Κρατάμε όμως, ακόμα, κρατάμε…
Γέμισες πάλι τη βαλίτσα. Κι έφυγες ξανά… Όχι για μεροκάματο αυτή τη φορά… Κύθηρα, Λήμνος, Μακρονήσι. Σ’ έναν πόλεμο που ο νικητής τα ’παιρνε όλα έπρεπε ο χαμένος να ποδοπατηθεί… Στάθηκες όρθιος, δε λύγισες. Κάποτε τα «ταξίδια» τέλειωσαν. Γύρισες πίσω και πάλι απ’ την αρχή…
Ήθελε ακόμα να ξημερώσει. Ο χειμώνας βαρύς. Ανέβαινα απ’ τη δημοσιά, περπατώντας έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο που και τ’ αυτοκίνητα ακόμα θα ‘θελαν να τον αποφύγουν. Στην Καρυά, κοβόταν απότομα κι άρχιζε το μονοπάτι. Απόρησα, γιατί υπήρχε ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι τον Αη Γιώργη από χρόνια. Παλιά όταν ήμουν παιδάκι και μ’ έφερνε το λεωφορείο του Αλέκου από την Άρτα, τα αυτοκίνητα σταματούσαν εδώ. Από κει και πάνω, μόνο για τα ζωντανά και για γερά πόδια. Ήταν τότε που με περίμενες κάτω από την πλατεία, με το γομάρι δεμένο στην καρυδιά, στερέωνες τη μικρή καρό βαλίτσα μου στ’ αριστερά στο σαμάρι, μ’ ανέβαζες πανωσάμαρο κι εσύ από δίπλα ποδαρόδρομο. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, δυο τσγάρες δρόμος.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς ανέβαινα τα πέτρινα σκαλοπάτια που έβγαζαν στην πλατεία. Οι πόρτες των μαγαζιών κλειστές. Η σιδερένια πόρτα τ’ Αη Νικόλα κλειδωμένη κι αυτή, λες και από κάτι είχε να φοβηθεί ο άγιος. Πάνω στα λίγα τραπέζια των καφενείων της πλατείας, αναποδογυρισμένες οι καρέκλες. Ερημιά μαύρη και παγωνιά. Ο γιαννιώτης σήκωνε τα πεσμένα φύλλα γύρω απ’ τον γερο πλάτανο και τα ‘στρωνε σ’ ένα κυκλικό χορό χωρίς αρχή και τέλος. Από την πέτρινη βρύση δεν έτρεχε στάλα νερό. Τέτοια εποχή…
Άφησα πίσω μου την πλατεία. Πέρασα έξω απ’ του Μπλέτσου. Σκοτεινά. Στου Πουρναρά το ίδιο. Και στου Μπέσου. Παγωμένη η νύχτα, σφαλισμένα τα παντζούρια, τα μπουχαριά χωρίς καπνό. Στην άκρη, από το τσιμεντένιο αυλάκι, ακουγόταν το νερό που κυλούσε ορμητικά προς την αυλή του μυλωνά. Μπόρεσα να διακρίνω στο λιγοστό φως που σκόρπιζαν οι κολώνες του ηλεκτρικού την αντάρα που σκέπαζε απέναντι τη Ρουπακιά και κατέβαινε χαμηλά ως τη Γκούρα. Φουσκωμένη αυτή από μεγάλες κατεβασιές νερού που βιάζονταν να συναντήσουν τον Άραχθο.
Μετά τη στροφή του Μπράνα, πάγωσα. Δεν ήταν απ’ το κρύο. Το δίπατο πέτρινο σπίτι στέκονταν πάλι εκεί, όρθιο όπως παλιά. Ένα αχνό φως έφεγγε στο δυτικό παράθυρο που, δεν ξέρω γιατί, δεν είχε πατζούρι. Απ’ όλα τα παράθυρα έλειπαν τα πατζούρια. Ανέβασα το βλέμμα μου στο μπουχαρή. Καπνός;! Τα πόδια μου άρχισαν να κινούνται χωρίς να περιμένουν τις σκέψεις. Έσπρωξα τη λυσιά, δρασκέλισα την αυλή και ζύγωσα τ’ αφτί στην εξώπορτα. Άρχισε να πέφτει ένα ψιλόβροχο που πήγαινε να γίνει χιόνι, άλλαζε γνώμη για λίγο και το γύρναγε πάλι. Ακούγονταν μόνο η φουσκωμένη Γκούρα και οι σταγόνες της βροχής. Έσκυψα στο παράθυρο. Το τραβηγμένο πλεχτό κουρτινάκι της γιαγιάς άφηνε να φανεί το εσωτερικό του σπιτιού.
Σαν μια αόρατη δύναμη να μου ΄δωσε μια σπρωξιά στην πλάτη και πέρασα τη μισάνοιχτη πόρτα. Στάθηκα στο φαρδύ διάδρομο. Στ’ αριστερά το καλοκαιρινό. Μπροστά η σάλα, ένα μικρό, στενό δωμάτιο. Το δικό μου. Πόσα καλοκαίρια πέρασα εδώ μέσα. Πόσα ήταν αυτά που ονειρεύτηκα, πόσα βιβλία διάβασα, σε πόσους τόπους κι εποχές μακρινές κι αδιάβατες για το μπόι μου ταξίδεψα… Το ξύλινο κρεβάτι με το αχυρένιο στρώμα, ακουμπάει ακόμα στον τοίχο, δίπλα στον αδειανό πια γίκο. Στον απέναντι τοίχο η κρεμάστρα αδειανή. Μια τάβλα με μια σειρά από καρφιά καρφωμένα πάνω της. Όλα σκουριασμένα. Οι τσατμάδες χάσκουν μέσα από τους πεσμένους σοβάδες. Παντού σκόνη και σφαλαγγουδιές. Η κλεισούρα έντονη, απλώνεται παντού, ποτίζει τις αισθήσεις…
-Έλα, θα κρυώσεις.
Ένιωσα τους αρμούς μου να λύνονται. Σαν ένα βάρος να ‘πεσε στους ώμους μου απότομα και γω αδύναμος να παραδίνομαι. Γύρισα προς τον οντά. Εσύ;! Μα… πέρασαν τόσα χρόνια… που… Δίπλα στη γωνιά, μαζεμένος κουβάρι, και πάνω στο κόκκινο σάισμα ανάμεσα στα πόδια σου, το μικρό ξύλινο σκαμνάκι που, σε θυμάμαι, ακουμπούσες κι έκοβες τον καπνό σου. Στο ένα χέρι κρατούσες σφιχτά τα καπνόφυλλα και στ’ άλλο το μαχαίρι με την κυρτή λάμα. Δεν σήκωσες το βλέμμα σου. Ακουμπούσες τα φύλλα στο σκαμνάκι κι ύστερα πίεζες πάνω τους το μαχαίρι, κάνοντας ήρεμες ρυθμικές κινήσεις και τα ψιλόκοβες πάνω στο ξύλο. Πολλές ψιλές κοψιές, όλες ίδιες, σα να τα ‘κοβε μηχάνημα. Μια γλυκιά μυρωδιά έφευγε απ’ τα κομμένα φύλλα κι ανακατεύονταν με τον καπνό της φωτιάς που δραπέτευε απ’ τη γωνιά. Όταν φύσαγε ο γιαννιώτης, πάντα κάπνιζε η γωνιά. Δεν πρόλαβα να συνέλθω…
-Σε περίμενα. Πάρε ποτήρια. Βάλε να ζεσταθούμε.
Περπάτησα πάνω στα σανίδια του πατώματος που έτριζαν κάτω απ’ τα βήματά μου. Πρόλαβα να διακρίνω τα κενά που είχε ανοίξει ανάμεσά τους ο χρόνος. Ήταν μεγάλα, σαν τα κενά που ανοίγει μέσα μας η απουσία των αγαπημένων προσώπων. Σαν το δικό σου κενό. Και να που τώρα… Καθώς γέμιζα με τσίπουρο τα ποτήρια σήκωσες για πρώτη φορά τα μάτια σου απ’ τη γωνιά και με κοίταξες. Μ’ εκείνο το αυστηρό και καθάριο βλέμμα που πάντα έκρυβε όλα όσα λαχταρούσε να δει ένα παιδί. Έσπρωξες τον κομμένο καπνό μέσα στη μικρή δερμάτινη καφέ σακούλα και σκούπισες το ξύλο με την παλάμη. Τράβηξες ένα από κείνα τα ψιλά ροζ χαρτάκια, απ’ τη μικρή θήκη της καπνοσακούλας κι έστριψες μια τσγάρα… Για μένα;! Πολλά τα χρόνια που πέρασαν απ’ όταν κάπνισα για τελευταία φορά. Δίσταζα. Γέλασες, με κείνη τη σιγουριά του μεγαλύτερου, όταν ξέρει την αλήθεια που μάταια προσπαθεί να του κρύψει ένα παιδί. Το γέλιο σου… εκείνο το βροντερό γέλιο που αντιλαλούσε στα πλάγια…
-Αϊ, κακή σ’ ημέρα, δεν το καταλάβαινα λες;
Το ‘ξερες;! Τα ζεστά μεσημέρια, τότε που ξάπλωνες αποκαμωμένος να ξεκουραστείς καμιά ώρα, άνοιγα σιγά την πόρτα της σάλας κι έμπαινα σαν ένας μικρός κλέφτης στον οντά. Έπαιρνα την καφέ καπνοσακούλα με τα ροζ χαρτάκια απ’ το σακάκι σου και κατέβαινα τρέχοντας στο πλάι να μη με δει ξένο μάτι. Κακόστριβα, το σάλιωνα, πάλευα κάμποση ώρα με το τσακμάκι, μου ‘σβηνε και πάλι από την αρχή. Και συ, το ξερες;! Ποτέ δεν μου το είπες. Μου έλεγες μόνο πως το κάπνισμα είναι κακό πράμα. Άναψες το τσακμάκι και άπλωσες το χέρι. Έσκυψα και τράβηξα λαίμαργα μεγάλες ρουφηξιές. Σε κοίταζα. Δε σε χόρταινα.
Η βροχή δυνάμωνε. Χτυπούσε δυνατά πάνω στα τσίγκια του στέγαστρου που κάλυπτε την είσοδο του σπιτιού. Ο ήχος πέρναγε μέσα στο σπίτι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και έκανε τη σαστιμάρα μου ακόμα μεγαλύτερη. Άδειασα απότομα το ποτήρι μου. Σε παρατηρούσα σκυμμένο που σύμπαγες τη φωτιά και χάραζες με τη μασιά βαθιές αυλακιές πάνω στη στάχτη. Τα κούτσουρα τριζοβολούσαν και η φλόγα κοκκίνιζε το αδύνατο πρόσωπό σου κι έκανε τα μάτια σου να γυαλίζουν. Έβγαλες τη μαύρη τραγιάσκα, αυτή που κάποτε μου ‘λεγες πως είναι σαν του Βλαδίμηρου, την ακούμπησες στο πάτωμα δίπλα στη γωνιά κι έτριψες το κεφάλι…
-Άλλαξαν πολλά απ’ όταν έφυγα…
Έσκυψες το κεφάλι για λίγο, πήρες την τραγιάσκα, την τίναξες και τη φόρεσες. Άρχισες να μου μιλάς και τότε χάθηκε ο χρόνος, χάθηκαν όλα τριγύρω, έμεινε μόνο η αναμμένη γωνιά, εσύ κι εγώ. Και μου ΄λεγες για τα παλιά χρόνια, τότε που η γη ήταν αφιλόξενη. Οι πλαγιές του βουνού απότομες, το χώμα λιγοστό. Κάρφωνες τον κασμά πάνω στην πέτρα. Σκάβατε τη γη με τα τσαπιά, τις αξίνες, με τα σκεπάρια. Και γυρίσατε τις πλαγιές τ’ ανάποδα και χτίσατε ξερολιθιές, χιλιόμετρα ξερολιθιές, να κρατούν τα χώματα. Και φτιάξατε χωράφια.
-Πέτρα, παντού πέτρα. Χόρταινε το τομάρι δουλειά. Να τη βγάλεις, να την κόψεις, να την πελεκήσεις, να τη βάλεις τη μια πάνω στην άλλη. Μοναχός, όλη μέρα, χωρίς βοήθεια. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Για να μερέψει τούτη η γη, να δώσει καρπό, την ποτίσαμε με πολύ ιδρώτα.
Η γη γέννησε. Ο καρπός λίγος, τα στόματα πολλά. Κι έφυγες με τα μπουλούκια. Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Πελοπόννησος. Τα σπίτια που έχτισες, μετανάστης στον τόπο σου. Μήνες φευγάτος απ’ το χωριό και η Κωστάντω πίσω μοναχή, να καρτερεί τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Να παλεύει με τα χωράφια, να τα βάζει με τα ζωντανά, να κάνει κουμάντο πέντε παιδιά. Φτώχεια. Και ελπίδα…
Μετά ήρθε ο πόλεμος παππού κι έφυγες για την Αλβανία. Κι εκεί στέρηση, πόνος, κακουχίες, μα φλόγα άσβεστη η λευτεριά. Για την πατρίδα έδινες και τη ζωή σου. Δε σου ‘λαχε. Γύρισες πίσω νικητής. Δεν πρόλαβες να κρεμάσεις το τουφέκι, ν’ αγκαλιάσεις το ταίρι σου, να καμαρώσεις τα παιδιά σου, να δεις τον ήλιο λεύτερος. Κατέφτασε άλλος εχθρός, δυνατότερος από τον πρώτο. Αυτός φάνταζε ανίκητος. Έσκιαζε τους άλλους λαούς κι αυτοί υποκλίνονταν στο πέρασμά του.
Βγήκες στο βουνό, να τον πολεμήσεις. Στάθηκες όρθιος, αναμετρήθηκες στα ίσα, πάλεψες σαν λιοντάρι. Τον είχες νικήσει και τον έδιωχνες παππού. Και μαζί μ’ αυτόν έδιωχνες και το παλιό. Στην ανάπαυλα της μάχης, δίπλα στη φωτιά -σαν να σε βλέπω απόψε – ακουμπούσες το κεφάλι στο τουφέκι, όπως τώρα στη μασιά κι ονειρευόσουν να χτίσεις ένα καινούργιο χωριό. Καλύτερο από πριν. Και στο τέλειωμα της μέρας, όταν κουρασμένος θ’ άπλωνες τα πόδια σου στο ξύλινο σκαμνάκι και θα ‘βρεχες τα χείλη με μια στάλα τσίπουρο, θ’ αγνάντευες χαμογελώντας μακριά τον ήλιο που θα ‘γερνε πίσω απ’ το Ξεροβούνι και θα ‘κανες σχέδια για τα παιδιά και τα εγγόνια σου. Με τη σιγουριά του ζευγά που ξέρει πως θ’ ανταμειφτούν τα κόπια του.
Όμως, δεν τα λογάριασες καλά. Οι εχθροί δεν είχαν τελειωμό. Μπροστά σου είχες έναν ακόμα. Πιο ύπουλο, πιο βρώμικο, χειρότερο απ’ τους άλλους. Και πήρε με το μέρος του τον συγγενή, τον γείτονα, τον φίλο. Το σίδερό του ήταν πιο βαρύ. Γέμισες πάλι τη βαλίτσα. Κι έφυγες ξανά με τα μπουλούκια. Κύθηρα, Λήμνος, Μακρονήσι. Όχι για μεροκάματο αυτή τη φορά… Σ’ έναν πόλεμο που ο νικητής τα ’παιρνε όλα έπρεπε ο χαμένος να ποδοπατηθεί, να νοιώσει ένα τίποτα. Στάθηκες όρθιος, δε λύγισες. Κάποτε τα ταξίδια τέλειωσαν. Γύρισες πίσω και πάλι απ’ την αρχή. Στο ένα χέρι το μυστρί και στ’ άλλο η τσάπα. Και πάλι ιδρώτας και πάλι αγώνας και πάλι όνειρα. Και πάντα ένα γιατί…
Δεν μίλαγες ποτέ γι αυτά, όσες φορές κι αν σε ρώτησα. Σώπαινες και χαμήλωνες τα μάτια. Δεν καταλάβαινα τότε. Μα μου ‘λεγες για το μετά, για τα καλύτερα που θα ‘ρθουν. Αυτά που θα φέρναμε εμείς. Ήσουν σίγουρος γι’ αυτό. Κι έκρυβες καλά την πληγή μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια. Από πού ξεκίνησε και που κατάληξε αυτός ο αγώνας… Πόσα αμούστακα αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά έμειναν για πάντα πάνω στις κορφές του Τζουμέρκου. Πόσα ελάτια δεν ήπιαν απ’ το αίμα τους και θέριεψαν κι άπλωσαν τα κλαριά τους κι έφτιαξαν ίσκιο να τα προστατεύουν απ’ την κάψα του καλοκαιριού και το χιόνι του χειμώνα. Και πόσα γλυκόλαλα πουλιά δεν έκατσαν πάνω στα κλαριά και τα συντρόφεψαν με το τραγούδι τους. Εκείνο το τραγούδι που σε θυμάμαι και συ να σιγοψιθυρίζεις. «Τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν…».
Η βροχή έγινε καταιγίδα. Ο αέρας έσπρωχνε τις μαυρισμένες πλάκες της σκεπής. Τις έκανε να αναπηδούν. Το νερό κυλούσε ανάμεσά τους. Πέρασε στο ξύλινο ταβάνι. Άρχισαν να στάζουν στο πάτωμα οι πρώτες σταγόνες. Σε κοίταζα έτσι μαζεμένο δίπλα στη γωνιά να σκαλίζεις τη φωτιά που αργοπέθαινε. Ένα μικροκαμωμένο, γέρικο, σημαδεμένο κορμί που έκρυβε μέσα του τόση φλόγα, τόση έρημο, τόση δίψα. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα χτυπώντας, βγάζοντας ένα θόρυβο σαν κραυγή. Οι σταγόνες έγιναν ρυάκια που κυλούσαν στους τοίχους, απλώνονταν στο πάτωμα. Σχημάτιζαν μικρούς καταρράκτες καθώς έπεφταν με δύναμη από το ταβάνι και ξέπλεναν το δωμάτιο από πόνο, φόβο, ενοχές. Έμειναν η οργή και η συνείδηση δίπλα στη γωνιά. Δίπλα στη φωτιά που πάλευε να μείνει ζωντανή. Τέλος προδιαγεγραμμένο. Όλα κάποτε πεθαίνουν.
Γύρισες πίσω παππού. Κι εγώ δεν είχα τι να σου δείξω. Τα καλύτερα που πίστευες δεν ήρθαν, δεν τα κατάφερα. Ήρθαν μέρες ακόμα πιο κακές. Οι εχθροί είναι πολλοί και δυνατοί, δεν τελειώνουν, ποτέ δεν τέλειωσαν, μόνο ρούχα αλλάζουν. Κι εμείς, είμαστε λίγοι παππού. Πόσο θ’ αντέξουμε; Κρατάμε όμως, ακόμα, κρατάμε…
Από μακριά ακούστηκε ο λυγμός ενός κλαρίνου. Τον πήρε ο αέρας στα φτερά του και τον έμπασε από την ανοιχτή πόρτα στο δωμάτιο κι αυτός έσμιξε με τους ήχους της βροχής και τους χτύπους της καρδιάς μας και οι νότες πήραν το χρώμα της κι έγιναν αίμα. Άπλωσα τα χέρια μου μα δεν σ’ έφτανα. Ήθελα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου φιλήσω τα χέρια, να μεταλάβω δύναμη. Να γυρίσω το χρόνο πίσω, να μη σ’ αφήσω να χαθείς ξανά… Έριξες το πανωφόρι στην πλάτη γυρνώντας προς το μέρος μου. Το πρόσωπό σου ήταν μουσκεμένο.
-Μη σκύψεις το κεφάλι, θα σ’ το πάρουν… Στάσου όρθιος, δυνατός, περήφανος, όπως αυτός που κουβαλάει το δίκιο… Μην τους κάνεις τη χάρη… Μη λυγίσεις… Μην κάνετε τα λάθη τα δικά μας…
Έκλεισες την πόρτα πίσω σου και χάθηκες κι ακόμα δεν κατάλαβα αν τα μάτια σου έσταζαν απ’ τη βροχή ή απ’ τα δάκρυα.
***
Σαν σήμερα, στις 19 του Νοέμβρη 1990, έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Νίκος Χ. Πουρναράς. Γεννήθηκε το 1905 στη Χώσεψη Άρτας (σημερινή ονομασία Κυψέλη). Ένας λεβεντάνθρωπος Τζουμερκιώτης, εργάτης της γης και τεχνίτης της πέτρας, που πορεύτηκε στη ζωή του με εντιμότητα, αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Πήρε μέρος και τραυματίστηκε στον πόλεμο του 1940 – 41. Επιστρέφοντας από το αλβανικό μέτωπο βγήκε με τον ΕΛΑΣ στο βουνό όπου πολέμησε για την απελευθέρωση του λαού από όλα τα δεσμά του και ανταμείφτηκε για την πατριωτική δράση του από τις κυβερνήσεις με διώξεις, ξυλοδαρμούς, εξορίες (Κύθηρα, Λήμνος, Μακρόνησος) και, χρόνια μετά, ένα τεράστιο δίπλωμα κι ένα μετάλλιο…
Παρά τις διώξεις, τις ταλαιπωρίες και το γεγονός ότι είχε μεγάλη οικογένεια, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα, μένοντας πιστός στο Κόμμα του, το ΚΚΕ, ως το τέλος της ζωής του. Πριν φύγει, όρθιος όπως πορεύτηκε, πρόλαβε να μου αφήσει πολλά περισσότερα από το όνομά του – ήταν ο παππούς μου… Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του.