Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου γράφουν για τον Δημήτρη Γληνό
Αιώνια η μνήμη του Δημήτρη Γληνού, αυτού του πνευματικού ογκόλιθου, αυτού του αγωνιστή κομμουνιστή Φιλοσόφου – Κοινωνιολόγου – Παιδαγωγού, αυτού του σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου του λαού μας.
Προλογικά:
Η εφ. «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» του προηγούμενου Σαββατοκύριακου (9-10 Δεκέμβρη 2023), ανακοίνωσε μια σημαντική εκδήλωση για τον διανοούμενο αγωνιστή παιδαγωγό και φιλόσοφο, κομμουνιστή Δημήτρη Γληνό με δισέλιδο κείμενο και με τίτλο «Το ΚΚΕ τιμά τον κομμουνιστή διανοούμενο Δημήτρη Γληνό. Μεγάλη εκδήλωση στις 20 Δεκέμβρη με αφορμή τα 80 χρόνια από τον θάνατό του.» Εκδήλωση για έναν πνευματικό άνθρωπο, τον οποίο η ΟΥΝΕΣΚΟ κατέταξε στον πίνακα των 100 πιο μορφωμένων ανθρώπων, διεθνώς, στον 20ό αιώνα.
Μετά από τον θάνατο του Δημ. Γληνού (26.12.1943) ο ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Βασίλης Ρώτας (1889-1977) 1 δημοσίευσε στο περ. «ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» (1944) το ποίημά του «Μοιρολό(γ)ι σε δέντρο», απόσπασμα του οποίου αναδημοσίευσε αργότερα στο περ. «ΛΑΪΚΟΣ ΛΟΓΟΣ»2, με μια προσωπογραφία-σκίτσο του ίδιου του Βασ. Ρώτα:
Αναδημοσιεύουμε το ποίημα, όπως αυτό δημοσιεύτηκε ολοκληρωμένο στο βιβλίο των Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, Μνημόσυνο 3 και αργότερα στο βιβλίο του Βασίλη Ρώτα, Τραγούδια της Αντίστασης4:
«ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ
(Μοιρολόι σε δέντρο)
Δίπλωσε, Πνέμα Ολύμπιο, τις φτερούγες σου,
γονάτισε στη γη και κλάψε.
Κλάψε μαζί μας τούτο το λαμπρό δεντρί,
που είτανε κάθε φύλλο του πουλί
και κάθε κλώνος του καντήλι
κι έφεγγε σαν τον ξάστερον μεσάνυχτα ουρανό
και λάλαε σαν από πολλά σουράβλια το τραγούδι,
το βουερό και το χαρμόσυνο,
που λένε τα καράβια, όταν ξεκόβονται από τις στεριές,
με φουσκωμένα πρίμο αγέρι τα πανιά τους,
κι οι λεύτερες καρίνες τους ορθοπηδάν τα κύματα
και που λέει η εργατιά, πυκνές ομάδες,
όταν αυγή Πρωτομαγιά κινάνε για τη μάζωξη
ξανοίγοντας ζωή μπροστά τους φορτωμένη ελπίδες.
Έπεσε κι έσβησε στο χώμα ο δέντρος ο αγλαόκαρπος,
που τάγιζε έναν κόσμο ζωντανά και ζούμπερα
και πότιζε την πλάση με δροσιές και μόσκους
κι έβγαζε απ’ τα δασόκλαρά του ανέμους εαρινούς,
που ξύπνααν μεσοχείμωνα λαχτάρες αναστάσιμες
μηνώντας τα λαμπρόγιορτα με τους χορούς και τα τραγούδια.
Κείτεται τώρα ο γίγαντας του μάκρου και του πλάτου
κι ουδέ πουλάκι του λαλεί κι ουδέ καντήλι φέγγει.
Βουβό σκοτάδι επάγωσε όλες τις καρδιές,
όταν γκρεμίστη ο δέντρος σαν από σεισμό
κι έπεσε ο ίσκιος της λαμπρής μεγαλοσύνης
άφεγγη νύχτα, εγγαστρωμένη στεναγμούς και βόγγους!
Όλοι σιμώστε εδώ να ενώσουμε τους βόγγους μας
χειροπιασμένοι μέσα στο άλαλο σκοτάδι.
Γονατισμένοι ας συντονίσουμε τους στεναγμούς μας,
για να σπαράξει η προσευκή μας τα λαγκάδια,
να σφάξει τα βουνά η κραυγή του πόνου μας,
να τον γευτούνε οι ουρανοί να κλάψουνε μαζί μας!
Έπεσε ο δέντρος ο τρανός πελεκημένος στα ριζά του
από τους νάνους και τους βόμπιρους και τους καλικατζάρους!
Αρχίστε θρήνο, όχι σαν μάνες γριές χαροκαημένες,
παρά σαν νέοι, να ’ναι γλυκός σαν λάλημα ορθρινό,
σαν εγερτήριο σάλπισμα στους αντρειωμένους,
που πέρα απ’ τους νεκρούς θωρούν τα στέφανα της Νίκης.
Κατά γης η ζωή,
μεγαλείου σκιά,
θρυψαλιάστηκε ο λαμπρός πολυέλαιος
σαν το κύμα που σωριάστηκεν αφρός.
Τα στεφάνια ασβόλη
κι οι λαμπάδες καπνός
το μελίσσι τα πουλιά σκορπιστήκανε
σαν ξερόφυλλα που τ’ άρπαξε ο βοριάς.
Τα βουνά στενάζουν,
τα λαγγάδια βογγούν,
μαραμένα τα δεντρά στηθοδέρνονται
κι ολολύζουν των ανέμων οι πνοές.
Ανεβαίνει ο θρήνος
αντρειωμένη φωνή
και μαυλίζει της Αυγής το ροδίνισμα
και βελάζει μες στην άλαλη νυχτιά.
Λάμψε Αυγή Λευτεριά,
με σπαθί με φωτιά,
οι αντρειωμένοι να κινήσουν για πόλεμο,
κι οι νεκροί να σηκωθούν για γδικιωμό.
Τότε ν’ ακούσεις και να ιδείς, όπου ’χει αφτιά και μάτια,
χορούς πανηγυριώτικους, λαμπριάτικα τραγούδια.
Τελειώνει ο θρήνος, σήκω, Πνέμα, από το χώμα
τίναξε τις φτερούγες σου και πέταξε στον Όλυμπο.
Κι εμείς χλωρά θα κόψουμε κλωνάρια από το λείψανο,
το λάδι θα μαζέψουμε σταλιά σταλιά απ’ το χώμα,
να το φυλάξουμε στις φούχτες μας,
θα πιάσουμε και τ’ άπλερα πουλάκια απ’ τις φωλιές τους
να τα θερμάνουμε στους κόρφους μας με τις πνοές μας,
να τα ταγίζουμε τις σάρκες μας,
και θα φυτέψουμε όπου γης κλωνιά, θα τα ποτίζουμε
με τον ιδρώτα, με το δάκρυ μας, με το αίμα μας,
ως που φυντάνια νέα να βγουν θρασιά και θυμωμένα,
να πεταχτούν μεσούρανα μ’ αγερομάχους ροδαμούς,
και ν’ απλωθεί το δάσος της αγάπης μας
πολύβουο, πολυκάντηλο σε Ανατολή και Δύση.
Τότε ν’ ακούσεις και να ιδείς, όπου ’χει αφτιά και μάτια.
χορούς πανηγυριώτικους, λαμπριάτικα τραγούδια.
Τέλειωσε ο θρήνος, σήκω, Πνέμα, από το χώμα
τίναξε τις φτερούγες σου και πέταξε στον Όλυμπο.»
Ελάχιστες ερμηνευτικές προσεγγίσεις:
Το ελεγειακό ρωταϊκό ποίημα είναι βαθιά επηρεασμένο από τη δημοτική μας ποίηση. Όπως εκεί συμβαίνει τα στοιχεία της φύσης –μέσα από πλέρια καλολογικά και μεταφορικά στοιχεία– να συμμετέχουν στη θλίψη για τον χαμό ενός παλικαριού, ενός ήρωα, έτσι και εδώ συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Αλλά, το ενλόγω ποίημα διαθέτει και στοιχεία κοινωνικού ρεαλισμού, με αναφορές στο εργατικό κίνημα και τις ελπίδες που θρέφουν οι αγώνες της εργατικής τάξης («[…] και λάλαε σαν από πολλά σουράβλια το τραγούδι,[…] και που λέει η εργατιά, πυκνές ομάδες, / όταν αυγή Πρωτομαγιά κινάνε για τη μάζωξη / ξανοίγοντας ζωή μπροστά τους φορτωμένη ελπίδες. […]»), αλλά και στοιχεία που ενισχύουν την ελπίδα των εργαζομένων για την επικείμενη κοινωνία που θα οικοδομήσουν οι ίδιοι με τους αγώνες, τη δουλειά και την αξιοσύνη τους («Κι εμείς χλωρά θα κόψουμε κλωνάρια από το λείψανο […] / και θα φυτέψουμε όπου γης κλωνιά, θα τα ποτίζουμε / με τον ιδρώτα, με το δάκρυ μας, με το αίμα μας, / ως που φυντάνια νέα να βγουν θρασιά και θυμωμένα, / να πεταχτούν μεσούρανα μ’ αγερομάχους ροδαμούς, / και ν’ απλωθεί το δάσος της αγάπης μας / πολύβουο, πολυκάντηλο σε Ανατολή και Δύση.»).
Ο ποιητής φαίνεται ότι γνωρίζει καλά τον παιδαγωγό και αγωνιστή Δημ. Γληνό. Στο ποίημά του αποτυπώνονται η στενοχώρια για τον θάνατό του, αλλά και η τιμή που του πρέπει. Επιμένει δε σε αρκετούς στίχους σε αυτή την τιμή, προτείνοντας έμμεσα εκδηλώσεις στους συγκαιρινούς του αγωνιστές. Το ποιητικό ύφος του συνάδει με τις μαύρες μέρες της Κατοχής, αλλά καταλήγει, όπως το επιχειρεί συχνά ο Ρώτας σε αρκετά ποιήματά του, με μια αισιόδοξη και καλλιτεχνική νότα («Τότε ν’ ακούσεις και να ιδείς, όπου ’χει αφτιά και μάτια. / χορούς πανηγυριώτικους, λαμπριάτικα τραγούδια.»), δίνοντας στον αναγνώστη του την πεποίθησή του για την αιωνιότητα της μνήμης του Δημ. Γληνού, όπου τον κατατάσσει στην κορυφή του πνευματικού Ολύμπου. Εκεί κατοικούσαν οι ολύμπιοι θεοί (κατά την ελληνική μυθολογία), δηλ. οι αθάνατοι. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε με τον «Φιλολογικό Παρνασσό». Δηλαδή, τον Παρνασσό, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και τις Μούσες («Τέλειωσε ο θρήνος, σήκω, Πνέμα, από το χώμα / τίναξε τις φτερούγες σου και πέταξε στον Όλυμπο.»), ενώ αρχίζει το ποίημα ζητώντας από το Ολύμπιο Πνέμα να γονατίσει στη γη και να κλάψει.
Ο ποιητής θεωρεί τον Γληνό ως μία σημαντική προσωπικότητα των νεοελληνικών γραμμάτων και επιστημών, του κομμουνιστικού κινήματος, της παιδαγωγικής/εκπαιδευτικής, κοινωνικοπολιτικής ζωής του τόπου. Αναγνωρίζει την πλούσια δραστηριότητα και την αγωνιστικότητά του, και τον παρομοιάζει ως ένα «λαμπρό δεντρί», ως ένα θεόρατο «αγλαόκαρπο» δέντρο («ο δέντρος ο αγλαόκαρπος», «ο δέντρος ο τρανός», «ο λαμπρός πολυέλαιος»), ως έναν «γίγαντα του μάκρου και του πλάτου», που «έβγαζε απ’ τα δασόκλαρά του ανέμους εαρινούς» και «που είτανε κάθε φύλλο του πουλί / και κάθε κλώνος του καντήλι / κι έφεγγε σαν τον ξάστερον μεσάνυχτα ουρανό […]».
Ο Ρώτας, όπως και η συντρόφισσά του Βούλα Δαμιανάκου (1914-2016) ήξεραν να τιμούν τους ήρωες-αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης με ποιήματα και πεζά κείμενά τους. Πίστευαν στην οφειλόμενη τιμή γι’ αυτόν, από τους συγχρόνους τους και από τους μεταγενέστερους, και στην αξία της διατήρησης της μνήμης του (Κι εμείς χλωρά θα κόψουμε κλωνάρια από το λείψανο, / το λάδι θα μαζέψουμε σταλιά σταλιά απ’ το χώμα, / να το φυλάξουμε στις φούχτες μας, […]), αλλά και στο κοινωνικό και ιστορικό καθήκον που είχανε –και φυσικά έχουμε όλοι μας– απέναντι σε αυτούς, στους αγώνες και στη θυσία τους για τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας μας και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα αστικά δεσμά.
Πρόκειται, βέβαια, για ένα ιστορικό καθήκον που έχουμε όλοι μας, διαχρονικά, να μιμηθούμε δεοντολογικά τις ηρωικές πράξεις τους, να «παραβγούμε» στην τόλμη και στην αντρειοσύνη τους και να παλέψουμε κι εμείς –όπως κι εκείνοι– για τα ίδια ιδανικά.
Οι στίχοι του Ρώτα καλούν όλους μας να τιμούμε πάντοτε τον Γληνό, να κάνουμε το χρέος μας προς αυτόν Ο ποιητής μάς προτρέπει: «Γονατισμένοι ας συντονίσουμε τους στεναγμούς μας, / για να σπαράξει η προσευκή μας τα λαγκάδια, / να σφάξει τα βουνά η κραυγή του πόνου μας, / να τον γευτούνε οι ουρανοί να κλάψουνε μαζί μας!», «Αρχίστε θρήνο, όχι σαν μάνες γριές χαροκαημένες, / παρά σαν νέοι, να ’ναι γλυκός σαν λάλημα ορθρινό, / σαν εγερτήριο σάλπισμα στους αντρειωμένους, […]» Εκεί θέλει να καταλήξει: στο «εγερτήριο σάλπισμα», στον «Θούριό» του (σαν άλλος Ρήγας Βελεστινλής), για τις μάχες που μαίνονταν εκείνη την εποχή με μπροστάρη το αγωνιστικό τρίπτυχο: Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ.-Ε.Π.Ο.Ν.5 ενάντια στους φασίστες κατακτητές, με επιδίωξη τη νίκη και τη λευτεριά: «Λάμψε Αυγή Λευτεριά, / με σπαθί με φωτιά, / οι αντρειωμένοι να κινήσουν για πόλεμο, / κι οι νεκροί να σηκωθούν για γδικιωμό.»
Φυσικά, απευθυνόμενος προς τους γονείς, τους δασκάλους και τις αντιστασιακές οργανώσεις, παρομοιάζει τα μικρά Αετόπουλα και τις μικρές Γερακίνες ως «άπλερα πουλάκια», τα οποία πρέπει, όπως έγραφε «να θερμάνουμε στους κόρφους μας με τις πνοές μας, / να τα ταγίζουμε τις σάρκες μας, 6/ και θα φυτέψουμε όπου γης κλωνιά, θα τα ποτίζουμε / με τον ιδρώτα, με το δάκρυ μας, με το αίμα μας, / ως που φυντάνια νέα να βγουν θρασιά και θυμωμένα,», και έτσι «να πεταχτούν μεσούρανα μ’ αγερομάχους ροδαμούς» και να πολεμήσουν οργανωμένα και με γενναιότητα τον κατακτητή μέσα από τις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν. του Ε.Α. Μ. Νέων 7 και του Ε.Λ.Α.Σ., αργότερα.
Ο Ρώτας «σημαδεύει» εύστοχα με τα βέλη της λειασμένης, από τις γνώσεις και τις βιωματικές εμπειρίες του λογοτεχνικής του γραφίδας και σκιαγραφεί τη μαύρη και τραγική για τον λαό μας –και για όλους τους λαούς στην Ευρώπη– Κατοχή, τότε που πέθανε ο Γληνός: «άφεγγη νύχτα, εγγαστρωμένη στεναγμούς και βόγγους!», «χειροπιασμένοι μέσα στο άλαλο σκοτάδι».
Αναφέρεται έμμεσα, με όχημα την τέχνη της αλληγορίας στις πολιτικές διώξεις (φυλακίσεις και εξορίες) που υπέστη από το δικτατορικό μεταξικό καθεστώς και από το φασιστικό κατοχικό κατεστημένο ο Γληνός, με αποτέλεσμα να «λυγίσει» και να υποκύψει τελικά στη φθορά της σάρκας του, αφού το πνεύμα του έμεινε ως το τέλος της ζωής του περήφανο, ελεύθερο και αδούλωτο: «Έπεσε ο δέντρος ο τρανός πελεκημένος στα ριζά του / από τους νάνους και τους βόμπιρους και τους καλικατζάρους!», παραπέμποντάς μας ευθέως στην ελληνική λαογραφική παράδοση.
Οι εικόνες που «ζωγραφίζει» ποιητικά είναι απαράμιλλες, όπως και σε άλλα ποιήματά του. Παραθέτουμε μόνο δύο απ’ αυτές και με τη φαντασία μας τις ζωγραφίζουμε κι εμείς στη σκέψη μας, αλλά και στον καμβά και στο θεατρικό σανίδι, όταν και όποτε χρειαστεί: «Κατά γης η ζωή, / μεγαλείου σκιά, / θρυψαλιάστηκε ο λαμπρός πολυέλαιος / σαν το κύμα που σωριάστηκεν αφρός.» και «Τα βουνά στενάζουν, / τα λαγγάδια βογγούν, / μαραμένα τα δεντρά στηθοδέρνονται / κι ολολύζουν των ανέμων οι πνοές.» κ.ά.
Στο προαναφερόμενο βιβλίο Μνημόσυνο,8 δημοσιεύεται πριν από το ρωταϊκό ποίημα, ένα πεζό κείμενο της Βούλας Δαμιανάκου, με τον ίδιο τίτλο του παραπάνω ρωταϊκού ποιήματος. Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ
Άνοιξη του χίλια εννιακόσια σαραντατέσσερα. Τ’ Άγραφα χιονισμένα. Κατηφορίζαμε με μια παρέα αγωνιστές που είχαν πάρει μέρος σε κάποια συνδιάσκεψη. Πιο κάτω από το χωριό Σμόκοβο, μπροστά σ’ ένα μεγάλο βράχο που σχημάτιζε ανάβαθη σπηλιά, χτύπησε στο μάτι μας από μακρυά πως το μέρος είτανε συγυρισμένο κι αποπάνω κάτι άσπρα σχήματα. Είταν άραγε το χιόνι που ’χε μείνει άλυωτο κι είχε κάμει κάτι σχήματα; Κοντοζυγώσαμε κι είδαμε πως ήταν βότσαλα από κείνα που βρίσκει κανείς σε βουνίσιες πηγές και ποτάμια, κάτασπρα, αστραφτερά, και τα βότσαλα είταν έτσι τοποθετημένα που έκλειναν έναν χώρο όσος χρειάζεται για ένα μνήμα. Στη μέση στο μνημείο βότσαλα πάλι σχημάτιζαν γράμματα και τα γράμματα τ’ όνομα:
ΔΙΜΙΤΡΙ ΓΛΙΝΕ
Κι αποκάτω τη φράση:
ΜΕΓΑΛΕ ΔΑΣΚΑΛΕ ΚΑΙ ΟΔΙΓΕ
ΕΟΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΙΜΗ
Δυο τρεις Ελασίτες του φυλακίου που είταν πιο πέρα, μας πλησίασαν και στάθηκαν παράμερα με σεβασμό και συνάμα σαν ντροπιασμένοι που το έργο τους είταν τόσο απλοϊκό.»
Μια μικρή παρέμβαση:
Η Βούλα Δαμιανάκου, αγωνίστρια κι αυτή της Εθνικής μας Αντίστασης, αξιόλογη λογοτέχνιδα και μεταφράστρια, μας παραδίνει με τον κοφτό και λαγαρό λόγο της, με την ευαισθησία και την οξύνοια που τη διακατείχε, μια συγκινητική ιστορική μαρτυρία της, πολύτιμη για τη διδαχή των νεώτερων από αυτή γενεών. Η πεζογράφος τελειώνει το σύντομο, αλλά μεστό, κείμενό της με τη λέξη «απλοϊκό», θέλοντας προφανώς να τονίσει έμμεσα το μεγαλείο της ψυχής αυτών των αγράμματων, αλλά τόσο μορφωμένων, Ελασιτών, οι οποίοι είχαν ταξική συνείδηση και συνάμα μεγάλη γνώση και αίσθηση της αξίας του συναγωνιστή τους, μεγάλου Παιδαγωγού, Δημήτρη Γληνού, τον οποίο τίμησαν τόσο εμφαντικά και απλά, με τα βουνίσια βότσαλα, που οπωσδήποτε πάτησαν προηγουμένως στις εξορίες τα παπούτσια του πνευματικού αυτού ταγού της εργατικής τάξης, αν και ο Δημ. Γληνός δεν πρόλαβε ν’ ανέβει στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, όπου θα πατούσε και κάποια από εκείνα τα βότσαλα του ελασίτικου προς τιμή του μνημείου, το οποίο κατασκεύασαν με πύρωμα καρδιάς και συνείδησης εκείνοι οι απλοί άνθρωποι του ηρωικού λαού μας.
Επιλογικά:
Το παρόν κείμενο συντάχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την ευκαιρία της αγγελίας για την τιμητική εκδήλωση του ΚΚΕ, που διοργάνωσε για τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Γληνού, πτυχές του οποίου θ’ αναφερθούν, όπως έγινε και σε άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις για τον Γληνό στο παρελθόν από το ΚΚΕ και από άλλους οργανισμούς, φορείς και ιδιώτες μελετητές του έργου του. Αναφέρουμε την εξής βιβλιογραφία, αν και δεν είναι ασφαλώς πλήρης, στην οποία συμπεριλαμβάνουμε και αξιόλογες μελέτες για το έργο του, παλιότερες και νεότερες:
ΒΙΒΛΙΑ
Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού, Μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του, Εκδ. «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σ.σ. 216.
[Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού, Μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του, Εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μαυρέας-Γιώργος Μπουμπούς, Αθήνα 2003, σ.σ. 240].
Παπαγεωργίου Π., Η μορφή του Γληνού. Ο Οραματιστής, Ο Διανοητής. Ο Οδηγητής. Ο Ομιλητής. Ο Αγωνιστής. Ο Ειρηνιστής, Αθήνα 1960, σ.σ. 80.
Βουρνάς Τάσος, Δημήτρης Γληνός. Ο Στοχαστής. Ο Αγωνιστής. Ο Δάσκαλος του Γένους, Εκδ. ΑΦΩΝ ΤΟΛΙΔΗ, Αθήνα 1975, σ.σ. 94.
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, Δημήτρης Γληνός. Παιδαγωγός και Φιλόσοφος, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 1983, σ.σ. 96.
Βιγγόπουλος Ηλίας, Σύντομη αναφορά στους πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού. Φώτης Φωτιάδης. Αλέξανδρος Δελμούζος. Δημήτρης Γληνός. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Εκδ. «ΔΙΠΤΥΧΟ», Αθήνα 1984, σ.σ. 38.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (1 και 2 Δεκέμβρη 1982), Δημήτρης Γληνός. 100 χρόνια από τη γέννησή του, Εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 21984, σ.σ. 135.
Παπαϊωάννου Μ.Μ., Από τον Ψυχάρη στο Γληνό, Αθήνα ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1986, σ.σ. 191.
Κοκκίνη Ευαγγελία, Δημήτρης Γληνός 1882-1943. Η εποχή, η ζωή και το έργο του. Τα αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου 1910-1920, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1989, σ.σ. 75.
ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, Δημήτρης Γληνός. Ο πνευματικός ταγός, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Αφιερώνεται στα 80χρονα του ΚΚΕ, Εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 1997, σ.σ. 111.
Μάλαμας Λάμπρος, Δημήτρης Γληνός (Από τη ζωή και τη δράση του). Μια ιστορική μονογραφία. Η άγνωστη και πρωτότυπη Κοινωνιολογία του, Εκδ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ», Αθήνα 2002, σ.σ. 144.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ, Δημήτρης Γληνός, Αφιέρωμα (Επιμέλεια: Μανώλης Μ. Στεργιούλης), Αθήνα 2016, σ.σ. 158.
Άρθρα και μελέτες του Δημήτρη Γληνού στην παράνομη “Κομμουνιστική Επιθεώρηση” της γερμανικής κατοχής, Εκδ. ΟΜΙΛΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΎ, Αθήνα 2008, σ.σ. 153.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΛΗΝΟΥ, Μπέλλα Μαριάνθη, Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921-1923). Ένα προδρομικό παιδαγωγικό και πολιτικό εγχείρημα του Δημήτρη Γληνού, Εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2018, σ.σ. 224.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΛΗΝΟΥ, Για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού. Μελέτες για τον Δημήτρη Γληνού, Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Μπουμπούς, Εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2019, σ.σ. 318.
Δημήτρης Γληνός – Σωκράτης Κουγέας, Ο Εθνικισμός στα σχολικά εγχειρίδια. Τα ελληνικά σχολικά βιβλία κατά και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, Μετάφραση: Μαριάνθη Μπέλλα, Πρόλογος: Σωκράτης Κουγέας, Εισαγωγή: Γιώργος Δ. Μπουμπούς, Εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2020, σ.σ. 104.
Πιτσιτάκης Γιώργος, Πάλιν εταξιδέψαμεν… Ο Δημήτρης Γληνός και η Κρήτη, Εκδ. ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, 2021.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Περ. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ», Αριθ, τεύχ. 119-120, Νοέμ.-Δεκ. 1964.
ΔΟΚΙΜΙΑ-ΑΡΘΡΑ
Κορδάτος Γιάννης, «Ο Δ. Γληνός και οι νέοι», περ. «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ», Αρ. φύλ. 64, 1-15 Ιαν. 1946.
«Δ. Γληνός. Μια φωτεινή μορφή κομμουνιστή ηγέτη και πνευματικού δημιουργού», στο βιβλίο του Γιώργη Βασιλόπουλου, Άγνωστα χρονικά του αντιστασιακού περιοδικού «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΝΕΑ», Αθήνα 1982, σ. 131-178.
Βάρναλης Κώστας, «Δημήτρης Γληνός» (1957), στο βιβλίο του Αισθητικά-Κριτικά Β΄, Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1984, σ. 310-321.
Καραγιάννης Θανάσης Ν. «Δημήτρης Γληνός (1882-1943», στο βιβλίο του Παιδαγωγικά πορτρέτα, Εκδ. ΝΤΟΥΝΤΟΥΜΗ, Αθήνα 21994, σ. 15-32.
Ιωαννάτου Άννεκε, «Δημήτρης Γληνός: 60 χρόνια μετά το θάνατό του», περ. ΚΟΜ.ΕΠ., τεύχ. 6/2003, σ. 91-108.
Αιώνια η μνήμη του Δημήτρη Γληνού, αυτού του πνευματικού ογκόλιθου, αυτού του αγωνιστή κομμουνιστή Φιλοσόφου – Κοινωνιολόγου – Παιδαγωγού, αυτού του σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου του λαού μας.
Σημειώσεις
1.Κοίτα Θανάση Ν. Καραγιάννη, Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους. Θέατρο – Ποίηση – Πεζογραφία – «Κλασσικά εικονογραφημένα». Ερμηνευτικές, θεματολογικές, ιδεολογικές, παιδαγωγικές προσεγγίσεις, Εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2007, σ.σ. 659.
2.Δεκ. 1965, Αριθ. φύλλου 5, σ. 8.
3.Αθήνα 1961, σ. 27-29/σ.σ. 147.
4.Εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 1981, σ. 23-25/σ.σ. 186.
5.Ε.Α.Μ.: Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο ιδρύθηκε στις 27.9.1941.
Ε.Λ.Α.Σ.: Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο οποίος ιδρύθηκε στις 16.2.1942.
Ε.Π.Ο.Ν.: Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η οποία ιδρύθηκε στις 23.2.1943.
6.Υπονοώντας ότι πρέπει τα μικρά παιδιά να τρέφονται, όσο γίνονταν τις δύσκολες εκείνες μέρες, περισσότερο απ’ όσο τρέφονταν οι γονείς τους…
7.Με την ανασυγκρότηση της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (Ο.Κ.Ν.Ε.), μέσα στην Κατοχή.
8.Όπ.π., σ. 26/σ.σ. 147.