Όταν οργίστηκε η γη
Σ’ αυτή τη βράχινη γη το τραγούδι είναι τροφή και βάλσαμο, μαζί του γίνονται πλατάνια οι καρδιές κι ο λυγμός γίνεται αηδόνι στα κλωνάρια τους τόσο γλυκόλαλο που τις συνοδεύει ως το θάνατο.
Ο Σταύρος αγαπούσε τη Σοφία, φτωχό παιδί αλλά προκομμένο κι αυτή μια ροδοκόκκινη μελαχρινούλα δεν είπε όχι στο κάλεσμά του, συμφώνησαν κ’ οι γονείς κι έγινε ο γάμος, γιαχνί λιγοστό με γίδα και πίτα με στάρι κοφτό, πολυτέλεια για την εποχή της ανέχειας, όμως το κλαρίνο συντρόφευσε τον Ηπειρώτη λυγμό σε γυροβολιές και τσακίσματα, τσουγκρίστηκαν και τα ποτήρια με ευχές αγάπης. Σ’ αυτή τη βράχινη γη το τραγούδι είναι τροφή και βάλσαμο, μαζί του γίνονται πλατάνια οι καρδιές κι ο λυγμός γίνεται αηδόνι στα κλωνάρια τους τόσο γλυκόλαλο που τις συνοδεύει ως το θάνατο.
Τα χρόνια ήταν μαύρα, η κατοχή κι ο εμφύλιος όλα τα’χαν ρημάξει, όπου να κοίταζες συντρίμμια και τάφοι με το σωρό, η γη είχε γεμίσει αγριάδα και κόκαλα γι’ αυτό δεν κάρπιζε και τα λιγοστά χωράφια, που ο Θεός να τα κάνει χωράφια, ήταν στενές λωρίδες κρεμασμένες σε βράχια και πεζούλια με χούφτες από χώμα, τα λίγα ποτιστικά ήταν ένας λόγγος από αγκάθια π’ ακόνιζαν τα νύχια τους.
Η πολιτεία ξεχασμένη στα σύνορα, λαβωμένη, προσπαθούσε κάτω από ένα θαμπό ουρανό να περιμαζέψει τις πληγές κι ούτε προλάβαινε τα τρισάγια πάνω σε τάφους που κόχλαζαν μίσος και εκδίκηση.
Τέλειωσαν γρήγορα οι χαρές κι άρχισε η αγωνία για το ψωμί, νύχτα μέρα σκάψιμο, όργωμα, πουθενά καρπός, λες και η γη τρόμαξε απ’ τον πόλεμο και τα φονικά κι έγινε στέρφα.
– Σταύρο μου, ούτε το χωράφι το βαρκό καρπίζει ούτε η βίγλα, τι θα κάνουμε;
Η αγωνία αυλάκωνε το πρόσωπό της και τα μήλα στα μάγουλα άρχιζαν να χλωμιάζουν. Σε κάθε σύννεφο ζύγιαζε τα μελλούμενα ώσπου το σκοτάδι έπηζε, έπηζε και γινόταν σίδερα φυλακής και στραγγάλιζε τον ύπνο.
– Υπομονή, καλή μου, όλα θα γένουν, αλλά κι αυτός γνώριζε πως ο τόπος είναι άγονος, μαράζι ασήκωτο και το αύριο ούτε που ήθελε να το σκεφθεί.
– Υπομονέψτε, περάσαμαν βάσανα και μπόρες, τι να πουν οι κυνηγημένοι, φυλακισμένοι, στρατιές στα ξερονήσια, θα’ χουμε σιγά σιγά και γεννήματα, έλεγε η μάνα του Σταύρου πικραμένη. «Πώς είναι τούτ’ οι νέοι στενόκαρδοι, γονάτισαν οι καρδιές απ’ το αίμα», μονολόγησε και κάθισε στο τζάκι με τη ρόκα.
– Ως πότε, ψιθύριζε η νύφη.
Γίδα δεν έχουμε, ούτε παρά ν’ αγοράσουμε. Γουμάρι δεν έχουμε, τα πόδια μας γένηκαν πληγές, πέντε ξερές κότες κι αυτές μυριόρημες λες και τις μουντζώσαν δε γεννούν.
Τότε άνοιξαν οι στράτες για τη Γερμανία, η μετανάστευση ήταν μια Κίρκη, στεκόταν γελούμενη έξω από κάθε πόρτα όταν έβλεπε νέο όλο υποσχέσεις και χαμόγελα ώσπου να τον φέρει στα νερά της και οι άνθρωποι τσακισμένοι απ’ τη μιζέρια και στη σκέψη πως θα μάσουν κάνα παρά, τ’ αποφάσιζαν. Σιγά σιγά κλείναν πόρτες, μαντάλωναν παράθυρα, ερήμωνε η πολιτεία. Ο Σταύρος μαράζωνε, είχε γυναίκα, μόλις που την παντρεύτηκε, να φύγει; Η καρδιά δεν τ’ άντεχε, αλλά η πραγματικότητα σκληρή, οι ανάγκες άκαρδες, δεν έχουν μπέσα και τ’ αποφάσισε.
– Άκου, Σοφία, σκέφτηκα να πάω κι εγώ με τσ’ άλλους κατά τη Γερμανία. Η γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά του με λυγμούς.
– Η μαύρη εγώ τι θ’ απογίνω, κούτσουρο μοναχό, πάρε με κοντά.
– Εσύ θα κάτσεις με τη μάνα, είσαι γυναίκα, δεν είσαι για ξενιτιά, κι έπειτα αν είναι καλά θα σε πάρω μονάχος μ’, θα σου στέλνω και μάρκα, κουτή θα καζαντίσω και θα περνάμε μπέικα. Η Σοφία χτυπιόταν και προσπαθούσε να τ’ αλλάξει γνώμη, το ίδιο κι η μάνα.
– Δεν σε χωράει το χωριό, γιόκα μ’; Εδώ σας μεγάλωσα μια χαρά, ας όψεται μονάχα ο πόλεμος το χτικιό, που θα πας ξένος μέσα σε ξένους, θα το φας το κεφάλι σ’, παλικάρι μου.
– Βλέπω τις προκοπές της χώρας, μάνα. Την πούλησαν στους χωροφύλακες και στους ρουφιάνους, αυτοί είναι τώρα τ’ αφεντικά, είπε εκείνος.
Νύχτες δεν κοιμήθηκε απ’ το λυγμό η Σοφία. Η ανάγκη όμως ήταν πιο επιτακτική, πιο δυνατή απ’ την αγάπη, έφτιαξε ο Σταύρος τα χαρτιά και έφυγε ένα πρωί μαζί μ’ άλλα επτά παλικάρια. Δάκρυα, ευχές, αγκαλιάσματα.
– Κακούργα Γερμανία, θα μας τα φας τα παλικάρια, έσκουζε η Κάκω Πανάγιω.
– Μωρή, εσύ μας άνοιξες το λάκκο, στην κατοχή μας παλούκωσες, γέμισαν τα νεκροταφεία, άτιμη ράτσα μακελάρηδες και τώρα ύαινα θα καταπιείς και τα νιάτα π’ απόμεινα, μας ξεκλήρισες, κακούργα Γερμανία, βρικόλακα.
Έτσι απόμεινα στο χωριό τα κόκαλα των νεκρών και τα κινούμενα κόκαλα των γερόντων. Έτσι χορτάριασαν οι αυλές και τ’ αγκάθια φούντωσαν.
– Θα γεμίσουν παρά, έλεγε η Δέσπω η αλαφρόμυαλη, που το φριχτό στοιχειό του πολέμου της πήρε τα λοϊκά.
– Θα βρω γαμπρό, παραλή κι αρέντευσε στα σοκάκια.
– Σκάσε, μωρή, ακούστηκε η βαθιά φωνή του χαροκαμένου μπαρμπα – Λάμπρου, ήταν μια φωνή τρομερή, ξεκίναγε απ’ τη ρίζα τη γης, απ’ το βυθό του τάφου.
– Θα χτίσουμε τα σπίτια των φονιάδων, θα ρημάξει ο τόπος απ’ το ξερίζωμα, ας όψονται οι αίτιοι, με γέρικα κουφάρια δεν γίνεται προκοπή. Να μου το θυμάστε, θα πληρώσουμε όταν τους χτίσουμε και πάρουν τα πάνω, θα μας ξεκάνουν, θα μας εξοντώσουν με το χρήμα. Μετά σωριάστηκε σ’ ένα πεζούλι σαν σακί.
– Μην την αποπαίρνεις, Λάμπρο, είπε ο Μιχάλης. Σακάτης μ’ ένα ποδάρι από την Αλβανία, αυτός ούτε λόγο για ξενιτεμό.
Τα όνειρά του ήταν στο Αργυρόκαστρο, εκεί γονάτισε ο αϊτός από κρυοπαγήματα και σφαίρες, μετά πάλεψε στην Αντίσταση, κλαδί γερό στο θεόρατο δέντρο της.
Όταν οι ξένοι την έθαψαν, όταν ο κουρελιασμένος πολεμιστής λαός σφαζόταν από πείνα, μετανάστευση και κυνηγητά, έθαψε τα όνειρά του. «Ενθάδε κείται το όνειρο», έγραψε σ’ ένα τοίχο της αυλής, φώναζε και τον παπά κάπου κάπου να το διαβάζει. Στους νεκρούς μου, έλεγε και ξανάλεγε. Κουβαλούσε βαθύριζες μνήμες. Περπάταγε χέρι χέρι μαζί τους στα σοκάκια κι άκουγες ένα θλιβερό τακ τακ στις πλάκες από το ξύλινο πόδι και τις πατερίτσες.
– Του’ φαγε το πόδι ο πόλεμος, έλεγαν τα παιδιά.
– Φτύστε στον κόρφο σας, μην τον ονοματίζετε τον τρισκατάρατο, μαύρη η ώρα που τ’ ακούει, έλεγαν οι γριές.
Είχε φυτέψει κι ένα κόκκινο γεράνι, ήταν αρρωστημένο κι αυτό σαν την εποχή, κάπου κάπου όμως πέταγε κανένα δειλό βλαστάρι ή κάνα λουλούδι πορφυρό που κρυφογέλαγε στον ήλιο.
– Θέλει σκάψιμο βαθιά η γη, έλεγε ο γερο – δάσκαλος που έσερνε βουνά από πολέμους και επικήδειους. Έθαψε, έθαψε μαθητές 1912 1922 δύο παγκόσμιους πολέμους, εμφύλιους και είχε και κάμποσα σπασμένα πλευρά απ’ το 1952 που ήρθε απ’ την Αθήνα μ’ ένα δημοκρατικό ψηφοδέλτιο στον κόρφο γιατί στο χωριό μόνο Παπάγος «Ελληνικός Συναγερμός» επιτρεπόταν, όταν άνοιξαν τις κάλπες κοιτάχτηκαν οι χωροφύλακες. Ποιος άτιμος ήταν; είπε ένας άγρια. Ποιος έριξε ψηφοδέλτιο κουμουνιστικό, πούθε ήρθε ο κερατάς, ο πούστης;
– Ο δάσκαλος ο σκύλος, απάντησε ο άλλος. Τον έσυραν στην πλατεία, μπρος στα μάτια του δικαστικού και σακάτεψαν το γέροντα αγωνιστή. Αυτός σωριασμένος δεχόταν κλοτσιές και βρισιές αγκαλιά με το χώμα, και κάτι αγριοτρίφυλλα που του παράστεκαν στον ξυλοδαρμό, ήταν στραβό το κλίμα απ’ τα χρόνια, το τσάκισαν κι οι αλήτες, από τότε είχε πολλούς πόνους που τους κατάπινε και μόνο μια βαθιά γκριμάτσα έβλεπε κανείς στο μέτωπο και ένα φουρτούλιασμα ίσκιου στα μάτια.
– Θέλει σκάψιμο βαθιά η γη να ξεχωρίσουμε τα κόκαλα, να τ’ ανεβάσουμε στο φως, να τα διαβάσουμε, να βρούμε το χώμα, να το κοσκινίσουμε, να το ποτίσουμε να ημερέψει, να διαβάσουμε τις γραφές των προγόνων στα βιβλία του, πρέπει να μιλήσουμε στο χώμα. Το χώμα είναι η ζωή, το θεμέλιο, όμως, θέλει κασμά και νιάτα, θέλει άντρες με λίγους Απρίληδες στη ράχη κι όχι σακατλίκι.
Ευτυχώς που ήταν κι ο γερο – Δήμος ο δάσκαλος κι έλεγε και καμιά αλφαβήτα στα παιδιά και γέμιζε η πλατεία ζωντάνια. Σκάψτε και τραγουδήστε, το χώμα βάζει αυτί, ακούει, θα καρπίσει. Πρέπει να φιλιώσουμε κι εμείς να δίνουμε τα χέρια, αλέτρι, βροχή, χώμα, ιδού το σμίξιμο κι έπειτα ο τέλειος καρπός το γλέντι του ουρανού.
Στη διπλανή αυλή η νιόνυμφη πικραμένη έραβε κουρέλια κι άνοιγε χαντάκια για σπόρο η για καμιά στάλα νερό. Τα μάτια της όμως ήταν νιάτα, νιάτα, ελπίδα κι απαντοχή και τα δυνατά χέρια της τα καμάρωνε ο γερο – Δήμος ο δάσκαλος.
– Άξια γυναίκα, αν έμεναν εδώ τα παλικάρια, θα σπέρναμε, θα θερίζαμε, θα χτίζαμε, τώρα σκατά.
Χαράματα η Σοφία για το χωράφι, σιγά σιγά το χώμα άρχισε να ημερεύει, να γνωρίζει τον νοικοκύρη, το δικό του άνθρωπο να χαμογελά, να κάνει έρωτα με τη βροχή, με τ’ αλέτρι, έτσι αναμερούσαν και τα κόκαλα και ξεφύτρωνε ο σπόρος στη χούφτα της γης που χρόνια τη σταύρωναν βάρβαρα βήματα, πολυβόλα και αίμα αδερφικό.
Κάποιος χάρισε στη Σοφία μια βέργα από κλήμα.
– Είναι ροδίτης τσούπρα μ’.
– Η γη μ’ αρνείται, μπάρμπα, είπε κλαμένη.
– Φοβήθηκε κι αυτή, την τυράγνησε ο πόλεμος, στόμωσε απ’ τους τάφους, μανταλώθηκε στην αγριάδα, όμως είναι μάνα, δε λησμονάει τα παιδιά της, σκάφτην τσούπρα μ’, πότισε τη, θα σ’ αγκαλιάσει.
Πήρε τη βέργα, έσκαψε τον τόπο, βρήκε σωρούς από κόκαλα, φώναξε τον παπά, τα διάβασαν και τα’ βαλαν στην εκκλησία, μετά βρήκε λιθάρια, τα έκανε πεζούλι και ήρθε στα χέρια της το πάναγνο χώμα, ζεστό σαν μήτρα και σε λίγο αναστήθηκε η κληματαριά, ένα μικρό βελούδινο φυλλαράκι ζήτησε ήλιο.
– Θα ’χουμε κρασί, είπε η πεθερά.
– Θα ’χουμε την ευχή της γης, μάνα.
Μετά φύτεψε ένα καρύδι, φύτρωσε κι αυτό.
– Είναι μια καρυδιά, είπαν τα παιδιά της γειτονιάς κι άρχισαν γύρω της ένα χορό ζωής. Οι φωνές τους αρμένιζαν στον άνεμο και στις καρδιές άρχισε τ’ ασημοκέντι της ελπίδας.
Μείναν σχεδόν μόνο γυναίκες στη μικρή πολιτεία, οι δρόμοι γέμισαν φουστάνια με πολλά χρώματα και ηλικίες, οι άνδρες λιγοστοί μ’ άσπρα μαλλιά και παράπονο. Οι γυναίκες είχαν ζαλίκι από ευθύνες, έπρεπε να σκάψουν τη γη, να την οργώσουν μ’ ανάσα και μόχθο, να σπείρουν και να ποτίσουν με τη βροχή της αγάπης, της σιγουριάς.
Μια χούφτα καλαμπόκι έριξε η Σοφία σ’ ένα πεζούλι της αυλής, αυτό πέταξε βλαστάρια μυτερά, ο ήλιος τα χάιδεψε κι ο άνεμος, τότε χτύπησαν αναστάσιμες καμπάνες. Το κλήμα, τ’ αραποσίτι, η ευχή, η ειρήνη, η γη συμφιλιώθηκε με το δουλευτή.
Δυο γυναίκες έγνεθαν στη γειτονιά της Σοφίας και ξόμπλιαζαν τα νέα – είναι γκαστρωμένη η Σταύραινα, Κατερίνα.
– Το ξέρω, για νέο μου το λες; Δεν αστόχησε ο ξενιτεμένος, αφήκε το σπόρο του ολοζώντανο στο χωριό, καλό σημάδι.
– Καλή λευτεριά, Σοφία.
– Φχαριστώ, φχαριστώ.
Κι άλλες κοιλιές φούσκωναν στην πολιτεία, τα παλικάρια έσπειραν και πήραν των ομματιών τους στην ξενιτιά για καζ΄νατια.
– Θα γεννηθούν ορφανά παιδιά, κακούργα Γερμανία, φόνισσα, έσκουζε η Πανάγιω. Ήρθαν μερικά μάρκα στην πόλη, ο δάσκαλος αγρίεψε, θα μας φαν τα μάρκα, είναι τάφος ο ξένος παράς, είναι ξεπούλημα. Εδώ πρέπει να μείνουν οι νέοι, να χτίσουμε σπίτια κι εργοστάσια, νοσοκομεία, να βάλουμε θεμέλια, νοικοκυριό.
– Ανάθεμά σε ξενιτιά, μοιρολογούσε η γριά Τσεβή, σκάψαμαν την Αίγυπτο, μουλιάσαν τα παλικάρια μας στην Αμερική, τους έπλυναν όλα τα πιάτα, να τρων αυτοί και μεις δούλοι, τώρα χτίζουμε τη Γερμανία, η αιώνια κατάρα της χώρας, ανάθεμα τις ανάγκες, φτου σου, ξενιτιά, φτου σου, χτικιό, για μας ποιος θα δουλέψει; Θα γεράσει η χώρα, σάματις έχουμε κυβερνήτες; Βαλτοί είναι, τα ξένα συμφέροντα τα ’χουν βαγγέλια οι πούστηδες.
Η Σοφία έγραψε ένα γράμμα στη Γερμανία.
«Σταύρο μου, μ’ άφηκες γκαστρωμένη, σε περιμένω να δουλέψουμε μαζί, η γη άρχισε να μερεύει, να καρπίζει κι όταν γεννήσω θα’ χουμε ευτυχία».
Η απάντηση άργησε κι ήταν σκληρή.
«Άκου, μωρή γυναίκα, τι την ήθελες την γκαστριά, τα ’μπλεξες τα πράματα, εδώ ο κόσμος καίγεται, πώς θα τα βγάλουμε πέρα;»
Δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της. Εγώ φταίω, μάνα; Γυναίκα του ήμουν, στο ίδιο κρεβάτι κοιμόμασταν, μ’ ήθελε, μ’ αγκάλιαζε και δυο και τρεις βολές τη νύχτα…
– Σώπα, καλή μου, του πήρε τα μυαλά η Γερμανία κι αυτές οι πουτάνες, εμείς έχουμε ρίζες εδώ, θα αναστήσουμε το παιδί.
Η Σοφία βάραινε, κάποτε πήρε 20 μάρκα, φούντωσε η ελπίδα. Έχει ο Θεός, σκέφτηκε και χάιδεψε την κοιλιά της.
– Πούστηκα λεφτά, είπε η πεθερά, καλά τα καταριέται ο δάσκαλος, ξέρει αυτός, αναθεματισμένα. Ο δάσκαλος δε λαθεύει, θα μας φάει ο ξένος παράς, ο φονιάς, θα μας ξεσκίσει ο τίγρης.
Τώρα η Σοφία δούλευε διπλά, βαριά η κοιλιά, βαρύ το σκάψιμο, όργωνε μια σποριά, δέκα ανάσες και το ζαλίκι μολύβι σκέτο.
Πέρασαν εννιά φεγγάρια, κάρπισαν τα καλαμπόκια, τα’ μασαν, τα ξόφλησαν στην κρεβάτα, ήρθαν κι άλλες γειτόνισσες, τραγούδησαν, μόνιασαν, ρήνεψαν οι ψυχές, μετά τα ξεσπύριασαν και τα ’βαλαν στο κατώι, απόχτησαν και γίδα.
– Να πίνει γάλα ο γιος μου είπε με καμάρι.
Μια νύχτα οι πόνοι την έζωσαν λες και περνούσαν χιλιάδες μαχαίρια, στριφτά στη μέση, στην κοιλιά, μετά μια ανάπαυλα, μια ανάσα και εκατό μαχαιριές, ώρα την ώρα αγρίευαν οι πόνοι και τα ουρλιαχτά ήταν αβάσταχτα. Ήρθε μια μεθυσμένη μαμή, αυτή ήξερε μόνο να πίνει κρασί και η πεθερά να προσεύχεται, η γυναίκα χτυπιόταν, ούρλιαζε. Η νύχτα έφυγε, κι άλλη νύχτα, τα ουρλιαχτά δυνάμωναν, έσχιζαν τα βουνά σ’ ένα χρόνο αδιάφορο,που περπατούσε απ’ το πρωί, γινόταν μεσημέρι, απόγευμα, δειλινό, νύχτα.
– Κάνε κάτι, μωρή μαμή, θα πεθάνω.
– Το παιδί δεν το ’χουμε στην ποδιά, όταν σε βάτευε ο Σταύρος ήταν καλά; Τώρα τράβα τα, όλες τα ίδια τραβάμε. Ήρθε και η μαύρη μάνα της απ’ τ’ άλλο χωριό.
– Τσούπρα μ’, πιάσε τα κάγκελα του κρεβατιού και σφίξου με δύναμη προς τα κάτω.
– Μάνα, γιατρό, γιατρό, θα χάσω το παιδί, έσκουζε η γυναίκα.
– Υπομονή, καρδούλα μ’, πρωτάρα είσαι, υπομονή, όλες τα ίδια περάσαμαν. Η ανάσα κόνταινε, ο ιδρώτας έλουζε το μέτωπο, καθώς σβήναν τα μάτια, δυο μέρες μαρτύριο πώς ν’ αντέξεις.
– Πατήστε της την κοιλιά, είπε η Αλεξάνδρα. Έξι παλάμες όρμησαν και πίεζαν δυνατά.
Το ουρλιαχτό τράνταξε την κάμαρα, βγήκε στην αυλή, γέμισε το δρόμο, τ’ άκουσε η παπαδιά, μικρός ο χώρος, κατάλαβε, πήρε αγιασμό και πήγε στο σπίτι της Σοφίας.
– Τι γίνεται, μωρέ γυναίκες, κάτσετε ν’ αγιάσω τη γυναίκα, φέρτε και καμιά εικόνα να βοηθήσει.
– Τι να σου πω, παπαδιά μ’ κάνε κάνα αγιοτικό ούτε ένα παιδί δεν καταφέρνει να γεννήσει η άχρηστη.
– Να την κρεμάσουμε στη γρεντιά, είπε η Λένη, έτσι γέννησε η Σταμάτω τ’ Πάκα. Πήραν τριχιά, διάλεξαν τη μέση της κάμαρας, κρέμασαν τη γυναίκα που ζήταγε βοήθεια με σβησμένη φωνή, άλλη μια μέρα μαρτύριο, οι φωνές σταμάτησαν, το κεφάλι έγειρε στο πλάι σαν εικόνα του εσταυρωμένου. Η μάνα άρχισε το μοιρολόι, η Μαριώ πήρε ένα μαστραπά με νερό και την κατάβρεξε, το κορμί τινάχτηκε, ξαφνικά ένα ουρλιαχτό πάγωσε τα πρόσωπα και ανάμεσα στα σκέλια πρόβαλαν δυο χεράκια, ένα κεφαλάκι σαν πορτοκάλι και γλύστρησε ένα μελανό κορμάκι. Η μαμή άπλωσε τ’ άπλυτα χέρια της, άρπαξε το παιδί απ’ τα δυο πόδια, το ύψωσε με το κεφάλι κάτω και του’ δωσε μια χτυπιά, μια ασθενική φωνούλα έφθασε στ’ αυτιά των γυναικών.
– Ζει, ζει το μανάρι μ’, είπ’ η γιαγιά ξετρελαμένη από χαρά.
– Ρίξτε το στη σκάφη, έχει ζεστό νερό, φέρτε ψαλίδι και κρασί. Μωρή Νικόλαινα, κρασί θα ποτίσεις το παιδί; Μαμή είσαι συ ή κρασοβάγενο.
Ο δάσκαλος άκουσε την παιδική φωνή και ήρθε βιαστικά, άμπωξε την πόρτα, τα ’χασε ο άνθρωπος, η Σοφία κρεμασμένη στη γρεντιά (δοκάρι της σκεπής), όρμησε, άρπαξε το ψαλίδι ματωμένο ακόμα απ’ τον ομφάλιο λώρο που έκοψαν οι γυναίκες.
Η μαμή έπινε μ’ ένα μαστραπά κρασί, η πεθερά μ’ ένα παλιό φλουρί ασήμωνε το νεογέννητο.
– Τρελαθήκατε, ζουρλές, αφήκατε τη γυναίκα κρεμασμενη στο έλεος του Θεού; Τότε άρχισε σκουσματιό. Ο δάσκαλος έκοψε το σκοινί, το βάρος της κοπέλας δεν τ’ άντεχαν οι γερασμένες πλάτες και σωριάστηκαν και οι δυο στο πάτωμα σε μια κουρελού λες και ήταν τσουβάλια.
– Νερό, νερό, ακούστηκε μισοσβησμένη η φωνή της λεχώνας.
– Τσακίσου, Σταμάτω, αγρίεψε ο δάσκαλος σωριασμένος στο έδαφος.
Πέρασε μια βδομάδα ν’ ανοίξει τα μάτια η Σοφία, έπειτα έμαθε πως γέννησε αγόρι.
– Δόξα το Θεό, είπε, τα μάτια της έπεσαν στη σαρμανίτσα σ’ ένα τόσο δα προσωπάκι. Ήταν ο γιος της, αγάλλιασε.
– Είναι λεβέντης ο γιος μου, μάνα.
– Λεβέντης, τσούπρα μ’, λεβέντης, απάντησε δακρυσμένη.
Ο Σταύρος το ’μαθε κι έστειλε 20 μάρκα.
– Θέλει δουλειά ο τόπος, έλεγε ο δάσκαλος, με την καλημέρα απ’ το κεφαλόσκαλο.
– Είναι κ’ η ξενιτιά χειρότερη από θάνατο γείτονα, έλεγε και ξανάλεγε η Σοφία κι έλιωνε τ’ ανθισμένο κλωνάρι απ’ τις ευθύνες.
Η φτώχεια είχε πανηγύρι στο σπιτικό, η μάνα ανήμπορη ακόμη απ’ τη γέννα, κάποια βοήθεια από γειτόνισσες, απ’ την παπαδιά και πάνω απ’ όλα απ’ το δάσκαλο, κολλημένα τα σπίτια τους σ’ έναν τοίχο στηριγμένα και οι κρεβάτες πλάι πλάι, πάντα κοντά της ο γέροντας, ούτε πατέρας να ήταν.
Το παιδί μεγάλωνε μέρα τη μέρα, άρχισε τα χαμόγελα κ’ ήταν τροφή για την καρδιά της μάνας.
Το νανούρισμα δεν ήθελε παρά και ήταν άφθονο πάνω απ’ τη σαρμανίτσα, αυτά τα ηπειρώτικα νανουρίσματα που έχουν την τρυφεράδα της αγάπης, το μαράζι της ξενιτιάς, τα τσακίσματα των ποταμιών, το θρόισμα των λόγκων και το ύψος των βράχων. Πολλά έλειπαν απ’ το παιδί όμως, γάλα, τραχανάς, αυγά και κοφτό υπήρχαν, φρόντιζε και η γιαγιά και οι γείτονες. Η Σοφία πήρε τ’ απάνω κι άρχισε δουλειά, στην όχθη τ’ αυλακιού η σαρμανίτσα με το κλάμα του παιδιού, στο χωράφι ο χτύπος του τσαπιού και το τραγούδι, η συντροφιά της μάνας που γίνεται χάδι.
«Σοφία είναι βαριά η ξενιτιά, άκαρδη, έγραφε ο Σταύρος, από νύχτα σε νύχτα σ’ εργοστάσιο, χιόνι και βροχή να δουν τα μάτια σου, η χώρα είναι σκληρή και οι άνθρωποι σίδερα, μοναχά που κινιούνται και διατάζουν και δε χωρατεύουν, σ’ αλέθ’ η ξενιτιά, σου ρουφάει το αίμα, αλλά θα μάσω κάνα παρά, αφού μαθαίνω και στην πατρίδα είναι μαύρα, φτώχεια, εξορία, ρουφιανιές, δεν τρώγεται ο ήλιος, Σοφία, δεν τρώγεται, υπομονή όλα θα σιάξουν. Φιλιά στο παιδί, Σταύρος».
Γέλασαν τα χείλη, η λέξη υπομονή έχει πολλά πρόσωπα και ερωτηματικά, η γυναίκα έπαιρνε το καλό πρόσωπο, το γυρισμό, την σύμφερνε κιόλας.
– Φοβάμαι, έλεγε στη συνομήλική της τη Δέσπω.
– Θα γυρίσ’ ο Σταύρος ποτέ; Είναι ρουφήχτρα η Γερμανία.
– Αμ ο δικός μ’ ο Θανάσης στο Μακρονήσι μού τον έφαγαν τα σκλια το λεβέντη μ’ κι έκλαιγαν μαζί.
– Μια η ξενιτιά, μια οι εξορίες, απομείναμαν με τα γερόντια να τα περετεύομε κι αυτά..
Η θεια Γιώργαινα η γειτόνισσα κούνησε το κεφάλι.
– Μωρ’ ο Σταύρος θα γυρίσ’ τ’ ανίψι μ’ ο Θανάσης έχει βάσανα, εκεί τους σακατεύουν τα καθάρματα, όσοι έφυγαν γλίτωσαν απ’ τις φυλακές και τα βασανιστήρια, βγάζουν και παρά. Χώρα μαύρη κι άραχνη, άλλοι στα σίδερα, άλλοι στην ξενιτιά, πληγές, γιομίσαμαν πληγές, μαραζώσαμαν, με πνίγει ο βόγγος, το αίμα μου’ ρχεται βαρύ σαν βράχος κατάστηθα, δεν τ’ αντέχω η έρημη, και έγειρε το κεφάλι στις χούφτες σιγοκλαίγοντας.
– Θυμάσαι σν’ Αντίσταση, Γιώργαινα, καμάρια παλικάρια με φυσεκλίκια σταυρωτά κι ο Θανάσης ο λεβέντης, κυπαρισσένιος, πρώτος αντάρτης, τρομάρα στους φασίστες, έλεγε η Δέσπω και ύψωνε τ’ ανάστημα. Τα σκλια οι ξένοι ποδάρι βάλαν στον τόπο, χορτάρι δεν φυτρών’.
– Παιδάκια μ’, γραμμένα που στέκουν τώρα μαραμένα, ξεριζωμένα, φυλακισμένα, μοιρολογούσε σε μια γωνιά η θεια Τσεβή μ’ ένα μακρόσυρτο κλαμένο σκοπό, που στ’ άκουσμά του ραγίζουν πέτρες. Αυτά τα τραγούδια έχουν την ψυχή της οδύνης, είναι τέκνα του λυγμού γι’ αυτό σφάζουν.
Του Χρήστου βάφτισαν το παιδί, Γιώργο το ’παν, τ’ όνομα του πεθερού, ήπιαν ρακί, τσούγκρισαν ποτήρια με ευχές για καλοδεξίματα.
Έπειτα έφεραν και μια γύρα συρτό. «Την κοντούλα λεϊμονιά», «Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου» και τ’ άλλο της ξενιτιάς και της αγάπης «Το ξενιτεμένο μου πουλί». Άρχιζε μια γυναίκα κι έπειτα όλες μαζί ένα τραγούδι που υψώνει το τρεμάμενο ποτήρι της αγάπης και της νοσταλγίας ξέχειλο από πίκρα.
«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο.
Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘ χω τον καημό σου
τι να σου στείλω ξένε μου, εκεί στα ξένα που’ σαι.
Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
κ.τ.λ
Σου Στέλνω μοσχοστάφυλλο στο δρόμο σταφιδιάζει
Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα φτενό μαντήλι
Το δάκρυ μ’ ήταν καφτερό κι έκαψε το μαντήλι».
Ήταν μια γουλιά χαράς στο χωριό χρονιάρα μέρα κι ακούστηκαν στα σοκάκια τα γέλια των γυναικών καθώς γύριζαν σπίτια τους και το αργό τραγούδι των γερόντων που το ’παιρναν μαζί τους για συντροφιά στις άγριες και μονότονες νύχτες των γερατιών.(απόσπασμα)
Άννα Μπουρατζή – Θώδα
(Η Βάρδια του Τίγρη. Διηγήματα. Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1989)
***
Η Άννα Μπουρατζή – Θώδα γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο χωριό του αξιωματικού πατέρα της Γεωργίου Μπουρατζή, το Βασιλόπουλο Ιωαννίνων. Το Δημοτικό το τελείωσε στο Καπλάνειο Ιωαννίνων και στην Αθήνα το Γ’ Γυμνάσιο Θηλέων. Είναι Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε στον Εφοριακό Κλάδο του Υπουργείου Οικονομικών.
Λογοτεχνικά έργα της:
Ποιητικά: “Ηλιαυγές”, “Ποτέ δε νύχτωσε στη χώρα μου”, “Βροντή στο φως”, “Χάι και Τάνκα”, “Διαδρομή φλόγας”, “Στο μάτι των καιρών”, “Πατρίδα γη μου, αίμα και πνεύμα ένα”, “Πύρινοι κύκλοι πατρώας γης”, που μελοποιήθηκε από τη μουσικό Μαρία Στούπη, “Στων αιώνων το φάος” και “Στα δόντια της Μέδουσας”. Πεζογραφικά:”Βάρδια του Τίγρη” (διηγήματα), Βραβείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών: “Άννας Βεροπούλου-Φιλίνη”, “Ταξίδι με την κόρη του λοχαγού” και “Όταν κατοικούσαν οι θεοί στον Όλυμπο”.
Συμμετείχε με διηγήματα στην ομαδική έκδοση “Επταφωνίας Αναγνώσματα” και σε πολλές ανθολογίες, ενώ μεταφράστηκαν έργα της στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Παράλληλα ζωγραφίζει -στο ενεργητικό της καταγράφονται έξι ατομικές εκθέσεις και δέκα ομαδικές.
Η Άννα Μπουρατζή-Θώδα είναι μόνιμη συνεργάτης της εφημερίδας “Πανηπειρωτική”. Άρθρα και κριτικές της δημοσιεύονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Ιωαννίνων “Ήπειρος”, “Πρωινά Νέα”, στη “Θεσπρωτική” Ηγουμενίτσας, καθώς και σε διάφορα περιοδικά.
Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ), μέλος του Δ.Σ. της “Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας” και μόνιμη συνεργάτης στο “Στέκι Λόγου, Τέχνης και Παράδοσης” της Αδελφότητος Βασιλόπουλου Ιωαννίνων. (Τα βιογραφικά στοιχεία από το ΕΚΕΒΙ).