Ο Παρνασσός δεν πέθανε ποτές
Η ιστορία είναι αληθινή κι ο Παρνασσός πρόσωπο υπαρκτό, ή μάλλον δυο πρόσωπα. Μόλις σκοτώθηκε, ο Παρνασσός, τ’ άρματά του ζώστηκε και μαζί το ψευδώνυμό του, ο αδελφός του.
Η συλλογή διηγημάτων του Λεωνίδα Μωραΐτη «Απ’ το Αντάρτικο της Ρούμελης», εκδόθηκε το 1946 στην Αθήνα από την Εκδοτική Εταιρία «Τα Νέα Βιβλία», συμμετείχε σε διαγωνισμό του ΚΚΕ για τη συγγραφή βιβλίων για την Αντίσταση και όπως είναι γραμμένο στο εξώφυλλο, τιμήθηκε με «Βραβείο Κριτικής Επιτροπής Κ.Κ.Ε.».
Όπως σημειώνει ο Πέτρος Ρούσσος στο Ριζοσπάστη (17 του Μάρτη 1946), ο διαγωνισμός δεν είχε αποδώσει μεγάλους καρπούς, ήταν όμως ελπιδοφόρα τα φανερώματα στη λογοτεχνική ενθυμηματογραφία. Χαρακτηρίζει το βιβλίο του Λ. Μωραΐτη δίχως υπερβολή από τα καλύτερα που είχαν βγει μέχρι τότε, διότι ο αναγνώστης μέσα από τα διηγήματά του ξαναζεί τις λαχτάρες και το μεγαλείο του ανταρτοπολέμου.
Για τον συγγραφέα Λεωνίδα Μωραΐτη (Δ. Κωνσταντόπουλος, λοχαγός του ΕΛΑΣ), έγραψε ο Γιάνης Κορδάτος: «Ο συν. Μωραΐτης είναι ένας λογοτέχνης με τα όλα του. Λογοτέχνες με φίρμα δε θα μετρούσαν καλύτερα παραστατικώτερα και με τόση τέχνη να μας δώσουν τόσο ζωντανές και όμορφες εικόνες από τη δράση των ανταρτών της Ρούμελης. Κάθε του λέξη είναι καλά ζυγισμένη. Η γλώσσα του εκφραστική. Ο νέος λογοτέχνης παίρνει τα πιο ενδιαφέροντα «χρονικά» απ’ την αντάρτικη ζωή και δράση. Τα αναπλάθει με το κοντύλι της τέχνης και μας τα δίνει σπαρταριστά κ’ ολοζώντανα με όλες τις έντονες εκδηλώσεις στις καλές και δύσκολες μέρες του ανταρτοπόλεμου…».
Ακολουθεί ένα διήγημα από τη συγκεκριμένη έκδοση.
Ο Παρνασσός δεν πέθανε ποτές
Το λιμανάκι τ’ άγιου Κωνσταντίνου είναι ένα από τα ησυχότερα του Μαλιακού. Τα νερά του κόλπου απ’ τη μεριά τούτη φτιάχνουν λαιμό κι απ’ τις αντικρυνές πλαγιές του Καλλίδρομου ξεκουράζεσαι να τηράς ως κάτω, στο μακρυνότερο σημάδι του ορίζοντα.
Την άνοιξη του 1943, στις πλαγιές τούτες είχαν διαλέξει τα καραούλια τους οι πρώτες ανταρτοομάδες της Λοκρίδας σιμά στο ήσυχο λιμάνι.
– Καπετάνιεεεε…πλεούμενο.
Στη φωνή κεινού που φύλαε καραούλι, τα παλικάρια σηκώνονταν δίχως διάτα κ’ έπιαναν θέσεις πίσ’ από κέδρους και τσουγγάρια. Τήραγαν το πλεούμενο ώσπου να ζυγώσει κι απέ δεν ήθελαν ορμήνεια, οι μπαταριές κατηφόριζαν βροχή.
– Απούθε νάρχεται ορές;
– Από κείνη δα τη γωνιά έσκασε μύτη καπετάνι μ’.
Τα καΐκια που ζύγωναν τη στεργιά, έρχονταν μαζί με γερμανούς για πλιάτσικο κι οι αντάρτες τα υποδέχονταν με γερό ντουφεκίδι.
– Να του ρίξουμε καπετάνιε;
– Βροντήχτε το…
Το καΐκι ανήμπορο να ζυγώσει σε τέτοια φωτιά, άλλαζε πλώρη κι αλάργευε στ’ ανοιχτά κάτ’ απ’ τα χουγιατά μας.
Τούτο γίνηκε κάμποσες φορές ώσπου οι γερμανοί γινάτεψαν και μια μέρα βάλθηκαν να ξεκαθαρίσουν τ’ ανταρτολημέρια τούτα.
Μεσημέριαζε όταν φάνηκαν νάρχονται ένα γερμανικό θωρακισμένο με δυό – τρία άλλα λιανότερα. Ζυγώνοντας, φρόντισαν να κατεβάσουν άντρες στη στεριά, μα οι αντάρτες δεν άφηναν να πατήσει ποδάρι καταγής που είχαν μαζωχτεί στην κουβέρτα, στο κάθε καΐκι. Κι όσο τα θύματά τους πλήθαιναν, τόσο τους έπιανε τρομάρα. Τα ουρλιαχτά τους αγρίεψαν τον τόπο, ωστόσο δεν έλεγαν να κάνουν πίσω.
Η μάχη κράτησε κοντά εφτά ώρες. Μήτε ρουθούνι αντάρτικο δε μάτωσε. Σαν είδαν πως με τα μικροκάικα δε μπόρεσαν να κατεβάσουν άντρες, δοκίμασαν με το θωρακισμένο. Μα και δω δε στάθηκαν πιο τυχεροί. Πάνω στη μανούβρα τούτο κόλλησε στο βυθό και δεν κατάφερνε να ξεκολλήσει. Οι φωνές τους δυνάμωσαν, η μηχανή μούγγριζε δέρνοντας τα νερά και το ντουφέκι τούς έφερνε από κοντά δίχως ν’ αφήνει να κάνουν βήμα στην κουβέρτα. Ριπές οι γερμανοί, μπαταριές οι αντάρτες, αέραααα, φωνές κι αντάρα γιόμιζαν τον τόπο. Οι χωριανοί, απ’ την αντικρυνή πλαγιά, παρακολουθάγανε τη μάχη με την ψυχή στο στόμα.
Το φούντωμα τ’ αντάρτικου, που μέρα τη μέρα γίνονταν και τρανότερο, είχε ξαπλώσει απ’ τις αρχές του αγώνα στη Λοκρίδα. Στις πρωτοπόρες τούτες ανταρτοομάδες έπαιρναν μέρος και παλικάρια του χωριού τους, ο Παρνασσός, ο Βελισσάρης, ο Κομνάς…
Η μάχη έμοιαζε με πανηγύρι. Οι γερμανοί διώξαν τώρα τα λιανοκάικα για τη Στυλίδα, είχαν ν’ αφήσουν σκοτωμένους και τραυματισμένους κι οι αντάρτες ξαπόσταιναν στις θέσεις τους.
Η θάλασσα γαλήνεψε κι η νύχτα απλώθηκε αλαφριά. Κάπου – κάπου σε γλυκά χρώματα πετάγονταν φωτοβολίδες απ’ το θωρακισμένο καΐκι, πούμοιαζε με λαβωμένο θεριό.
Στη συντροφιά των ανταρτών το κουβεντολόι έχει ανάψει. Ο Καραλίβανος είναι για να σκάσει. Αυτό πούγινε δεν είναι μάχη για τούτον. Δεν τον χωρά ο τόπος. Βροντάει σα μέταλλο η φωνή του, τα μάτια του ανήσυχα γυαλίζουν στο σκοτάδι, τα χέρια του παίζουν νευρικά ένα φειδάκι καμωμένο από ψιλούτσικες πολύχρωμες χάντρες, πανηγυριώτικο χαϊμαλί. Λογοφέρνει με τον στρατιωτικό:
– Να κατεβούμε να τσ’ διαλύσουμε, λέει.
– Δε γίνεται ρε Δήμο, δεν έχουμε τα όπλα που χρειάζονται και με τα χέρι δε γίνονται τέτοιες δουλειές.
– Με τα χέρια; Με τα δόντια ρε, με την καρδιά, τι τσ’ καμαρώνουμε; και χτυπάει το ποδάρι καταγής και τραντάζεται σα βράχος.
– Με το λιανοτούφεκο! τι μπορεί να γίνει;
– Να τσ’ τινάξουμε στον αγέρα!
Το σχέδιό του έμοιαζε σα μικρού παιδιού. Διαφωνήσανε με το στρατιωτικό, τότε δε γνώριζε την κατοπινή πειθαρχία τ’ αντάρτικο, πήρε πέντε παλικάρια του και κατηφόρησε προς την ακρογιαλιά. Κανείς δεν πέτυχε ν’ αλλάξει το σχέδιό του. Ως την τελευταία στιγμή τού φώναζαν πως αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν αληθινή παλαβιά, μα το κεφάλι του ήταν αγύριστο σαν έπιανε σκέψη.
– Ρε σεις, τους λέει κοροϊδευτικά, με ξόρκια δεν ψοφάει το θεριό, θέλει μαχαίρι.
Και μαχαίρι πίστευε την καρδιά του ο Δήμος και την καρδιά των παλικαριών του. Γιομάτος θυμό κατηφόρησε την πλαγιά.
– Καπετάνιε, ξέρεις κολύμπι; δεν ξέρει κανείς μας; ρώτησε ένα απ’ τα παλικάρια του.
– Όχι ρε, τι το θες, για πανηγύρια πάμε; απόρεσε ο Δήμος.
Σκοτείνιασε για καλά. Απ’ το μικρούτσικο λαιμό της ακρογιαλιάς μπαρκάρισαν στο βαρκάκι. Τα κουπιά βουτήχτηκαν με προφύλαξη και τα νερά ζάρωσαν τη λεπτή τους επιφάνεια. Πιότερο από ώρα χρειάστηκε να ζυγώσουν τον εχθρό. Ο Δήμος, σαν ξεχώρισε τον ίσκιο του θεριού, με μια ματιά έκανε προσκλητήριο. Καραΐσκος, Πανουργιάς, Ρήγας, Παρνασσός, όλοι παρόντες. Τα χέρια ξεμανίκωτα αφημένα στη μέση, σφίχνουνται σε γροθιές. Τα μάτια του παίζουν φωτιές, το μαλλί του έχει ξεφύγει απ’ το μαύρο σκούφο και κάνει μισοφέγγαρο στο φαρδύ του μέτωπο.
Κοντοζύγωσαν κι έριξε το σινιάλο χαμηλόφωνα:
– Οι δυό από δω μαζί μου κι άλλοι δυό από κει, κι έδειξε ένα φιλιστρίνι πιο πέρα. Στις κινήσεις του, η καδένα παίζει πάνω στην καρδιά πιασμένη κομποθηλιά στον ντουλαμά απ’ την κουμπότρυπα ως κάτω απ’ τη μασχάλη.
Αρπάχτηκε πρώτος απ’ το φιλιστρίνι πούταν μπροστά του και σκάλωσε πάνω. Μια χειροβομβίδα ξανέμισε στο ζερβί του χέρι κι έσπασε τη νέκρα της νύχτας. Οι γερμανοί τινάχτηκαν κι αρχίσανε πυκνό ντουφέκι. Με τρόμο, απ’ τ’ άξαφνο, όσοι κοιμόντουσαν πάνω τραβήχτηκαν στ’ αμπάρι, κλείσαν τις μπουκαπόρτες κι αρχίνησαν ντουφέκι από κει.
Ο Καραλίβανος πρώτη φορά πατούσε ποδάρι σε πλεούμενο. Πιστόλιζε σκόρπια εδώ και κει, γύρναγε σα θεριό αγριεμένο, τα ποδάρια του μπερδεύονταν στα παλαμάρια. Κάποιο βόλι τον βρήκε στη σπάλα.
– Αδέρφια μ’ έφαγαν τα σκυλιά, ακούστηκε η φωνή του.
Τα παλικάρια του βροντούσαν ντουφέκι.
Η βάρκα τους, ακυβέρνητη στα χέρια του Καρανίκα, τραβιόταν στ’ ανοιχτά. Σαν παράξενη μοίρα τον τραβούσε πότ’ εδώ και πότ’ εκεί μέσα στα βόλια του εχθρού. Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Προσπαθούσε να ζυγώσει το καΐκι, να πιαστεί, να τραβήξει τη βάρκα, να πηδήσουν τα παλικάρια. Σαν το κατάφερε μένα σάλτο βρέθηκαν όλοι μέσα, μάκρεψαν και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Ο Δήμος πεσμένος στο πλευρό, μουγγρίζει απ’ τον πόνο. Βλέπει το σχέδιο συντρίμι. Ύστερα από ώρα φτάσαν στ’ ακρογιάλι και κοιτάχτηκαν. Ο Παρνασσός ήταν νεκρός μέσα στη βάρκα, ο Ρήγας χτυπημένος στο ποδάρι. Του Καρανίκα είχαν σαλέψει τα λογικά.
Αργά τη νύχτα οι γερμανοί ήρθαν και τράβηξαν το καΐκι.
Η άλλη μέρα ξημέρωσε γιορτάσιμη. Ο ήλιος λούστηκε κόκκινος κόκκινος στα νερά κι ύστερα ξάπλωσε στ΄ακρογιάλι και στις πλαγιές του Καλλίδρομου.
Το Δήμο τον κουβάλησαν νύχτα στο χωριό. Φτηνά τη γλύτωσε. Ο χαμός του Παρνασσού μαθεύτηκε από δικούς και ξένους κι οι χωριανοί μαζώχτηκαν να τον δουν, να τον κουβαλήσουν για ταφή. Κίνησε κι ο γέρος πατέρας του να τον ιδεί, μα δεν την έβγανε πέρα τη στράτα. Απόστασε κι απόζεψε το κορμί του απ’ τη γκλίτσα του πάνω σ’ ένα λιθάρι. Ο θάνατος του Παρνασσού τού κόστισε πολύ μα δεν τόκανε και κάτου.
– Σύρε συ βρε Σπύρο, ξαπόστειλε το γιο του το μικρότερο, κι απέ τον ασπάζομαι και γω στην εκκλησιά.
Σαν φάνηκε στ’ ακρογιάλι ο Σπύρος, ο κόσμος παραμέρισε για να διαβεί. Το λιοκαμμένο του πρόσωπο φωτίζονταν παράξενα. Τα μάτια του, ζωηρά, αγριεμένα, μήτε γλάρωσαν μήτε βούρκωσαν.
Έσκυψε αμίλητος και φίλησε στο μέτωπο το νεκρό αδερφό του. Για λίγη ώρα τον κοίταξε στο μούτρο κρατώντας τον απ’ τους ώμους. Τα δεκαεφτά του χρόνια καθρέφτιζαν την αντρειά μιας ολάκερης γενιάς. Όταν σηκώθηκε, σα νάχε γυρίσει από μακρινό ταξίδι στα εγκόσμια:
– Τι κοιτάτε ρε, ρώτησε ψυχρά όσους τον τριγύριζαν. Τι κοιτάτε, ο Παρνασσός δεν πέθανε ποτές, μήτε και θα πεθάνει.
Ξεθηλίκωσε τα φυσεκλίκια του νεκρού, μ’ αργές και σταθερές κινήσεις, τα ζώστηκε στο κορμί του και τα κοίταζε σα να τα καμάρωνε.
– Από σήμερα θάμαι γω στο ποδάρι του, είπε σα να τέλειωνε μια ιστορία, Παρνασσός είμαι και γω.
Πήρε το ντουφέκι κι ακολούθησε τις αντάρτικες τούτες ομάδες στην κατοπινή τους ζωή.
Η ιστορία είναι αληθινή κι ο Παρνασσός πρόσωπο υπαρκτό, ή μάλλον δυο πρόσωπα. Όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη (27 του Απρίλη 2002) Παρνασσός ήταν το αγωνιστικό ψευδώνυμο του αντάρτη Λουκά Πασούλα, που γεννήθηκε στη Δαύλεια το 1920. Μόλις σκοτώθηκε, τ’ άρματά του ζώστηκε και μαζί το ψευδώνυμό του, ο αδελφός του Δαμιανός Πασούλας (γεννημένος το 1923), που έφυγε από τη ζωή το 1999. Στον αγωνιστή αφιέρωσε ο συγγραφέας το παραπάνω διήγημα.