Ντάσιελ Χάμετ – Το Γεράκι της Μάλτας
Το Γεράκι της Μάλτας κατέχει κεντρική θέση στο έργο του Ντάσιελ Χάμετ, είναι το γνωστότερο και ίσως το καλύτερο βιβλίο του Αμερικανού κομμουνιστή συγγραφέα. Το έργο αυτό έβγαλε οριστικά τον Χάμετ απ’ το γκέτο της αστυνομικής λογοτεχνίας και τον καταξίωσε σαν λογοτέχνη.
Το Γεράκι της Μάλτας είναι το γνωστότερο έργο του Χάμετ και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του: όχι μόνο επειδή είναι και κυριολεκτικά το «κεντρικό» μυθιστόρημα του Χάμετ (το τρίτο από τα πέντε), αλλά και επειδή συνοψίζει την άποψή του για τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Στα δυο επόμενα μεγάλα έργα του, ο κεντρικός ήρωας ή δεν είναι καν ντετέκτιβ (Γυάλινο κλειδί) ή δεν είναι πια ντετέκτιβ (Αδύνατος άντρας).
Ο Χάμετ κάνει πρώτη φορά μνεία για το Γεράκι σε γράμμα προς τον εκδότη του, το Μάρτη του 1929. Απ’ ό,τι φαίνεται στο έργο, το τελευταίο σχεδίασμα γράφτηκε στο τέλος του 1928. Τον Ιούνη του 1929 ο Χάμετ έστειλε το έργο στον εκδότη του, ο οποίος του ζήτησε δευτερεύουσες τροποποιήσεις και συγκεκριμένα αποσιώπηση της ομοφυλοφιλίας του Κάιρο, η οποία, έγραψε, θα ήταν αποδεκτή σε ένα «κανονικό» μυθιστόρημα. Ο Χάμετ, ακριβώς γι’ αυτό, διαφώνησε και έκανε ελάχιστες τροποποιήσεις.
Το έργο δημοσιεύτηκε σε πέντε μέρη στη Μαύρη Μάσκα (Σεπτέμβρη 1929 ως Γενάρη 1930) και εκδόθηκε τον Ιούλη του 1930 απ’ τον Νοπφ. Έκανε εφτά ανατυπώσεις μέσα σε δέκα μήνες και η υποδοχή της κριτικής ήταν ομόφωνα ενθουσιώδης. Το έργο αυτό έβγαλε οριστικά τον Χάμετ απ’ το γκέτο της αστυνομικής λογοτεχνίας και τον καταξίωσε σαν λογοτέχνη.
Η ιστορία του Τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών (ή Σπιταλιωτών) είναι, κατά βάση, έτσι όπως τη διηγήθηκε ο Γκάτμαν στον Σπέιντ στο μυθιστόρημα. Το Τάγμα διοίκησε τη Ρόδο απ’ το 1307 ως το 1523 μέσα σε αφάνταστα πλούτη. Τότε τους εκδίωξε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και μέσω Κρήτης κατάληξαν στη Μάλτα το 1530. Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος απ’ το 1521 ως το 1534 ήταν ο Βιλιέ ντε λ’Ιλ Αντάμ.
Ο αυτοκράτορας Κάρολος ο Ε’ της Ισπανίας έδωσε στους ιππότες τρία νησιά (όχι δύο, όπως διηγείται ο Γκάτμαν) -Μάλτα, Γκότσο, Κομίνο και την πόλη Τρίπολη – για να «μπορούν να εκτελούν εν ειρήνη τα θρησκευτικά τους καθήκοντα προς το όφελος της χριστιανικής κοινότητος και να χρησιμοποιούν τη δύναμη και τα όπλα τους εναντίον των δολίων εχθρών της Ιεράς Πίστεως». Αντίθετα με την αφήγηση του Χάμετ, οι ιππότες μάλλον δεν ευχαριστήθηκαν απ’ το δώρο του αυτοκράτορα, αλλά η τιμή ήταν όντως ένα γεράκι κάθε χρόνο και μάλιστα την ημέρα των Αγίων Πάντων. Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, το πρώτο γεράκι που έστειλαν ήταν ζωντανό. Αργότερα, έστειλαν αδαμαντοκόλλητα γεράκια. Οι ιππότες διοίκησαν τη Μάλτα ως το 1798 που την κατέλαβε ο Ναπολέοντας.
Ο Χάμετ εμπνεύστηκε το δικό του Γεράκι απ’ αυτήν ακριβώς την ιστορία. Το μυθιστόρημα τοποθετείται στο Σαν Φραντσίσκο και η δράση κρατάει πέντε (μόνο) μέρες, ανάμεσα σε Τετάρτη και Κυριακή, το Δεκέμβρη του 1928. Αυτό διαπιστώνεται από μια λεπτομέρεια της πλοκής: ο Σπέιντ συναντάει τον Κάιρο έξω από το θέατρο Γκίρι όπου ο ηθοποιός Τζορτζ Αρλις παίζει Σάιλοκ. Αυτό γίνεται ένα βράδυ Πέμπτης και τα αρχεία δείχνουν ότι η μέρα αυτή θα μπορούσε να είναι ή η 6 του Δεκέμβρη ή η 13 του Δεκέμβρη 1928, με βάση τις παραστάσεις που έδωσε ο Αρλις στο συγκεκριμένο θέατρο. Να σημειώσουμε εδώ ότι όλα τα ονόματα δρόμων (κλπ.) είναι πραγματικά, πράγμα που έκανε τον τότε δήμαρχο του Σαν Φραντσίσκο, σε μια χειρονομία τυπικά αμερικάνικη, να αναρτήσει αναμνηστική πινακίδα στο σοκάκι που σκοτώθηκε ο Μάιλς Άρτσερ απ’ την Μπρίτζιντ Ο’ Σόνεσι!
Ο Χάμετ το υλικό του το έπαιρνε απ’ τις εμπειρίες του σαν ντετέκτιβ. Όπως λέει ο ίδιος: «Παρακολουθούσα το πρωτότυπο του Γκάτμαν κάποτε στην Ουάσινγκτον και ποτέ μου δε βαρέθηκα τόσο πολύ με μια παρακολούθηση όσο τότε. Φυσικά, δεν κυνηγούσε κανένα διαμαντένιο γεράκι. Ήταν όμως ύποπτος για κατάσκοπος των Γερμανών… Δούλεψα με το πρωτότυπο του Ντάντι στους σιδηρόδρομους της Βόρειας Καρολίνας. Τον Κάιρο τον ξεσήκωσα από μια υπόθεση παραχάραξης του 1920. Η Έφι, το καλό κορίτσι, μου είχε ζητήσει κάποτε ν’ αρχίσουμε συνεταιρικά λαθρεμπόριο ναρκωτικών στο Σαν Ντιέγκο. Τον Γουίλμερ, τον πιστολά, τον είχαμε πιάσει στο Στόκτον. Ήταν ένα όμορφο μικρόσωμο ήρεμο αγόρι γύρω στα είκοσι ένα, ειλικρινά περήφανος για το όνομα που του είχαν δώσει οι δημοσιογράφοι: ο μικροσκοπικός ληστής. Είχε ληστέψει την περασμένη βδομάδα ένα βενζινάδικο στο Στόκτον κι είχε εκνευριστεί διαβάζοντας στις εφημερίδες πως ο βενζινάς είχε δηλώσει “να δει τι θα πάθει ο κοντοστούπης άμα τον πετύχω πουθενά” και ξαναπέρασε να του ζητήσει το λόγο. Εκεί ήταν που τον πιάσαμε.»
Η Μπρίτζιντ Ο’ Σόνεσι, πάλι, είναι το απόσταγμα της μόνιμης μοιραίας γυναίκας των έργων του Χάμετ. Εμφανίζεται πρώτη φορά το 1923 στο διήγημα Γελαστές μάσκες, πιο ολοκληρωμένα ως Ελβίρα στη διλογία Το σπίτι της οδού Τερκ – Το κορίτσι με τ’ ασημένια μάτια, ως πριγκίπισσα Ζουχόφσκι στο Ξεθεμέλιωμα του Κάφιναλ, ως Ινές Αλμάντ στο Χούζις Κιντ, ως Ντάινα Μπραντ στον Κόκκινο θερισμό. Τώρα, είναι πιο ακαταμάχητη και πιο ύπουλη από κάθε άλλη φορά (ο Οπ αντιστέκεται στην Ελβίρα, όχι όμως και ο Σπέιντ στην Μπρίτζιντ). Η τελική σκηνή του Γερακιού της Μάλτας είναι, όπως είπε ο Χάμετ, επεξεργασία μιας ανάλογης απ’ το Ξεθεμέλιωμα του Κάφιναλ και η προτελευταία, με τη σύναξη όλων των ενδιαφερομένων στο σπίτι του Σπέιντ, παραπέμπει ευθέως στο Χούζις Κιντ.
Επομένως, το Γεράκι της Μάλτας εμφανίζεται ως σύνοψη και αποκορύφωμα όλου του προηγούμενου έργου του Χάμετ. Η μεγάλη φόρμα έδοσε στον Χάμετ τη δυνατότητα να διαγράψει καλύτερα τους χαρακτήρες, να ενοποιήσει τα διάσπαρτα στοιχεία της φιλοσοφίας του για τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Αλλά, τι είναι ο Σαμ Σπέιντ; Όπως είπε ο Χάμετ, αναφερόμενος στους ήρωες του Γερακιού: «Ο Σπέιντ δεν έχει πρωτότυπο. Είναι ένας άνθρωπος των ονείρων, κατά την έννοια ότι είναι αυτό που οι περισσότεροι ιδιωτικοί ντετέκτιβ που γνώρισα θα ήθελαν να είναι και που λίγοι απ’ αυτούς, στις θρασύτερες στιγμές τους, νόμιζαν ότι πλησίαζαν. Γιατί ο ιδιωτικός ντετέκτιβ δε θέλει να είναι ένας πολυμαθής άνθρωπος που λύνει γρίφους, σε στυλ Σέρλοκ Χολμς. Θέλει να είναι ένας σκληρός και επιδέξιος τύπος, ικανός να τα φέρνει βόλτα σε κάθε κατάσταση, που να μπορεί να παίρνει ό,τι καλύτερο απ’ οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή, είτε αυτός είναι εγκληματίας, αθώος παρατηρητής ή πελάτης.»
Με τον Σαμ Σπέιντ, ο Χάμετ περνά απ’ τον ανώνυμο ήρωα (τον Κοντινένταλ Οπ) στον επώνυμο, απ’ την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, στο τρίτο πρόσωπο. Έτσι, η διαγραφή του χαρακτήρα του Σπέιντ γίνεται δυνατότερη, Ο αναγνώστης μαθαίνει την πλοκή έτσι όπως τη μαθαίνει ο Σπέιντ, εξαπατάται μαζί με τον Σπέιντ, αγνοεί όσα έγιναν ενώ ο Σπέιντ ήταν αναίσθητος για δώδεκα ώρες μετά την επίσκεψη στον Γκάτμαν.
Ο Σπέιντ είναι ο άνθρωπος που κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί, χωρίς υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά χάρη στην πείρα του και τη δυσπιστία προς τους πάντες και τα πάντα. Όπως οι ιππότες της Μάλτας πλήρωναν ένα γεράκι στον αυτοκράτορα για το δικαίωμα να ζουν στον τόπο τους, ο Σπέιντ πληρώνει «φόρο» για το δικαίωμα να ζει στο Σαν Φραντσίσκο: να μπορεί να ρίχνει στα πόδια της αστυνομίας έναν ένοχο. Ο Σπέιντ δεν επιτρέπεται να έχει όνειρα· δεν ακολουθεί τον Γκάτμαν στο κυνήγι του γερακιού – προτιμά τα «πέντε και στο χέρι». Δεν ακολουθεί την Μπρίτζιντ – προτιμά να πληρώσει το φόρο του στον εισαγγελέα, παραδίνοντάς την. Το τίμημα που πληρώνει ο Σπέιντ είναι η απάρνηση των ονείρων. Ο Σπέιντ ζει σ’ έναν κόσμο που οδηγείται από νόμους, αλλά ταυτόχρονα είναι και απρόβλεπτος. Η διήγησή του για τον Φλίτκραφτ, τον εύπορο μικροαστό που παράτησε τα πάντα όταν έπεσε πλάι του ένα μαδέρι και παρά λίγο να τον σκοτώσει, είναι το πιο συζητημένο κομμάτι του έργου του. Ορισμένοι κριτικοί επισήμαναν ότι δεν είναι τυχαίο το νέο όνομα που διάλεξε ο Φλίτκραφτ, Charles Pierce. Είναι, λένε, αναγραμματισμός του ονόματος ενός φιλοσόφου του 19ου αιώνα (Charles Peirce) που ασχολήθηκε με το φαινόμενο της τυχαιότητας. (Είναι όμως και το όνομα της επαρχίας που κατοικούσε πριν ο Φλίτκραφτ, οπότε ήταν λογικό να το διαλέξει σαν ψευδώνυμο!) Ο Φλίτκραφτ προσαρμόζεται στα μαδέρια που πέφτουν, ο Σπέιντ προσαρμόζει τη ζωή του στις περιστάσεις. Όταν στο τέλος του έργου έχει λύσει την υπόθεσή του με επιτυχία, αυτό που τον περιμένει δεν είναι παρά η ίδια, μίζερη, καθημερινή ιστορία.
Ο Σπέιντ σαν ήρωας απόκτησε αμέσως τεράστια δημοτικότητα. Επιφανειακά, φαίνεται περίεργο που ο Χάμετ δεν την «εκμεταλλεύτηκε». Έγραψε τρία μόνο διηγήματα με ήρωα τον Σαμ Σπέιντ, ενώ άλλοι θα έγραφαν ολόκληρες σειρές. Αλλά δεν είχε νόημα: η καριέρα του Χάμετ προχωρούσε με άλματα προς το καλύτερο και δεν είχε νόημα να επιχειρήσει κάτι καλύτερο απ’ το Γεράκι. Τα τρία αυτά διηγήματα, μέτρια και βασισμένα σε παλιότερο υλικό του, δημοσιεύτηκαν (με υπέρογκη αμοιβή) σε κομψά περιοδικά την εποχή της «μεγάλης ζωής» του Χάμετ, προφανώς για να εξυπηρετήσουν κάποια οικονομική ανάγκη.
Το Γεράκι της Μάλτας έγινε αμέσως ταινία. Το 1931 προβλήθηκε η πρώτη εκδοχή σε σκηνοθεσία Ρόι ντελ Ρουθ, με τον Ρικάρντο Κορτέζ σαν Σπέιντ (επί το ευθυμότερον). Το 1936 μια δεύτερη έκδοση, με τίτλο Ο σατανάς συνάντησε μια κυρία. Η κλασική, τρίτη έκδοση έγινε το 1941. Ήταν η πρώτη ταινία του Τζον Χιούστον, με Σπέιντ τον Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, Μπρίτζιντ τη Μαίρη Αστορ, Γκάτμαν τον δίχρονο Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, ηθοποιό του θεάτρου που τιμήθηκε με Όσκαρ για το ρόλο του αυτό, και Κάιρο τον Πίτερ Αόρε. Ο Χιούστον έμεινε εξαιρετικά πιστός στο βιβλίο, που άλλωστε προσφέρεται για την οθόνη έτσι όπως είναι γραμμένο, προσθέτοντας στο τέλος τη φράση: «Το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα.»
Το έργο καθιέρωσε τον Μπόγκαρτ και ακόμα και σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του Χιούστον. Το Γεράκι έγινε επίσης ραδιοφωνικό σίριαλ, όπως και οι Περιπέτειες του Σαμ Σπέιντ, αλλά σ’ αυτά ο Χάμετ απλώς τα ονόματα των ηρώων του είχε προσφέρει.
Κείμενο από την έκδοση «Ντ. Χάμετ, Το γεράκι της Μάλτας» (μετάφραση Ν. Σαραντάκος – εκδ. Σύγχρονη Εποχή (2η), Αθήνα 1988).
Ο Ντάσιελ Χάμετ, γενάρχης της αμερικάνικης αστυνομικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 27 του Μάη 1894 στο Μέριλαντ των ΗΠΑ και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Γενάρη 1961, στη Νέα Υόρκη.
Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ από το 1937, με πλούσια πολιτική δράση (όπως θα δείτε αναλυτικά πιο κάτω), ο Ντ. Χάμετ το 1946 εκλέγεται πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων Νέας Υόρκης. Ανάμεσα στις υποθέσεις που αναλαμβάνει η Επιτροπή, είναι η αποφυλάκιση μ’ εγγύηση των διωκόμενων αγωνιστών (μια απ’ τις υποθέσεις ήταν η αποφυλάκιση μ’ εγγύηση δεκαέξι στελεχών της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων, της περίφημης ΟΕΝΟ, που κρατούνταν το Νοέμβρη του 1949 στο νησί Έλις έξω από τη Νέα Υόρκη).
Το 1953, ο Ντάσιελ Χάμετ κλήθηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, που πρωτοστατούσε στην αντικομμουνιστική εκστρατεία στις ΗΠΑ, διώκοντας και φυλακίζοντας κομμουνιστές και δημοκράτες. Η επιτροπή είναι γνωστή κι ως Επιτροπή Μακάρθι, μιας και σ’ αυτή προήδρευε ο παθιασμένος αντικομμουνιστής γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι. Θα καταδικαστεί σε έξι μήνες φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται είναι βαριά άρρωστος. Από το 1956 ζει αποτραβηγμένος ως το 1961 που θα φύγει απ’ τη ζωή.
Άλλα έργα του: «Κόκκινος θερισμός», «Μαύρη Μάσκα», «Κόκκινη σφαγή», «Η Κατάρα των Νταίην», «Το Γυάλινο κλειδί», «Ο Αδύνατος άνθρωπος» κ.ά.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback