Όταν ο χρόνος σταματά…

Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπίμη

Όταν ο χρόνος σταματά…

Ένας  ήλιος δυνατός και περήφανος, σαν πεισματάρικο άτι ανηφόριζε με φούρια τον ουρανό πυρπολώντας αλύπητα την πλάση. Τα δέντρα στέκονταν βουβά  -φύλλο δεν ανάσαινε- κι η Αθήνα φλεγόταν και έλειωνε σαν το κερί.

        Για μια ακόμα φορά έφερα την παλάμη στο μέτωπό μου και σκούπισα τις στάλες του ιδρώτα που κυλούσαν γοργά στα μάτια μου.  Όποιος μπορεί να ζήσει μακριά από τούτη την κόλαση πρέπει να το κάνει, συλλογιζόμουν, έτσι όπως τραβούσα κατάκοπος εκείνη την πολυσύχναστη λεωφόρο. Κι όπως κοντοστάθηκα σε μια διασταύρωση, η ματιά μου έπεσε  τυχαία απάνω του. Τον αναγνώρισα αν και είχα πολλά χρόνια να τον δω…

Εκείνος περπατούσε βιαστικά, σχεδόν έτρεχε θα μπορούσα να πω, δίχως να λογαριάζει τη λαύρα, μήτε τον ιδρώτα που σχημάτιζε ρυάκια στο πρόσωπό του, που κυλούσε στο στήθος του και λέρωνε το θαλασσί του πουκάμισο. Πέρασε δίπλα μου, σχεδόν με άγγιξε, μα δε με αντιλήφτηκε. Με τα μάτια θολά, στυλωμένα στην άσφαλτο που φλεγόταν και άχνιζε σαν κολασμένη και με το νου σκόρπιο από έγνοιες καθημερινές, ετοιμάστηκε να στρίψει στη γωνία  και να χαθεί μέσα στους ατέλειωτους δρόμους της πρωτεύουσας. Τον πρόφτασα την τελευταία στιγμή.

         -Αρίστο! του φώναξα δυνατά μέσα στον κόσμο.

         Κοντοστάθηκε και με κοίταξε αμήχανα για κάμποσες στιγμές  κι ύστερα, ξαφνικά, ένα πλατύ χαμόγελο άστραψε στα χείλη του και μια άγρια χαρά φούντωσε στα ντελικάτα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

     -Ρε Δημητρό, με το στανιό σε γνώρισα!  έκαμε με λαχτάρα και χίμηξε σα θεριό καταπάνω μου.       

       Αγκαλιαστήκαμε σαν μικρά παιδιά εκεί καταμεσής στη στράτα. Και τι δεν νιώσαμε  σε τούτο το άγιο αγκάλιασμα! Μέσα στο νου μας, ξύπνησε σαν από νάρκη ένας άλλος καιρός αλαργινός, ονειρικός κι ανεπανάληπτος κι οι αναμνήσεις του χτύπησαν σα μανιασμένα κύματα την ψυχή μας. Τα παιδικά μας χρόνια ξετυλίχτηκαν σαν σε ταινία μαγική κι όλα γύριζαν ολοταχώς πίσω στα παλιά…

Οι φίλοι των παιδικών μας χρόνων με τα μπαλωμένα παντελόνια και τα ξεπλυμένα πουκάμισα  έτρεχαν ξανά, μετά από τόσο καιρό, αμέριμνοι, ξυπόλυτοι και ξένοιαστοι, στα καλντερίμια και στις ραχούλες του χωριού, στις καταπράσινες πλαγιές και στα ρυάκια που ροβολούσαν με βία στον κατήφορο και δρόσιζαν ότι συναντούσαν στο δρόμο τους! Τότε που η άνοιξη της ζωής μας, μας κράτησε το χέρι σφιχτά , τότε που ένας αγέρας μαγικός μας σεργιάνισε με υπομονή στα πέτρινα μονοπάτια της νιότης μας…

       Μείναμε κάμποση ώρα αγκαλιασμένοι κι ακίνητοι σα να  θέλαμε να κρατηθούμε γερά από τούτη τη στιγμή. Σε τούτη την άγια επαφή που γύρευε να εξαντλήσει το χρόνο και την απόσταση, ένιωσα ξανά να ανάβουν πίσω από τις μεμβράνες των ματιών μας, τα φώτα μιας γιορτής απαράμιλλης, εξέχουσας κι εντυπωσιακής. Σα να γεννιόταν από την αρχή  ένας παράφορος νεανικός έρωτας που έζησε μονάχα μια φορά κι ύστερα χάθηκε δίχως ελπίδα στη συννεφιά τούτης της ερημιάς που την ονοματίσαμε ζωή!

       -Αρίστο! είπα αυθόρμητα, εμείς κάποτε είμαστε παιδιά!

       -Ναι αδερφέ, κάποτε είμαστε παιδιά αλλά η νύχτες που ήρθαν μας στέρησαν το αγαθό δικαίωμα του φωτός, αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας.                                       

Τι να σου πω κι από πού να ξεκινήσω, συνέχισε. Πέντε στόματα έχω να θρέψω  κι ο ανελέητος αγώνας για το μεροκάματο δεν περιγράφεται με λόγια. Χρόνια ολόκληρα στριφογυρίζω σαν τη σβούρα από το πρωί ως το βράδυ  και δεν φτάνω πουθενά! Πώς να καλύψεις όλες τούτες τις ανάγκες: παιδιά, σπουδές, φαγητό, νοίκι, ρεύμα, νερό… Τη μέρα παίρνεις το μεροδούλι, το βράδυ τα χέρια σου είναι πάλι αδειανά.

        Κοιταζόμασταν με γνήσια λαχτάρα κι οι ψυχές μας είχαν πλημμυρίσει από μια θεσπέσια χαρά κι από μια ανεξήγητη συγχρόνως θλίψη. Ναι, νιώθαμε περίεργα, σα να ζούσαμε σε έναν άλλο, μετέωρο χρόνο. Κι αισθανόμασταν σαν δυο αθώες ψυχές που προδόθηκαν, σαν δυο πολύχρωμες πεταλούδες της άνοιξης που πετούσαν  άσκοπα σ’ έναν άγονο καιρό, σ’ έναν τόπο άδειο και σκληρό, σ’ ένα σεργιάνι ατέλειωτο, ανηφορικό και δύσβατο! Σαν δυο ερωτευμένα πουλιά που έσπασαν τα φτερά τους και σκορπίστηκαν στο χώμα, σαν δίδυμες φωνές που κόπηκαν στη μέση και βούλιαξαν στη σιωπή! Κι ύστερα από χρόνια ξανάσμιξαν πάλι τυχαία στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας που καίγεται  σαν το καμίνι και θρηνεί, στη σκληρή αβεβαιότητα ενός κόσμου άσπλαχνου κι αδιάφορου…

       -Πόσα χρόνια πέρασαν Αρίστο; ρώτησα κι η φωνή μου έτρεμε από συγκίνηση.

       -Δεκαπέντε, ίσως και περισσότερα…

       -Δεκαπέντε χρόνια, μια ολόκληρη ζωή!

      Ποιος θα νοιαστεί για την άγονη μνήμη που θρυμματίζεται στην πέτρα; Τα χρυσά δάκρυα της αυγής μια φυλακή, μια αχαλίνωτη φωτιά που καίει τα σπλάχνα. Κι όλα τρέχουν ασυγκράτητα στη δύση. Λέξεις αναλλοίωτες βουλιάζουν στην απεραντοσύνη, εναγώνιες θύμισες, αγιάτρευτες πληγές, μαχαίρια που κόβουν αλύπητα τη σάρκα, συγκυρίες, τραγικά γεγονότα, περασμένα, τωρινά, μελλούμενα…

      Η ύπαρξη, η διφυής φύση του ανθρώπου, η άβυσσος της ψυχής που χάσκει μέσα στο σώμα, η αιώνια αντίθεση κι αντιπαλότητα των στοιχείων, έρωτας, αίμα, ζωή, μνήμη αθάνατη!

Αιωνιότητα βιασμένη από τους αναρίθμητους θανάτους, σχήματα, μορφές περασμένες, φεγγάρια που έλαμψαν στο μέσα ουρανό και δε μπορούν να ξεχαστούν από το διάβα του καιρού…

Όταν  ήμουν παιδί,  με το μικρό μου δάκτυλο ζωγράφισα τη μοίρα μου στο χώμα κι ύστερα κλαίγοντας βουβά ταξίδεψα με τον άνεμο. Διαβαίνοντας ανάμεσα από τα δέντρα και τ’ αστέρια, από τους ασημένιους ήχους και το φως κι από τους κυματισμούς των χρωμάτων, ξεχάστηκα. Πικρά μεσημέρια ζέσταναν τον ύπνο μου κι ακροβατώντας στο περιθώριο του ονείρου σ’ ένα ραγισμένο καθρέφτη αντίκρισα τη μορφή μου. Σε μια νύχτα τα μαλλιά μου άσπρισαν… Λέξεις, χρώματα, πουλιά, τραγούδια, έγειραν μέσα στο χρόνο, σαν την πρώτη σταλαγματιά του φθινοπώρου!

       -Χρόνια δύσκολα, γιομάτα αρμύρα και μοναξιά αδερφέ μου έκαμε εκείνος αναστενάζοντας από τα βάθη της καρδιάς του. Κι όλο αυτό  τον καιρό τον έζησα σαν τον ασκητή στην έρημο. Στερήθηκα και στερήθηκα κυνηγώντας ανάγκες καθημερινές κι αποζητώντας απελπισμένα μια στάλα ζωής σ’ αυτή την αγλύκαντη ζωή που όλα τα παίρνει και τίποτα δε χαρίζει…

        Μέσα, βαθιά στις κόρες των ματιών  του αντίκρισα τους ίσκιους μιας άνοιξης γιορτινής που  διάβαινε γοργά κι έφευγε                              απαθής κι αμέτοχη για άλλους ορίζοντες.

Κι όλα λύγιζαν στο πέρασμά της -φωνές, τραγούδια κι όνειρα- κι έπαιρναν τη μορφή μιας χίμαιρας. Και δεν απόμεινε τίποτα πια παρά μονάχα η συντριβή και η ερήμωση. Κι η κραυγή της ερημιάς άστραφτε σα μαχαίρι στο πορφυρό φως κάποιου απόμακρου δειλινού,  στο ανίσχυρο κυμάτισμα κάποιας αλλοτινής μέρας που πήγαινε να βασιλέψει. Του κράτησα το χέρι τρυφερά κι ένιωσα το αίμα να χτυπά δυνατά μέσα στις φλέβες του.

       -Δεν ανεβαίνεις στο χωριό πια Αρίστο…

       -Δεν ανεβαίνω. Οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα βλέπεις που μας βάζει η κάθε μέρα. Είναι και τα παιδιά που μεγαλώνουν τόσο γρήγορα κι οι αυξημένες ανάγκες της σύγχρονης ζωής που γυρεύουνε άμεσες λύσεις. Είναι κι η απόσταση…  Άλλωστε κι οι γέροι μου έφυγαν νωρίς από τούτο τον κόσμο και δεν υπάρχει πια κανείς εκεί πάνω να μας περιμένει…

      -Κι ο τόπος που μας γέννησε και μας ανάστησε; Κι οι άνθρωποι που μας στήριξαν στα πρώτα μας βήματα;

      -Τον τόπο και τους ανθρώπους τους νοσταλγώ πάντα. Κι όταν προφταίνω καμιά φορά να πάρω ανάσα φέρνω στη μνήμη μου το γέλιο τους,  τα ροζιασμένα χέρια τους που με άγγιξαν, τα μάτια που μου ‘δωσαν ελπίδα κι η σκέψη μου κι η ψυχή μου γιομίζουν από εκτίμηση, από σεβασμό κι από προσήλωση. Όμως μια μοίρα καίει ακούραστα και δε λογαριάζει μήτε τα αισθήματά μας, μήτε την αγωνία μας.

Μας υποχρεώνει να κοιτάμε πάντα μπροστά και δε μας αφήνει στιγμή να στρέψουμε το βλέμμα  και το νου μας σ’ εκείνο το άγιο χώμα, σ’ εκείνο τον γαλάζιο ουρανό της νιότης μας…

Κι είναι σα μια ασυγχώρητη αμαρτία που μας καίει και μας τυραννά, που δε μας αφήνει μια σχισμή, μια χαραμάδα φωτός να δούμε ξανά τη μεγάλη, την ωραία, την πέτρινη  αλήθεια των παιδικών μας χρόνων…

       Τον παρατηρούσα προσεχτικά όλη αυτή την ώρα που μιλούσαμε. Ναι, ο καιρός και ο κοπιώδης αγώνας της βιοπάλης  τον είχαν σημαδέψει αμετρίαστα κι ανελέητα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει χρόνος… Κι οι αλλαγές στους άλλους δείχνουν τεράστιες, αβάσταχτες, τρομαχτικές!  Γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, ρυτίδες βαθιές στα μάτια και στο πρόσωπο, σπασμένα χαμόγελα…

Δε μπόρεσα να κρατηθώ:                                                                         

       -Άλλαξες, του έκαμα αυθόρμητα.

       Χαμογέλασε με κόπο κι η θλίψη του ήταν ολοφάνερη.

      -Όλα αλλάζουν  στο χρόνο, μου αποκρίθηκε. Κι εσύ τι θαρρείς δηλαδή δεν άλλαξες;                                                             

      -Η εξοικείωση με τον εαυτό μου  με εμποδίζει να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της αλλαγής, του απάντησα  γελώντας.

      -Έτσι είναι όπως το λες Δημητρό. Αλλά γιατί να ξύνουμε πληγές που πονάνε;   Όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από χώμα και από νερό που κυλούν στον κατήφορο και χάνονται στην απεραντοσύνη. Κι εμείς δεν είμαστε παρά  θλιβεροί ταξιδευτές, σ’ ένα ταξίδι με καθορισμένη χρονική διάρκεια που δεν έχει γυρισμό…

      -Ο χρόνος!  Ο πιο αισχρός δικτάτορας κι ο πιο μεγάλος τύραννος!

      -Ναι, ο χρόνος, η σιωπή και η αλήθεια του. Σαν το καράβι που αποχαιρετά το λιμάνι και χάνεται στο πέλαγο. Ας είναι… Όμως πες μου κι εσύ πως τα βολεύεις…

      -Δε βαριέσαι μωρέ Αρίστο! Μια από τα ίδια. Ένα  μικρό φεγγίτη έχει κι η δική μου ζωή κι από εκεί βλέπω την εικόνα του κόσμου… Άνθρωποι της ανάγκης είμαστε κι η μοίρα των ανθρώπων της σειράς μας είναι κοινή. Ο φτωχός ο άνθρωπος είναι καλύτερα να μη γεννιέται, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Μεροδούλι-μεροφάι, όμως δεν παραπονιέμαι. Αν είμαστε ακμαίοι και δυνατοί και μπορούμε να πολεμάμε για το μεροκάματο τότε είναι όλα καλά…

      -Έτσι ακριβώς είναι παλιόφιλε. Η υγειά είναι ο μεγαλύτερος πλούτος στη ζωή μα αυτό δυστυχώς δε μπορούνε να το αντιληφτούμε και να το κατανοήσουμε. Τη φτώχεια τη ζήσαμε σ’ όλο της την έξαρση, σ’ όλο της το μεγαλείο, μα πιστεύω πως δε μας έβλαψε σημαντικά. Αντίθετα, θα έλεγα πως μας έφερε πιο κοντά στο ύψος του ήλιου, πως μας έδωσε πίστη και ελπίδα, πως μας αναπτέρωσε την αυτοπεποίθηση, πως μας ενίσχυσε με σθένος και με φρόνημα  για να λειτουργήσουμε ως συνειδητοί άνθρωποι και ως δημιουργικοί πολίτες. Δυνάμωσε το συναίσθημά μας, μας μύησε στην αρετή, στην αγάπη, στην αλληλεγγύη, μας έμαθε να αγωνιζόμαστε πάντα τίμια και καθαρά κι αυτό πιστεύω πως είναι το πιο μεγάλο και το πιο σπουδαίο για να ζει ο άνθρωπος και να ευτυχεί, για να αποζητά μια ποιότητα ζωής, γιατί αυτό τελικά προσδοκά η ζωή από τον αυθεντικό άνθρωπο: να πιστεύει και να αγωνίζεται τίμια και καθαρά για  μια κοινωνία αντάξια του ανθρώπου που θα χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, από ευγένεια κι από ανθρωπιά!

       -Έχεις απόλυτο δίκιο. Μα έλα όμως που τούτη η επηρμένη ζωή ντύνεται κάθε μέρα στα γιορτινά της και παρουσιάζεται μπροστά μας με όλα τα στολίδια της και μας εμπαίζει και μας παραπλανά κι ότι βλέπουν τα μάτια  το λιμπίζεται η ανάγωγη ψυχή μας!

      -Αχόρταγος ο άνθρωπος κι ανικανοποίητος σε τούτο το απάνθρωπο κοινωνικό σύστημα.  Ζηλιάρα κι ασυμμάζευτη η ψυχή… Ποτέ δεν εκτιμά αυτό που έχει και θέλει πάντα το πιο μεγάλο, το πιο εντυπωσιακό, το πιο επιβλητικό. Η ψυχή του ανθρώπου κοιτάζει ψηλά  στον ουρανό κι από εκεί θαρρώ ξεκινά η δυστυχία μας…

       Κι ύστερα, ξαφνικά, σήκωσε απότομα το αριστερό του χέρι και κοίταξε με δέος το ρολόι του.

      -Δημητρό, είπε, πίστεψέ με, έχω υπερβεί κάθε χρονικό περιθώριο. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο θα ήθελα να καθόμασταν κάπου σαν άνθρωποι να τα πούμε με την ησυχία μας. Όμως είμαι στο έλεος του αφεντικού κι ο χρόνος γι’ αυτόν είναι χρήμα. Ξέρεις δα πόσο στεναχωριούνται τα αφεντικά, όταν οι εργαζόμενοι δεν αξιοποιούν το χρόνο τους στο έπακρο…

      -Έννοια σου και ξέρω πολύ καλά, του απάντησα χαμογελώντας.

       Έγινε μια αβάσταχτη σιωπή. Δεκάδες άνθρωποι μας προσπερνούσαν αδιάφορα και  εμείς εκεί καταμεσής στη στράτα, πνιγμένοι στο καυσαέριο και στον ιδρώτα, μετρούσαμε με αγωνία τις τελευταίες στιγμές που έμοιαζαν να τρυπούν δίχως έλεος το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Ο ήλιος από ψηλά σφυροκοπούσε αλύπητα την πλάση, μα τούτη η αναπάντεχη συνάντηση   ήταν για μας μια όαση, ένα δροσερό αγέρι που φύσηξε απαλά μέσα στην κάψα του κατακαλόκαιρου και δρόσισε τα φύλλα της ψυχής μας. Τούτο το απροσδόκητο αντάμωμα έμοιαζε σαν ένα τραγούδι ερωτικό κι εξωτικό, ουράνιο και γήινο μαζί, που το γέννησε η αύρα ενός απρόσμενου αγέρα.  Κι ένα ήταν σίγουρο…. Η κοινή μας λαχτάρα να παρατείνουμε ακόμα λίγο το χρόνο, να κρατήσουμε ψηλά την παλιά λάμψη στον καθρέφτη της ψυχής μας, την εξαίσια στιγμή, τον μοναδικό ήλιο της νιότης μας που σεργιανούσε ολομόναχος και ξένος – χρόνια ολάκερα- μέσα σ’ έναν αμελή κι άστοργο  ουρανό!

Γιατί ήμασταν σίγουροι πως τούτος ο ήλιος της πρόσκαιρης χαράς θα βασίλευε ξαφνικά στη μνήμη μας, όταν ο καθ’ ένας από μας θα έμπαινε ξανά στο δρόμο του, όταν θα σήκωνε ξανά στους αποσταμένους ώμους του το βάρος της δικής του καρδιάς, το δικό του σταυρό!

      -Έχεις τηλέφωνο;

      -Έχω…

      -Ας αλλάξουμε λοιπόν αριθμούς για να βρεθούμε…

       Αλλάξαμε τους αριθμούς των τηλεφώνων  κι αγκαλιαστήκαμε ξανά… Τα αρχαία όνειρα άναψαν πάλι στις καρδιές μας, τα δάκρυα πλημμύρισαν ξανά τα μάτια μας. Κι η ψυχή μας ριγεί κι αυτή και θρηνεί πικρή, δοκιμασμένη κι απαρηγόρητη…

      Οι συνειδήσεις που στέκονται δίπλα στη φωτιά νιώθουν μια τόση τρυφερή θλίψη για το υγρό φως του κόσμου. Για τη θρυμματισμένη ενότητα, για τη στυφή ανάσα του βοριά που δυναμώνει στις φλέβες κι ανεμίζει ρίγη και γεύση μοναξιάς.   Για τις λέξεις που κλείνουν κυκλώνες μέσα τους και μας εμποδίζουν να περάσουμε αντίπερα στην άλλη όχθη…

Θέλουμε να εμπιστευτούμε το ακατάλυτο φως των οριζόντων και των χρωματιστών ανέμων. Στα λιβάδια και στους ουρανούς ν’ ανατρέψουμε το λόγο, τα χρώματα, τον ήχο, την κραυγή. Να αιχμαλωτίσουμε το νανούρισμα και την προσευχή, το ακάνθινο βλέμμα, την ασύλητη δόξα του δίβουλου καιρού.   Στην τιτάνια όψη των λευκών κοιλάδων του φωτός, να βυθομετρήσουμε το άπειρο της δικαιοσύνης Σου μητέρα γη φιλοδοξώντας να μερώσουμε τον πόνο στη ζωή που μου έταξες…

Να συμβασιλέψουμε με τον ήλιο που χαμογελά ψηλά στο στερέωμα , να ντύσουμε τον κόσμο με άλλα χρώματα… Να ζήσουμε δίπλα στον αληθινό έρωτα, στην αληθινή αγάπη Σου, αλλιώς!

      -Θα τα ξαναπούμε φίλε!…                                                                    

      Τα χέρια μας έμειναν πάλι αδειανά. Οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά στα στήθια μας, το αίμα χόχλαζε μέσα στις φλέβες μας κι ένας άπονος αγέρας σκόρπιζε δίχως έλεος μακριά τις τελευταίες σταγόνες της σύντομης ευτυχίας μας.  Ήταν η δίσεχτη ώρα του αποχωρισμού…

Κι ήταν το φινάλε μιας αγιασμένης στιγμής που έσμιξε δυο κόσμους, μια άνοιξη  κι ένα φθινόπωρο μαζί που σκορπούσε τη συννεφιά για να ξεθωριάσει ακόμη ένα όνειρο. Κι ήταν η στιγμή που μάτωσε τη χαρά και τη μεταμόρφωσε σε οδυνηρή θλίψη και σε πόνο βαθύ, ανεπιεική και παράφορο, που άλλαξε άρδην τα χρώματα τ’ ουρανού κι έντυσε ξανά την ψυχή με τα γκρίζα πέπλα της καθημερινότητας. Κι αυτός ο μετέωρος χρόνος  έμοιαζε μ’ έναν παροδικό θάνατο που προκαλεί αλύτρωτες πληγές κι ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή…

       Την ώρα που απομακρυνόταν, δεν κρατήθηκα:

      -Να’ σαι πάντα καλά αδερφέ Αρίστο! του φώναξα δυνατά.

       Γύρισε προς το μέρος μου και σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι.

      -Συμπάθα με Δημητρό, τρέχω να προφτάσω, έχε γεια, θα τα πούμε σύντομα!

 

Ο έρωτας του ανθρώπου για τη ζωή είναι παντοτινός μα συχνά δεν επενδύουμε στην ίδια τη ζωή αλλά σε μια άλλη εκδοχή κι εκεί πάνω επενδύουμε όλη μας την ενέργεια…

Κι είναι μια αντίληψη που δεν  απολογείται και δεν αιτιολογείται γιατί φαντάζει λογική, γιατί την έχουμε αποδεχτεί και την έχουμε κάνει σημαία μας. Κι αυτή η ασυνείδητη αντίληψη  έχει τη δυνατότητα να μας πλήξει ανεπανόρθωτα και να μας ματώσει μέχρι θανάτου.

Συνήθως, μας παραδίδει στη φθορά της συνήθειας, στη ματαιότητα του πόνου και στη σιωπή της ψυχής, στην αλόγιστη κυριαρχία της ύλης και στην πνευματική καθήλωση, στην άρνηση της αθανασίας της ψυχής, στους ερειπωμένους δρόμους που οδηγούν τη ζωή μας στη σύγχυση και στο αδιέξοδο.  Κι όταν η ιδέα ταλαντεύεται μες στην αστάθειά της, τότε το εσφαλμένο, το παράλογο και το εξωφρενικό μετατρέπονται σε ένα ζωντανό υλικό κι ηθικό θάνατο…

Στην ιερή πολιτεία των γλαυκών οριζόντων, του πρωτόφαντου ήλιου και των πουπουλένιων σύννεφων, η λογική του σύμπαντος είναι ο θεός που κυβερνά δίκαια, αμερόληπτα κι αρμονικά κι η ανθρώπινη βούληση είναι η αναγνωρισμένη κι η καταξιωμένη δύναμη.  Ναι, ο άνθρωπος που αγωνιά και μάχεται για να ορίσει το πεπρωμένο του, μπορεί να επιβάλλει το δικό του ηθικό νόμο και τη δική του αξίωση στην άπλαστη κι αδιαμόρφωτη πραγματικότητα.

Μέσα στο πρωτεϊκό κι απαγίωτο  σύμπαν, μπορεί να οραματιστεί και να συνθέσει μιαν άλλη άποψη για έναν κόσμο εχέγγυο, ένθερμο κι αξιόπιστο. Ακόμα κι όταν βρίσκεται μέσα σε τούτη τη δίνη της ανιστόρητης  εξορίας του, μπορεί να κάνει μια υπέρβαση, να ορίσει γη και πατρίδα του το όραμα, να απλώσει τα φτερά του στον άνεμο για να ανεβεί λίγο ψηλότερα, γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η ίδια η παραπλανημένη του συνείδηση…

Κι αν αφουγκραστεί τον ψίθυρο του ουρανού, θα  αντικρύσει την άλλη αλήθεια που υπάρχει πιο πέρα από τη δική του ατομικότητα. Γιατί είναι φρικτό να ζει όπως ζει και να μην εναντιώνεται στη γήινη μοίρα του για να φράξει τη στράτα στον  πόνο που αλαλάζει πάνω στο χερσαίο κι άγονο χώμα…

Απέναντι σε τούτο τον καθημερινό  θάνατο της ζωής, κάθε αυθεντική ψυχή είναι αναγκασμένη να οδοιπορήσει στο δρόμο Γολγοθά, ν’ ανεβεί στο σταυρό, να λάβει την άφεση και τον εξαγνισμό, αν επιθυμεί να κερδίσει την ανάσταση, την αθανασία και την αιωνιότητα…

 

       Ένας κόμπος έσφιξε την ανάσα μου κι ένα δάκρυ κύλισε στα θολωμένα μάτια μου. Ο Αρίστος έστριψε στη πρώτη γωνία του δρόμου και χάθηκε πίσω από τα αψηλά κτήρια της πόλης…  Σα μια εξεζητημένη αίσθηση, σαν ένας χαρισματικός ήλιος που περνά βιαστικά μπροστά από τα απορημένα μάτια των ανθρώπων και χάνεται πέρα μακριά στην άκρη του ορίζοντα!

Σημείωση Κατιούσα: Στην εικόνα, πίνακας ζωγραφικής του Λευκορώσου ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου Λεονίντ Αφρέμοφ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: