιωπή και στις δύο άκρες του τηλεφώνου. Η Αθνασία μίλησε πρώτη.

-Αναμενόμενα αυτά στην αρχή. Πρώτα πέτα αυτή τη σελίδα. Σκίστην, πέτα την, κρύφτην.

Έτσι είναι η  Αθανασία, ξέρει πολλά από πολλά. Κομμουνίστρια γαρ.

-Είσαι σίγουρη;

-Ναι.

-Ρε, λες να έχω κάνει κάτι κακό σε κανένα; Τι είναι αυτό; Κράταγα με το χέρι μου το κεφάλι μου.

-Ξέρω τι είναι, μου είπε.

-Τι είναι; ΛΕΓΕ.

-Δεν έχεις σκοτώσει κανένα.Προσπαθείς.

-Μη με τρελαίνεις τώρα.

-Μην ανησυχείς, καλό είναι.

-Τι λες μωρε;

-Αλήθεια, απάντησε με σιγουριά. Προσπαθείς όμως. Προσπαθείς να σκοτώσεις τον μικρό φασίστα που κρύβεις μέσα σου. Θα σου πάρει καιρό. Αλλά είναι ο μόνος φόνος που επιτρέπεται. Επιβάλλεται μη σου πω. Ναι,ναι! Είσαι ένας μικρός… δολοφόνος τελικά.

Γέλασε.

Και γέλασα και ‘γω. Πρώτη φορά. Μετά από πολύ καιρό. Έτσι. Λίγο γαλήνια.

σ.σ.: Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή, μόνο ελαφρώς συμπυκνωμένη. Μπορεί να διαβαστεί από την αρχή προς το τέλος ή από το τέλος προς την αρχή ή με οποιαδήποτε σειρά των κεφαλαίων σαν… Κουτσό. Aφιερώνεται στην Αθανασία Π., που χάρη σε αυτήν, τη θυμήθηκα.

Άρης Ψωμάς

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: