Ναγκίμπ Μαχφούζ, «Λόγια του πρωινού και του σούρουπου»
Στις 30 του Αυγούστου 2006 έφυγε από τη ζωή ο Αιγύπτιος νομπελίστας συγγραφέας Ναγκίμπ Μαχφούζ, που θεωρείται ως ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της αραβικής λογοτεχνίας.
Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ γεννήθηκε στις 11 του Δεκέμβρη 1911 στο Κάιρο. Στα γράμματα εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία και το πρώτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1939.
Έγραψε δεκάδες μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων καθώς και 25 σενάρια για ταινίες. Από τα καλύτερα έργα του θεωρούνται η περίφημη τριλογία του Καΐρου: «Ο δρόμος κοντά στο παλάτι», «Το Παλάτι των επιθυμιών», «Οι δρόμοι του Νείλου» και «Τα παιδιά από το Γκεμπελάουι».
Το 1988 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1994 είχε γλιτώσει από απόπειρα δολοφονίας με μαχαίρι φανατικών μουσουλμάνων, εξαιτίας της οποίας έχασε μέρος της όρασης και της ακοής του και δυσκολευόταν να γράψει.
Το έργο του είναι πολυμεταφρασμένο σε πάνω από 25 γλώσσες, σε όλο τον κόσμο.
Παραθέτουμε απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ναγκίμπ Μαχφούζ «Λόγια του πρωινού και του σούρουπου», που θεωρείται από τα καλύτερα και τα πιο πρωτότυπα έργα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα. «Αναφέρεται στην ιστορία τριών οικογενειών που έζησαν στο Κάιρο ξεκινώντας από το 1798 έως το 1973. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ αφηγείται την ιστορία της Αιγύπτου και τη σημασία του να είσαι Αιγύπτιος μέσα από την ιστορία ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Οι ιστορίες αυτές είναι οι βιογραφίες ανθρώπων που οι ζωές τους γεφυρώνουν δυο αιώνες» (από το οπισθόφυλλο). Το μυθιστόρημα «Λόγια του πρωινού και του σούρουπου» εκδόθηκε το 1987 στην Αίγυπτο και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2011.
***
Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και οι σκιές των φοινικόδεντρων έπαιρναν τον υπνάκο τους γερμένες στη γη. Ο ήλιος πλημμύριζε με φως την παλιά πλατεία κάνοντας την να λάμπει κι ένα αδιάλειπτο βουητό ξεχυνόταν από τα γύρω δρομάκια. Το νέο αστυνομικό τμήμα και το παλιό δικαστήριο βρίσκονταν στην πλατεία Μπιτ ελ Κάντι. Άνθρωποι ξυπόλυτοι και άλλοι φορώντας πασούμια με στολίδια βημάτιζαν πάνω κάτω στην πλατεία, ενώ πολύχρωμα οχήματα και οπλές αλόγων, γαϊδάρων και μουλαριών την ποδοπατούσαν. Όταν ο Άχμαντ πάτησε το πόδι του στη μεγάλη αυτή παιδική χαρά, γρήγορα ξέχασε όσα του θύμιζαν το πατρικό του σπίτι στο ελ Ουαταουίτ. Το αγόρι ήταν τεσσάρων χρονών όταν το έφεραν στο σπίτι του παππού από την πλευρά της μητέρας του, στην πλατεία Μπιτ ελ Κάντι, για να διασκεδάσει τη μοναξιά του θείου του του Κάσιμ, που τον περνούσε ενάμιση χρόνο. Μετά τους γάμους των αγοριών και των κοριτσιών της οικογένειας, το σπίτι είχε αδειάσει. Δεν είχαν μείνει σ’ αυτό παρά μόνο ο μπαμπάς Αμρ εφέντη, η μαμά Ράντια και ο τελευταίος από τη «συμμορία», ο Κάσιμ.
Ο Κάσιμ δεν είχε γνωρίσει τις αδελφές του, Σαντρίγια, Ματαρέγια, Σαμίρα και Χαμπίμπα, ούτε τους αδερφούς του, Άμερ και Χάμιντ, παρά μόνο σαν περιστασιακούς καλεσμένους των γονιών του. Τους επισκεπτόταν όπως ακριβώς έκανε και με τους άλλους συγγενείς της οικογένειάς του, που ζούσαν στην πλατεία Χάιρατ, στη Σουκ ελ Ζάλατα ή στην ανατολική Αμπασέγια. Από την οικογένεια της αδερφής του της Ματαρέγια, που ζούσε στη συνοικία ελ Ουαταουίτ, ο Κάσιμ αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους το γιο της τον Άχμαντ. Ο Άχμαντ είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Σάζλι, και μια αδελφούλα, μωρό ακόμη, που λεγόταν Αμάνα, μα ο Κάσιμ αγαπούσε τον Άχμαντ με ολη του την καρδιά.
Η Ματαρέγια αγαπούσε τον Κάσιμ σαν γιο της, έτσι έστειλε τον Άχμαντ κοντά του, για να ζήσει υπό την προστασία των παππούδων του σ’ ένα μεγάλο μα άδειο από φιλικά πρόσωπα σπίτι. Ο Μοχάμαντ εφέντη Ιμπραχίμ, πατέρας του Άχμαντ, δεν καλόβλεπε την ιδέα – ούτε άλλωστε και η μητέρα του, η θεία Ματαρέγια. Δεν έφεραν, ωστόσο, αντιρρήσεις, γιατί είχαν αποφασίσει να τον πάρουν πίσω όταν θα έφτανε στην κατάλληλη ηλικία για να παρακακολουθήσει μαθήματα στο ελ Κοτάμπ. Ο Κάσιμ, βέβαια, αγνοούσε τις κρυφές τους προθέσεις και απολάμβανε τη συντροφιά του Άχμαντ με μια ανεμπόδιστη ευτυχία.
Ο Άχμαντ ήταν πρότυπο ομορφιάς: είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα και μάτια, απαλά μαλλιά και χαρακτήρα που σε κέρδιζε. Ακολουθούσε το θείο του, που τριγυρνούσε στην πλατεία, και είχε γίνει η σκιά του. Οι δυο τους χάζευαν γητευτές φιδιών, τις υδροφόρες και τις περιπολίες των αστυνομικών. Μαζί συναντούσαν τον αμ Καρίμ, τον παγωτατζή, και παρακολουθούσαν τις νεκρικές πομπές με μια υποψία φόβου.
Οι γυναίκες που περνούσαν από δίπλα τους, κοίταζαν τον Άχμαντ και απορούσαν: «Ποιο είναι αυτό το όμορφο αγόρι;»
«Ο Άχμαντ, ο γιος της θείας Ματαρέγια», απαντούσε ο Κάσιμ περήφανος, και μια από τις γυναίκες συνέχιζε το δρόμο της λέγοντας: «Ο όμορφος γιος της όμορφης μάνας».
«Μη γεμίζεις το κεφάλι του Άχμαντ με ιστορίες για διαβόλους, θεία», έλεγε ο Μοχάμαντ εφέντη Ιμπραχίμ στη Ράντια, τη μητέτα του Κάσιμ.
«Δεν είσαι καθόλου καλός δάσκαλος!» του απαντούσε εκείνη κοιτώντας τον με βλέμμα διαπεραστικό, γεμάτο περιφρόνηση, για ώρα πολλή.
Ο άντρας τότε γελούσε, αποκαλύπτοντας το κενό στα μπροστινά του δόντια, και συνέχιζε να καπνίζει την πίπα του. Αυτό συνέβαινε γιατί στο τέλος της μέρας η Ράντια ήταν εκείνη που συνήθως έβαζε τα δυο αγόρια για ύπνο. Η νυχτερινή διήγηση ιστοριών πριν τον ύπνο πλημμύριζε αγαλλίαση τις καρδιές των παιδιών. Ταξίδευαν νοερά σε θαύματα αγίων και παιχνιδίσματα δαιμονίων, η πραγματικότητά τους χανόταν σ’ έναν κόσμο ονείρων, υπερφυσικών και θεϊκών σημαδιών. Η Ράντια περνούσε μαζί τους τον ελεύθερο χρόνο της, πηγαίνοντας μαζί τους από σπίτι σε σπίτι, και από τους τάφους των αγίων μέχρι τα μαυσωλεία της αγαπημένης Οικογένειας του Προφήτη.
Η ζωή τους ήταν γεμάτη χαρά και παιχνίδι, ώσπου μια μέρα πήραν τον Κάσιμ στο ελ Κοτάμπ για να ξεκινήσει μια νέα ζωή και ο Άχμαντ στερήθηκε τη συντροφιά του για τα δύο τρίτα του πρωινού. Το ελ Κοτάμπ βρισκόταν σε μια από τις γωνιές της πολυκατοικίας ελ Καμπάμπγκι, μερικά μόνο βήματα απ’ το σπίτι. Περιτριγυριζόταν ωστόσο από ένα φράχτη αυστηρών παραδόσεων, που το έκανε να μοιάζει με φυλακή, όπου διδάσκονταν οι αρχές της πίστης υπό την απειλή της βέργας. Καμία παράκληση, κανένα δάκρυ δεν γίνονταν αποδεκτά. Ο Κάσιμ σχόλαγε από το ελ Κοτάμπ το απόγευμα. Ο Άχμαντ και η Ουμ Κάμελ τον περίμεναν στην πόρτα. Ο κόσμος τους δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Σκοτούρες, που δεν μπορούσαν να αποφύγουν, είχαν τρυπώσει σ’ αυτόν. Με το ένστικτό του διαρκώς σε εγρήγορση, ο Κάσιμ ένιωθε έναν ακόμη κίνδυνο να τον απειλεί: εκείνον που ερχόταν από τη μεριά του Μοχάμαντ Ιμπραχήμ – πατέρα του Άχμαντ – που καθόλου δεν του άρεσε να ζει ο γιος του μακριά του. Στα γουρλωτά του μάτια, όταν κοίταζε τον Κάσιμ, διέκρινες ένα βλέμμα ψυχρό.
«Δεν μου αρέσει αυτός ο άντρας», είπε το αγόρι στη μητέρα του.
Σκοτείνιασε το μελαχρινό μακρόστενο πρόσωπο της μητέρας του Κάσιμ και του είπε: «Τι αχάριστος που είσαι! Μήπως δεν σου χάρισε το γιο του;»
«Ναι, αλλά τον θέλει πίσω».
«Και τι θες; Να απαρνηθεί για χάρη σου τα δικαιώματά του πάνω του;» του απάντησε η μητέρα του γελώντας.