Ο Αη Βασίλης, τ’ αρχοντόπουλο και τα δυστυχισμένα φτωχόπαιδα

Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη  Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη  Βασίλη…

Ο Αη Βασίλης, τ’ αρχοντόπουλο και τα δυστυχισμένα φτωχόπαιδα

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία χωρίς ευτυχισμένο τέλος, απ’ αυτές που δεν έχουν ανάγκη τη φαντασία για να στεριώσουν, αφού πάρα πολλοί είναι οι άνθρωποι που τις ζουν κυριολεκτικά, όλες σχεδόν τις μέρες του χρόνου…

Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, την Πρωτοχρονιά του 1936.
(Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα)

Ο Προκόπης ήταν ένα φτωχό χωριατόπουλο. Έπαιζε με τάλλα παιδιά στους δρόμους του χωριού και στο λειβάδι, πήγαινε σκολιό και κάθε παραμονή Χριστουγέννων τραγουδούσε τα κάλαντα με τους φίλους του στις πόρτες, γυρνώντας από φτωχόσπιτο σε φτωχόσπιτο κι’ ανεβαίνοντας κάπου κάπου και στ’ αρχοντόσπιτο του χωριού.

Μα κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, έπεφτε σε μεγάλη σκοτούρα. Έχανε το κέφι του. Στενοχωριόντανε πολύ!

Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη  Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη  Βασίλη, που ξεκινούσε μ΄ όλα του τα γηρατειά απ’ της Καισάρειας τα μέρη για νάρθει στην Ελλάδα και να φορτώσει δώρα τα παιδιά!

Η ιστορία τ’ Άη Βασίλη, του βασάνιζε το μυαλό του Προκόπη από τότε που πάτησε στ’ αρχοντόσπιτο για πρώτη φορά. Ήταν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Πήγε με τη μάννα του στον άρχοντα για κάτι δανεικά κι’ είδε τ’ αρχοντόπαιδο χρυσοφορεμένο να παίζει στην αυλή με πολλά παιχνίδια, που έκαναν τον καθένα να σαστίζει.

Τ’ αρχοντόπουλο ήταν στις χαρές του. Σάλπιγγες, ταμπούρλα, πιστολάκια, μικρά σπαθάκια, μπαλόνια, όλα τάπαιζε στα χέρια του και καβαλλίκευε ένα πανέμορφο μικρό ψεύτικο αλογάκι που τόχαν φέρει, καθώς του είπαν απ’ την Αθήνα, την τελευταία βραδυά.

Το χρυσοφορεμένο αυτό παιδί, είχε μια περηφάνια μεγάλη με τα παιγνίδια του, και πρώτο μίλησε στον Προκόπη για τον καλό Άη Βασίλη, που θαρχόντανε κείνο το βράδυ στο χωριό.

– Τι; δεν ξαίρεις; του είπε καθώς καβαλίκευε τάλογό του: Απόψε τη νύχτα θάρθει ο Άη Βασίλης στο χωριό μας και θα μοιράσει παιγνίδια στα παιδιά!…Δεν ξαίρεις ε; Χα χα χα!…

Έκανε γελώντας κοροϊδευτικά με τον Προκόπη, και πρόστεσε ύστερ’ αμέσως:

– Δε σου μίλησε ποτές γι’ αυτόν τον Άγιο, η μάννα σου;

– Ποτές, είπε στεναχωρεμένος ο Προκόπης.

Τ’ αρχοντόπαιδο βάλθηκε πάλι να γελάσει με την αμάθεια του Προκόπη και δείχνοντας πάλι τα παιγνίδια του σ’ αυτόν άρχισε να φωνάζει!

– Αυτά όλα μου τάχει στείλει ο Άη Βασίλης απ’ την Αθήνα. Κι’ απόψε Πρωτοχρονιά θα τον περιμένω για να μου φέρει κι’ άλλα τη νύχτα. Όπως κάθε χρόνο! Κι’ άλλα πολλά!…

– Θάρθει και στο χωριό μας;

– Και βέβαια θάρθει. Θα γυρίσει όλα τα σπίτια, όπως κάνει παντού, είπε το χρυσοφορεμένο παιδί του άρχοντα.

 

Το βράδυ κείνο ο Προκόπης τάχε με τη μάννα του.

– Ακούς εκεί, μάννα, της είπε. Να μη μου πεις αφότου γεννήθηκα πως κάθε Πρωτοχρονιά ο Άη Βασίλης μοιράζει δώρα στα παιδιά;

Και τον περίμενε. Τον περίμενε το βράδυ, ως που νύσταξε κι’ αποκοιμήθηκε.

Το πρωί σαν ξύπνησε δεν είδε τίποτα. Κρέμασε τότε τα μούτρα του και συλλογιόντανε το αρχοντόπαιδο με τα παιγνίδια του.

– Γιατί είσαι κατσούφης σήμερα, Πρωτοχρονιά; του είπε η μάννα του.

– Περίμενα τον Άη Βασίλη να μου φέρει κανένα παιγνίδι…

– Δεν πέρασε ο Άγιος, από το χωριό μας!…Έκανε η μάννα του. Είνε μικρό το δικό μας χωριό, κι’ εκείνος πιάνει μονάχα τις μεγάλες πολιτείες!

Ο Προκόπης έμεινε συλλογισμένος.

– Έτσι θάνε!…σκέφτηκε. Και παρηγορήθηκε.

Σηκώθηκε λοιπόν, σαν έφεξε καλά η μέρα και τράβηξε ίσια στο σπίτι του άρχοντα να ιδή τ’ αρχοντόπουλο. Να το κοροϊδέψει με τη σειρά του.

– Τ’ ακούς; Θα τούλεγε. Ο Άη Βασίλης δεν περνάει από μικρά χωριά σαν το δικό μας, είπε η μάννα μου. Πάει μονάχα στις μεγάλες πολιτείες! Άδικα τον περιμένεις κ’ εσύ!

Σαν έφτασε όμως στην αυλή του αρχοντικού σπιτιού, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το αρχοντόπουλο έπαιζε με καινούρια δώρα, ολοκαίνουργα παιγνίδια που δεν τα είχε χτες. Τόπια, μπάλλες, τρουμπέτες, σφυρίχτρες, φυσαρμόνικες, ταμπούρλα και τόσα άλλα πράματα, ώμορφα, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια…

– Τι είνε αυτά; ρώτησε πάλι ο Προκόπης, που τάχε ξανά χαμένα.

– Μου τάφερε ο Άη Βασίλης χτες βράδυ. Εσένα τι σούφερε; Έκανε το αρχοντόπαιδο.

– Τίποτα!…είπε δειλά ο Προκόπης. Δεν πέρασε απ’ το χωριό μας, ο Άγιος!

– Δεν πέρασε απ’ το δικό σας σπίτι;

– Όχι!…

Τ’ αρχοντόπουλο άρχισε πάλι να γελάει κοροϊδευτικά με τον Προκόπη που πίστεψε πως ο Άγιος δεν πέρασε καθόλου απ’ το χωριό. Και τότε ο Προκόπης τινάχτηκε μια και τράβηξε γραμμή να ρωτήσει τάλλα φτωχόπαιδα, για τον Άη Βασίλη.

– Δεν πέρασε απ’ το δικό μας σπίτι!…τούλεγε ο ένας.

– Ούτε κι’ απ’ το δικό μας.

– Ούτε κι’ από μας!!!

Κι άκουσαν όλοι με παραξενιά και στεναχώρια, πως ο Άγιος είχε περάσει μονάχα απ’ το σπίτι του Άρχοντα, χωρίς να καταδεχτεί κανένα απ’ τα φτωχόσπιτα του χωριού.

– Πάει να πει πως δεν είνε καλός Άγιος!…είπε ένα έξυπνο φτωχοπαίδι στον Προκόπη, αυτός ο Άη Βασίλης σου. Είδες; Περνάει κρυφά απ’ το σπίτι του Άρχοντα, αφήνει δώρα στ’ αρχοντοπαίδι, και μας δεν μας θυμάται καθόλου, ας είνε Πρωτοχρονιά…

Έτσι όλα τα χωριατόπαιδα πίστεψαν ότι ο Άγιος αγαπάει μονάχα τα πλούσια παιδιά.

 

Από τότες ο Προκόπης περίμενε με τάλλα παιδιά του χωριού.

Τα χρόνια περνούσαν.

Ο Άη Βασίλης περνούσε κάθε χρόνο κρυφά απ’ το σπίτι του Άρχοντα. Άφηνε τα δώρα του για ταρχοντόπαιδα, κι’ έφευγε πάλι να πάει σ’ άλλα χωριά και πολιτείες, σ’ άλλα σπίτια αρχοντικά, ν’ αφίσει κρυφά τα δώρα του. Τα φτωχά παιδιά ούτε και τα θυμόντανε καθόλου. Μα και κείνα τού έπιασαν μια έχθρητα φοβερή.

– Τέτοιος Άγιος, καλλίττερα και να μην είτανε…έλεγαν τα φτωχόπαιδα του χωριού, συναμεταξύ τους. Αφού για μας τα φτωχά παιδιά δείχνει τόση κακία, δεν τον θέλουμε κι’ εμείς…

Και τα χρόνια περνούσαν. Οι Πρωτοχρονιές κυλούσαν η μια ξοπίσω  απ’ την άλλη, ως που έφτασε και τούτη η τελευταία Πρωτοχρονιά.

– Αχ!…σκεφτότανε τώρα ο Προκόπης, μεγάλο παιδί πια, δε θα μου τύχει ποτές νανταμώσω αυτόν τον Άη Βασίλη; Τότες ξέρω γω τι έχω να του πω…

Και τι παράξενο. Το βράδυ που κοιμήθηκε, τον είδε ολόκληρο μπροστά του, σ’ ένα όνειρο που ήταν τόσο ζωντανό, σαν αληθινό.

Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ο Προκόπης διηγούντανε τ’ όνειρό του στ’ άλλα φτωχά παιδιά του χωριού.

– Είδα πως περιμέναμε όλοι μαζύ, εμείς τα φτωχόπαιδα του χωριού και κρυφτήκαμε γύρω γύρω στ’ αρχοντόσπιτο, να ιδούμε τον Άη Βασίλη που θάφερνε τα παιγνίδια στ’ αρχοντόπουλο. Όλα τα παιδιά είχαμε αποφασίσει  να παραπονεθούμε στον Άγιο και να του ζητήσουμε να περνάει κι’ απ’ τα δικά μας σπίτια ν’ αφήνει δώρα.

Μια στιγμή εκεί που είμαστε κρυμμένοι, βλέπουμε τον Άη βασίλη νάρχεται απ’ το μονοπάτι του κάμπου. Ο Άγιος κυττούσε κρυφά τα φτωχόσπιτα μας και φυλαγόταν για να μην τον ιδεί κανένας φτωχός. Πήγαινε ίσια στο πλουσιόσπιτο.

Τότες με μιας όλα τα παιδιά βγήκαμε απ’ τις κρυψώνες μας και τρέξαμε στον Άη Βασίλη. Τον περικυκλώσαμε ολόγυρα, κι’ αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά, έτσι που αναστατώθηκε όλο το χωριό.

– Δε μας ξεφεύγεις πια, Άη Βασίλη…Γιατί μας έχεις τόση κακία, εμάς τα φτωχόπαιδα;

– Θέλουμε δώρα και μεις…

Ο Άη Βασίλης, σαν είδε όλα τα φτωχόπαιδα του χωριού ολόγυρά του τάχασε. Έκανε να φύγει, μα τα παιδιά τον άρπαξαν από παντού…Τον έπιασαν από τον κόκκινο μαντύα, από τα γένεια του, από το σάκκο όπου είχε φορτωμένα τα δώρα του…

Εκείνος σήκωσε το ραβδί του και χτύπησε ένα παιδί.

– Τα δώρα μου είνε για το πλουσιόπαιδο του χωριού, είπε.

– Μπα; Γιατί; Κι’ εμείς δεν είμαστε παιδιά; είπε το χτυπημένο απ’ τη μαγκούρα του παιδί.

Ο Άγιος έκανε τότε να φύγει.

Τα παιδιά όμως τον τραβούσαν και τα δώρα του χύθηκαν στο δρόμο.

Μα το χειρότερο ήταν το άλλο. Στα χέρια των παιδιών απόμειναν τα γένεια του Άη Βασίλη, η μαγκούρα του, οι μπόττες, τα μουστάκια του, η κόκκινη μαντύα του, και μια μεγάλη μάσκα αποκριάτικη, που τη φορούσε στο πρόσωπο!

Όλα ήταν ψεύτικα!

Κάτου απ’ αυτά κρυβόντανε ένας άλλος αληθινός άνθρωπος, που βάλθηκε να τρέχει, όσο τον κυνηγούσαν τα φτωχόπαιδα, του χωριού. Ο πατέρας του αρχοντόπουλου.

– Α!…εσύ, λοιπόν, είσαι ο Άη Βασίλης, που φέρνεις κρυφά από μας κάθε Πρωτοχρονιά τα δώρα σου στ’ αρχοντόπουλο.

Φώναξαν όλα μαζύ τα παιδιά.

– Τώρα ξέρουμε γιατί εμάς δεν μας καταδέχεσαι…Σε γνωρίσαμε…Σε γνωρίσαμε…Φέρνεις μονάχα παιγνίδια για το γυιό σου…

Κι’ ο άρχοντας, φεύγοντας, κρύφτηκε μέσα στο σπίτι του φοβισμένος, γιατί τον κυνηγούσαν όλα τα φτωχόπαιδα του χωριού.

Αυτό ήταν το όνειρο του Προκόπη…Μα ήταν αλήθεια μονάχα όνειρο;

Κ. ΑΛΗΘΙΝΟΣ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: