«Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη!»
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους όπως εκείνος… Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς… Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον… Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή…
Στις 23 του Σεπτέμβρη 2004 έφυγε από τη ζωή η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.
«Γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας. Αργότερα, με την οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έζησε για λίγο στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα. Μεταξύ των καθηγητών της στη Μέση Εκπαίδευση συγκαταλέγονταν ο μεγάλος πεζογράφος και σοσιαλιστής, Κώστας Παρορίτης και η μεταφράστρια και ποιήτρια, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, καθηγητές που επέδρασαν στο να μυηθεί στις προοδευτικές και κομμουνιστικές ιδέες. Στα 18 της η εύπορη οικογένειά της της δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη.
Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο έμεινε μέχρι περίπου τα τέλη του εμφυλίου) και γυναικείων οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων συμμετείχε σε συνέδρια όπως το Α΄ Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικείων Οργανώσεων για την Ειρήνη, καθώς και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνών, αφού, παράλληλα με τη δημοσιογραφική της δουλιά την οποία ξεκίνησε το 1933 (μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Νέος κόσμος της γυναίκας», «Γυναικεία Δράση», «Κομμουνιστική δράση», αρχισυντάκτρια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα»), ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας. Να σημειωθεί ότι το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, δηλαδή τη μέρα της απελευθέρωσης, η Διδώ Σωτηρίου έκλεινε πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Στη διάρκεια της κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες – όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα – δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα στα χρόνια 1946-1947 ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή» συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».
Έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το επόμενο μυθιστόρημά της έχει τίτλο «Ματωμένα χώματα» (1962) και είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα νεοελληνικά βιβλία, με 41 εκδόσεις έως το 1987, με θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή και τα προβλήματα των ξεριζωμένων στην Ελλάδα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλα έργα της είναι το μυθιστόρημα «Εντολή» (1976) που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Έλλης Παππά και «Κατεδαφιζόμεθα» (1982). Έγραψε επίσης τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979). Στο ενεργητικό της είχε μια μονογραφία για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου με τίτλο «Ηλέκτρα» (1961) και τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο». Να σημειωθεί ότι τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ αυτών και στα τουρκικά.
Η Διδώ Σωτηρίου διακρινόταν για την αγάπη στη ζωή και την αισιοδοξία της, το χαμόγελό της, το πείσμα της κόντρα στα μακρόχρονα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, η οποία αθλοθέτησε και το Βραβείο Πολιτισμού «Διδώ Σωτηρίου».(Βιογραφικά στοιχεία από τον Ριζοσπάστη).
Μεταφέρουμε απόσπασμα από το μυθιστόρημά της Εντολή (εκδ. Κέδρος):
Όλη εκείνη τη νύχτα και την επομένη μέρα τρέχουμε ασταμάτητα. Είναι αδύνατο να λογαριάσω πόσους υπεύθυνους κι ανεύθυνους είδαμε, πόσους Γραμματείς και Φαρισαίους. Και δεν είμαστε μόνοι. Μας συμπαραστέκει ο λαός. Ελπίδα η οργή του. Ούτε ένας δεν έχει πιστέψει την αναίσχυντη κατηγορία της κατασκοπείας. Ο υπνωτισμένος πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δείχνουν ένοχο πανικό, κινούνται σπασμωδικά με ασυνέπεια. Ρίχνουν σε πλάτες άλλων τις ευθύνες που έχουν χρέος να σηκώσουν οι ίδιοι. Αναζητούν κάλυψη πίσω απ’ τις «αόρατες δυνάμεις», τους δράκους που ετοιμάζονται να γευθούν ανθρώπινό κρέας…
Πριν λίγες μέρες η «Αλλαγή» είχε γράψει για σπείρα κρυφοφασιστών που είχαν την πρόθεση να κάνουν πραξικοπηματικά τις εκτελέσεις. Τι μέτρα πήρε η κυβέρνηση αν ήθελε πραγματικά να συγκροτήσει τους δολοφόνους;
Μάλλιασε η γλώσσα μας, μάτωσαν οι πατούσες μας και μέσα στον πυρετό της υπερδιέγερσης έφτασε το βράδυ του Σαββάτου. Περασμένες οχτώ χτύπησα το σπίτι της Ζωής Αλεξάνδρου. Το ήμερο, το δισταχτικό και συναισθηματικό ανθρωπάκι είχε πεθάνει μέσα μου. Άγρια ήμουνα σαν το φαντάρο που γυρίζει λαβωμένος από αμφίβολη μάχη. Δε μ’ ένοιαξε που η απροσδόκητη επίσκεψή μου ενόχλησε τη Ζωή. Κείνο που μ’ έβαλε σε μαύρες σκέψεις ήταν οι περιποιήσεις, οι καφέδες, η διαχυτικότητα, η έγνοια της για την υγεία μου, οι συμβουλές και οι κοινότυπες φιλοσοφίες, αταίριαστες για το χαρακτήρα της.
«’Άκουσε, Ζωή, μίλησε μου στα ίσια. Τι σου είπε ο Βεντήρης. Μπορεί; Θέλει να κάνει κάτι; Περνάει ο λόγος του;»
Με κοιτάζει κατάπληκτη και μου λέει δίχως θυμό:
«Ηρέμησε, Κατερίνα. Οι συγκινήσεις, η ξαγρύπνια, η κούραση, δικαιολογημένα σ’ έχουν αναστατώσει.»
«Ζωή, για όνομα του Θεού, άφησε την ηρεμία μου και πες μου. Τον είδες το Βεντήρη;» –
«Μα φυσικά τον είδα. Ήταν άρρωστος στο κρεβάτι. Είχε δώσει εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς. Νομίζω τον είχε εκνευρίσει ίσως και αηδιάσει αυτή η δειλία και η ανεντιμότητα που δείχνουν σχεδόν όλοι οι υπεύθυνοι στο θέμα των εκτελέσεων. Να φανταστείς χτυπούσε το τηλέφωνό του επίμονα και δε σήκωνε το ακουστικό. «Θέλεις να σου το δώσω;» ρώτησα. «Όχι! Όχι! Δε θέλω. Είναι ο Βασιλέας» είπε και το πρόσωπό του κι ο τόνος του δείχναν αποτροπιασμό. Όταν του εξήγησα ποια ήταν η αιτία και της δικής μου επίσκεψης και προσπάθησα να του περιγράψω την προσωπικότητα της μικρής με σταμάτησε. «Δε χρειάζεται, έκανε. Ξέρω. Παρακολούθησα τις δίκες με πολλή προσοχή. Μακάρι να είχαμε και μεις στην παράταξή μας τέτοιους ανθρώπους…»
«Για το Νίκο δε μιλήσατε; Τι θα κάνει; Τι υποσχέθηκε;»
Κατέβασε το κεφάλι κι όταν αποφάσισε να το σηκώσει κοίταξε αλλού κι όχι εμένα.
«Αν κρίνω από το θαυμασμό που του έχει, θα κάνει ό,τι μπορεί. Για να πω όμως την αλήθεια δεν τον είδα αισιόδοξο κι ούτε μου ’δωσε θετική απάντηση, καμιά…»
Ακούμπησε το χέρι της τρυφερά στον ώμο μου.
«Είσαι πολύ κουρασμένη, Κατερίνα. Μην τρέχεις άλλο. Πάρε ένα ταξί και πήγαινε ίσια στο σπίτι σου. Κάνε ένα ζεστό μπάνιο, πιες ένα ηρεμιστικό. Έχεις; Θα σου δώσω εγώ κάτι. Φέρνει ύπνο και ξεκούραση δίχως να βλάφτει. Το παίρνει και ο Δημήτρης.»
Μπήκε στο δωμάτιό της και ξαναβγήκε κρατώντας ένα κουτάκι με χάπια.
«Πάρε δυο τρία. Έχω κι εγώ ανάγκη κι είναι Σάββατο, πού να βρει κανείς φαρμακείο να διανυκτερεύει…»
Στεκόμουνα όρθια, βουβή, άβουλη, άδεια από σκέψεις κι από αισθήματα.
Δε θυμούμαι πώς βρέθηκε να περπατώ στο δρόμο. Καταλάβαινα μόνο πως έπρεπε να πάω στη γιαγιά. Μα πώς; Τι να της πω;
Με πίεζε μια ακατάσχετη ναυτία. Το στομάχι μ’ απανωτές συσπάσεις μου ’στελνε χολή στο στόμα. Πήγα σ’ ένα γωνιακό τοίχο κι εκεί ανακουφίστηκα. Στο ένα χέρι κρατούσα ακόμα σφιχτά τα ηρεμιστικά και με τ’ άλλο έκλεισα το πρόσωπό μου και μ’ έπιασε ένα κλάμα, ένα κλάμα…
Ποιος έχει γλώσσα να το πει και χέρι να το γράψει; ΣΚΟΤΩΣΑΝ το ΝΙΚΟ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ. Το σκότωσαν το παλικάρι, πάει. Μαζί του εκτελέσανε και τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη… Το έγκλημα έγινε στην Αθήνα στο «συνήθη τόπο» ξημερώνοντας η 30 του Μάρτη, σε μέρα και ώρα απαγορευμένα που και αυτοί οι Γερμανοί καταχτητές τα σεβάστηκαν. Κυριακή 4 και 10′ μέσα σε πηχτό σκοτάδι, υπό το φως των προβολέων μήπως και φρίξει η μέρα.
Κι ούτε ένας αρμόδιος δε βρέθηκε να παραδεχτεί πως αυτός έδωσε την εντολή. Όλοι ανεύθυνοι. «Αθώος ειμί του αίματος τούτου.»
Κι ως το ‘μάθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρίφαλα και μύρα να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε την ελπίδα.
«Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νικο Μπελογιάννη!»
«Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;»
Δάκρυα, τριγμοί και σεισμοί και όρκοι. «Κοιμήσου ήσυχος, Νίκο, εμείς αγρυπνούμε…»
Εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη την υφήλιο υψώνουν τις γροθιές τους. Εκατομμύρια κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους. Κι η γροθιά με το σταυρό ανταμώνουν εκεί που η καταλύτρα βία γκρεμίζει τα θεμέλια της ανθρωπιάς. Σκότωσαν έναν άνθρωπο κι ανάστησαν μια ιδέα. Θάνατος δεν υπάρχει όταν η ζωή σου γίνεται ένα μ’ εκατομμύρια ζωές που μάχονται για την ανθρώπινη ανάσταση.
Πένθιμα εμβατήρια και παιάνες από τη Μόσχα, το Πεκίνο, το Πιογκ-Γιαγκ, τη Ρώμη, το Παρίσι… τα σταυροδρόμια της Ανατολής, της Ασίας, της Ευρώπης…
…Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω απ’ τα μαχαίρια τους
Τραβηχτείτε πέρα, δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.Σάλεψε η γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια τον ουρανού. Σάλεψε το δοκάρι τον σπιτιού.
Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα.
Τι ώρα νάναι λοιπόν; Τι ώρα νάναι
…παιδί μου να θυμάσαι.Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ανταμώνονται στους αιθέρες με τους στίχους όλων των μεγάλων βάρδων της γης. Κι ο Πωλ Ελυάρ λέει μπρος σ’ εκατομμύρια Γάλλους που κλαίνε από οργή και συγκίνηση:
«Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε… Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους όπως εκείνος, όπως ο Περί, η Ζώγια… Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς… Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον… Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή…»