Μιχαήλ Σόλοχοφ – “Η μοίρα ενός ανθρώπου”
«Εγώ, ρώσος στρατιώτης, να πίνω για τη νίκη των γερμανικών όπλων; Σαν πολλά δε ζητάς, χερ διοικητή; Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, δεν πάτε λοιπόν στο διάβολο και συ και η βότκα σου!»
Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σόλοχοφ γεννήθηκε στην περιοχή του Ροστόφ στον Ντον στη Ρωσία, στις 24 του Μάη 1905 και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Φλεβάρη 1984.
Ενταγμένος από νεαρή ηλικία στις γραμμές των επαναστατών μπολσεβίκων, συμμετείχε στα γεγονότα της επανάστασης και του εμφύλιου πολέμου. Το πρώτο έργο δημοσιεύτηκε το 1923.
Έγινε γνωστός κυρίως από το πολυδιαβασμένο επικό μυθιστόρημα «Ο ήρεμος Ντον». Από τους περισσότερο τιμημένους και πολυδιαβασμένους συγγραφείς της ΕΣΣΔ, καθώς του έχουν απονεμηθεί τα βραβεία Στάλιν (1928), Λένιν (1955) και Νόμπελ (1965), ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες.
“Οι αναγνώστες του, εκφράζοντας την αγάπη τους στον συγγραφέα, τον εξέλεξαν στα 1937 πολιτικό τους εκπρόσωπο στο Ανώτατο Σοβιέτ. Και τότε ο Σολόχωφ απάντησε στα εκατομμύρια των εκλογέων του: «Εγώ γεννήθηκα στο Ντον, εδώ μεγάλωσα, εδώ σπούδασα, εδώ έγινα άντρας, συγγραφέας και μέλος του Κόμματος. Είμαι, ναι, παιδί της μεγάλης και δυνατής μας πατρίδας. Όμως, εδώ στις στέππες του Ντον, θέλω να ζήσω και να πεθάνω τέκνο της στέππας».”
Η νουβέλα του Μιχαήλ Σολόχοφ «Η μοίρα ενός ανθρώπου» είναι ένα από τα πιο γνωστά και μαζί σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γράφτηκε το 1957 και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα «κατηγορώ» ενάντια στο ναζισμό. Κεντρικός ήρωας ο σοβιετικός μαχητής του Κόκκινου Στρατού Αντρέι Σόκολοφ, ο οποίος μετά το τέλος του πολέμου διηγείται την ιστορία του σε κάποιον συμπατριώτη του που συνάντησε τυχαία.
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης (4η, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982 – Μετάφραση: Τάκης Αδάμος) διαβάζουμε:
«(…)Στο θεμέλιο της νουβέλας «Η μοίρα ενός ανθρώπου», ο Σόλοχοφ τοποθετεί τον απλό, τον άσημο, τον κοινό σοβιετικό πολεμιστή, αυτόν που εξάρθηκε ως τα ύψη του παγκόσμιου ήρωα, του κεντρικού πρωταγωνιστή στον Μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο των λαών.
Μέσ’ στην ψυχή αυτού του απλού σοβιετικού μαχητή καταδύεται ο Σόλοχοφ για να αναλύσει από τα βάθη της τα πιο βασικά χαρακτηριστικά που τη συνθέτουν: το άρρηκτο δέσιμό του με την πατρώα γη, την ήρεμη σταθερότητά του ακόμα κι όταν αντικρύζει με τα μάτια γυμνά το θάνατο, τη βαθιά πεποίθησή του για την ορθότητα του πανανθρώπινου σκοπού που επιτελεί.
Ο Μ.Α. Σόλοχοφ είναι ένας κλασικός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Και οι αισθητικοί προβληματισμοί του, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την αλήθεια της ζωής, η ίδια η αποκάλυψη της μοίρας των απλών ανθρώπων μέσα στη θύελλα του πολέμου, δεν είναι παρά αυτή η ίδια η μοίρα του σοβιετικού λαού, αυτή η ίδια η επίπονη, επίμοχθη, γεμάτη θυσίες, ανοδική του πορεία μέσα στην πανανθρώπινη ιστορία».
Στις αρχές του Σεπτέμβρη, εκατόν σαράντα δύο σοβιετικούς αιχμαλώτους μάς μετάφεραν απ’ το στρατόπεδο της πόλης Κιούστριν στο στρατόπεδο Μπ – 14, κοντά στη Δρέσδη. Εκείνο τον καιρό σ’ αυτό το στρατόπεδο υπήρχαν περίπου δυο χιλιάδες δικοί μας. Όλοι δούλευαν στα λατομεία. Βγάζαν, κόβανε, σπάζανε τη γερμανική πέτρα με τα χέρια. Η νόρμα ήταν τέσσερα κυβικά τη μέρα στο άτομο, τη στιγμή που και χωρίς αυτό, η ψυχή μας μόλις κρατιόταν από μια ψιλή κλωστίτσα. Σε δυο μήνες, απ’ τους εκατόν σαράντα δυο της δικής μας ομάδας μείναμε μόνο πενήντα εφτά. Τι λες γι’ αυτό αδερφέ μου; Δεν προλαβαίναμε να θάβουμε τους δικούς μας, όταν ακούσθηκε στο στρατόπεδο πως οι Γερμανοί πήραν πιά το Στάλινγκραντ και τραβούν παραπέρα, προς τη Σιβηρία. Η μια πίκρα πάνω στην άλλη και να μας ζορίζουν τόσο που να μη μπορούμε να σηκώσουμε τα μάτια από τη γη. Κι οι φύλακες του στρατόπεδου κάθε μέρα να πίνουν, να τραγουδούν, να χαίρονται, να θριαμβεύουν.
Ένα βράδι γυρίσαμε από τη δουλιά στην παράγκα. Ολάκερη τη μέρα έβρεχε, τα κουρέλια μας ήτανε μούσκεμα, για στράγγισμα. Τουρτουρίζαμε στον παγωμένο αέρα σαν τα σκυλιά, χτυπούσανε τα δόντια μας. Δεν είχαμε πού να ξεράνουμε τα ρούχα μας, πού να ζεσταθούμε κι από πάνω πεινασμένοι, θεονήστικοι. Το βράδι δε μας δίνανε τίποτα να φάμε.
Έβγαλα τα βρεμένα κουρέλια μου, ξάπλωσα στο ξυλοκρέβατο και λέω: «Τέσσερα κυβικά τους χρειάζονται, ενώ στο μνήμα μας μάς φθάνει κι ένα κυβικό για τον καθένα μας». Μόλις το είπα, βρέθηκε κάποιος παλιάνθρωπος από τους δικούς μας κι ανάφερε στο διοικητή του στρατοπέδου τα πικρά μου λόγια.
Διοικητής τού στρατοπέδου, ή όπως τον λένε αυτοί, λάγκερ-φύρερ, ήταν ο Γερμανός Μύλλερ. Κοντός, γεροδεμένος, με πολύ ανοιχτόχρωμα μαλλιά, ασπρουλιάρης: μαλλιά στο κεφάλι άσπρα, φρύδια, ματόκλαδα, ακόμα και μάτια κάπως ασπρουλιάρικα. Ρούσικα μιλούσε όπως εμείς οι δυο, μόνο που τόνιζε πολύ το «ο», σαν να ήταν γέννημα-θρέμμα της περιοχής του Βόλγα.
Στην παλιανθρωπιά ασυναγώνιστος. Πού τόμαθε αυτό το επάγγελμα, ο τρισκατάρατος! Μάς παρέταζαν μπροστά στο χτίριο -έτσι λέγανε τις παράγκες μας – κι αυτός περνούσε από μπροστά μας με τους εσεσίτες του, με σηκωμένο το δεξί χέρι. Φορούσε δερμάτινο γάντι και το γάντι με φόδρα από μολύβι για να μην πάθουν τίποτα τα δάχτυλά του. Προχωρούσε και χτυπούσε τον κάθε δεύτερο στη μύτη, έτσι που πλημμύριζε στο αίμα. Αυτό το έλεγε «προφύλαξη απ’ τη γρίππη». Και κάθε μέρα το ίδιο. Το στρατόπεδο είχε τέσσερα χτίρια και κάθε μέρα εφάρμοζε τη μέθοδό του στο ένα απ’ αύτά. Κι ήτανε ταχτικός, ο παλιάνθρωπος. Δούλευε και την Κυριακή. Μόνο ένα πράγμα δεν υπολόγισε ο βλάκας: πριν αρχίσει να μας χτυπά, μας έβριζε δέκα λεφτά για ν’ ανάψουν τα αίματά του. Αυτό μάς ανακούφιζε λιγάκι: σαν να ήταν δικά μας τα λόγια, που τάφερνε το αεράκι από την πατρίδα μας. Αν ήξερε πόσο μας ευχαριστούσαν οι βρισιές του, δεν θα μάς έβριζε στα ρούσικα, μα στή γλώσσα του. Μόνο ένας φίλος μας μοσχοβίτης θύμωνε τρομερά. «Όταν βρίζει, έλεγε, κλείνω τα μάτια μου και σα να βρίσκουμε στη Μόσχα, στο Ζατσέπ, κάθομαι σε μια μπυραρία και τόσο θέλω να πιώ μια μπύρα, που νιώθω ζάλη στο κεφάλι μου».
Όταν είπα λοιπόν για τα κυβικά, την άλλη μέρα με κάλεσε αυτός ο διοικητής. Ήρθαν το βραδάκι στην παράγκα ένας διερμηνέας και δυο στρατιώτες. «Ποιος είναι ο Σόκολοφ Αντρέι;» Τους είπα ότι είμαι εγώ. «Ακολούθα μας, σε ζητά ο χερ λάγκερ-φύρερ». Κατάλαβα γιατί με ζητούσε. Αποχαιρέτησα τους συντρόφους μου που ξέρανε πως πηγαίνω σε σίγουρο θάνατο, αναστέναξα και τράβηξα. Στην αυλή του στρατοπέδου κοιτώ τ’ άστρα, τ’ αποχαιρετώ και σκέφτομαι: «Πάει, τέλειωσε, Αντρέι Σόκολοφ, ή όπως σε λένε εδώ: νούμερο 331». Θυμήθηκα τη λύπη της Ιρίνκα και των παιδιών, μα ύστερα η σκέψη αυτή έφυγε και άρχισα να μαζεύω τις δυνάμεις μου, για ν’ αντικρύσω την κάνη του πιστολιού χωρίς φόβο, όπως ταιριάζει σ’ ένα στρατιώτη, για να μη δουν οι εχθροί πως στην τελευταία μου στιγμή μού ήτανε δύσκολο ν’ αποχωριστώ από τη ζωή…
Στο δωμάτιο του διοικητή ήταν λουλούδια στα καθαρά παράθυρα, όπως σε μια καλή λέσχη μας. Στο τραπέζι καθόταν όλη η διοίκηση του στρατοπέδου. Πέντε άτομα. Πίνανε σναπς και τρώγανε λαρδί. Πάνω στο τραπέζι μια ανοιγμένη μπουκάλα με σναπς, ψωμί, λαρδί, μήλα και διάφορες κονσέρβες. Καθώς είδα ξαφνικά όλα αυτά τα φαγώσιμα, θα πιστέψεις, λιγώθηκα και παρά λίγο να κάνω εμετό. Ήμουνα πεινασμένος, σα λύκος, είχα ξεχάσει την ανθρώπινη τροφή, κι εδώ μπροστά μου ήταν όλα τα καλά… Έπνιξα όπως-όπως τη διάθεση που ένιωθα για εμετό, μα τα μάτια μου με πολύ μεγάλο κόπο τα τράβηξα από το τραπέζι.
Μπροστά μου κάθεται μισομεθυσμένος ο Μύλλερ, παίζει με το πιστόλι του, το πετά απ’ το ένα χέρι στο άλλο και με κοιτάζει χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια του, σα φίδι. Εγώ με τα χέρια στις ραφές, χτυπώ τα λυωμένα τακούνια μου και αναφέρω δυνατά: «Αιχμάλωτος πολέμου Αντρέι Σόκολοφ, παρουσιάζομαι σύμφωνα με τις διαταγές σας χέρ διοικητή». Με ρωτά: «Ώστε λοιπόν είναι πολλά για ένα ρώσο Ιβάν να κάνει τέσσερα κυβικά;». «Μάλιστα, του λέω, χερ διοικητή, είναι πολλά». «Και ένα σε φθάνει στο μνήμα;». «Μάλιστα, χερ διοικητή, με φθάνει και περισσεύει».
Σηκώθηκε και λέει: «Θα σου κάνω τη μεγάλη τιμή να σε εκτελέσω τώρα εγώ προσωπικά γι’ αυτά σου τα λόγια. Εδώ μέσα όμως δεν είναι καλά, πάμε στην αυλή». «Όπως θέλετε», του λέω. Στάθηκε, σκέφθηκε λιγάκι, ύστερα πέταξε το πιστόλι στο τραπέζι, γεμίζει ένα ποτήρι σναπς, παίρνει ένα κομμάτι ψωμί, βάζει επάνω ένα κομματάκι λαρδί, και μου τα δίνει λέγοντας: «Πριν πεθάνεις, πιες, ρώσε Ιβάν, για τη νίκη των γερμανικών όπλων».
Είχα πάρει απ’ το χέρι του και το ποτήρι και το ψωμί, μόλις όμως άκουσα αυτά τα λόγια, σα να με ακούμπησε πυρωμένο σίδερο! Σκέφτομαι: «Εγώ, ρώσος στρατιώτης, να πίνω για τη νίκη των γερμανικών όπλων; Σαν πολλά δε ζητάς, χερ διοικητή; Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, δεν πάτε λοιπόν στο διάβολο και συ και η βότκα σου!»
Ακούμπησα το ποτήρι και το μεζέ στο τραπέζι και του λέω: «Σας ευχαριστώ μα δεν πίνω». Χαμογελά: «Δε θέλεις να πιείς για τη νίκη μας; Τότε πιες για το θάνατό σου». Τι είχα να χάσω; «Θα πιώ για το θάνατό μου και για την απολύτρωσή μου από τα βάσανα», του λέω. Πήρα το ποτήρι και το άδειασα με δυο ρουφηξιές, μα δεν άγγιξα το μεζέ. Σκούπισα ευγενικά τα χείλια μου με την παλάμη και του λέω:
«Σας ευχαριστώ για το κέρασμα. Είμαι έτοιμος, χερ διοικητή, πάμε να με ξεκάνετε».
Με κοιτάζει προσεχτικά και μου λέει: «Νάτρωγες τουλάχιστο κάτι προτού να πεθάνεις». Κι εγώ του απαντώ: «Δε συνηθίζω να τρώω τίποτα στο πρώτο ποτήρι». Γεμίζει δεύτερο και μου το δίνει. Πίνω και το δεύτερο ποτήρι, μα πάλι δεν πειράζω το μεζέ. Σκέφτομαι παλικαρίσια: «Ας μεθύσω, προτού να πάω στην αυλή για ν’ αποχωριστώ απ’ τη ζωή». Ο διοικητής σηκώνει ψηλά τα άσπρα φρύδια του και με ρωτά: «Γιατί δεν παίρνεις μεζέ, ρώσε Ιβάν; Πάρε, μην ντρέπεσαι!» Κι εγώ του απαντώ πάλι: «Με συγχωρείτε, χερ διοικητή, μα με το δεύτερο ποτήρι, δεν συνηθίζω να τρώω». Φούσκωσε τα μάγουλά του κι ύστερα άρχισε να χαχανίζει λέγοντας κάτι γρήγορα-γρήγορα γερμανικά, όπως φαίνεται μετάφραζε τα λόγια μου στους φίλους του. Άρχισαν κι αυτοί να γελούν, να μετακινούν τα καθίσματά τους, να γυρίζουν προς το μέρος μου τις μουτσούνες τους και πρόσεξα ότι με κοίταζαν κάπως διαφορετικά, πιο μαλακά.
Μου γεμίζει ο διοικητής το ποτήρι και τα χέρια του τρέμουν από τα γέλια. Το ποτήρι αυτό το ήπια μονορούφι, έκοψα ένα μικρό κομματάκι ψωμί και το υπόλοιπο το έβαλα στο τραπέζι. Ήθελα να δείξω στους καταραμένους, ότι παρ’ όλο που πεθαίνω από την πείνα, δε σκοπεύω να χορτάσω με το δώρο τους κι ότι έχω ρούσικη αξιοπρέπεια και περηφάνεια και πώς δε με έκαναν χτήνος, όσο κι αν προσπάθησαν.
Ύστερα απ’ αυτό ο διοικητής έγινε σοβαρός, διόρθωσε στο στήθος του τα δυο σιδερένια μετάλλια, βγήκε απ’ το τραπέζι άοπλος και μου λέει: «Άκου Σόκολοφ, είσαι πραγματικός ρώσος στρατιώτης. Είσαι γενναίος στρατιώτης. Κι εγώ είμαι στρατιώτης και εκτιμώ τους αξιοπρεπείς εχθρούς. Δε θα σε εκτελέσω. Σήμερα τα ένδοξα στρατεύματά μας βγήκαν στο Βόλγα και κατέλαβαν ολόκληρο το Στάλινγκραντ. Αυτό για μας είναι μεγάλη χαρά, γι’ αυτό σου χαρίζω μεγαλόψυχα τη ζωή. Πήγαινε στο χτίριό σου και πάρε κι αυτό για την τόλμη σου» και μού δίνει απ’ το τραπέζι ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί και ένα κομμάτι λαρδί.
Έσφιξα το ψωμί στο στήθος μ’ όλη τη δύναμή μου, έπιασα το λαρδί με το αριστερό και τόσο τάχασα από την απότομη αυτή στροφή, που δεν είπα ούτε ευχαριστώ. Έκανα κανονική μεταβολή, και τράβηξα προς την πόρτα. Σκέφτομαι: «θα μού σφηνώσει τώρα καμιά ανάμεσα στις πλάτες, και δε θα πάω αυτά τα πράγματα στα παιδιά». Όμως δε συνέβηκε τίποτα. Κι αυτή τη φορά ο θάνατος πέρασε μόνο από κοντά μου, κι ένιωσα την κρυάδα του.
Βγήκα από το δωμάτιο του διοικητή με σταθερή περπατησιά, μα στην αυλή με χτύπησε στο κεφάλι. Μπήκα στην παράγκα έπεσα στο τσιμεντένιο πάτωμα αναίσθητος. Με ξύπνησαν οι δικοί μας ακόμα νύχτα: «Λέγε!». Θυμήθηκα τι μούχε συμβεί στο γραφείο του διοικητή και τους το είπα. «Πώς θα το μοιράσουμε το ψωμί;» ρωτά ο γείτονας στο ξυλοκρέβατο κι η φωνή του τρέμει. «Σ’ όλους εξίσου», τού λέω. Περιμέναμε να ξημερώσει. Το ψωμί με το λαρδί το χωρίσαμε με μια κλωστή. Το ψωμί έπεσε στον καθένα απ’ ένα κομμάτι όσο και το κουτί τα σπίρτα, μαζέψαμε το κάθε ψίχουλο όσο για το λαρδί δεν έφτασε παρά να αλείψουμε τα χείλια μας. Ωστόσο το μοιράσαμε χωρίς καυγάδες.