«Ο άντρας σας θα είναι αριστερός…»
«Τα ίδια τραβούμε και μεις. Ο γιος της αντικρινής μας κρύβεται να μην τον πιάσουνε. Τον άντρα της διπλανής τον πιάσαν. Μαθημένα τα βουνά από χιόνια…» – Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου «Σαν τα τρελά πουλιά»
Η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε το 1897 κι έφυγε από τη ζωή στις 6 του Νοέμβρη 1989. Το πρώτο της βιβλίο το δημοσίευσε στα 66 της χρόνια. Ήταν η «Λωξάντρα» που γνώρισε τεράστια επιτυχία και μεταφέρθηκε επίσης με μεγάλη επιτυχία και στην τηλεόραση με την Μπέτυ Βαλάση να διαπρέπει ερμηνευτικά και να ταυτίζεται στη λαϊκή συνείδηση με τον ρόλο.
Στο δεύτερο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, το μυθιστόρημα «Διακοπές στον Καύκασο», στο οποίο περιγράφει τη ζωή της την περίοδο που ξέσπασε η Οχτωβριανή Επανάσταση, το 1917, όταν η ίδια βρισκόταν στη Ρωσία, αναφερόμαστε σε προηγούμενη ανάρτησή μας, που μπορείτε να δείτε εδώ.
Αυτή τη φορά μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά της «Σαν τα τρελά πουλιά» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988), που κι αυτό έγινε τηλεοπτική σειρά με την Θέμιδα Μπαζάκα στον ρόλο της Άννας.
***
Και τώρα τι κάνουμε;
Τι θες να κάνουμε. Τύφλες.
Κάθησε η Άννα πάνω σε μιαν από τις πλάκες που ήταν ριγμένες μπρος στα μαρμαράδικα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έβγαλε το μαντίλι της και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Ουφ, ανάθεμα κι αν μπορείς να καταλάβεις σ’ αυτό τον τόπο ποια εποχή του χρόνου είναι και τι πρέπει να φορέσεις το πρωί όταν φεύγεις απ’ το σπίτι σου. Ουφ! Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Ο μαρμαράς τής έριξε ένα λοξό βλέμμα, αλλά δε μίλησε. Για ξένη θα την πήρε.
Η Άννα όπου κι αν βρίσκουνταν, όλος ο κόσμος την έπαιρνε για ξένη. Οι Έλληνες την παίρνανε για Εγγλέζα, οι Εγγλέζοι για Ρώσοι, οι Ρώσοι για κύριος οίδε τί. Μια φορά, όλοι τη σέβουνταν, γιατί στους ξένους όλες οι εκκεντρικότητες συχωριούνται.
Κοιτάζει η Άννα στο γύρο της, – ερημιά. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας εκείνη την εποχή δεν είχε κίνηση. Δεν ήταν πολλά χρόνια που η περιοχή προς τα Τουρκοβούνια είχε αρχίσει να κτίζεται. Δεξιά ανεβαίνοντας ήταν εκείνα τα λίγα μαρμαράδικα. Αριστερά, ο λόφος ήταν σκεπασμένος από μικρά καινούργια σπιτάκια. Σ’ αυτή την περιοχή και δίπλα σ’ ένα ρέμα, είχαν νοικιάσει ένα σπιτάκι από τρία δωμάτια και κουζίνα.
Μπάνιο δεν είχε. Για να πλυθείς περνούσες την αυλή για να πας στο πλυσταριό, που είχε δίπλα του το αποχωρητήριο. Υδραυλική εγκατάσταση το σπίτι δεν είχε. Το νερό το κουβαλούσες από το βαρέλι που βρίσκουνταν στην αυλή, και το βαρέλι αυτό γέμιζε τρεις φορές τη βδομάδα. Έπρεπε λοιπόν να έχεις το νου σου να μαζέψεις νερό πριν κοπεί. Εκτός από τη δυσκολία του νερού, το σπίτι δεν είχε και ηλεκτρική εγκατάσταση. Αγόρασαν λάμπες του πετρελαίου. Μαγείρευαν με ξυλοκάρβουνα. Αργότερα αγόρασαν γκαζιέρα Πρίμους.
Η κυρία Κλειώ όφις ωρυόμενος. Και με το δίκιο της.
– Αφήσαμε τον παράδεισο και ήρθαμε στην κόλαση. Κακό – χρόνο – νάχει ο αδικιωρισμένος ο κατσικοπόδαρος, που έβαλε το πόδι του στο σπίτι μας και μάς το ρήμαξε. Άδικη ώρα να τον έβρει.
Ως και ο Ασλάν κατσούφιασε. έβαλε η κυρία Κλειώ ένα απαλό μαξιλάρι πάνω σε μια καρέκλα στην κόχη της κουζίνας, και την ονόμασε η καρέκλα του ζώου. Αν έχεις δέκα κεφάλια άντε κάτσε σ’ εκείνη την καρέκλα.
– Στάσου! στάσου! φωνάζει η κυρία Κλειώ και τρέχει να σου φέρει άλλη καρέκλα. Εδώ να κάτσεις. Εκείνη είναι η καρέκλα του ζώου.
Και ο Ασλάν πηδά επιδεικτικά πάνω στην καρέκλα του, κάθεται τουρλωμένος και σε αγριοκοιτάζει.
Οι καβγάδες της κυρίας Κλειώς με το γαμπρό της ήταν ομηρικοί. Η κυρία Κλειώ διάβαζε Εστία, ο γαμπρός της Ριζοσπάστη.
– Πάλι αυτό το κωλόφυλλο διαβάζεις;
– Μμ, μελίρρυτο γλώσσα έχει ο κύριος καθηγητής μας. Και δε με λές, τι να διαβάσω; Ριζοσπάστη; Επιφυλλίδα δεν έχει. Αγγελίες δεν έχει. Κωλόφυλλο είναι ο Ριζοσπάστης, όχι η Εστία.
– Τι είπες; Κοντεύει να φτάσει η μέρα που θα στηθεί η κρεμάλα στο Λυκαβηττό. Το βλέπεις αυτό το χέρι; Μ’ αυτό θα τραβήξω το σκοινί γύρω απ’ το λαιμό σου.
– Πάρ’ τα μούτρα σου, κιουλάμπεη.
Τα οικονομικά της οικογένειας ήτανε σε μαύρο χάλι. Ενώ λίγα χρόνια πριν η αιγυπτιακή λίρα είχε εφτακόσιες δραχμές, τώρα έκανε μακροβούτι και έφτασε στις εκατόν σαράντα. Η Άννα με τον άντρα της χαλούσανε αιγυπτιακή λίρα για να ζήσουν. Εκείνος περίμενε από μέρα σε μέρα το διορισμό του. Η Άννα έτρεχε από τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη με το Μπέρλιτς κάτω απ΄τη μασχάλη, όπως τότε στη Στάβροπολ, και δίδασκε αγγλικά. Σχολές ξένων γλωσσών σχεδόν δεν υπήρχαν. Τα μαθήματα άφθονα, μα η Αθήνα μεγάλη και η συγκοινωνία χάλια. Από την Πλατεία Αγάμων όπου είναι το ένα μάθημα, στους Αμπελόκηπους όπου είναι το άλλο. Και από κει στην Πλάκα, και απ’ την Πλάκα στην κεντρική αγορά για ψώνια. Από την αγορά για να φτάσει στο τέρμα Ιπποκράτους, έπρεπε να πάρει το 11 από τη γωνία Πεσματζόγλου και Σταδίου. Αυτό το τραμ έρχουνταν τόσο γεμάτο, που για να μπεις μέσα έπρεπε να πάρεις τη ζωή σου από το μάτι σου. Το αποφασίζεις. Ορμάς, κρεμιέσαι με το ένα χέρι απ’ την πίσω πόρτα, στο άλλο χέρι η σακούλα με τα τρόφιμα. Κάνει να ξεκινήσει το τραμ, χτυπά ο κόσμος που είναι συγκεντρωμένος στο γύρο. Γκάπα – γκούπα χτυπά τα τζάμια του τραμ, χτυπά τα πλευρά του με μαγκούρες.
– Σταμάτα ρε!
Νταν – νταν – νταν το καμπανάκι, το τραμ προχωρεί.
– Ρε σταμάτα!
Γκάπα – γκούπα.
– Ρε θα σκοτώσεις τη γυναίκα!
Κι όταν φτάσεις στο σπίτι σου, τη ζωή σου πια δεν τη θέλεις.
Απίθανη κατάσταση. Μα δεν της πέφτει λόγος. Της τάχε πει ο άντρας της αυτά πριν φύγουν απ’ την Αλεξάνδρεια.
– Ήθελές τα κι έπαθές τα, της έλεγε η μάνα της.
Τώρα πια, ό,τι έγινε, έγινε. Αναστέναξε. Ίσιωσε την πλάτη της, και ανοίγοντας τα μακριά κανιά της άρχισε με μεγάλα βήματα να ανεβαίνει τον ανήφορο της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
– Γεια σας, παιδιά! φώναξε στους μαρμαράδες καθώς ξεκίναγε.
Οι μαρμαράδες έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα.
– Καλέ ρωμιά είναι, είπε ο ένας στον άλλο.
– Ναι, ρε, ρωμιά είναι.
***
Από την αυλή μπαίνοντας η Άννα άκουσε ομιλίες και γέλια στην κουζίνα και μετά την κυρία Κλειώ να τραγουδά:
– Σάντα σανταλάκια
πέντε καραβάκια…
“Κύριε ελέησον! Πάει η κυρία Κλειώ, ξαναμωράθηκε” , σκέφτηκε η Άννα. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπει μπροστά της καθισμένους αντίκρυ – αντίκρυ στο σανιδένιο τραπέζι της κουζίνας την κυρία Κλειώ με τον Πέτρο Πικρό να πίνουν το καφεδάκι τους.
– Πάνε στην Πόλη
να φέρουνε λαδάκια
και σαμολαδάκια…
– Καλέ μη χειρότερα, τι πάθατε;
– Σσς, σώπα εσύ, μη μάς διακόπτεις, την αποπήρε ο Πικρός.
Είχε μπροστά του χαρτί και μολύβι και σημείωνε.
– Πώς το είπατε αυτό, κυρία Κλειώ; Είναι για το παιδικό βιβλίο που γράφω.
Ο Πικρός, που ήταν συγγραφέας και αρχισυντάκτης τότε του Ριζοσπάστη, ήτανε φίλος και ομοϊδεάτης του γαμπρού της, και σαν τέτοιος δεν έπρεπε να είναι κοντά στην κυρία Κλειώ, που μισούσε το γαμπρό της όπως και ό,τι δήποτε τον άγγιζε ή τον αφορούσε. Στους φίλους του η κυρία Κλειώ έκανε μούτρα. Όταν τους έβλεπε στο σπίτι έβαζε σκούπες ανάποδα πίσω από τις πόρτες, έριχνε με τρόπο αλάτι κοντά στα παπούτσια τους. Με τον Πικρό όμως ήτανε μέλι – γάλα. Πολίτης ο Πικρός, βέρος Κωνσταντινουπολίτης, τετράξυπνος και χωρατατζής.
– Πικρέ, γιόκα μου, μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου.
– Τι πράμα;
– Καλέ ξέχασες που θα μιλούσες στο Δήμαρχο για το σκουπιδιάρη;
Α, ναι, φίλο τον είχε ο Πικρός τον Πάτση. Θα πάει στο Δημαρχείο, θα τον χτυπήσει στην πλάτη και θα τού πει να στείλει γρήγορα το σκουπιδιάρη στου Γκύζη, γιατί κοντεύει εκεί ο κόσμος να πνιγεί στο σκουπίδι.
Εκτός από τον Πικρό, η κυρία Κλειώ αργότερα απόχτησε άλλον ένα φίλο, ή μάλλον ξελόγιασε και τράβηξε κοντά της άλλον έναν ομοϊδεάτη του γαμπρού της: το Μάξιμο. Πολίτης και ο Μάξιμος. Καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος, μπαχτσές. Τι ωραία φωνή ήταν εκείνη! Τι ρούσικα, τι γαλλικά, τι ιταλικά τραγούδια ήξερε. Ακόμα και ρεμπέτικα που τραγουδούν οι χασικλήδες. Τα είχε μάθει στο Παλαμήδι. Και πού δεν πήγε αυτός ο Μάξιμος και τι δεν ήξερε.
– Άντε, μπάρμπα – Γιάννη, σαν ποθάνεις,
άντε, το λουλά τι θα τον κάνεις;
Έμαθε να σιγοτραγουδά η κυρία Κλειώ. Και σε λίγο:
– Αβάντι πόπολο α λά ρισκόρσα
μπαντιέρα ρόσσα, μπαντιέρα ρόσσα!
Και σε λίγο:
– Να μπαρικάντι
μπουρζούγιαμ νιέτ ποστσάντι.
– Τι είναι αυτά που λες καλέ μαμά; Καταλαβαίνεις τι λές;
Δεν έχει ανάγκη να καταλάβει η κυρία Κλειώ. Το τραγούδι μια φορά τής αρέσει.
– Τι θες, γιόκα μου, να σε ψήσω; Χουνκιάρ – μπεγιεντί; Μπράβο. Χουνκιάρ – μπεγιεντί θα σε ψήσω.
Δίπλα στην κουζίνα ήτανε το δωμάτιο της κυρίας Κλειώς, που επικονωνούσε με την κρεβατοκάμαρα του αντρόγυνου. Εκεί ήταν το συζυγικό κρεβάτι που αποτελούνταν από δύο στρίποδα, πέντε τάβλες κι ένα πολύ λεπτό αχυρόστρωμα. Αυτό το κρεβάτι ήταν ύπουλο κι έπρεπε να το προσέχεις. Όταν καθόσουνα στα πόδια του έπρεπε πρώτα να βεβαιωθείς πως τα στρίποδα ήταν σωστά βαλμένα, αλλιώς, χωρίς καμιά προειδοποίηση, σηκώνονταν οι τάβλες να σε κοπανίσουν στο κεφάλι. Και το ίδιο συνέβαινε αντίστροφα όταν το βάρος έπεφτε στο κεφάλι, οπότε οι τάβλες σηκώνονταν απάνω από την άλλη μεριά και συ βρισκόσουνα με τα πόδια στον αέρα. Πολύ συχνά τις νύχτες η κυρία Κλειώ πετιόταν απάνω τρομαγμένη από τους κρότους και τα τρξίματα πούρχονταν από δίπλα.
Απ’ την κρεβατοκάμαρα έμπαινες σ΄ένα τρίτο δωμάτιο που είχε πόρτα στην αυλή. Αυτό ήτανε το γραφείο. Είχε μέσα τραπεζάκι και καρέκλα κι ένα γύρο στοιβαγμένες κάσες με βιβλία που κάνανε και για καθίσματα. Εδώ ο άντρας της Άννας δέχουνταν τους φίλους του. Μαζεύουνταν και πιάναν τη συζήτηση. Λέγαν, λέγαν, λέγαν. Μιλούσανε ψιθυριστά ως τα μεσάνυχτα, ή κι ως τις δυό το πρωί, και φεύγοντας άφηναν πίσω τους ένα δωμάτιο αχούρι. Ντουμάνι ο καπνός, τσιγάρα σβησμένα στο πάτωμα, χαρτιά σκισμένα.
Από μια αρχή η κυρία Κλειώ αρνήθηκε να καθαρίσει εκείνο το δωμάτιο, και το καθάριζε η Άννα. Φυσικά η Άννα έκανε όλη τη χοντρή δουλειά του σπιτιού.
Αυτό όμως δεν μπορούσε να βαστάξει πολύ, γιατί η Άννα δεν επαρκούσε, κι ούτε έπρεπε να χάνει χρόνο απ’ τα μαθήματά της, γιατί απ’ αυτά περίμεναν να ζήσουν. Εκείνος για την ώρα ώσπου νάρθει ο διορισμός του μετάφραζε ένα βιβλίο από τα γερμανικά. Τι θα τού έδινε το βιβλίο; Τίποτα, πενταροδεκάρες.
– Είναι ανάγκη να πάρουμε γυναίκα στο σπίτι, γιατί αν αρρωστήσω εγώ τότες τι θα κάνουμε;
Τώρα τελευταία δεν αισθάνουνταν καλά η Άννα. Νόμιζε πως ήταν το στομάχι της, μα όταν πήγε σε γιατρό, ο γιατρός τής είπε πως ήταν έγκυος. Χάρηκε, μα και τρομοκρατήθηκε.
– Δεν γίνεται, πρέπει να πάρουμε γυναίκα, ξαναείπε και ξεκίνησε αμέσως για τα Προσφυγικά πριν πει τίποτα σε κανένα.
***
Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, πέρα απ’ τις φυλακές Αβέρωφ, άρχιζαν τα Προσφυγικά, όπου εξακολουθούσαν να στήνουνται ξύλινες παράγκες και από τις δυό πλευρές.
Τα πέντ’ έξι τετραγωνικά μέτρα για την κάθε παράγκα, σαν πέφτανε στα χέρια της προσφυγικής οικογένειας, σε λίγο γίνονταν μια μικρή κατοικία, με μικροσκοπικό ισόγειο, υπόγειο, δεύτερο πάτωμα και δώμα, όπου τα καλοκαίρια η οικογένεια θα μπορούσε να κοιμάται στρωματσάδα. Και μάνι – μάνι φυτεύουνταν αναρριχητικά φυτά, όλων των λογιών περικοκλάδες, από πατατιά σε αγιόκλημα, ακόμα και σε κληματαριά.
Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σού χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν στο πάτωμα του ισογείου. Οι πιο πολλές παράγκες, με ατομική πρωτοβουλία βαμμένες διάφορα χρώματα. Τα δρομάκια ανάμεσα στις παράγκες θεοκάθαρα. Πουθενά τρεχούμενα νερά, πουθενά σκουπίδια.
Μέσα σε πολλές παράγκες έχουν στηθεί μικροί πρόχειροι αργαλιοί, όπου υφαίνουνται κουρελούδες.
Άλλες γυναίκες είναι πεσμένες με τα μούτρα και κεντούν αριστουργήματα. Άλλες πλέκουν, άλλες ράβουν. Άλλες λείπουν απ’ τα σπίτια τους, λείπουν στα μεροκάματα. Γέμισε η Αθήνα πλύστρες, καθαρίστριες, κάθε είδους άξια και τίμια χέρια για φτηνή δουλειά. Γιατί τις μάχουνται οι ντόπιοι; Φταίνε εκείνες που καταστράφηκαν, που βρέθηκαν στους δρόμους, και τώρα πρέπει να ξενοδουλέψουν για να ζήσουν;
Οι άντρες, ξυλουργοί, ταπητουργοί, εργάτες οικοδομών, μικροπωλητές με καταπληκτική εφευρετικότητα.
Ένα σαραβαλιασμένο καροτσάκι παιδικό και πάνω του χτισμένο ολόκληρο συγκρότημα με μαγκάλι και αναμμένα κάρβουνα και φουγάρο, με τζαμαρία για να προστατεύουνται τα φαγώσιμα απ’ τις σκόνες και τις μύγες. Ολόκληρο φορητό μπαρ, απ’ όπου ανεβαίνει στον αττικό ουρανό η τσίκνα από το πρώτο, άγνωστο ως τότε, προσφυγικό σουβλάκι, που σαν αστραπή απλώθηκε και σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί είναι φτηνό και πρακτικό.
– Έλα, τζάνουμ, έλα να διεις τι γένεται. Θέλεις και ντομάτα μαζί; Θέλεις και τζατζίκι;
Τι είναι καλέ αυτό το τζατζίκι; Μούρλια! Γλείφεις τα δάχτυλά σου.
Στην έξοδο των σχολειών, των κινηματογράφων, στέκουνται οι φορητές ψησταριές και θησαυρίζουν. Περιουσίες γίνουνται!
Και στο Χρηματιστήριο, οι υποσιτισμένοι Αθηναίοι χρηματιστές, μαθημένοι στο κουλούρι και στο τυρί, δρόσισαν την ψυχή τους με την πρώτη τους τυρόπιτα. Με τις μπουγάτσες του Μερακλή και τις λεμονάδες από αληθινό χυμό λεμονιού.
Η ελληνική γλώσσα πλουτίστηκε με καινούργιες λέξεις, που τις δέχτηκε και τις εγκολπώθηκε. Άρχισαν οι ντόπιοι να μιλούν για πεϊνιρλί, για ιμάμ μπαϊλντί, για μουσακά, για ασουρέ, για ταούκ κιοξού και εκμέκ καταΐφι. Το ιμάμ μπαϊλντί, γενική του ιμάμ μπαϊλντιού, το τζατζίκι του τζατζικιού.
Δεν πρέπει να έχει παράπονα η μητέρα Ελλάς από τα υπόδουλα παιδιά της. Σαν έφτασαν εδώ καταστρεμμένα και ρακένδυτα, δε γέμισαν τα καταγώγια και τις φυλακές του τόπου. Δε γέμισαν με σκουπίδια και βρωμόνερα τα ρέματα, όπως στο τέρμα Ιπποκράτους. Με μια κοινή βρύση και με κοινά αποχωρητήρια, δίχως γυναικοκαβγάδες, δίχως φασαρία, κράτησαν τους συνοικισμούς τους πεντακάθαρους και αξιοπρεπείς. Δε σταύρωσαν τα χέρια τους να περιμένουν απ’ την πατρίδα να τους ταΐσει.
Περπατώντας ανάμεσα στα πεντακάθαρα δρομάκια αυτής της παραμυθένιας συνοικίας και χαζεύοντας, η Άννα άξαφνα θυμήθηκε πως δεν είχε πάει εκεί για να χαζέψει, αλλά για να βρει υπηρέτρια το γρηγορότερο. Σταματά. Μπροστά της βλέπει ένα σπιτάκι βαμμένο κίτρινο και δίπλα στην είσοδο, μέσα σ’ ένα μικροσκοπικό κηπαράκι, στέκεται μια μικρή πολυθρονίτσα όπου είναι καθισμένη μια γριούλα. Μα πολύ γριούλα. Στα κάτασπρα μαλλιά της φορεί φακιόλι άσπρο και στο σκελετωμένο χέρι της κρατά κεχλιμπαρένιο κομπολόι. Το πρόσωπό της είναι άσπρο σαν το πανί και το δέρμα διάφανο. Θυμίζει εκείνα τα μικρά τα σαμιαμίδια που μόλις γεννηθούνε είναι διάφανα. Μπορείς να διακρίνεις απ’ έξω το σκελετό τους.
– Καλημέρα, γιαγιά, λέει η Άννα.
Μα η γριά δεν απάντησε.
– Καλημέρα σας, της απαντά μια άλλη γριά πολύ νεώτερη απ’ την πρώτη, που παρουσιάστηκε στην ξώπορτα του σπιτιού.
– Ωραίο το σπιτάκι σας, λέει η Άννα. Από πού είστε;
– Ωραίο, λέει η γυναίκα. Είμαστε από την Αττάλεια. Κοπιάστε.
– Περάστε μέσα , περάστε! φωνάζει από μέσα μια μεσόκοπη γυναίκα καμιά πενηνταριά χρονών. Εσείς από πού είστε;
– Εγώ είμαι από την Πόλη.
– Απ’ την Πόλη; Ω – ω – ω!
Θαυμασμός.
Από το πίσω μέρος του σπιτιού ακουότανε ραπτομηχανή.
– Παρθένα, σταμάτα για λίγο κι έλα να δεις μια κυρία που είναι απ’ την Πόλη. Θα έχει πολλά να μάς πει.
Από ένα μικρό πορτάκι που δεν έπαιρνε το μπόι της μπήκε στην κάμαρα μια γεροδεμένη τσομάρα και η κάμαρα πια έπηξε.
– Πήγαινε γρήγορα, Παρθένα, ψήσε καφέ στην κυρία.
– Εκείνο που θέλω είναι νερό, είπε η Άννα, που ένιωσε πως τα χείλα της είχαν αρχίσει να πανιάζουν.
– Και νερό, και πορτοκάλι γλυκό, κοκόνα μου, και καφέ, απ’ όλα θα σε δώσω. Μα τι έχεις; Δε σε βλέπω καλά.
– Δεν είναι τίποτα, είπε η Άννα χαμογελώντας. Είμαι έγκυος.
Το είπε απλά και δεν πίστευε στ’ αυτιά της όταν άκουσε τη φωνή της να το λέει. Ίσαμε κείνη τη στιγμή δεν το είχε πει σε κανένα. Στη μάνα της δεν είχε βρει ευκαιρία να το πει. Στον άντρα της άλλο τόσο. Όλη την ημέρα ήταν απασχολημένη και τα βράδια ίσαμε τώρα είχαν τους φίλους του άντρα της στο “γραφείο”, που κάθουνταν ως τα μεσάνυχτα.
Τελευταία έπαψαν να έρχουνται οι φίλοι, γιατί μπροστά στο σπίτι τους είχε στηθεί μόνιμα ο χαφιές. Τώρα εκείνος έλειπε πιο πολύ απ’ το σπίτι και γύριζε τις πρωινές ώρες. Η Άννα είχε αρχίσει να δυσανασχετεί. Ένιωθε πως η ψυχή της είχε δεθεί κόμπο.
– Είμαι έγκυος, ξαναείπε στις γυναίκες, για να τ’ ακούσει ακόμα μια φορά.
– Έγκυος; φώναξαν όλες μαζί με χαρά και σηκώθηκαν απάνω. Να ζήσεις, καλή λευτεριά! κι άρχισαν μια – μια να έρχουνται κοντά της να τη φιλήσουν, εκτός από την πολύ γριά. Να ζήσεις, να γεράσεις, τα χρόνια της κοτζά – γιαγιάς να κάνεις. Να δεις εγγόνια και τρισέγγονα.
– Πόσο χρονών είναι η κοτζά – γιαγιά; ρωτά η Άννα. Και αλήθεια γιατί τη λέτε κοτζά – γιαγιά;
– Είναι μεγάλη γιαγιά. Έκλεισε τα εκατό, λέει η Παρθένα. Εγώ είμαι δισέγγονή της, από δω είναι η μητέρα μου, αυτή είναι η γιαγιά μου.
Ώστε τέσσερις γενιές είχε μπροστά της η Άννα. Καρδιά δεν της κάνει πια να σηκωθεί να φύγει, και μόλις τ’ αποφάσισε μπαίνει μέσα απ’ την ξώπορτα ένας γάταρος κάτασπρος, Άγκυρας.
– Είναι ο Παμπούκ, της εξηγούνε όλες μαζί.
– Αχ, ο Παμπούκ, ίδιος η Καλυψώ, που είχε η γιαγιά μου κάποτε στο σπίτι μας πριν γεννηθώ εγώ. Δεν την είδα ποτέ μου, αλλά μού τα λένε, και είναι σαν να την ξέρω την Καλυψώ.
Τέλος, αποφασίστηκε πως θα πάει να δουλέψει κοντα της η Παρθένα, και αφού συμφωνήθηκαν όλα, η Άννα τούς εξήγησε πως έχουν τα πράματα στο σπίτι τους. Προειδοποίησε την Παρθένα πως δε θάχει να κάνει μ’ εκείνηνα, αλλά με τη μητέρα της, μια λίγο ιδιότροπη γυναίκα. Μίλησε απ’ έξω απ’ έξω και για το χαφιέ… Της είπε να προσέχει.
– Δεν ξέρω γιατί μάς τον βάλανε έξω απ’ την πόρτα μας.
– Δεν ξέρετε; λένε γελώντας όλες μαζί. Να σας το πούμε εμείς. Ο άντρας σας θα είναι αριστερός. Τα ίδια τραβούμε και μεις. Ο γιος της αντικρινής μας κρύβεται να μην τον πιάσουνε. Τον άντρα της διπλανής τον πιάσαν. Μαθημένα τα βουνά από χιόνια. Ελάτε να φιληθούμε.
Στο γυρισμό απ’ τα Προσφυγικά η Άννα είχε την εντύπωση πως στα πόδια της είχαν φυτρώσει φτερά. Πετούσε και πήγαινε. Για πότε τον έκανε εκείνο το δρόμο! Και μόλις πάτησε στο κατώφλι του σπιτιού φώναξε θριαμβευτικά:
– Είμαι έγκυος!
– Πα! έκανε μέσα στην κουζίνα η κυρία Κλειώ.
– Τι; έκανε τρομαγμένος ο άντρας της που πετάχτηκε απ’ την κάμαρά του στην αυλή
– Θέλετε “πα” πείτε, θέλετε “τί”, εγώ μια φορά θα το κάνω το παιδί, και θα είναι το πιο όμορφο παιδί του κόσμου.