Νίκος Μπούτβας – Η πίκρα του καπνού

– Να πάρουμε τα ξινάρια και τις τσάπες και να παλαίψουμε βρε γιε. (Γκουχ, γκουχ – βήχας). Να διώξουμε το λύκο και το χωροφύλακα. Μπροστά τα κορμιά, τα στήθεια ομπρός ούλοι για το δίκιο μας. Να φύγει το κακό απ’ τη γη μας και το κουβέρνο να δει το ζάφτι μας. Δεν αντέχουμε άλλο. Νισάφι πλιο.

Νίκος Μπούτβας - Η πίκρα του καπνού

Ο γέρος ματάβηξε ξερά. Βλέπεις, ο σάρακας, το χτικιό χρόνια τώρα τούτρωγε τα σωθικά. (Ας όψεται τούτη η ζωή με την τυράγνια της κι’ η πίκρα του καπνού. Τυράγνια και πίκρα, χειροπιασμένες, να παιδεύουν ολοένα τη ζήση τους και να τους ακλουθάνε ίσαμε το λάκκο και το ξόδι τους. Ατέλειωτα. Χωρίς ξαποσταμό).

Είπε δείχνοντας το λουλούδι πάνου στον τάφο:

– Γλέπεις τούτο το γλαστρί βρε Θώμο; Ήρτε χειμώνας και το ξέρανε. Πάνε τα φύλλα και τ’ άνθια του. Όμως ήρτε άνοιξη και πέταξε πάλε βλαστάρια και ματαφύτρωσε. Μαθές, τ’ είναι ο άνθρωπος; Τίποτις. Τήρα το μνημούρι του Λεμονή μας. Χρόνια κοίτεται κει μέσα. Μήτε ξαναβγήκε στον κόσμο να δει πάλε, το φως και το γήλιο. Το λοιπό τι παιδευόμαστε χρόνια και χρόνια; Ποια η απολαβή μας;

– Τι θες να πεις πατέρα; Δεν κατάλαβα.

– Βρε γιε, λέω για το κακό που μας πίτυχε. Χρόνια το μαράζι κι΄η τυράγνια μας είναι τούτο το μιλέτι, η πίκρα του καπνού. Μήγαρις κάνουμε ατοί μας τίποτις; Παιδεμός κι΄ο Θεός κι’ ο θάνατος πλάγι μας. Καθημερινά. Σε κάθε βήμα ακλουθεί τ’ αχνάρια μας. Ολοένα Παναγιά βοήθα. Και φέτο, τρεις βολές χειρότερο. Μήτε σοδειά της προκοπής μήτε τιμή συμφερτικιά. Πού να δώσεις χρέος στην Τράπεζα; Πού να ξεπλερώσεις το χρονιάτικο του μπακάλη και του έμπορα, ε;

– Και τι να γένει πατέρα;

– Να πάρουμε τα ξινάρια και τις τσάπες και να παλαίψουμε βρε γιε. (Γκουχ, γκουχ – βήχας). Να διώξουμε το λύκο και το χωροφύλακα. Μπροστά τα κορμιά, τα στήθεια ομπρός ούλοι για το δίκιο μας. Να φύγει το κακό απ’ τη γη μας και το κουβέρνο να δει το ζάφτι μας. Δεν αντέχουμε άλλο. Νισάφι πλιο.

– Μήγαρις ο χωροφύλακας τι μας έφταιξε πατέρα; Δουλειά του κάμει. Δικό μας φύτρο είναι τοι, αδέρφια κι’ αίμα μας. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Παιδιά του λαού κι’ αφτούνοι.

– Δε λέω βρε γιε. Έτσι καταπώς λες αμπορεί νάναι. Όμως ξέρεις τι μούλεγε τα προψέ ο νωματάρχης;

– «Γέρο Φλώρο· (ο γέρος άρχεψε πάλε το βήχα. Πνίγηκε ολάκερος και τρόμαξε ναρθεί στα συγκαλά του. Συνέχισε). «Τήρα ζάβαλη μην αρχέψεις πάλε τα τσαλίμια και τις ζαβολιές με τους εδικούς σου.

– Και ποιοι είναι οι εδικοί μου καπτάνιο;

– Ξέρεις συ. Χουμ, εκεί στο σκολιό σας, στην Ικαρία, γένηκες ξεφτέρι πρώτης. Δυό βολές καλύτερος και δάσκαλος.

– Το λοιπό καπτάνιο; ματαρώτησά τονε.

– Θέλω να πω, τήρα στα στερνά να διείς παιδιά κι’ αγγόνια. Έχεις και το σάρακα – για τούτο σε βγάναν απ’ το σύρμα. Ε; Δεν κρένεις;

– Τι να πω καπτάνιο; Είχα το γιο το Λεμονή, πάει, μου τον σκότωσαν. Μήγαρις έφταιξε τίποτις; Τον ξένο, το Γερμανό λύκο πολέμησε, για το έθνος. Τι τους έφταιξε;

– Πάνε κείνα, τέλειωσαν.

– Πώς τέλειωσαν βρε κείνα; Με μίνια λέξη;

(Ο γέρος ασκώθηκε ορθός, άγριος. Ο Θώμος, τον έπιασε, τον γαλίφεψε και τον μέρωσε. Πάλε ματάρχισε).

– Εχ μωρέ γιε. Και να τέλειωσαν κείνα αφήνουν μαθές αφτούνοι; Μήγαρις δεν θέλω αγγόνια και φωνές χαρούμενες να παίρνουν το Μάη το λάλημα της πετροπέρδικας, ν’ ακώ να χαίρουμαι τον άνθρωπο και τη φύση του Θεού. Τούτο κι’ εκείνο και τη γαλήνη στις καρδιές. Μήτε πολέμοι, μίσος, μήτε γαίμα. (Στάθηκε και ματάβηξε. Ξερά, σαν ταμπούρλο που βαρεί προσοχή ομπρός στο εχτελεστικό απόσπασμα).

– Ε, Θώμο, λέει πάλε. Δε λέω. Ο άνθρωπος ούλα να τα σχωρνάει πρέπει. Άμα μποράει. Έχει και χωροφυλάκους που σκέβονται το γονιό και τ’ αδέρφι τους που πασχίζουν στο γυνί. Κείνο το παλληκαρούδι τον Κρητικό, για δάφτο τον έδιωξαν. Θυμάσαι;

– Θυμάμαι.

– Όχι, δεν ξέρεις συ. Ήσουνα νιούτσικο. Ο Λεμονής ήρτε και με βρήκε. «Με κυνηγάνε πατέρα – μούπε. Κρύψε με.

– Ποιοι βρε γιε;

– Οι λύκοι.

– Πούναι τοι;

– Κει στο φράχτη – κουνήσου βρε Θώμο! Κει πλάγι μου κάθονταν ως τον πέτυχε το βόλι. Κιχ δεν έβγαλε. Εχ, έρμη μέρα. Να μην ματαρθεί.

– Σύχασε πατέρα. Μην τα σκέβεσαι πλιο.

Τον είδε σουσουμιασμένο και σκιάχτηκε. Πήγε σιμά, απόθεσε την παλάμη στην τραχηλιά και τον χάιδεψε. Κείνος δέχονταν το χάδι και καταλάγιαξε τον καημό και το πάθος του. Μίλησε.

– Δεν τα σκέβουμαι βρε γιε. Τα σχώρεσα. Κείνος όμως; Πα στη νιότη του…Ένα μετερίζι ακόμα βρε γιε σε τούτο μας τον πόλεμο. Εχ!

– Και κείνος πατέρα· τα σχώρεσε.

– Μαγάρι βρε Θώμο.

Έγινε σιωπή. Τρόγυρα ο βάλτος έριχνε σκιές στη γης και μάκραινε ίσαμε τα ριζά του βουνού. Βάλτος μαραζιάρης που ρουφάει από γεννησιμιού τους το μεδούλι και τη σάρκα τους με χίλια στόματα· ετούτος ανασταίνει την τυράγνια και τα κόπια τους και φέρνει τους την πίκρα που βαλαντώνει τα σωθικά τους.

Αντίκρα το Παναιτωλικό, βουνί αψηλό σα προσκεφάλι και θεριό πάνου στην πόλη του καπνού, τ’ Αγρίνι. Σύγνεφο άσπρο ήρτε κι’ έκατσε στην κορφή του και γένηκε μαβί. ‘Απλωσε σα χεράμι κι’ ήρτε πάνω τους. Ένας γκιώνης έσκουξε. Ο γέρος ασκώθηκε απ’ τον τάφο του Λεμονή κι’ είπε στο γιο του:

– Πάμε βρε Θώμο, βράδιαξε. Περιμένει η γριγιά.

– Να πάμε πατέρα.

Χάδεψε το σταβρό, τήραξε τα ολόρθα κυπαρίσσια που στέκουνταν αμίλητοι φαντάροι τρόγυρα και κίνησε πρώτος.

– Πρέπει βρε γιε, είπε σε μια στιγμή ως παίρναν το ντορό για το χωριό. Μόνε με τον πόλεμο θα δούμε δίκιο και νίκη. Ούλοι πρέπει να κάνουμε κάστρο και μετερίζι τα στήθεια μας. Να κατέβουμε στ’ Αγρίνι, να δούμε το Νομάρχη. Με μάβρα λάβαρα και παντιέρα την πίκρα μας, την πίκρα του καπνού.

Ο Θώμος γύρισε και τον αρώτησε.

– Θα μας ακλουθήσουν πατέρα;

– Ναίσκε βρε γιε. Σήμερα πέντε δέκα, είκοσι, αύριο μεθαύριο μιλιούνια, ούλοι οι χωριάτες, οι άμοιροι βασανισμένοι χωριάτες. Τα κορμιά ομπρός, πάνου στο δρόμο. Μόνε να γένει αρχή.

– Αμή πούναι το σημάδι πατέρα;

– Η αγροτιά βράζει καζάνι βρε γιε!

– Άμποτες.

 

Σίμωναν πλιά στο χωριό. (Μικρό ετούτο, του μόχθου και του καπνού έξω απ’ τα σύνορα της ζωής). Ο αποσπερίτης έφεγγε, λαμπρός και πασχαλιά πάνου στον ουρανό. Πάει το σύγνεφο, σκρόπισε. Ξαλάφρωτοι, με άπλα στις καρδιές, σίμωσαν τα πρώτα σπίτια και βρήκαν τους εδικούς τους κι’ είπαν τα πρώτα λόγια:

– Καλό βράδυ μπάρμπα Φλώρο.

– Καλή σας ώρα χωριανοί.

– Αύριο, με το καλό.

– Ο Θεός με το καλό ορέ μπράτιμοι.

– Άμποτες.

Μπήκαν μέσα κι’ η γριά κένωσε αμίλητη το φαγί. Δεν είπαν λέξη. (Μήγαρις τι να πούνε;)

 

Την άλλη μέρα ξέσπασε απότομα το κακό. Το κουβέρνο έδωκε χαμπλές τιμές για τα καπνά κι’ η αγροτιά ξεσηκώθηκε.

Στο χωριό γένηκε μεγάλος αναβρασμός. Συνάχτηκαν στο μαγαζί της Εκκλησιάς να πάρουν απόφαση.

Γένονταν μεγάλος σαματάς και βαβούρα. Κάθενας έλεε το μακρύ και το κοντό του. Έδωκε μια ο Θώμος του γέρο Φλώρου κι’ ανέβηκε πάνου σ’ ένα τραπέζι.

– Ακούστε με χωριανοί! φώναξε.

Η βαβούρα κι’ ο σάλαγος κόπασε μια στάλα.

– Ακούστε ορέ! φώναξε δυνατήτερα το παλληκάρι. Με τούτα και με τούτα δεν κάνουμε τίποτις!

– Σαν τι δηλαδής να κάνουμε; τ’ αποκρένεται ένας κοντακιανός ξωμάχος, ο Μιχάλης ο Δίπλας.

– Πόλεμο! σκούζει με δύναμη ο Θώμος.

– Πόλεμο; Είσαι με τα σωστά σου ορέ παιδί; Μπας και μουρλάθηκες; Πάλε τα ίδια θ’ αρχέψουμε; Να τα βάνουμε με το κράτος; Γένεται;

– Όχι! Ποιος είπε τέτοιο πράμα; Δε λέω πόλεμο με ντουφέκια ορέ μπράτιμοι!

– Αμή τότες;

– Να κάνουμε διαμαρτυρία στο Νομάρχη! Συλλαλητήριο! Πορεία βρε μπράτιμοι!

– Αχά! Μπράβο! συμφώνησαν καμπόσοι.

– Γεια στο στόμα σ’ βρε γιέ! μπήκε στη μέση ο κύρης του. Καλά τα λες!

– Αμή καλά ούλα τούτα, μα πώς να γένει; τον αντίσκοψε πάλε ο Δίπλας.

– Θα κάψουμε τα καπνά μας στην πλατέα και θα πάμε με μαύρες παντιέρες στ’ Αγρίνι.

– Τούτο είναι επανάσταση! Πετάχτηκε κι’ ο πάρεδρος που κάθουνταν στη γωνιά κι’ άκουε χλωμός κι’ αμίλητος. Αφτούνοι σας παν κατά γκρεμού συγχωριανοί!

– Πορδές! τ’ αποκρένεται ο γέρο – Φλώρος. Ζητάμε το δίκιο μας πάρεδρε!

– Χουμ…Του λόγου σου γέρο, θα μας πάρεις στο λαιμό σου!

– Γιατί ορέ;

– Ξαίρεις συ.

Ξιράδια! Τα ίδια με το νωματάρχη θαν μ’ αρχινήσεις; Πάλιωσαν πλιά! (Τον έπιασε βήχας και τρόμαξε να συνέρθει. Κι’ απέ, γύρισε στο πλήθος).

– Ορέ, όποιος είναι κιοτής να κάτσει στ’ αυγά του! Πάρτε απόφαση! Χωρίς ξεσπάσματα κι’ αγριάδες να γένουν ούλα!

– Θα συναχτούμε, θα βάνουμε κεφαλές κι’ απ’ τα γύρω καπνοχώρια και θα κινήσουμε ούλοι αντάμα. Ναίσκε;

– Ναίσκε γέροντα! Συ κεφαλή στο χωριό μας!

Τα μάτια του Φλώρου δάκρυσαν. Έβανε το ζερβί στην καρδιά και μίλησε.

– Φχαριστώ φίλοι κι’ αδέρφια μου, αμή νοιώθω να τρέμουν οι άντζες μου και τούτα θέλουν θαρρώ νιο και παλληκάρι! Σαν το κριάρι,γκιοσέμι βαρβάτο με κύπρο και πεντακούδουνα και ν’ ακλουθάει πιστά το κοπάδι. Νογάτε; Γω…(Και πίνιξε το βήχα).

– Ναίσκε γέρο. Μια και το λες ατός σου…

 

Έβαναν το Θώμο και πεντέξη ψυχωμένα παιδιά επιτροπή, στείλαν χαμπέρι στα τριγυρνά καπνοχώρια και τ’ αποφάσισαν, ταχιά να συναχτούνε και να κάμουν πορεία διαμαρτυρίας ίσαμε τ’ Αγρίνι.

 

Κίνησαν πολύ πουρνό. Με ζουρνάδες και νταούλια ομπρός, μαζί τους κι’ ο γύφτος ο Ζαρναβίλιας ο κλαριτζής, να παίζει κλέφτικους σκοπούς. Σάμπως πανηγυριάτικα.

Μπροστάρηδες δυό θεριακωμένα παλληκάρια με μαύρες ξεδίπλωτες σημαίες και ξωπίσω λεφούσι η αγροτιά.

Στο χωριό, βγήκαν ούλοι να τους δούνε. Γερόντια και παιδομάνι, γυναίκες και νιές, σε μια σύναξη κι’ αντάρα και τους αποχαιρετούσαν σάμπως πάγαιναν για πόλεμο.

– Στο καλό! Καλή νίκη!

– Καλές αντάμωσες!

Μόνε ο πάρεδρος, χτικιασμένος στο κακό του, έβανε τις φωνές.

– Εχ καμώματα και παλάβρες! Βρήκαν τώρα πούναι φευγάτος κι’ ο καπτάνιος και τα κάνουν! Αμή, θαν τα πούμε!

Πήγε στο τηλεγραφείο στο σταθμό κι’ έδωκε σήμα να πάρουν το μαντάτο στ’ Αγρίνι. « Το και το. Ασκώθηκαν κι’ έρχουνται για κακό κι’ επανάσταση!»

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Η αγροτιά κινώντας, διάβηκε το δρόμο, έστριψε και κατεβαίνοντας κάτου, πήρε δημοσά κ’ άσφαλτο. Μιλιούνια κι’ έβραζαν, μαύρη αλυσίδα και μυρμηγκιά.

Καθελίγο, στο έμπα των μικρομαχαλάδων και τα τρίστρατα, τους καρτερούσαν άλλοι αγρότες. Σέμπηκαν κι’ ατοί τους στη σύναξη και γενήκαν ποτάμι και λαοθάλασσα. Πορεύονταν χαρούμενοι σάμπως κι’ ήσανε στην έξοδο, στο πανγκύρι τ’ Άη – Συμεώνα.

Μια στιγμή, λέει ο γέρο – Φλώρος στο Θώμο.

– Γλέπ’ς που στάλεγα ορέ γιέ; Τήρα τοι!

– Αμή να δούμε τι θ’ απογίνει πατέρα. Θάρτει μέρα να δούμε ριζικό και μιλέτι;

– Ο Θεός γιέ μ’. Μια βολά, γένηκε καλή αρχή. Τούτο ήτουνα!

Δεν είπαν τίποτες άλλο. Ακλούθησαν το δρόμο τους.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

« Στην εκδήλωση κατά την πορεία διαμαρτυρίας των χωρικών του Ξηρομέρου Αιτωλ/νίας, χύθηκε άφθονο αίμα».

(Οι εφημερίδες – Χινόπωρο 1962)

 

Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Μπούτβα Η ΠΙΚΡΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ. Εμπεριέχεται στη συλλογή διηγημάτων Τυράγνια που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1970 από τις εκδόσεις Πορεία (2η έκδοση). Δεν γνωρίζουμε αν το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε αργότερα.

Σε αυτόν το σύνδεσμο μπορείτε να διαβάσετε το πολύ ενδιαφέρον Εργοβιογραφικό «Χρονικό» του Φώντα Κονδύλη, για τη ζωή και το έργο του Νίκου Μπούτβα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: