Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά

Η αμερικανίδα συγγραφέας Χάριετ Μπίτσερ Στόου έγινε παγκοσμίως γνωστή με το μνημειώδες έργο της Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά. Η ίδια πήρε μέρος στον αγώνα κατά της δουλείας στις ΗΠΑ. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες και «μεγάλωσε» γενιές αναγνωστών σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα.

Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά

Μισισιπής! Το ποτάμι που τραγούδησαν οι ποιητές… το ποτάμι που κυλά σε παρθένους τόπους, σ’ απέραντες ερημιές, ανάμεσα στα ονειρευτά θαύματα της φύσης…

Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου τρεμοπαίζουν στην υδάτινη επιφάνειά του, που είναι σαν τη θάλασσα πλατειά. Τα καλάμια που τρεμοσαλεύουν, τα μεγάλα μαύρα κυπαρίσσια με τις πένθιμες γιρλάντες τους από βρύα, λάμπουν στο χρυσαφένιο φως. Το ατμόπλοιο, φορτωμένο βαριά, συνεχίζει το δρόμο του.

Οι μπάλες του μπαμπακιού στοιβάζονται στ’ αμπάρια, στο κατάστρωμα, παντού, το μεταμορφώνουν σ’ ένα γκρίζο όγκο. Πρέπει να ψάξουμε προσεχτικά για ν’ ανακαλύψουμε τον φίλο μας το Θωμά, κουβαριασμένον στην πλώρη, ανάμεσα στις μπάλες του μπαμπακιού.

Οι συστάσεις του κυρίου Σέλμπυ έφεραν το αποτέλεσμά τους κι εξάλλου, ο Χάλεϋ, μπόρεσε να διαπιστώσει κι ο ίδιος τη γλυκύτητα και την υποτακτικότητα αυτού του άκακου σκλάβου. Ο Θωμάς είχε τώρα κερδίσει την εμπιστοσύνη του: την εμπιστοσύνη ενός ανθρώπου όπως ο Χάλεϋ!

Στην αρχή τον επιτηρούσε συνέχεια όλη τη μέρα και κάθε νύχτα τον αλυσόδενε. Ύστερα, σιγά – σιγά, η γλυκύτητα κι η εγκαρτέρηση του Θωμά, τον κατέκτησαν: σταμάτησε να τον επιβλέπει, βασίστηκε στο λόγο του και του επέτρεπε να πηγαινοέρχεται ελεύθερος στο καράβι.

Πάντα καλός κι υποχρεωτικός, πάντοτε πρόθυμος να βοηθήσει σ’ όλες τις δουλειές, ο Θωμάς είχε κερδίσει την εκτίμηση όλου του πληρώματος, βοηθώντας με τον ίδιο ζήλο και την ίδια θέρμη, που έδειχνε τον καιρό που δούλευε στο αγρόκτημα, στο Κεντάκυ.

Όταν έβλεπε ότι δεν είχε τίποτα να κάνει, αποτραβιόταν ανάμεσα στις μπάλες του μπαμπακιού, σε μια γωνιά της πλώρης, και διάβαζε τη βίβλο, όπως αυτή τη στιγμή. Εκατό χιλιόμετρα περίπου πριν από τη Νέα Ορλεάνη, η στάθμη του ποταμού βρίσκεται ψηλότερα από το επίπεδο της περιοχής που διασχίζει και κυλάει την πελώρια μάζα του ανάμεσα από στερεά προχώματα, είκοσι μέτρα ψηλά. Από την γέφυρα, σαν από ένα πλεούμενο πύργο, οι ταξιδιώτες αφήνουν το βλέμμα τους να πλανηθεί ελεύθερο, σχεδόν ως το άπειρο. Ο Θωμάς, έβλεπε να περνούν από μπροστά του οι φυτείες, η μια ύστερα από την άλλη, έβλεπε, ανάγλυφο, το ριζικό που τον περίμενε…

Έβλεπε τους σκλάβους που δούλευαν, έβλεπε τις καλύβες τους, αραδιασμένες σε μακριές σειρές, μακριά από τα λαμπρά μέγαρα και τον κήπο του αφέντη τους. Κι όσο ξετυλίγονταν αυτή η εικόνα μπροστά του, η φαντασία του ξαναγύριζε στο παλιό αγρόκτημα, στο Κεντάκυ, που το ’κρυβαν οι φυλλωσιές! Η καρδιά του πετούσε στο σπίτι των Σέλμπυ, με τα μεγάλα, δροσερά δωμάτια και στο δικό του μικρό καλυβάκι, που το ’πνιγαν τα πολύχρωμα λουλούδια… Του φάνηκε πως αναγνώριζε το αγαπημένο πρόσωπο της γυναίκας του, άκουγε το χαρούμενο γέλιο των παιδιών του και το χαριτωμένο κελάηδισμα της μικρής του κορούλας… Ύστερα, όλα έσβησαν… Δεν έβλεπε πια παρά τα ζαχαροκάλαμα και τα κυπαρίσσια στις φυτείες… Κι άκουγε το θόρυβο της μηχανής που – αλοίμονο! του έλεγε πως όλη εκείνη η ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του είχε χαθεί για πάντα!

Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν κι ένας νέος, ευγενής και πλούσιος κύριος, ο Σαιντ – Κλαιρ, που έμενε στη Νέα Ορλεάνη. Μαζί του είχε το κοριτσάκι του, πέντε – έξη χρονών, που το επέβλεπε μια κυρία, συγγενής τους όπως φαίνεται.

Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά

Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά

Ο Θωμάς, είχε προσέξει πολλές φορές το κοριτσάκι: ήταν ένα απ’ αυτά τα ζωηρά, αεικίνητα παιδιά που δεν μπορούν να μείνουν στιγμή στην ίδια θέση, όπως δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί μια ηλιαχτίδα ή η δροσερή αύρα. Το λεπτό προσωπάκι του είχε μιαν αέρινη χάρη· ο κομψός λαιμός, το αβρό κορμάκι, μαρτυρούσαν μια ξεχωριστή ευγένεια. Τα μακριά, καστανόχρυσα μαλλιά που κυμάτιζαν σαν σύννεφο στους ώμους, τα στοχαστικά σκούρα μπλε μάτια που άστραφταν από εξυπνάδα, το έκαναν να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά και τραβούσαν την προσοχή όλων των επιβατών, καθώς το έβλεπαν να πηγαινοέρχεται σαν ανάλαφρη, αέρινη πεταλουδίτσα.

Ο πατέρας της μικρούλας κι η γυναίκα που την πρόσεχε, ήσαν υποχρεωμένοι να τρέχουν συνέχεια από πίσω της. Όταν νόμιζαν όμως ότι την έφτασαν, τους γλύστραγε σαν ανοιξιάτικο σύννεφο. Ντυμένη πάντοτε στα λευκά, περνούσε σαν οπτασία, δίχως να στέκεται στιγμή.

Καμιά φορά, ο θερμαστής, σηκώνοντας το κεφάλι από τη δουλειά του, αντίκρυζε τα μεγάλα μάτια της που βυθίζονταν γεμάτα οίκτο και συμπάθεια, στην πυρωμένη, σκοτεινή τρύπα που δούλευε. Άλλοτε, πάλι, ήταν ο τιμονιέρης που σταματούσε με το χέρι στη ρόδα, χαμογελώντας γιατί στο παράθυρο της καμπίνας του είχε προβάλει για μια στιγμή το αγγελικό προσωπάκι της. Χίλιες φορές, οι χοντρές, σκληρές φωνές την είχαν ευλογήσει και πρόσωπα βλοσυρά είχαν μαλακώσει στο πλησίασμά της. Όταν προχωρούσε ανέμελη, σε μέρη επικίνδυvα, τα ροζιασμένα, μαύρα χέρια, απλώνονταν άθελα για να την προστατεύσουν.

Ο Θωμάς, που ένιωθε περισσή αγάπη για τα παιδιά, την παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον που αύξαινε από μέρα σε μέρα. Του φαίνονταν ότι έβλεπε ένα από τ’ αγγελούδια που, γι αυτά, διάβαζε στη Βίβλο.

Συχνά, περνούσε θλιμμένη και σκεφτική, δίπλα από το αλυσοδεμένο κοπάδι των σκλάβων. Καμιά φορά, πλησίαζε αυτούς τους δυστυχισμένους – άντρες και γυναίκες – και με τα μικρά χεράκια της προσπαθούσε ν’ ανασηκώσει τις αλυσίδες τους. Ύστερα, έφευγε αναστενάζοντας. Δεν αργούσε όμως να ξαναγυρίσει, με τα χέρια γεμάτα γλυκίσματα, καρύδια και πορτοκάλια και τους τα μοίραζε.

Ο Θωμάς, δεν της είχε μιλήσει ακόμα. Ήξερε πόσο δύσκολο είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη ενός παιδιού. Γι’ αυτό, κατέφυγε σε μια πονηριά: ήξερε να πλέκει καλαθάκια με τα κοτσάνια των κερασιών, να σκαλίζει πρόσωπα στα κοκκοκάρυδα και να φτιάχνει τις καταπληκτικότερες σφυρίχτρες. Οι τσέπες του ήταν γεμάτες μ’ αυτούς τους μαγευτικούς πειρασμούς που, έφτιαχνε, άλλοτε, για τα παιδιά του αφεντικού του και που τα χάριζε τώρα στους καινούργιους φίλους του. Η μικρή, έμεινε επιφυλακτική: στεκόταν μια στιγμή κοντά του, πεταχτή σαν πουλάκι, δεχόταν ντροπαλά τα φτωχά του δώρα κι έφευγε. Όμως, στο τέλος, κέρδισε τη συμπάθειά της.

— Πώς λένε τη μικρή δεσποινίδα, τη ρώτησε ο Θωμάς, όταν έκρινε ότι είχε έρθει η κατάλληλη ώρα.

— Ευαγγελίνα Σαιντ – Κλαιρ, είπε η μικρή. Όλοι όμως με φωνάζουν Εύα. Κι εσένα, πώς σε λένε;

— Θωμά. Μα, στο Κεντάκυ, τα παιδιά με φώναζαν μπάρμπα – Θωμά.

— Τότε, θα σε φωνάζω κι εγώ μπάρμπα – Θωμά, είπε η Εύα, γιατί, ξέρεις; – σ’  αγαπώ πολύ. Και πού πηγαίνεις;

— Δεν ξέρω, δεσποινίς Εύα.

— Πώς; δεν ξέρεις;

— Όχι! Πρόκειται να με πουλήσουν, άλλά δεν ξέρω σε ποιόν.

— Ο μπαμπάς μπορεί να σε αγοράσει, είπε ζωηρά η Εύα, και τότε, θα είσαι πολύ ευτυχισμένος. Θα του το ζητήσω, σήμερα κιόλας.

— Ευχαριστώ, μικρή μου δεσποινίς.

Το ατμόπλοιο σταμάτησε για να εφοδιαστεί με καύσιμα σ’ ένα μικρό σταθμό. Η Εύα, ακούγοντας τη φωνή του πατέρα της, έτρεξε προς το μέρος του. Ο Θωμάς, πήγε να προσφέρει τη βοήθειά του στους εργάτες.

Η Εύα στεκόταν μαζί με τον πατέρα της κοντά στα κάγκελα της γέφυρας για να δουν το καράβι όταν θα σαλπάριζε. Η ρόδα γύρισε, χτυπώντας τα νερά: το σκάφος ταλαντεύτηκε κι η μικρή έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στη θάλασσα. Ο πατέρας της, ταραγμένος, θέλησε να πηδήξει κι αυτός, αλλά τον συγκράτησαν μερικοί επιβάτες που είδαν πως μια πιο αποτελεσματική βοήθεια ερχόταν κιόλας στο κοριτσάκι. Ο Θωμάς, πού βρισκόταν δίπλα της την ώρα του ατυχήματος, την είδε να πέφτει. Αδίσταχτα, πήδησε στο νερό, πίσω της. Με τα δυνατά του μπράτσα και το φαρδύ στήθος του, γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι να την αρπάξει, τη στιγμή που η μικρή ανέβαινε πάλι στην επιφάνεια.

Κρατώντας την γερά, κολύμπησε κατά μήκος του καραβιού και την έδωσε σ’ εκατό χέρια, που έσκυβαν για να την πιάσουν, σα ν’ άνηκαν σ’ ένα μονάχα άνθρωπο. Το επόμενο βραδάκι, ύστερα από μια εξαντλητική μέρα, το καράβι πλησίαζε στη Νέα Ορλεάνη. Στο κατάστρωμα γινόταν μεγάλη φασαρία. Καθένας, προσπαθούσε να βρει τα πράγματά του και να τα μαζέψει, για να ’ναι έτοιμος να ξεμπαρκάρει.

Ο φίλος μας ο Θωμάς, καθόταν πάντοτε στην πλώρη, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ανήσυχος, και πότε – πότε κοίταζε  μια συντροφιά, που στεκόταν στην άλλη άκρη του καραβιού.

Σ’ αυτή την ομάδα ήταν η Εύα, λίγο πιο χλωμή από χτες, αλλά δίχως να μαρτυρά τίποτ’ άλλο, την χθεσινή της περιπέτεια, και δίπλα της, ένας άντρας, νέος ακόμη, κομψός, με τον αγκώνα ακουμπισμένο ξένοιαστα σε μια μπάλα από μπαμπάκι. Μπροστά του, ένα χοντρό πορτοφόλι ήταν ανοιγμένο. Δεν χρειαζόταν να του ρίξει κανείς δεύτερη ματιά για ν’ αναγνωρίσει τον πατέρα της.

Είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά, τα ίδια μεγάλα, μπλε μάτια, τα ίδια μελίχρυσα μαλλιά: η έκφρασή τους, όμως, ήταν ολότελα διαφορετική. Το καλοσχεδιασμένο στόμα του, με τα λεπτά χείλη, είχε κάτι το περήφανο και το σαρκαστικό. Ένας αέρας ανωτερότητας, χαρακτήριζε όλες τις κινήσεις του, κι είχε μια περήφανη χάρη. Άκουγε μ’ εύθυμη αδιαφορία και με κάποια περιφρόνηση, τον Χάλεϋ που του εξυμνούσε με χτυπητά λόγια, το εμπόρευμά του.

— Κοντολογίς, είπε, όταν ο Χάλεϋ σταμάτησε, αυτός ο μαύρος έχει συγκεντρωμένες όλες τις αρετές τού κόσμου! Λοιπόν; Ποια είναι η ταρίφα του, όπως λέτε κι εσείς, στο Κεντάκυ; Κοίτα μόνο, μην ανεβάσεις πολύ την τιμή.

— Αν σάς τον δώσω χίλια τρακόσια δολάρια, παίρνω ίσα – ίσα πίσω τα λεφτά μου!

— Με συγκινείς! έκανε  ο άντρας καρφώνοντας ειρωνικά το βλέμμα του στον δουλέμπορο… Ώστε μου τον δίνεις, χάρισμα ας πούμε, μόνο και μόνο για να μ’  ευχαριστήσεις!

— Ναι, γιατί η μικρή φαίνεται ότι τον αγαπά… και με το δίκιο της εξ άλλου.

— Πραγματικά, και για να ευχαριστήσεις τη δεσποινίδα από δω, και για να μάς αποδείξεις τα καλά σου αισθήματα, πόσο τον πουλάς τελικά;

— Μα, κοιτάξτε, ίδρωνε ο Χάλεϋ, τα χέρια του, τα πόδια του, το φαρδύ του στήθος. Είναι δυνατός σαν άλογο. Κοιτάξτε το κεφάλι του! το ψηλό του μέτωπο, που μαρτυρά εξυπνάδα! Θα κάνει ό,τι του πείτε! Αυτό το ξέρω από πείρα. Ένας νέγρος, γεροδεμένος σαν κι αυτόν, στοιχίζει πανάκριβα, ακόμα κι αν είναι ηλίθιος. Αν, λοιπόν, υπολογίσουμε και την εξυπνάδα… Γιατί είναι πολύ ικανός…  Μόνος του διεύθυνε ολόκληρο το αγρόκτημα του κυρίου του.

— Τόσο το χειρότερο! Όσο περισσότερα ξέρουν, τόσο μεγαλύτερους μπελάδες φέρνουν, είπε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο ο νέος άντρας. Οι έξυπνοι νέγροι, το σκάνε, κλέβουν άλογα, κάνουν όλες τις κατεργαριές. Μόνο γιατί είναι έξυπνος, όπως λες, θα μου κόψεις διακόσια δολλάρια…

— Μπαμπά, αγόρασέ τον σε παρακαλώ, όσο κι αν στοιχίζει, είπε η Εύα και σκαρφαλώνοντας σε μια μπάλα από μπαμπάκι, αγκάλιασε το λαιμό του πατέρα της με τα λεπτά μπρατσάκια της. Τον θέλω!

—  Τι να τον κάνεις, κουκλίτσα μου; παιχνιδάκι; ξύλινο αλογάκι; Για λέγε!

— Να τον κάνω ευτυχισμένο!

— Μπράβο! Την ίδια στιγμή, ο Χάλεϋ άπλωσε ένα πιστοποιητικό, υπογραμμένο από τον κ. Σέλμπυ. Ο συνομιλητής του το πήρε και του ’ριξε μια αφηρημένη ματιά.

— Έλα, μέτρησέ τα, είπε στον δουλέμπορο και του έδωσε ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Το πρόσωπο του Χάλεϋ έλαμψε.

— Εντάξει, είπε και βιάστηκε να συμπληρώσει τα χαρτιά της καινούργιας αγοροπωλησίας.

— Έλα, Εύα, πάμε, είπε ο πατέρας της.

Και παίρνοντάς την από το χέρι, πήγε μαζί της, ως τη γωνιά που στεκόταν ο Θωμάς κι ακουμπώντας το δάχτυλό του στο στήθος του σκλάβου, τον ρώτησε:

— Λοιπόν, Θωμά. πώς σου φαίνεται το καινούργιο σου αφεντικό;

Ο Θωμάς, σήκωσε το κεφάλι.

Ήταν αδύνατο να κοιτάξει κανείς αυτόν τον νέο κι ευγενικό Σαιντ – Κλαιρ, δίχως να νιώσει ευχαρίστηση. Ο Θωμάς ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν και φώναξε από τα βάθη της καρδιάς του:

— Ο Θεός να σας ευλογεί, κύριε.

— Ας ελπίζουμε ότι θα το κάνει! Για πες μου όμως, Θωμά, ξέρεις να οδηγείς άλογα;

— Είμαι μαθημένος από άλογα. Είχαμε πολλά, στου κυρίου Σέλμπυ.

— Τότε θα σε κάνω αμαξά, με τη συμφωνία ότι δεν θα μεθάς παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα, εκτός από τις μεγάλες γιορτές… Ο Θωμάς έδειξε να πληγώθηκε.

— Δεν πίνω ποτέ, κύριε!

— Το ’χω ακούσει κι άλλοτε, αυτό το παραμύθι!  Ας είναι, θα δούμε… Τόσο το καλύτερο… Έλα, έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι, είπε, βλέποντας ότι ο Θωμάς έμοιαζε να ’χει πάρει κατάκαρδα αυτή την παρατήρηση. Δεν αμφιβάλω ότι θα τα πάμε καλά μαζί.

— Ω!  Σας το υπόσχομαι, κύριε.

— Και θα ’σαι ευτυχισμένος, πετάχτηκε η Εύα. Ο μπαμπάς είναι τόσο καλός μ’ όλους. Μόνο που του αρέσει να πειράζει τον κόσμο…

— Ο μπαμπάς μένει σκλαβωμένος για τα καλά σου λόγια, μικρούλα μου, γέλασε ο Σαιντ – Κλαιρ και, κάνοντας μεταβολή, ετοιμάστηκε να φύγει.

***

Απόσπασμα από την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά, της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, σε μετάφραση Α. Φερτάκη – εξώφυλλο και σχέδια Ε. Καρύδη. Εκδόσεις Γεμεντζόπουλος (χ.χ. δεκαετία ’70).

Η αμερικανίδα συγγραφέας Χάριετ Μπίτσερ Στόου (14 του Ιούνη 1811 – 1 του Ιούλη 1896) έγινε παγκοσμίως γνωστή με το μνημειώδες έργο της Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά. Η ίδια πήρε μέρος στον αγώνα κατά της δουλείας στις ΗΠΑ. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες και «μεγάλωσε» γενιές αναγνωστών σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: