«Ο μαύρος γάτος» και «Το κοράκι» του Έντγκαρ Αλαν Πόε
Στις 7 του Οκτώβρη 1849 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 40 χρόνων ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης Έντγκαρ Άλαν Πόε, ιδρυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είχε γεννηθεί στις 19 του Γενάρη 1809.
Στις 7 του Οκτώβρη 1849 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 40 χρόνων ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης Έντγκαρ Άλαν Πόε, ιδρυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είχε γεννηθεί στις 19 του Γενάρη 1809.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους. Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές, αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ’ όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού. “Το Κοράκι και άλλα ποιήματα”, που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως το επιθυμούσε. (Στοιχεία από το BiblioNet)
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε με το έργο του άνοιξε νέους δρόμους στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η μοναξιά αποτελεί σημαντικό μοτίβο των διηγημάτων του, που η ζωή του, όπως είπε ο Γκόρκι, ήταν τραγική, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Έχοντας ζήσει ο ίδιος μια μαρτυρική ζωή (φτώχεια, αλκοολισμός, ερωτική δυστυχία) αποτυπώνει στο λογοτεχνικό του έργο το ζόφο αυτής της ζωής, καθορισμένης από τις πολύ σκληρές συνθήκες της οικοδόμησης του καπιταλισμού στη χώρα του.
Από το βιβλίο «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» (εκδ. «ΓΝΩΣΗ») παραθέτουμε απόσπασμα του διηγήματος του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Ο μαύρος γάτος». Επίσης το ποίημα «Το κοράκι», σε μετάφραση του ποιητή Κώστα Ουράνη.
***
Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα σαν είδα πως η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία μου γι’ αυτά, δεν έχανε καμιά ευκαιρία για ν’ αποκτήσουμε μερικά από τα πιο συμπαθητικά. Είχαμε πουλιά, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού κι ένα γάτο.
Αυτός ο γάτος ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι εξαιρετικά έξυπνος. Οταν μιλούσε για το γάτο η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν αρκετά προληπτική, ανέφερε συχνά την παλιά λαϊκή ιδέα πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Οχι πως το ‘λεγε στα σοβαρά – και αν κάνω λόγο γι’ αυτό το ζήτημα, είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.
Ο Πλούτων – αυτό το όνομα είχε ο γάτος – ήταν ο αγαπημένος μου κι ο σύντροφός μου. Εγώ μονάχα τον τάιζα, κι όπου κι αν πήγαινα μέσα στο σπίτι, ερχόταν από πίσω μου. Και με δυσκολία τον εμπόδιζα να με ακολουθεί και στο δρόμο.
Αυτή η φιλία μας κράτησε πολλά χρόνια, και σ’ αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία μου και ο χαρακτήρας μου – μέσω του σατανά, που είναι το πιοτό – είχαν πάθει (κοκκινίζω από την ντροπή μου που το λέω) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο. Μέρα με τη μέρα γινόμουν πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, πιο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι εγώ ο ίδιος που μιλούσα στη γυναίκα μου με κακό τρόπο. Στο τέλος, χειροδικούσα κιόλα πάνω της. Φυσικά, και τα ζώα που είχαμε στο σπίτι ένιωσαν τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής στο χαρακτήρα μου. Οχι μόνο τα παραμελούσα, τα κακομεταχειριζόμουν κιόλα. Τον Πλούτωνα, ωστόσο, τον είχα ακόμα σε αρκετή υπόληψη κι απόφευγα να τον κακομεταχειριστώ, ενώ δεν είχα κανέναν ενδοιασμό για τα κουνέλια, για τη μαϊμού, ακόμα και για το σκύλο, όταν τυχαία ή από αγάπη βρίσκονταν στο δρόμο μου. Αλλά η αρρώστια μου χειροτέρευε – κακή αρρώστια το αλκοόλ! – και στο τέλος ακόμα και ο Πλούτων, που γερνούσε τώρα, και όπως είναι επόμενο, είχε γίνει κάπως δύσκολος – ακόμα και ο Πλούτων άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αναποδιάς μου.
Μια νύχτα, που γύρισα στουπί στο μεθύσι από ένα γύρο που είχα κάνει στις ταβέρνες, μου φάνηκε πως ο γάτος με απόφευγε. Τον έπιασα με το ζόρι, εκείνος τότε τρόμαξε και με δάγκωσε ανάλαφρα στο χέρι. Δαιμονίστηκα απ’ το κακό μου. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και η καθαυτό ψυχή μου πέταξε και παράτησε το σώμα μου, και μια περισσότερο κι από διαβολική μοχθηρία, θρεμμένη με τζιν, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Εβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και του ξερίζωσα το ένα μάτι. Ντρέπομαι, καίγομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη.
Οταν ξανάρθα στα λογικά μου το πρωί – όταν με τον ύπνο ξεθύμανε το νυχτερινό μεθύσι μου ένιωσα ένα αίσθημα ανάμεικτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και να το πάρεις, ήταν ένα φτωχό και αμφίβολο αίσθημα και η ψυχή έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό, και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη την πράξη.
Στο μεταξύ, ο γάτος ξαναρχόταν σιγά σιγά στα συγκαλά του. Είναι αλήθεια πως η τρύπα του χαμένου ματιού του παρουσίαζε ένα φριχτό θέαμα, αλλά δε φαινόταν να υποφέρει, να πονεί. Τριγύριζε μέσα στο σπίτι όπως πάντα, αλλά, όπως είναι φυσικό, το ‘βαζε στα πόδια κατατρομαγμένος μόλις πλησίαζα. Καθώς μου είχε μείνει κάτι από την παλιά καρδιά, στην αρχή θλιβόμουν γι’ αυτή τη φανερή απέχθεια που είχε για μένα ένα πλάσμα που άλλοτε με είχε τόσο πολύ αγαπήσει. Αυτό όμως το συναίσθημα παραχώρησε γρήγορα τη θέση του στο θυμό. Και τότε, σαν τελειωτική και ανέκκλητη κατάπτωση, φώλιασε μέσα μου το πνεύμα της ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ. Η φιλοσοφία δεν το λογαριάζει αυτό το πνεύμα. Και όμως είμαι τόσο βέβαιος, όσο είμαι βέβαιος πως ζω, πως η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις αδιαίρετες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε τον εαυτό του, εκατό φορές, να ‘χει κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη, για το μόνο λόγο πως ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως δεν έχουμε μια αιώνια τάση, όσο κι αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνουμε το Νόμο, μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος;
Αυτό το πνεύμα της διαστροφής, όπως είπα, έφερε την τελειωτική μου κατάπτωση. Ηταν αυτός ο αβυσσαλέος πόθος της ψυχής να εναντιωθεί στον εαυτό της, να παραβιάσει την ίδια της τη φύση, να κάνει το κακό για το κακό και μόνο, που μ’ έσπρωξε να συνεχίσω και να αποτελειώσω το βασάνισμα του άκακου ζώου. Ενα πρωί, με ψυχραιμία, του πέρασα μια θηλιά στο λαιμό και το κρέμασα απ’ το κλαδί ενός δέντρου – το κρέμασα, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι απ’ τα μάτια μου, και με τις σκληρότερες τύψεις να με βασανίζουν, το κρέμασα, γιατί ήξερα πως μ’ είχε αγαπήσει, και γιατί ένιωθα πως δε μου είχε δώσει καμιά αιτία να του κάνω κακό. Το κρέμασα, γιατί ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν μια αμαρτία – μια θανάσιμη αμαρτία, που μ’ αυτή θα διακινδύνευα να θέσω την ψυχή μου (αν ένα τέτοιο πράγμα είναι δυνατόν) πέρα κι από το άπειρο έλεος του Πανελεήμονος και Παντοδύναμου θεού.
Τη νύχτα της ίδιας μέρας που είχα κάνει αυτή την τόσο μεγάλη απονιά, με ξύπνησαν φωνές: «Πυρκαγιά, πυρκαγιά!» Οι κουρτίνες του κρεβατιού μου καίγονταν. Ολόκληρο το σπίτι λαμπάδιαζε. Με μεγάλη δυσκολία η γυναίκα μου, μια υπηρέτρια κι εγώ μπορέσαμε να γλιτώσουμε. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Ολα τα επίγεια αγαθά μου είχαν χαθεί, κι από δω και μπρος το μόνο μου καταφύγιο ήταν η απελπισία.(…) Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (27/6/2010)
Το Κοράκι
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
“Κανένας ξένος”, σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο”.
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι”.
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
“Κύριε” είπα, “ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα”
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι “Ελεονόρα” μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
“Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.
‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
“Χωρίς λοφίο”, ρώτησα, “κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!
Και το κοράκι απάντησε: “Ποτέ από ‘δω και πια”.
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
“Ποτέ πια”.
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: “Ποτέ πια”, γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
“Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις”.
Μα το πουλί απάντησε: “Ποτέ από δω και πια”.
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
“Σίγουρα” σκέφτηκα, “αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει
λυπητερά το “Ποτέ πια” για τη χαμένη ελπίδα”.
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
“Ποτέ Πια!”.
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
από ‘να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
“Ναυαγισμένε” φώναξα, “αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε”. Και το Κοράκι είπε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
Είπα: “Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!”, μα κείνο απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Προφήτη”, είπα, “δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα”;
Και το κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις”,
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
“Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!”
Και το Κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!