“Κεκαρμένοι” – Φαντάρος, την άγρια μετεμφυλιακή δεκαετία του ’50…

Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συνάδελφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις.

"Κεκαρμένοι" - Φαντάρος, την άγρια μετεμφυλιακή δεκαετία του '50…

«Τις εμπειρίες του από το στρατό ο Νίκος Κάσδαγλης είχε την παράλογη (για τους συνηθισμένους ανθρώπους και την εποχή του) τόλμη να παρουσιάσει στο πολυσυζητημένο βιβλίο “Κεκαρμένοι” (κουρεμένοι, νεοσύλλεκτοι, α έκδοση 1959). Πάντα του τολμηρός, νεαρός εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση και πολύ αργότερα πολέμησε ανοιχτά με την πένα του τη χούντα (κείμενο για τον Γιώργο Σεφέρη, 18 κείμενα)», γράφει στο Ριζοσπάστη η Ευγενία Ζωγράφου, με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Bell (1997).

Οι “Κεκαρμένοι” (του ρήματος κείρομαι, από την επιβολή ατιμωτικής ποινής στους στρατιώτες, κεκαρμένοι ἐν χρῷ = κουρεμένοι σύρριζα) είναι το τρίτο βιβλίο του Νίκου Κάσδαγλη, με το οποίο ο συγγραφέας καθιερώνεται στην ελληνική πεζογραφία, το 1959.

«Για το τι συνέβαινε στο στρατό στη δεκαετία του ’50, στην άγρια αυτή μετεμφυλιακή περίοδο, [ο συγγραφέας] αποκαλύπτει σκίζοντας το πυκνό πέπλο σιωπής με τη ρωμαλέα όσο και λιτή, απέριττη γραφή του, πρωτοτυπώντας στη διατύπωση του μύθου. Χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα. Τοποθέτησε από την αρχή το κύριο γεγονός και κατόπιν σε χωριστά κεφάλαια αφηγείται τα όσα συνέβησαν στο καθένα πρόσωπο, που παραβρέθηκε σ’ αυτό. Από την πλευρά, επομένως, όλων των παρευρισκομένων και κατά την άποψή τους αντιμετωπίζεται η πλοκή κι αναπτύσσονται τα επιμέρους γεγονότα» σημειώνει η Ε. Ζωγράφου και συμπληρώνει:

«Πολλά έρχονται στην επιφάνεια, κυρίως η νόσος εκείνων που έχουν κάποια σαρδέλα και πώς προσπαθούν να επιβληθούν στους κατώτερους ιεραρχικά με τον κτηνώδη και βίαιο τρόπο που τους προσφέρει η μηδαμινή τους εξουσία».

Το μυθιστόρημα του Ν. Κάσδαγλη γυρίστηκε ταινία το 1986, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μακρή και διασκευή σεναρίου από τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη.

Το απόσπασμα που παρουσιάζουμε είναι από την πρώτη έκδοση (Κέδρος, Αθήνα 1959), που κυκλοφόρησε με ξυλογραφίες του Γιώργη Βαρλάμου.

Δεν ήξερα ακόμα πού βγάζει, τ’ απόγιομα της τελευταίας μέρας, μισήν ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος. Κοπαδιαστά τον ανεβαίναμε τα στραβάδια. Μερικά είχαν κουρέψει κιόλας το κεφάλι τους – θες γιατί δεν μπιστεύουνταν στους μπαρμπέρηδες του στρατοπέδου, θες γιατί στην πλατεία μπορούσες να παραγγείλεις να σου βάλουνε μια πλάκα κάτω απ’ τη μηχανή, και κέρδιζες ένα κάρτο του πόντου τρίχα, μπορεί και παραπάνω.

Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συνάδελφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις.

Να την περνούσα τώρα, θα την έβγαζα καθαρή τη βασική. Κι αντίς, βρήκα να πιαστώ με το δεκανέα μου, δεύτερη μέρα κιόλας. Με φέραν ως το λαιμό με τα τρεχάματα και τα καψώνια, και μας βάζαν, εξήντα νομάτους μονομιάς, να πεταχτούμε όξω από τη στενή πόρτα του θάλαμου· πίσω μου άκουγα τη ζωστήρα να πέφτει στα στραβά. Σύγκαιρα τρύπωσε δίπλα μου, ξεφωνίζοντας, ένας κακοδεμένος κοντακιανός. Είχε το χέρι στο λαιμό του, μα δεν έφτανε να σκεπάσει τη λουριδιά – στο ριζαύτι είχε ξεγδαρτεί απ’ το χαλκά. Τα ’χε χάσει απ’ την τρομάρα, πάλευε αλαφιασμένος για να βρεθεί μπροστά. Του ’καμα τόπο, και μ’ ένα τελευταίο σπρώξιμο λυτρωθήκαμε από τη μέγκενη της πόρτας, μια δεκαριά. Στο προσκλητήριο λάχαμε στην ίδιαν αράδα. Είχε μια κόκκινη δαχτυλιά στο σβέρκο – θα σκούπισε το αίμα βιαστικά.

– Μα το Χριστό, του λέω, αν απλώσει κανένας πάνω μου, θα γίνει φονικό.

Έστρεψε και με κοίταξε, κάτι μουρμούρισε μέσα στα δόντια, να παρατήσω τα μεγάλα λόγια.

Θα μου πεις μιλούσε σωστά, μα ήμουνα στραβάδι και δεν καταλάβαινα, κι όταν γυρίσαμε απ’ τις ασκήσεις – το πρωινό ξεθέωμα και τις βρισιές – θωρούσα τους εκπαιδευτές για δαιμόνιους.

Έπεσα κι άσκημα· σ’ έναν κοντό μελαχρινό, με μακριά μουστάκια στριμμένα – δε μας άφηνε να σταθούμε σε χλωρό κλαρί. Κι άλλους άκουσα να λένε, μέρες ύστερα, πως μόνο να βγαίναν αξιωματικοί και θα του δείχναν. Σοφίζονταν καψώνια περίεργα, άλλα τα βγάζανε στίβοντας το μυαλό τους, μα τα πολλά τα ’χαν ακούσει. Βλακείες! Χαίρονταν το γδικιωμιό όσο κι ο μαλάκας τη γυναίκα.

Μα εγώ, που δεν καταδεχόμουνα τερτίπια, βρήκα το διάολό μου. Σα βάρεσε προσκλητήριο για το μεσημεριανό συσσίτιο, και χιμήξαν όλοι στην πόρτα, έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου ξεπίτηδες· κι ας ήταν κοντινό, μόνο να ’θελα θα ’βγαιναν πρώτος. Σηκώθηκα  με το χουζούρι μου μόνο σαν είδα το δεκανέα μου – το μουστακαλή – να ξεκλειδώνει τη ζωστήρα.

Η πρώτη δεν έπεσε πάνω μου· μα την περίμενα με τεντωμένα νεύρα, και γύρισα μονομιάς σα να την έφαγα εγώ. Ο δεκανέας με είδε να στρέφω και κοντοστάθηκε, πάνω που ’παιρνε φόρα, ύστερα στράβωσε τα χείλια του και κατέβασε τη ζωστήρα. Τον χαστούκισα, όσο μπορούσα δυνατά, κι αρπαχτήκαμε. Δεν προκάναμε να χτυπηθούμε, μας χωρίσαν ευθύς. Ο λοχίας που στεκότανε σιμά, και δυό τρεις καινούριοι.

Ο λοχίας έπιασε το δεκανέα που γύρευε να μου ριχτεί.

– Σιγά να μην του πιείς το αίμα! αυτό μου ’λειψε, να παίζω και με τα στραβάδια ξύλο!

Δεν πρόκανα ν’ ακούσω άλλο, με σπρώξαν ανάμεσα στους φαντάρους που παραμερίσαν από την πόρτα για να χαζέψουνε τον καβγά, και το σμάρι ξανάκλεισε πίσω μου. Ένιωθα τα χέρια μου να τρέμουν.

Ύστερα το πράμα έμοιαζε να ξεχάστηκε, μπορεί κιόλας να μου κολλούσανε λιγότερο στις ασκήσεις, και καμάρωνα που ’δειξα άντρας και με στιμάραν. Τα χαμπάρια τα πήρα αργά τη νύχτα.

Έκανε διαολεμένο κρύο, γεναριάτικα, και το κουρεμένο μου κεφάλι αναριγούσε. Το ’κρυψα κάτω από τα ρούχα, και δεν κατάλαβα πότε μπήκανε – δεν είχα την έγνοια – μα γρήγορα έστησα τ’ αυτί.

– Δεν τονε θυμάσαι ποιος είναι;

– Ένας ψηλός·  κάπου δω, σιμά στην πόρτα κοιμάται.

Ακόμα δεν είχα μάθει να ξεχωρίζω τις φωνές, μα σίγουρα για μένα μιλούσαν, και ζάρωσα. Είχε βαρέσει σιωπητήριο, δε θα κοτούσαν να κάμουν φασαρία, έλεγα, για να με βρουν.

Ύστερα μου τραβήξαν τα σκεπάσματα, ένας πελώριος λοχίας. Πίσω του ξεχώρισα τις στριμμένες μουστάκες του δεκανέα.

– Θώρα τον, μου σκεπάστηκε απ’ το κεφάλι, να μην τονε γνωρίσουν. Σήκω πάνω, μωρέ!

Όλο μου το κουράγιο το μεσημεριανό χάθηκε. Σηκώθηκα τουρτουρίζοντας, γυμνός, κι έπιασα να φορέσω το παντελόνι μου. Με σταμάτησε ο λοχίας, περιγελώντας.

– Μη ντύνεσαι, και δε σε πάμε στη νύφη. Σκύψε κάτω απ’ το κρεβάτι σου, να δεις.

– Κάτω από το κρεβάτι;

– Σκύψε, ντε! πώς τ’ αγαπά τα λόγια!

Το κρεβάτι χαμηλό, ίσα ίσα χωρούσα· την ίδιαν ώρα με σπρώξανε με τις κλοτσιές, και βιάστηκα να ξετρυπώσω από την άλλη μεριά.

– Πού πας, ρε! ποιος σου’ πε να βγεις;

Είχα βγάλει το πανωκόρμι μου, και γύρισα το κεφάλι με κόπο· είδα τον ψηλό λοχία, αναποδογυρισμένον. Σήκωνε κιόλας το ποδάρι του, να με πατήσει κατακέφαλα, και ξανατρύπωσα.

Ύστερα σούρθηκα κάτω απ’ τ’ άλλο κρεβάτι πασκίζοντας να μην πολυφαίνομαι – μια φορά που δοκίμασα να πιαστώ απ’ το ποδάρι ενός κρεβατιού με χτυπήσανε στα δάχτυλα.

Κι ήρθε κι άλλο κρεβάτι, και πολλά ακόμα κρεβάτια, ξαφνίστηκα που βρεθήκανε τόσα στο θάλαμο. Λαχάνιασα, μα δεν μπορούσα να σταθώ, γιατί μου βαρούσανε κλοτσιές, κι έμαθα να σέρνομαι με τα χέρια μπροστά κλεισμένα γροθιές, γιατί σα με βρίσκανε στα δάχτυλα ήταν ο χειρότερος πόνος, ψιλός και διαπεραστικός κι επίμονος, σαν τον ήχο του βιολιού.

Ήτανε λογής λογής πόνοι· στους ώμους και τα μπράτσα ξαφνικός και μουντός, κι έσβηνε γρήγορα, εξόν άμα βρίσκανε κόκαλο. Στα πλευρά και τη μέση ήταν άσκημο, γιατί μου’ κοβε την ανάσα και βαστούσε πολύ, κάπου κάπου φώναζα δίχως να θέλω. Στο κεφάλι δεν ένιωθα πόνο· έν’ απότομο τράνταγμα όλο κι όλο, μόνο που’ φερνε ζαλάδα. Τ’ αυτιά πονούσανε, πονούσανε πολύ, μα τα φύλαγα με χέρια μου που τ’ άπλωνα μπροστά.

Ο πόνος στα πισινά και τα μεριά μου δεν ήταν σπουδαίος, έμοιαζε σαν του ώμου.

Όμως, σα με βαρούσανε στα δάχτυλα για τα πλευρά, φώναζα.

Ύστερα τα χέρια και τα γόνατά μου πληγιάσαν από τα χώματα και τις ψιλές πετρίτσες στον ασκούπιστο θάλαμο, και τα πλεμόνια με πόνεσαν, κι η ανάσα μου έβγαινε σφυριχτή· και τότε στάθηκα και με βαρούσανε με το κοντάκι ενός ντουφεκιού, μα δεν μπορούσα να φωνάξω γιατί με μπόδαγε η ανάσα, και κουβαριάστηκα κάτω από ’να κρεβάτι για να φυλάγω το κεφάλι μου και την κοιλιά, μα γυρίσανε το ντουφέκι από την κάνη, και μου χώνανε μπηχτές, και  βγήκα όξω κλαίγοντας. Ντρεπόμουν, μα δε γινότανε να κρατηθώ.

Ο λοχίας ο ψηλός μου ’δωσε ένα πολυβόλο να το βαστώ, και μου ’πε να περάσω το θάλαμο γονατιστός, κι οι άλλοι γύρω του γελούσαν που δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου, κουρασμένος απ’ το καψώνι. Ο λοχίας φώναξε: πιο ψηλά, και με βάρεσε στη ρίζα του ραχοκόκαλου, κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος· ξεφορτώθηκα το πολυβόλο και γύρισα ν’ αρπαχτούμε.

Έπεφτε πού για τα κότσια μου. Μ’ έριξε χάμω με το πρώτο και μου ζουλούσε τα μούτρα στις πλάκες, μούγκριζε να φέρουνε μια φούχτα χώμα να μου δώσει να τη φάω.

Τα παράτησα και φώναξα να μ’ αφήσει. Μου ’δωσε δυό πολυβόλα, και μου ’πε να ξαναπάρω το θάλαμο γονατιστός. Μα  δε γινόταν να σηκώσω τα πολυβόλα κατά το γούστο του, όσο κι αν πάσκιζα, και με χτύπησε στο κεφάλι, κι από το τράνταγμα λύσανε τα χέρια μου, και τα πολυβόλα πέσανε χάμω με σαματά. Κουλουριάστηκα καρτερώντας, μα σιγά σιγά κατάλαβα πως κάτι παράξενο έτρεχε, γιατί σταμάτησαν να γελούν, και γύρω μου ήταν η σιωπή, όλα είχαν νεκρώσει.

Σήκωσα το κεφάλι μου που γύριζε, κι άκουσα τη φωνή του λοχαγού:

– Τι στο διάολο γίνεται εδώ; δεν ακούσατε που βάρεσε σκασμός;

Κανένας δεν αποκρίθηκε, και ξανάπε:

– Τσακιστείτε στα κρεβάτια σας· όλοι!

 

Κάτω απ’ τα σκεπάσματα πια, όλος μου ο πόνος, η λύσσα που δε μ’ αφήσαν να τα βάλω μ’ έναν άντρα μοναχόν, ξέσπασε σ’ αναφιλητό. Θα ’κανα φασαρία, γιατί μου φωνάξαν απ’ αντίκρυ:

– Τι θα γίνει, συνάδελφε! θα μας αφήσεις να κοιμηθούμε;

Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει, κι έχωσα το κεφάλι μου κάτω απ’ τ’ αχυρένιο μαξιλάρι, να μην ακούγομαι, κι έκλαψα όσο που σύχασα και με πήρε ο ύπνος.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: