Ολόφρεσκος Τσέχωφ! «Η στέπα. Η ιστορία ενός ταξιδιού»
Η Στέπα του Αντόν Τσέχοφ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1888 και θεωρείται από τα πιο δημοφιλή πεζογραφήματά του. Το 1960 η Έφη Πλιάτσικα – Πανσελήνου επιμελήθηκε λογοτεχνικά τη μετάφραση της Στέπας από τα ρωσικά. Η μετάφραση άρχισε να δημοσιεύεται στις 15 Μαρτίου 1960 και ακολούθησαν δεκατέσσερις συνέχειες. Ο Θανάσης Νιάρχος συγκέντρωσε τις συνέχειες και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του πήρε μορφή σε μια καλαίσθητη έκδοση που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2018 από τον Καστανιώτη.
Ο Εγκόρουσκα, ένα παιδάκι εννέα χρονών, ξεκίνησε ένα καλοκαιρινό πρωινό για το μεγάλο ταξίδι μέσα από τη στέπα, για να πάει στο γυμνάσιο να σπουδάσει. Μαζί του στην σαραβαλιασμένη καρότσα, ο θείος του Ιβάν Ιβάνιτς Κουζμιτσόβ και ο πάτερ Χριστόφορος Συριίσκι.
Ένα μοναδικό ταξίδι γεμάτο εκπληκτικές εικόνες από την αγροτική ρωσική ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Ένα οδοιπορικό μέσα στην επιβλητική και άγρια ρωσική στέπα, κατακαλόκαιρο, εμπλουτισμένο από ήχους, χρώματα, μυρωδιές, φαντασία και συναισθήματα έτσι όπως βιώνονται από την παιδική ψυχή του Εγκόρουσκα που δένουν με τις «μαγικές» αφηγήσεις των χωρικών και δημιουργούν μια παραμυθιακή ατμόσφαιρα. Δυνατές περιγραφές όχι μόνο της φύσης αλλά και των απλών χωρικών μαζί και της δύσκολης ζωής τους. Ζωντανοί διάλογοι και γρήγορες εικόνες που περνούν σαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας και αφήνουν το νου να καλπάσει σαν γρήγορο και καλογυμνασμένο άτι από την μια άκρη της στέπας στην άλλη.
Η Στέπα του Αντόν Τσέχοφ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1888 και θεωρείται από τα πιο δημοφιλή πεζογραφήματά του. Το 1960 η αγαπημένη συγγραφέας Έφη Πλιάτσικα – Πανσελήνου επιμελήθηκε λογοτεχνικά τη μετάφραση της Στέπας από τα ρωσικά «της ρωσομαθούς κυρίας» Ευτυχίας Παμπούκη για το περιοδικό Νέα Εστία. Η μετάφραση άρχισε να δημοσιεύεται στις 15 Μαρτίου 1960 και ακολούθησαν δεκατέσσερις συνέχειες.
Ο Θανάσης Νιάρχος συγκέντρωσε τις συνέχειες και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του πήρε μορφή σε μια καλαίσθητη έκδοση που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2018.
«Ό,τι αρχίζει ως ένα συνηθισμένο ταξίδι σε μια αρχέτυπη ενδοχώρα, μετουσιώνεται από τον Αντόν Τσέχοφ σε μια πνευματική περιπέτεια με ορίζοντα την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Ένας συγκλονιστικός ύμνος στο γίγνεσθαι και στο παρέρχεσθαι, ένα πεζογραφικό ποίημα»
Ένα μικρό απόσπασμα:
«Ξαφνικά φύσηξε ο αγέρας τόσο δυνατά, που παραλίγο να πάρει από τα χέρια του Εγκόρουσκα το μπογαλάκι του και την ψάθα. Η ψάθα τινάχτηκε πλαταγίζοντας πάνω στο δέμα και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο αγέρας χύθηκε στη στέπα σφυρίζοντας, στριφογύρισε δυνατά και ξεσήκωσε τέτοιο θόρυβο στα χόρτα, που δεν ακουγότανε ούτε η βροντή ούτε οι ρόδες που τρίζανε. Ερχότανε ψηλά από το μαύρο σύννεφο και κουβαλούσε μαζί του σύννεφα, σκόνη και μυρουδιά βροχής. Μύριζε βρεμένο χώμα. Το φως του φεγγαριού θάμπωσε σαν να λέρωσε. Τ’ αστέρια θαμπώσανε ακόμα πιο πολύ, και στην άκρια του δρόμου τρέχανε βιαστικά προς τα πίσω ολόκληρα σύννεφα σκόνη και οι ίσκιοι τους.
Τώρα ήτανε πολύ πιθανό ο ανεμοστρόβιλος, που τριγυρνούσε και σήκωνε τη σκόνη από τη γης καθώς και τα ξερά χορτάρια και τα φτερά, να είχε φτάσει πια ψηλά στα ουράνια. Κι ίσως πολύ κοντά σ’ αυτό το μαύρο σύννεφο να πετούσανε φούντες και πέταλα λουλουδιών, και πόσο θα φοβότανε, αλήθεια! Μα μέσα από τη σκόνη, που στράβωνε τα μάτια, δεν φαινότανε τίποτα έξω από τις αστραπές.
Ο Εγκόρουσκα, νομίζοντας πως την ίδια αυτή στιγμή θε ν’ άρχιζε η βροχή, γονάτισε και σκεπάστηκε με την ψάθα.
– Παντελέι! φώναξε κάποιος από μπρος. Α, α, βα!…
– Δεν ακούω! απάντησε δυνατά και τραγουδιστά ο Παντελέι.
– Α…α…α…βα! Άρια…α!
Βρόντηξε οργισμένα η βροντή, κύλησε πάνω στον ουρανό από τα δεξιά στ’ αριστερά, ύστερα προς τα πίσω και έσβησε κοντά στα μπροστινά κάρα.
– Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ! ψιθύριζε ο Εγκόρουσκα κι έκανε το σταυρό του. Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου!
Η μαυρίλα στον ουρανό άνοιξε το στόμα της κι ανάσανε μιαν άσπρη φλόγα. Αμέσως όμως, πάλι μπουμπούνισε η βροντή, κι όταν έπαψε, η αστραπή άστραψε τόσο πλατιά, που ο Εγκόρουσκα είδε μέσα από τις χαραμάδες της ψάθας ξαφνικά όλο τον πλατύ δρόμο ίσαμε μακριά, όλους τους αγωγιάτες, κι ακόμα και το γιλέκο του Κυριούχα. Αριστερά, τα μαύρα κουρέλια από τα σύννεφα σηκωνόντανε πια προς τα πάνω, κι ένα απ’ αυτά, που έμοιαζε με πόδι άγριου ζώου με τα δάχτυλά του, σερνότανε προς το φεγγάρι. Ο Εγκόρουσκα αποφάσισε να κλείσει σφιχτά τα μάτια του, να μη βλέπει, ίσαμε να τελειώσουν όλα. Η βροχή, άγνωστο γιατί, αργούσε ακόμα. Ο Εγκόρουσκα, με την ελπίδα πως το μαύρο σύννεφο είχε πια περάσει, κοίταξε ανάμεσα από την ψάθα του. Το σκοτάδι ήτανε φοβερό. Δεν διέκρινε ούτε τον Παντελέι ούτε το δέμα όπου καθότανε ούτε τον εαυτό του. Έριξε μια λοξή ματιά εκεί όπου πρώτα ήταν το φεγγάρι. Μα κι εκεί ήτανε το ίδιο σκοτάδι όπως και στα κάρα. Κι οι αστραπές στα σκοτεινά φαινόντανε πιο λευκές και πιο εκτυφλωτικές, τόσο, που πονούσανε τα μάτια.
– Παντελέι! φώναξε ο Εγκόρουσκα.
Δεν πήρε απόκριση. Μα να, επιτέλους, ο αέρας τίναξε για τελευταία φορά την ψάθα κι έτρεξε πέρα μακριά. Ακούστηκε ένα μαλακό, ήρεμο θρόισμα. Μια μεγάλη, δροσερή σταγόνα έπεσε στα γόνατα του Εγκόρουσκα, μια άλλη κύλησε πάνω στο χέρι του. Πρόσεξε πως τα γόνατά του ήτανε έξω από την ψάθα και προσπάθησε να τη διορθώσει. Μα την ίδια στιγμή κάτι χύθηκε κι άρχισε να χτυπάει το δρόμο, ύστερα τα κάρα κι ύστερα τα δέματα. Ήτανε η βροχή. Αυτή κι η ψάθα, σαν να κατάλαβαν η μια την άλλη, βάλθηκαν να μιλάνε για κάτι στα γρήγορα, με πολύ κέφι, μα και αηδιαστικά, σαν δυο καρακάξες.
Ο Εγκόρουσκα ήτανε γονατιστός ή, πιο σωστά, καθότανε πάνω στις μπότες του. Όταν η βροχή άρχισε να πέφτει στην ψάθα, έγειρε μπροστά για να σκεπάσει τα γόνατά του, που ξαφνικά βρεθήκανε βρεμένα. Τα γόνατά του σκεπαστήκανε, μα εξ αιτίας αυτού ένιωσε μονομιάς μια ξαφνική δυσάρεστη υγρασία πίσω του, κάτω από την πλάτη του και πάνω στις γάμπες. Ξαναπήρε την πρωτινή του στάση, άφησε τα γόνατά του στη βροχή και σκεφτότανε τι να κάνει, πώς να φτιάξει στα σκοτεινά την αόρατη ψάθα. Μα τα χέρια του είχανε πια μουσκέψει από τη βροχή στα μανίκια, και πίσω από το γιακά του στη ράχη έτρεχε το νερό. Ένιωθε να παγώνει η ράχη του κι αποφάσισε να μην κάνει τίποτα, μόνο να περιμένει ακίνητος πότε θα τελειώσουνε όλα τούτα.
– Άγιος, άγιος, άγιος…ψιθύριζε.
Ξαφνικά, πάνω από το κεφάλι του έσπασε ο ουρανός με τρομαχτικό κρότο που τον ξεκούφανε. Έσκυψε και κράτησε την αναπνοή του, περιμένοντας να πέσουνε τα συντρίμμια στο κεφάλι και στη ράχη του. Άθελά του άνοιξέ τα μάτια και είδε πως τα δάχτυλά του, τα βρεμένα μανίκια του, τα ποταμάκια που τρέχανε από την ψάθα καθώς και το δέμα όπου καθότανε απάνω άναψαν. Πέντε φορές ακόμα άστραψε μια δυνατή λάμψη που τον στράβωσε. Ξανακούστηκε κι άλλη βροντή, το ίδιο φριχτά δυνατή. Ο ουρανός δεν βροντούσε πια, δεν μούγκριζε, μα έβγαζε ξερά, δυνατά τριξίματα, σαν να ‘τριζε ξύλο, πολύ δυνατά. Τραχ! ταχ! ταχ! ταχ! ξεχώριζες καθαρά να χτυπάει η βροντή, που κυλιότανε στον ουρανό, σκόνταφτε κάπου και γκρεμιζότανε δίπλα στα μπροστινά κάρα ή παραπίσω μακριά, μ’ ένα τρρα κοφτό, γεμάτο κακία.
Στην αρχή οι αστραπές ήτανε μονάχα τρομαχτικές, μα, με τέτοιες βροντές, γινόντανε απαίσιες. Το μαγικό τους φως περνούσε μέσα από τα κλειστά του βλέφαρα σαν παγωνιά που απλωνότανε σ’ όλο του το κορμί. Δεν ήξερε τι να κάνει για να μην τις βλέπει. Ο Εγκόρουσκα αποφάσισε να στρέψει το πρόσωπό του προς τα πίσω. Με προσοχή, σαν να φοβότανε πως τον παρακολουθεί κάποιος, στάθηκε στα τέσσερα και, γλιστρώντας με τις παλάμες στο βρεμένο δέμα, γύρισε προς τα πίσω.
Τραχ! ταχ! ταχ! έσπασε πάνω από το κεφάλι του η βροντή, έπεσε κάτω από το κάρο κι ανατινάχτηκε: ρρρα!”
Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ, Η στέπα. Η ιστορία ενός ταξιδιού. Μετάφρ. Ευτυχία Παμπούκη, Λογοτεχνική επιμέλεια: Έφη Πλιάτσικα – Πανσελήνου, Πρόλογος: Αλέξης Πανσέληνος, Καστανιώτης, Αθήνα 2018