Κώστας Ταχτσής – «Ο θάνατος των ανθρώπων που αγαπάμε είναι πληγή από κοφτερό μαχαίρι…»
«Μα δε δίνω πεντάρα τι θα σκεφτεί ο κόσμος…» – Το «ακατάλληλο» στην Ελλάδα του 1962 «Τρίτο στεφάνι» καθιέρωσε τον Κώστα Ταχτσή στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας
Ο ποιητής και συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στις 8 του Οκτώβρη 1927 και έφυγε από τη ζωή στις 25 του Αυγούστου 1988.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1951 και ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956.
Το έργο που τον καθιέρωσε είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», «μια ευφυής ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των Ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή».
Ξεκίνησε να το γράφει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του (με βέσπα!) σε χώρες της Ευρώπης και το ολοκλήρωσε στην Αυστραλία. Το έργο κρίθηκε ως «ακατάλληλο» στην Ελλάδα και δεν εκδόθηκε ως το 1962 που το τύπωσε με δικά του έξοδα ο συγγραφέας.
Ο ομοφυλόφιλος και τραβεστί Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια στο σπίτι του σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το έγκλημα δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Το τέλος του «είναι το τέλος της παράτολμης και διαβρωτικής πορείας ενός χαρισματικού ανθρώπου που σπαταλήθηκε στα πάθη του αλλά στη δουλειά του ήταν άτεγκτος με τον εαυτό του και δεν έκανε καμία αβαρία στο όνομα της γραφής. Κατέβηκε συνειδητά στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στον δικό του παράδεισο και στην κόλαση, αναλαμβάνοντας το κόστος που είχε αυτό στην προσωπική ζωή του, αλλά ταυτόχρονα παρέμεινε πάντα στα χαρακώματα ενάντια στην επερχόμενη βαρβαρότητα. Γι’ αυτό διαβάζεται σήμερα και από νεότερες γενιές, γι’ αυτό το κορυφαίο έργο του, το Τρίτο στεφάνι, έχει κεντρική θέση στον μικρό κατάλογο των long sellers της νεοελληνικής λογοτεχνίας» σημειώνει η Μικέλα Χαρτουλάρη, στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του «Τρίτου στεφανιού» που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Από το ίδιο βιβλίο αντιγράφουμε ένα μικρό απόσπασμα:
(…)Την ημέρα που εξαφανίστηκε η Βικτωρία, η κυρα-Εκάβη ήταν απ’ το πρωί σε μένα και μου διόρθωνε δυο φουστάνια που είχα βάψει. Όταν πέθαν’ ο συχωρεμένος, είχα βρεθεί χωρίς ούτε ένα μαύρο φουστάνι να φορέσω. Ύστερ’ από τ’ αλλεπάλληλα πένθη της οικογένειας, είχα τόσο σιχαθεί τα μαύρα που, μόλις ξεπένθησα, δεν τα ’θελα πια ούτε μέσα στη ντουλάπα μου τα γρουσούζικα. Τα χάρισα από δω κι από κει. Το τελευταίο, ένα έκτακτο μαροκέν, το είχα δώσει της Πολυξένης μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Προτιμούσα να μη σκέπτομαι ότι μπορούσα να το χρειαστώ μια μέρα. Ενώ σ’ όλα τα ζητήματα είμαι πρακτική, όταν πρόκειται για θανάτους παραλύω. Το ίδιο σφάλμα είχα κάνει και με το ζήτημα του οικογενειακού μας τάφου: μου είχαν στείλει επανειλημμένως ειδοποιήσεις να πληρώσω το φόρο, απ’ την εποχή του θανάτου του μακαρίτη του μπαμπά δεν είχαμε πληρώσει καθόλου φόρο, κι εγώ το ανέβαλλα συνεχώς. Δεν ήθελα να το πω του Αντώνη και να του ζητήσω λεφτά, για να μην του βάλω κακές ιδέες στο μυαλό. Και τηλεφωνούμε το πρωί της επομένης μέρας στο νεκροταφείο να τους ειδοποιήσουμε ν’ ανοίξουνε τον τάφο, και μας λένε: «Δεν έχετε δικαίωμα ταφής». «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου!» τους λέει ο καημένος ο θείος Στέφανος. «Δυστυχώς δεν εξαρτάται από μας, έχουμε ένα έγγραφο», και τα λοιπά και τα λοιπά. Αναγκάστηκε να τρέξει άρον-άρον στην εφορία να πληρώσει και να πάει να τους χώσει την απόδειξη στα μάτια. Μόλις και μετά βίας προλάβαμε να τον θάψουμε αργά τ’ απόγεμα. Είχε πάρει τόσα φάρμακα στη ζωή του που, έξω από μας, είχε αρχίσει να τουμπανιάζει και να μυρίζει. Θεέ μου, τι εφιαλτικές στιγμές που πέρασα! Κι αν δεν είχα την κυρα-Εκάβη να μου παρασταθεί και να με παρηγορήσει, θα ’χε σαλέψει το μυαλό μου. Η κυρία κόρη μου δεν σκέφτηκε καν να ’ρθει να με φιλήσει σαν παιδί και να μου πει: «Μη στεναχωριέσαι, μάνα». Και καλύτερα που δεν τόλμησε. Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να τη βλέπω στα μάτια μου. Θυμόμουνα τη σύγχυση που μας είχε κάνει, κι έβραζα από θυμό. Τον έφαγε τον άνθρωπο η λάμια, έλεγα με το νου μου. Τον έφαγε κι ησύχασε. «Πάρ’ την», είπα της κυρα-Εκάβης όταν συνήλθα απ’ τη σκοτοδίνη μου και βρήκα την αυτοκυριαρχία μου, «πάρ’ την και πήγαινέ τηνε στη θεία Κατίγκω, και πες στο θείο Στέφανο να κάνει ό,τι κάναμε με το μπαμπά και τη μαμά. Ξέρει εκείνος. Και γυρίζοντας», της λέω, «πέρνα απ’ το εμποράκι και πάρε δυο φακελάκια μαύρη μπογιά Άρτι. Δεν έχω τίποτα μαύρο να φορέσω!». Το μυαλό μου άρχισε ξαφνικά να δουλεύει με μια διαύγεια σα να μην ήταν δικό μου. Θα μ’ αχούνε οι γειτόνισσες να ζητάω μπογιά Άρτι, έλεγα με το νου μου, και θα λένε πως είμαι αναίσθητη και πως δεν τον αγαπούσα. Μα δε δίνω πεντάρα τι θα σκεφτεί ο κόσμος. Τι ξέρουν όλ’ αυτά τα υποκείμενα για μένα και τον Αντώνη, για τις χαρές και τις λύπες που περάσαμε μαζί, για τα οχτώ ολόκληρα χρόνια που ζήσαμε μαζί! Θ’ απορούν που δεν κλαίω και δεν ξεφωνίζω, ωσάν τα ξεφωνητά κι οι υστερισμοί να ’ναι απόδειξη πως πονάει κανείς!…
Τώρα, ύστερ’ από δεκαπέντε μέρες, άρχισα για πρώτη φορά να διερωτώμαι μήπως είχαν δίκιο, μήπως ήμουνα πραγματικώς αναίσθητη και δεν τον αγαπούσα. Ο μπαμπάς έλεγε πως ο θάνατος των ανθρώπων που αγαπάμε είναι πληγή από κοφτερό μαχαίρι, ο πόνος έρχεται αργότερα, όταν η πληγή κρυώσει, και, όπως σε τόσα άλλα πράματα, είχε και σ’ αυτό δίκιο. Τώρα το ξέρω, αλλά τότε δεν ήξερα πως δεκαπέντε μέρες δε φτάνουνε για να κρυώσει αυτού του είδους η πληγή, πως έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να τον κλάψω αληθινά. Όλες εκείνες τις μέρες μετά το θάνατό του τσάκωνα συχνά τον εαυτό μου να σκέπτεται τις λίρες. Τουλάχιστον έχω τις λίρες, έλεγα, κι ύστερα συνερχόμουνα. Νίνα, έλεγα, πώς είναι δυνατόν εσύ, η κόρη του Αραβαντινού, να κάνεις τέτοιες ποταπές σκέψεις; Να ’ναι ακόμα νωπό το χώμα του τάφου του, και συ να σκέπτεσαι τις λίρες! Και τα βράδια δε μ’ έπιαν’ ύπνος, κι όταν κατάφερνα να κοιμηθώ, έβλεπα τρομερούς εφιάλτες. Μόνο τώρα είμαι σε θέση να καταλάβω σε τι κατάσταση ήταν τότε τα νεύρα μου, και πόσο φυσικό κι ανθρώπινο ήταν να σκέπτομαι όπως σκεπτόμουνα. Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα, οι συνθήκες ήταν τόσο αλλόκοτες, που οποιαδήποτε γυναίκα στη θέση μου δε θα είχε φερθεί διαφορετικά. Δεν ήταν θάνατος αυτός όπως ήταν της μαμάς και του μπαμπά. Ήταν ένας εφιάλτης που έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα. Όταν νύχτωσε, θυμάμαι, και τον βάλαμε στο σαλόνι για να τον ξενυχτίσουμε, η θεία Κατίγκω, ο θείος Στέφανος, η κυρα-Εκάβη κι εγώ (οι άλλοι ήταν από ώρα στα καταφύγια), τον κοίταζα στο φως των κεριών -τα καίγαμε αναγκαστικά, δεν είχαμε ηλεκτρικό-, άκουγα τις μακρινές αλλ’ ευκρινείς εκρήξεις που έφταναν απ’ τον Πειραιά, και δεν ήξερα ποιον να κλάψω: εκείνον που ’χε γλιτώσει απ’ αυτόν το βρομόκοσμο, ή εμάς τους ζωντανούς που ένας θεός ήξερε τι έμελλε να δουν τα μάτια μας. Αν ξαφνικά πέσει καμιά μπόμπα απάνω μας, του μιλούσα νοερά, ο μόνος που δε θα πάθεις τίποτα είσ’ εσύ, Αντώνη! Κι έστρεφα αλλού το πρόσωπό μου. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί, δεν ήταν πια ο Αντώνης που ’ξέρα.
Στις τρεις το πρωί σείστηκε ξαφνικά το σπίτι εκ θεμελίων σα να γινότανε σεισμός, σα να ’χε φτάσει αυτή τη φορά πραγματικά η συντέλεια του κόσμου. Κορδέλες-ξεκορδέλες, τα τζάμια έσπασαν, το ένα κερί έσβησε. Έπεσε μπόμπα στο πλαϊνό σπίτι! είπαμε όλοι με το νου μας. Κι ως εκ συμφώνου, πέσαμε στα γόνατα και περιμέναμε τη σειρά μας. Αλλά πέρασαν κάμποσα αγωνιώδη δευτερόλεπτα χωρίς άλλες εκρήξεις. Την άλλη μέρα διαβάσαμε στις εφημερίδες την αιτία της μυστηριώδους εκρήξεως: ένα στούκας είχε ρίξει μια εμπρηστική βόμβα πάνω σ’ ένα εγγλέζικο αρματαγωγό, κι αντί να το ρυμουλκήσουν αμέσως έξω απ’ το λιμάνι, τ’ άφησαν, τα ζώα, να καίγεται πλάι στην προβλήτα, ώσπου πήρανε φωτιά τα πυρομαχικά στ’ αμπάρι κι ανατινάχτηκε στον αέρα, και μαζί μ’ αυτό κι η μισή παραλία του Πειραιά. Πώς ήταν δυνατόν να κλάψω τον Αντώνη, όταν εμείς οι ίδιοι ζούσαμε μέσα σε μια τέτοια κόλαση και δεν ξέραμε αν θα ’μασταν ζωντανοί την άλλη μέρα; Και, φυσικά, βοήθησε κι η αλλαγή του περιβάλλοντος.
Αμέσως μετά την κηδεία πήγα στο σπίτι της θείας Κατίγκως, κι όταν την άλλη μέρα μού πρότεινε να μείνω, αν ήθελα, μαζί τους μόνιμα, δέχτηκα μ’ ευγνωμοσύνη. Μου ήταν αδύνατον να ξαναγυρίσω μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που μου φαινόταν τώρα χειρότερο από τάφος, με μοναδική συντροφιά την κόρη μου. Και συνέβαιναν τόσα συγκλονιστικά γεγονότα κάθε μέρα (οι Γερμανοί είχαν φτάσει στις Θερμοπύλες), που δε μου ’μενε ούτε καιρός, ούτε μυαλό να σκεφτώ τους πεθαμένους. Καταλάβαινα πως, αν ήθελα να επιζήσω κι εγώ κι αυτό το τέρας που κουβαλούσα στην καμπούρα μου, έπρεπε ν’ αφήσω τους αισθηματισμούς στην άκρη και να φανώ πρακτική. «Πώς το ’παθε και δεν ήρθε η νύφη σου μαζί σου;» λέω της κυρα-Εκάβης, έτσι, για να διακόψω τη σιωπή, που είχε αρχίσει να μου πλακώνει το στήθος. Είχα ανάγκη ν’ ακούσω τον ήχο μιας γνωστής ανθρώπινης φωνής. «Δε μου ’πες προχτές», της λέω, «πως θα ’ρχότανε κι εκείνη να μας βοηθήσει;» Η κυρα-Εκάβη σήκωσε το κεφάλι της απ’ το φουστάνι που τρύπωνε, έφτυσε μια κλωστή που ’χε κολλήσει στα χείλη της, στράβωσε το στόμα της ειρωνικά και, μιμούμενη τους μορφασμούς της Βικτώριας, μου λέει: «Είχε πονοκ-έ-φαλο, κι ήθελε να μείνει μο-ό-νη της!…» «Κι ο γιος σου τι κάνει;» Τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Δεν έχω ιδέαν. Άλλοτε ερχόταν και μου διηγείτο καταλεπτώς τους άθλους του. Τώρα δε μου λέει πια λέξη. Αφότου γύρισε απ’ τη Θεσσαλονίκη μαζί της, δεν είναι πια ο παλιός Δημήτρης. Χτες το βράδυ γύρισε στο σπίτι στις δύο τα μεσάνυχτα. Πρέπει, καταλαβαίνεις, να σπάσει τα κέρατά του για να ταΐσει τη φύτρα του Νταβίκου. Έλπιζα πως θα συνήθιζε ο αλάδωτος στην ιδέα, και θα ’βαζε νερό στο κρασί του, αλλά πολύ φοβάμαι ότι τα όνειρά μου θα μείνουν όνειρα». «Ε, μη βιάζεσαι δα και συ», της λέω, «δώσ’ του λίγο καιρό. Περίμενε να διορθωθούν λίγο τα πράματα…»(…)