Μαρκ Τουαίην: Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου
Τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε μια τέτοια απολιθωμένη παράδοση, και μπορούν να την επηρεάσουν όσο κι ένας βράχος το κύμα. Και σαν τη δική της διαπαιδαγώγηση, ήταν και η διαπαιδαγώγηση όλων των υπόλοιπων. Και το πιο λαμπερό μυαλό σ’ ολόκληρη τη χώρα δε θα ήταν ικανό να καταλάβει πόσο λαθεμένη ήταν η άποψή της…
Διάσημος Αμερικανός συγγραφέας δημοφιλών και πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων, ο Μάρκ Τουαίην γεννήθηκε στη Φλόριντα στις 30 του Νοέμβρη 1835 και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Απρίλη 1910, στο Κονέκτικατ.
Πολυγραφότατος εκτός από διάσημος συγγραφέας, με την πένα του επέδρασε τα μέγιστα στη διαμόρφωση και εξέλιξη του μυθιστορήματος, όπως αναγνωρίζουν σπουδαίοι μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Το πραγματικό όνομα του Μαρκ Τουαίην ήταν Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, μα κανείς εκτός από τους ειδικούς και τους ερευνητές δεν το γνωρίζει πια αυτό, όπως αντίθετα συμβαίνει με το έργο του που εξακολουθεί να διαβάζεται και να συγκινεί. Δυο από τα πιο διάσημα και πολυδιαβασμένα βιβλία του είναι «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» και «Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν», όμως η σημερινή επετειακή αναφορά μας αφορά σε ένα άλλο σημαντικό και… δαιμονικό στη σύλληψη μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα.
Το «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του βασιλιά Αρθούρου» κοινωνική σάτιρα με βαθύ άρωμα επιστημονικής φαντασίας, διαδραματίζεται στο Κάμελοτ του 528 μ.Χ., όπου ξυπνάει μετά από αναισθησία ένας Αμερικανός μηχανικός από το Κονέκτικατ, ο οποίος ξεγελά τους κατοίκους παριστάνοντάς τους το μάγο, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του στην τεχνολογία της εποχής του. Ο Αμερικανός καταπλήσσει τον απλό κόσμο και κερδίζει την εμπιστοσύνη του βασιλιά Αρθούρου, του οποίου όμως το θάνατο, αν και «μάγος» δεν μπορεί να αποτρέψει. «Κερδίζει» όμως την εχθρική στάση της Καθολικής Εκκλησίας απέναντί του, που νοιώθει να κλονίζεται η επιρροή της από την αυξανόμενη δύναμη του «μάγου» Γιάνκη…
Μεταφέρουμε απόσπασμα από το μυθιστόρημα, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδη, από την έκδοση της “Ελευθεροτυπίας” του 2006:
Μέγαιρα με πρόσωπο αγγέλου, αυτό ήταν και τόσο ψύχραιμη και γαλήνια, τη στιγμή που εμένα πονούσε κιόλας κάθε ίνα του κορμιού μου από οίκτο για τον πόνο αυτού του δύστυχου ανθρώπου. Πάνοπλοι φρουροί κρατώντας δάδες μάς οδήγησαν μέσα από διαδρόμους όπου αντιλαλούσαν τα βήματά μας, κατεβήκαμε κάτι γλιστερά πέτρινα σκαλοπάτια που έσταζαν υγρασία και μύριζαν μούχλα και αιώνες φυλακισμένης νύχτας — μια ατέλειωτη, παγερή κι απόκοσμη διαδρομή, που ούτε καν η φλυαρία της μάγισσας δε βοηθούσε να την κάνει λίγο πιο σύντομη κι ευχάριστη, καθώς μιλούσε αδιάκοπα για τον άνθρωπο που βασανιζόταν και για το έγκλημά του. Κάποιος ανώνυμος πληροφοριοδότης τον είχε κατηγορήσει πως σκότωσε ένα ελάφι στο βασιλικό κτήμα.
«Δεν είναι σωστό να δέχεστε ανώνυμες μαρτυρίες, υψηλοτάτη, θα ’ταν πιο δίκαιο να φέρετε σε αντιπαράσταση κατήγορο και κατηγορούμενο» της είπα.
«Ούτε που μου πέρασε κάτι τέτοιο από το νου, άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία. Μα και να το ’θελα ακόμη, δε θα ’ταν μπορετό, γιατί ο καταδότης έφτασε νύχτα και φορούσε μάσκα- το είπε στο δασοφύλακα κι έφυγε αμέσως, κι έτσι ο δασοφύλακας δεν ήξερε να πει ποιος ήταν».
«Δηλαδή μονάχα ο άγνωστος είδε να σκοτώνουν το ελάφι;».
«Πράγματι, αυτό κανείς δεν το είδε, αλλά ο άγνωστος είδε τούτο τον παλιάνθρωπο, που δε λέει να το βάλει κάτω, να στέκεται κοντά στο σκοτωμένο ελάφι, και ήρθε, πολύ σωστά, με το ζήλο του πιστού υπηκόου και τον κατέδωσε στο δασοφύλακα».
«Άρα και ο άγνωστος βρέθηκε πλάι στο νεκρό ελάφι. Σας φαίνεται απίθανο να το σκότωσε ο ίδιος; Αυτός ο ζήλος του πιστού υπηκόου —του μασκοφορεμένου— μου μοιάζει λιγάκι ύποπτος. Πείτε μου όμως, τι ελπίζει η υψηλότητά σας απ’ το βασανισμό αυτού του ανθρώπου;».
«Δεν πρόκειται να ομολογήσει αλλιώς, μα κι αν δεν ομολογήσει, θα χάσει την ψυχή του. Σύμφωνα με το νόμο, πρέπει να πληρώσει με τη ζωή του για το έγκλημα που έκανε —και να ’σαι σίγουρος πως θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό! — θα βάλω όμως σε κίνδυνο τη δική μου την ψυχή, αν τον αφήσω να πεθάνει πριν εξομολογηθεί και του συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Θα ’μουν τρελή να πάω εγώ στην κόλαση, για χάρη της δίκης τον καλοπέρασης!».
«Μα, υψηλοτάτη, ίσως να μην έχει τίποτε να ομολογήσει».
«Αυτό θα το διαπιστώσουμε σε λίγο. Αν τον αφήσω να πεθάνει στη μέγκενη και δεν έχει ομολογήσει, ίσως πράγματι να μην είχε τίποτε να ομολογήσει —πρέπει να παραδεχτείτε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Έτσι, δεν πρόκειται να πάω εγώ στην κόλαση για κάποιον που πέθανε χωρίς να εξομολογηθεί, αφού δεν είχε τίποτε να ομολογήσει — και σιγουρεύω τη δική μου θέση».
Χαρακτηριστική περίπτωση παράλογου πείσματος της εποχής εκείνης. Θα ήταν μάταιο να της φέρω αντιρρήσεις. Τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε μια τέτοια απολιθωμένη παράδοση, και μπορούν να την επηρεάσουν όσο κι ένας βράχος το κύμα. Και σαν τη δική της διαπαιδαγώγηση, ήταν και η διαπαιδαγώγηση όλων των υπόλοιπων. Και το πιο λαμπερό μυαλό σ’ ολόκληρη τη χώρα δε θα ήταν ικανό να καταλάβει πόσο λαθεμένη ήταν η άποψή της.
Το θέαμα που αντίκρισα με το που πάτησα το πόδι μου στην αίθουσα των βασανιστηρίων, δε θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου-μακάρι να μπορούσε να σβήσει. Ένας ντόπιος γίγαντας, γύρω στα τριάντα, κειτόταν ανάσκελα πάνω σε μια τάβλα, με τους αγκώνες και τους καρπούς δεμένους με σκοινιά που οι άκρες τους κατέληγαν σε βαρούλκα. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο, τα χαρακτηριστικά του συσπασμένα και ακίνητα, στο κούτελό του κόμποι κόμποι ο ιδρώτας. Δεξιά κι αριστερά πάνω από το κεφάλι του ήταν σκυμμένοι δυο παπάδες. Ο δήμιος στεκόταν παράμερα- οι φρουροί άγρυπνοι στα πόστα τους· στις κόχες του τοίχου κάπνιζαν δάδες· σε μια γωνιά καθόταν κουλουριασμένη μια δυστυχισμένη νεαρή ύπαρξη, με πρόσωπο παραμορφωμένο απ’ την αγωνία και το φόβο, με μάτια αγριεμένα σαν του κυνηγημένου ζώου, κι είχε στην αγκαλιά της ένα παιδάκι που κοιμόταν. Τη στιγμή που διαβαίναμε το κατώφλι, ο δήμιος έσφιξε λίγο τη μέγκενη, κι αμέσως ο κατάδικος και η γυναίκα έβγαλαν ταυτόχρονα ένα ουρλιαχτό· έμπηξα μια φωνή, και στη στιγμή ο δήμιος τη χαλάρωσε πάλι χωρίς να νοιαστεί να δει ποιος είχε φωνάξει. Ήταν αδύνατον να επιτρέψω να συνεχιστεί αυτή η φριχτή κατάσταση· και μόνο το θέαμα θα με σκότωνε. Ζήτησα από τη βασίλισσα να μου δώσει την άδεια να τους βγάλω όλους έξω και να μιλήσω ιδιαιτέρως στον αιχμάλωτο-την είδα έτοιμη να μου αρνηθεί, και χαμηλώνοντας τη φωνή μου της είπα ότι δεν επιθυμούσα να της κάνω σκηνή μπροστά στους υπηρέτες, αλλά αυτό που έλεγα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει- ήμουν ο εκπρόσωπος του βασιλιά Αρθούρου και μιλούσα εξ ονόματος του. Κατάλαβε ότι έπρεπε να υποχωρήσει. Της είπα τότε να επιβεβαιώσει το αίτημά μου και μπροστά στους παρισταμένους και κατόπιν να με αφήσουν μόνο. Δεν της ήταν καθόλου ευχάριστο, το κατάπιε όμως· έκανε μάλιστα και κάτι περισσότερο. Ενώ εγώ ήθελα μόνο να με καλύψει με το κύρος της, εκείνη είπε:
«Θα κάνετε ό,τι σας προστάξει ο κύριος από δω. Είναι το Αφεντικό».
Τελικά, ο τίτλος μου έκανε θαύματα: Όλα εκείνα τα θρασύδειλα υποκείμενα πετάχτηκαν πάνω στο άκουσμά του. Οι φρουροί της βασίλισσας μπήκαν αμέσως στη γραμμή, την ακολούθησαν μαζί με τους υπηρέτες που κρατούσαν τους δαυλούς, και ο ρυθμικός χτύπος των βημάτων που απομακρύνονταν, ξύπνησε τον αντίλαλο στα ατέλειωτα υπόγεια λαγούμια. Βοήθησα τον αιχμάλωτο να σηκωθεί και τον απίθωσα σ’ ένα κρεβάτι, του έβαλα φάρμακο στις πληγές και του έδωσα να πιει λίγο κρασί. Η γυναίκα γλίστρησε πλάι μου και τον κοιτούσε με αγωνία και τρυφερότητα, μα ήταν φοβισμένη —σαν κάποιος που φοβάται ότι όπου να ’ναι θα τον διώξουν προσπαθούσε στα κλεφτά να αγγίξει το μέτωπο του άντρα, κι έκανε αμέσως πίσω κάθε φορά που άθελά μου στρεφόμουν προς τη μεριά της —η προσωποποίηση του φόβου. Μάτωνε η ψυχή σου να τη βλέπεις.
«Χριστέ μου!» ξέσπασα. «Χάιδεψέ τον, κοπέλα μου, κάνε ό,τι θέλεις, μη νοιάζεσαι για μένα».
Στα μάτια της ζωγραφίστηκε η ευγνωμοσύνη, όπως στα μάτια ενός ζώου που του κάνεις κάποιο καλό και το καταλαβαίνει. Άφησε αμέσως σε μια άκρη το παιδί, ακούμπησε το μάγουλό της στο πρόσωπο του άντρα και του χάιδευε τα μαλλιά, ενώ δάκρυα χαράς κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια της. Ο άντρας συνήλθε λιγάκι και χάιδεψε με το βλέμμα τη γυναίκα του, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Έκρινα πως ήταν ώρα να διώξω τους υπόλοιπους. Τους ξαπόστειλα κι απομείναμε εγώ και η οικογένεια.
«Και τώρα, φίλε μου, πες μου την ιστορία απ’ τη δική σου τη σκοπιά· την ξέρω μόνο από την άλλη».
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Η γυναίκα όμως έδειξε ικανοποιημένη —έτσι μου φάνηκε— ικανοποιημένη από την πρότασή μου, κι εγώ συνέχισα:
«Με ξέρεις;».
«Μάλιστα. Όλοι σε ξέρουν στο βασίλειο του Αρθούρου».
«Αν η φήμη μου έχει φτάσει στ’ αυτιά σου στη σωστή κι αληθινή της διάσταση, τότε δε θα ’πρεπε να φοβάσαι να μιλήσεις».
Η γυναίκα μπήκε ζωηρά στη μέση:
«Αχ, ευγενικέ μου κύριε, μακάρι να τον πείσεις! Μακάρι να μπορείς και να το θέλεις. Αχ, πόσα τράβηξε ως τώρα — κι όλα αυτά για μένα! Κι εγώ πάλι, πώς να το αντέξω; Αν τον έβλεπα να πεθαίνει γαλήνια και γρήγορα, θα μπορούσα να το αντέξω. Αχ, Χιούγκο μου, δεν αντέχω να σε βλέπω να πεθαίνεις έτσι!».
Έπεσε στα πόδια μου, σερνόταν κλαίγοντας με λυγμούς και συνέχιζε τα παρακάλια. Μα τι ζητούσε; Το θάνατο του άντρα; Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Τότε ο Χιούγκο την έκοψε λέγοντας:
«Σταμάτα! Δεν ξέρεις τι ζητάς. Μπορώ ν’ αφήσω να πεθάνουνε της πείνας οι άνθρωποι που αγαπώ, με αντάλλαγμα έναν ήρεμο θάνατο; Πίστευα πως μ’ ήξερες πιο καλά».
«Λοιπόν» μπήκα στη μέση, «δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Είναι γρίφος το πράγμα. Τώρα…».
«Αχ, καλέ μου αφέντη, αν το θέλεις κι εσύ, πείσε τον! Σκέψου τι πληγές μού ανοίγουν τα μαρτύριά του! Αχ, δεν πρόκειται να μιλήσει! Κι άμα σκεφτείς τι παρηγοριά, τι ανακούφιση είναι ένας ευλογημένος, γρήγορος θάνατος…».
«Τι ανοησίες είν’ αυτές που ξεστομίζεις! Ο άντρας σου θα βγει από δω μέσα ελεύθερος και ζωντανός — ποιος σου ’πε πως θα πεθάνει;»
Το κάτωχρο πρόσωπο του άντρα φωτίστηκε, ενώ η γυναίκα ρίχτηκε πάνω μου με μια έκρηξη χαράς που με άφησε άναυδο, και ξεφώνισε:
«Σώθηκε! —γιατί είναι λόγος του βασιλιά αυτός, ειπωμένος απ’ το στόμα του υπηρέτη του —του βασιλιά του Αρθούρου ο λόγος είναι χρυσάφι!».
«Επιτέλους, καταλάβατε ότι μπορείτε να μου έχετε εμπιστοσύνη. Γιατί δε με πιστέψατε απ’ την αρχή;».
«Ποιος είχε αμφιβολίες; Εγώ μια φορά δεν είχα· ούτε του λόγου της».
«Τότε γιατί δε μου είπες την ιστορία σου;».
«Δε μου είχες δώσει καμιά υπόσχεση· αν το είχες κάνει, θα ’ταν αλλιώτικα».
«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω… Αν και κατά βάθος δεν καταλαβαίνω τίποτε. Άντεξες τα βασανιστήρια και αρνήθηκες να ομολογήσεις· αυτό δείχνει καθαρά, και στον πιο κουτό ακόμη, πως δεν είχες τίποτε να ομολογήσεις…».
«Εγώ, κύριέ μου; Πώς δεν είχα! Αφού εγώ σκότωσα το ελάφι!».
«Εσύ το σκότωσες; Αχ, Θεέ μου, είν’ η πιο μπερδεμένη υπόθεση που…».
«Καλέ μου αφέντη, γονατιστή τον παρακαλούσα να ομολογήσει, όμως…».
«Τον παρακαλούσες! Το πράγμα γίνεται όλο και πιο μυστήριο. Γιατί ήθελες να ομολογήσει;».
«Για να ’ναι γρήγορος ο θάνατός του και να γλιτώσει απ’ τους φριχτούς πόνους».
«Μάλιστα… αυτό έχει κάποια λογική. Εκείνος όμως δεν ήθελε γρήγορο θάνατο».
«Εκείνος; Ω! και βέβαια τον ήθελε!».
«Ε, τότε, γιατί στην ευχή δεν ομολογούσε;».
«Αχ, γλυκέ μου αφέντη, και ν’ αφήσω τη γυναίκα μου και το παιδί μου δίχως ψωμί και σπίτι;».
«Χρυσή καρδιά, τώρα τα κατάλαβα όλα! Ο απάνθρωπος νόμος δημεύει την περιουσία του κατάδικου και πετάει γυναίκα κι ορφανά στο δρόμο. Μπορούσαν να σε βασανίσουν μέχρι θανάτου, μα δίχως καταδίκη ή τη δική σου ομολογία δε θα ’χαν το δικαίωμα να ληστέψουν τη γυναίκα σου και το παιδί σου. Στάθηκες άντρας αληθινός, κι εσύ —αληθινή γυναίκα και πιστή σύζυγος —ήθελες να τον γλιτώσεις απ’ το μαρτύριο, κι ας πέθαινες εσύ μετά της πείνας. Νιώθει κανείς ασήμαντος άμα σκεφτεί τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα όταν κρίνει πως πρέπει να θυσιαστεί. Σας προσλαμβάνω και τους δυο να δουλέψετε στην παροικία μου. Θα σας αρέσει εκεί. Είναι ένα εργοστάσιο όπου θα μεταμορφώσω σε ανθρώπους τα άβουλα αυτόματα που δουλεύουν για λογαριασμό αλλονών».