Πολυώνυμο
Σήμερα είναι η γιορτή μου, αλλά δε γιορτάζω. Ξέρω πώς με λένε, αλλά δε θυμάμαι πια το όνομά μου.
Σήμερα είναι η γιορτή μου. Και η πρώτη φορά που θα έρθουν οι γονείς μου και η αδερφή μου στο σπίτι που μοιράζομαι με τον Μάνο. Η μαμά μου τον έχει ήδη γνωρίσει, αλλά αυτό δε μειώνει ούτε κατ’ ελάχιστο το άγχος μου. Έχω φτιάξει τα ριχτάρια πάνω από τους παλιούς καναπέδες χίλιες φορές κι έχω αλλάξει θέση στο κόκκινο σκαμπό άλλες τόσες προσπαθώντας να φανεί ο χώρος πιο γεμάτος. Αλλά και πάλι το σπίτι δε μου φαίνεται εντάξει. Ίσως θα έπρεπε τελικά να πάρω κάποια από τα έπιπλα που μου πρότεινε η μαμά μου, όταν μετακόμιζα, και να μην είχαμε αρκεστεί στα φοιτητικά έπιπλα του Μάνου. Τέλοσπάντων. Τώρα είναι αργά.
Το πρώτο κουδούνι είναι διακεκομμένο και παιχνιδιάρικο: σίγουρα η Ελένη. Της ανοίγω εγώ, καθώς ο Μάνος ετοιμάζει τη σαλάτα στην κουζίνα.
«Φούλα!» φωνάζει τραβώντας μελωδικά το α και πέφτει πάνω μου με ορμή, κάνοντάς με να παραπατήσω. Αν και είναι μικρότερη, με τραβάει δυνατά στην αγκαλιά της σαν να είμαι τόση δα.
«Χρόνια πολλά, φούλα μου! Πάντα καλότυχη και χαρούμενη!» Ενώ ο Μάνος μας πλησιάζει χαμογελαστός, η Ελένη με σπρώχνει θεατρινίστικα και τον αγκαλιάζει: «Να τη χαιρόμαστε! Να είστε πάντοτε καλά και ευτυχισμένοι!» Το ευχαριστώ του Μάνου ίσα που ακούγεται κάτω από τα λόγια που ξεχύνονται ασταμάτητα από το στόμα της: «Και να σου πω, εφόσον τώρα θα είσαι ο αδερφούλης μου, θα σε φωνάζω κι εσένα φούλη. Εντάξει ή είναι πολύ γελοίο;» Βλέποντας τη σαστισμένη έκφραση του Μάνου, λύνεται στα γέλια. «ΟΚ. ΟΚ. Θα βρω κάτι άλλο» και δίνει σ’ εμένα έναν ροζ φάκελο: «Άνοιξε το δώρο σου, τι περιμένεις;»
Τη βλέπω με την άκρη του ματιού μου να με παρακολουθεί με ανυπόμονο ενθουσιασμό ενώ ανοίγω το φάκελο. Πριν προλάβω να διαβάσω το χαρτί που έβγαλα από μέσα, η Ελένη τυλίγει το χέρι της γύρω από τους ώμους μου και λέει γεμάτη χαρά: «Είναι μια δωροεπιταγή από το κομμωτήριο που πάω για κουπ, βαφή και χτένισμα. Ναι, ξέρω πως τα βαριέσαι αυτά, αλλά γι’ αυτό στο πήρα το δώρο αυτό! Επειδή εσύ δε θα το επέλεγες ποτέ!»
Ευτυχώς το κουδούνι χτυπάει ξανά και δε χρειάζεται ν’ απαντήσω. «Α! Η μαμά κι ο μπαμπάς!» λέει η Ελένη, αρπάζει τη δωροεπιταγή από τα χέρια μου και με σπρώχνει προς την πόρτα. Την ανοίγω και βλέπω τους γονείς μου να στέκονται πλάι πλάι: η μαμά μου με το καμηλό παλτό της και την αντίκα καρφίτσα στο πέτο, ο μπαμπάς μου με το φρεσκοσιδερωμένο κουστούμι του και τη μεταξωτή γραβάτα. Πρώτη μπαίνει η μαμά και με φιλάει· την ακολουθεί ο μπαμπάς. Κλείνω την πόρτα και βρισκόμαστε και οι τρεις απέναντι από τον Μάνο.
«Με τη μαμά γνωρίζεστε, έτσι δεν είναι;» λέω προσπαθώντας αμήχανα να κάνω τις συστάσεις.
«Ναι, βεβαίως, καλωσορίσατε, κυρία Μαργαρίτα» χαμογελάει ο Μάνος και κάνει ένα βήμα προς το μέρος της. Μου φαίνεται πως διακρίνω και σε εκείνον μια αμηχανία, καθώς η μαμά μου του τείνει το χέρι. Δεν έχει συνηθίσει εκείνος τέτοιες τυπικότητες κι εγώ η χαζή ξέχασα να τον προειδοποιήσω. Ευτυχώς, τον βλέπω να έχει πιο ρεαλιστικές προσδοκίες από τον χαιρετισμό του πατέρα μου και του τείνει πρώτος ο ίδιος το χέρι. Προλαβαίνω να πω τα τυπικά: «Μάνο, ο μπαμπάς μου, ο Αντρέας.» Ωραία. Τελείωσε κι αυτό.
Ο μπαμπάς δίνει στον Μάνο ένα κουτί γλυκά. «Θέλουν ψυγείο.» Η μαμά με ένα πλατύ χαμόγελο τείνει το χέρι της που κρατάει μια μεγάλη τσάντα από την μπουτίκ της γειτονιάς. «Θυμάσαι το φόρεμα που είχες δει την Τρίτη που περνούσαμε από εκεί;»
Μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα έκπληξης. Αν είναι το φόρεμα που νομίζω, η μαμά θα μου έχει κάνει το καλύτερο δώρο: ένα σικάτο μαύρο μίντι φόρεμα και την προσοχή της. Ανοίγω τη σακούλα λαίμαργα και γελάω χαρούμενη, όταν βλέπω πως είχα δίκιο! Ρίχνω την τσάντα στο πάτωμα και κολλάω το φόρεμα πάνω μου, να δω πώς μου πάει. Είναι όνειρο!
Μέχρι η μαμά να με ξυπνήσει. Με πλησιάζει και, για να μην ακούσουν οι άλλοι, μού λέει χαμηλόφωνα: «Το πήρα ένα νούμερο μικρότερο, μπουμπού. Για να έχεις κίνητρο.»
Η Ελένη δε δίνει σημασία στο κοκκίνισμά μου και πιάνει αγκαζέ τη μαμά και της λέει πρόσχαρη για το δώρο που μου έκανε, ενώ εγώ διπλώνω το φόρεμα υπερβολικά αργά και τακτικά, για να το πάω στο δωμάτιο. Καθώς απομακρύνομαι, ακούω τη μαμά να της λέει «Άγια έκανες! Δεν μπορώ να καταλάβω την εμμονή της να μη βάφει τα μαλλιά της. Αφού έχει άσπρες τρίχες πια, δεν τις βλέπει;»
Επιστρέφω συγκροτημένη και ρωτάω αν θέλουν να κάτσουν λίγο, να πιουν κάτι πριν το φαγητό, όμως η μαμά είναι σαφής: η ώρα είναι περασμένη και πρέπει ο μπαμπάς να φάει, για να πάρει τα φάρμακά του. «Ωραία, τότε. Ας καθίσουμε, έτοιμο είναι το φαγητό.»
Χώνομαι στην κουζίνα αγχωμένη. Έτοιμο είναι το φαγητό, αλλά δεν το έχω ξεμαγειρέψει ακόμα. Ζητάω ψιθυριστά από τον Μάνο να σερβίρει τη σαλάτα που ετοίμασε και να ρωτήσει αν θέλουν κρασί ή μπύρα. Προσπαθώ να κατεβάσω αθόρυβα τις πιατέλες και τις γαβάθες, να βάλω μέσα το λεμονάτο με το μπασμάτι, όσα πιτάκια μου βγήκαν αξιοπρεπή και τον πουρέ. Ο Μάνος μπαινοβγαίνει στην κουζίνα πηγαίνοντας στην τραπεζαρία ένα ένα τα πιάτα, το κρασί και το ψωμί στη μινιμαλιστική λευκή ψωμιέρα που αγόρασα με αφορμή το αποψινό τραπέζι. Τελευταία στιγμή θυμάμαι το καινούριο ασπρόμαυρο σετ αλατοπιπεριέρας που μοιάζει με ζευγάρι χορευτών. Την αγόρασα χθες και είναι στον πάγκο, χωμένη κάτω από πετσέτες. Νευρική κάθομαι στην πλευρά του τραπεζιού που είναι πιο κοντά στην κουζίνα δίπλα στον Μάνο. Απέναντί μας είναι η μαμά με την Ελένη και στα δεξιά μου, στην κορυφή του τραπεζιού, ο μπαμπάς.
Ο Μάνος έχει γεμίσει όλων τα ποτήρια με κρασί και, μόλις κάθομαι, ο μπαμπάς υψώνει το δικό του: «Να κάνω μια πρόποση: Στο μικρό μου κοριτσάκι, εύχομαι κάθε ευτυχία. Να είναι πάντοτε χαρούμενη, ευτυχισμένη με τον Μάνο και πάντα επιτυχίες. Χρόνια πολλά, Γουότσον!»
Όλοι κάνουν κίνηση να τσουγκρίσουν, αλλά το χέρι του Μάνου μένει μετέωρο: «Γουάτσον; Υπάρχει εδώ μια ιστορία που δεν την ξέρω;» Η Ελένη γελάει με το δυνατό της γέλιο που μου φέρνει αμηχανία και η μαμά παροτρύνει τον μπαμπά να μοιραστεί με τον Μάνο τη μικρή αυτή ιστορία σιωπηρής απογοήτευσης που του είχα κρύψει τόσο καιρό.
«Από μικρή την είχα κοντά μου, όποτε διάβαζα κάτι νέο για την ορθοπαιδική, για νέες τεχνολογίες αποκατάστασης ή διάγνωσης και την έβλεπα να ενδιαφέρεται και να με ρωτάει πολύ έξυπνες ερωτήσεις. Πάντοτε πίστευα ότι, και ως πρωτότοκη, θα ακολουθούσε τα βήματά μου και θα γινόταν κι εκείνη τουλάχιστο γιατρός, αν όχι ορθοπαιδικός. Έτσι, τη φώναζα Δόκτωρ Γουότσον, όταν με ακολουθούσε στην μελέτη αρθρώσεων, μυών και οστών. Βέβαια, εκείνη επέλεξε άλλο δρόμο, όμως δύσκολα αποχωρίζομαι το παρατσούκλι της.»
Τους βλέπω όλους να γελάνε και τον Μάνο να στρέφεται και να μου λέει ότι είμαι πολύ τυχερή που είχα τέτοια σχέση με τον πατέρα μου. Θέλω να κοιτάξω προσεκτικά το πρόσωπό του να δω αν με ειρωνεύεται, αλλά νιώθω ότι δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Θέλω να προχωρήσει η βραδιά, να κυλήσει και να περάσει. Προτείνω σε όλους να πάρουν λίγο από το λεμονάτο που πάντα πετυχαίνω.
Η μαμά σηκώνει την αλατιέρα, να ρίξει επιπλέον αλάτι στο φαγητό, αλλά τίποτα δεν πέφτει. Μουδιάζω τη στιγμή που θυμάμαι πως ξέχασα να βάλω αλάτι και πιπέρι μέσα στην αλατοπιπεριέρα πριν τη φέρω στο τραπέζι: «Είναι καινούρια» ψελλίζω. «Ξεχάστηκα.»
«Μπουμπού, δεν τη γεμίζεις μια στιγμούλα;» λέει και μου τη δίνει.
«Μιας και πας, Γουάτσον, βάλε και πιπέρι στην πιπεριέρα» προσθέτει ο μπαμπάς.
«Λίγο τριμμένο για τυρί για τον πουρέ μήπως έχεις, φούλα;» ακούω την Ελένη να μου λέει καθώς μπαίνω στην κουζίνα.
Ακουμπάω την αλατιέρα και την πιπεριέρα πάνω στον πάγκο. Πέρασα πεντέμισι ώρες καθαρίζοντας το σπίτι, στρώνοντας το τραπέζι, ετοιμάζοντας τα φαγητά και αυτά τα μικρά άδεια ανθρωπάκια χάλασαν το τραπέζι από το πρώτο λεπτό. Κοιτάζω τη λιτά σχεδιασμένη αλατιέρα που μοιάζει με χορευτή. Τα χέρια του ανοιχτά και κεφάλι γερμένο ελαφρά στο πλάι. Το περιεργάζομαι και νιώθω πως, ενώ όταν το είδα σαν ζευγάρι που αγκαλιάζεται φαινόταν όμορφο, μα τώρα που στέκεται μόνος του φαίνεται λειψός, ακόμη και παράταιρος.
Ακούω τους άλλους στο τραπέζι να μιλάνε και πότε πότε να γελάνε. Εγώ καθυστερώ την επιστροφή μου κοντά τους, ψάχνοντας το αλάτι.
Σήμερα είναι η γιορτή μου, αλλά δε γιορτάζω. Ξέρω πώς με λένε, αλλά δε θυμάμαι πια το όνομά μου.