«Κάποτε στην Ελλάδα»: Iστορικά διηγήματα για την περίοδο 1900-1930

Μια ξεχωριστή ανθολογία διηγημάτων, τόσο στην Τεχνοτροπία γραφής των κειμένων που την απαρτίζουν (που είναι αμιγώς ρεαλιστική), όσο και στην θεματική της σύνδεση (κάθε έργο αναδεικνύει πραγματικά ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο 1900-1930)

Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα συλλογή ιστορικών διηγημάτων με τίτλο «Κάποτε στην Ελλάδα» από τις Εκδόσεις «Γράφημα» και με πρωτοβουλία του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης. 

Μια ξεχωριστή ανθολογία διηγημάτων, τόσο στην Τεχνοτροπία γραφής των κειμένων που την απαρτίζουν (που είναι αμιγώς ρεαλιστική), όσο και στην θεματική της σύνδεση (κάθε έργο αναδεικνύει πραγματικά ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο 1900-1930).

Είναι η περίοδος εμφάνισης, στο προσκήνιο της πολιτικής ιστορίας του τόπου, των εκσυγχρονιστικών συνθημάτων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εν μέσω πολεμικών συρράξεων, τόσο των Βαλκανικών Πολέμων όσο και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα διευρύνει τα σύνορά της. «Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» αποκτά σάρκα και οστά για να καταλήξει στην καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνισμού απ’ τις πατρογονικές του εστίες, σε Μικρά Ασία και Πόντο. Είναι η στιγμή κατά την οποία συγκροτείται η πρώιμη αστική τάξη και διαμορφώνονται τα ανώριμα, ακόμη, χαρακτηριστικά της εργατικής. Η έλευση των προσφύγων και η ανάμειξη των πολιτιστικών πραγματικοτήτων, δημιουργούν νέα αιτήματα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι πολιτικές τού παρελθόντος δεν ανταποκρίνονται, πλέον, στις ανάγκες του εκάστοτε «σήμερα», που μεταβάλλεται με ταχύτητα φωτός.

Αποσπάσματα διηγημάτων

Κωνσταντίνος Λίχνος – Στο καπηλειό

Με τα πολλά και τα λίγα, έφτασα να χρωστάω εκατό δραχμές και βάλε. Το πόσα έχω αρπάξει απ’ τη φουκαριάρα τη μάνα μου δεν το λογαριάζω, δεν μπορώ να το λογαριάσω δηλαδή, καθώς έχω πλέον χάσει το μέτρημα. Κι ό,τι λεφτά βάζει στα χέρια της η κακομοίρα η κυρά Δέσπω, τα ‘χει πληρωμένα με αίμα, ξενοπλένοντας, ξενοσφουγγαρίζοντας και ξενομαγειρεύοντας. Από τότε που μας άφησε χρόνους ο μακαρίτης ο πατέρας μου, στάθηκε άντρας σωστός, και είναι ντροπής πράμα να ‘ρχομε τώρα εγώ και να την ξεζουμίζω για το πιοτί. Εκεί εκατάντησα όμως, ουδεν άλλο να πράττω καθημερινώς παρά να ντροπιάζομαι.

Δεν βαρίεσαι όμως, ποιός θα μπορούσε σήμερις να με ψέξει; Ποιο νοικοκυριό δεν είναι χρεωμένο μέχρι τα μπούνια στο μανάβη ή το μπακάλη; Στις λαϊκές αγορές, που άρχισαν να στήνονται εφέτο για να παρακαμφθεί η κερδοσκοπία των μεσαζόντων, πιότερους να ζητιανεύουν βλέπεις παρά να γυρνάνε με το καλάθι στο χέρι πρόθυμοι να ψωνίσουν. Χώρος μαζικής επαιτείας εγίνηκαν οι λαϊκές. Κι όταν επήγε ο Βενιζέλος στην αγορά της πλατείας Θησείου, για να κάμει τα ψώνια του και να στηρίξει έτσι το νέο θεσμό, κατέληξε να τα μοιράζει στους απόρους που εμαζεύονταν γύρω του σαν αλαφιασμένο μελίσσι. Χαμός είχε γίνει στον τύπο την επομένη, για τον ξεπεσμό του χύδην όχλου που έτεινε τας χήρας στον πρωθυπουργό διά βοήθειαν. Έτσι έχει η κατάστασης δυστυχώς, και δεν ξεχωρίζω εγώ απ’ τους άλλους, επειδής αντίς να χρεωθώ στους μπακάληδες χρεώθηκα στους οινοπώλες.

Όχι πως είμαι και κανένας σεσημασμένος χρεώστης, μην τα παραλέμε. Η κατρακύλα μου ξεκίνησε προσφάτως, μιαν αφορισμένη Δευτέρα προ δύο μηνών όπου με σχολάσαν απ’ τη δουλειά. Φορτοεκφορτωτής στον λιμένα του Περαία ήμανε, χαμάλης δηλαδής, μα έβγαζα τουλάχιστον τα προς το ζείν. Απ’ όταν απολύθηκα και εισέτι, απέμεινα άφραγκος, να γυρίζω αργόσχολος σαν την άδικη κατάρα. Κι όταν δεν σε χωρά ο τόπος και δεν έχεις με κάτι να καταπιαστείς, τι άλλο σου μένει να κάμεις παρά να πας στο καπηλειό; Έτσι για να πιεις δυο γουλιές κρασί και ν’ απολησμονήσεις τα χάλια σου. Αυτό έκαμα κι εγώ, μα σιγά-σιγά το λίγο έγινε πολύ, το πολύ γίνηκε περσότερο και κατέληξα να πίνω με την οκά, τα βράδια μου να κυλάνε στη μέθη και τα λεφτά να ξεγλιστρούν απ’ τα χέρια μου προτού προκάμω να τα μετρήσω. Ούτε πόσο έπινα ήξερα πλέον, ούτε πόσα χρωστούσα και σε ποιους. Κι ούτε μ’ ένοιαζε. Μόνο την Δέσπω ντρέπομαι, άλλον κανέναν. Άμα ξεπέσω τόσο, που να της πάρω πάλε τα δουλεμένα της, να μου κοπούνε τα χέρια. 

 

Αφροδίτη Διαμαντοπούλου – «Ο τελευταίος περίπατος»

Οι κάτοικοι της Σελανίκ ξεχύθηκαν στους δρόμους, πολύχρωμο κιλίμι απλωμένο από τη Χρυσή ως την Κασανδρεωτική πύλη. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον, βγάζοντας τα ημίψηλα καπέλα τους και οι κυρίες χαμογελούσαν κεφάτες στoν απογευματινό τους περίπατο, στη συνοικία των Εξοχών. Στις φτωχογειτονιές, μαζεύονταν άνδρες και γυναίκες στα σοκάκια· αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Το μήνυμα εξαπλωνόταν σαν παλιρροϊκό κύμα «Είμαστε ελεύθεροι!» «Ζήτω η Ελλάδα!» κι όλοι, εργάτες και αστοί, άφηναν τις δουλειές τους κατά μέρος και έτρεχαν από το Ρεζί Βαρδάρ, το Κασμιγιέ, το Καραβάν Σαράι στο Διοικητήριο της πόλης να δουν τους Εύζωνες που θα ύψωναν την ελληνική σημαία. Περίμεναν υπομονετικά και στριμώχνονταν κάτω από τα ξύλινα σπίτια με τα υπερυψωμένα σαχνισιά, προκειμένου να ζήσουν τη στιγμή, που ονειρεύονταν αυτοί και οι πρόγονοί τους.

 

Αντώνης Ε. Χαριστός – Η αγχόνη του Παγκάλου

«Και τι δεν είδαν τα μάτια τους κείνες τις μέρες του ξεριζωμού. Μιλιούνια κατέφθαναν οι εκπατρισμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες στον λιμένα του Πειραιά. Ξεβράκωτοι, με μόνη περιουσία λίγα ρούχα κάτω από τη μασχάλη και τις αναμνήσεις, ολοζώντανες, ενός ανθηρού παρελθόντος στα κάδρα με τις πολύχρωμες αμφιέσεις και τα στολίδια στον λαιμό και τους καρπούς των χεριών να δηλώνουν την κοινωνική τους καταγωγή. Από το Αϊβαλί έως τη Σμύρνη, κι από τη Θράκη έως τον Πόντο, οι μέρες δόξας έδωσαν τη θέση τους στα καπνισμένα πρόσωπα των εκδιωγμένων και τα δέρματα κολλημένα στα κόκαλά τους, να τονίζουν την πείνα που θέριζε τα στομάχια τους. Κι εδώ, στη μητέρα πατρίδα, οι υπεύθυνοι της συμφοράς να κρύβονται πίσω από τους εξαφανισμένους κυβερνήτες και τις πολιτικές αποδράσεις. Οι πολιτικάντηδες ν’ ανεβοκατεβαίνουν στα κυβερνητικά κλιμάκια με ταχύτητα φωτός και τους κομματικούς σχηματισμούς, που βαστούσαν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας, να αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Οι βασιλικοί έριχναν το ανάθεμα στους βενιζελικούς× οι βενιζελικοί επέστρεφαν το ανάθεμα στους βασιλικούς κι όλοι μαζί βούλιαζαν τη χώρα στις αιμάτινες λίμνες χιλιάδων σφαγιασθέντων από τον φανατισμό των Τούρκων. Σούσουρο μεγάλο και οχλοκρατία δάμαζε τα πλήθη τούτες τις μέρες. Μέχρι να ανακηρυχτεί η Δημοκρατία από τον Παπαναστασίου, βολόδερνε η Ελλάς από τα κατασταλτικά μέτρα καθ’ άπασα την επικράτεια της επαναστατικής επιτροπής του Νικόλαου Πλαστήρα και τις απόπειρες αποκατάστασης της βασιλικής εξουσίας υπό ομάδος φίλα προσκείμενων αξιωματικών».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: