Στρατής Μυριβήλης, Φεγγάρι στο χαράκωμα (Η ζωή εν τάφω)
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στρατής Μυριβήλης βρίσκεται να πολεμάει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εκεί, μέσα στα χαρακώματα, γράφει και το έργο του Η ζωή εν τάφω, από τα πιο σπουδαία αντιπολεμικά βιβλία. Από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ο Στρ, Μυριβήλης γεννήθηκε στη Συκαμιά Λέσβου στις 30 του Ιούνη 1890 και πέθανε στις 19 του Ιούλη 1969.
Ο Στρατής Μυριβήλης γεννήθηκε στη Συκαμιά Λέσβου στις 30 του Ιούνη 1890 και πέθανε στις 19 του Ιούλη 1969. Από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται να πολεμάει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εκεί, μέσα στα χαρακώματα, γράφει και το έργο του Η ζωή εν τάφω, από τα πιο σπουδαία αντιπολεμικά βιβλία. Πρωτοεκδόθηκε σε βιβλίο το 1924 και περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη φρίκη του πολέμου. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε.
Ο Στρατής Μυριβήλης υπηρέτησε και στο μικρασιατικό μέτωπο και έζησε την εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής και της άφιξης των προσφύγων στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Οι εμπειρίες του αυτές δίνουν άλλα δυο βιβλία, τα οποία μαζί με την Ζωή εν τάφω σχηματίζουν μια εξαιρετική αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική τριλογία. Πρόκειται για τη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια και την Παναγιά τη Γοργόνα.
Έγραψε τρεις νουβέλες: Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, που στην τελική του μορφή δημοσιεύθηκε το 1943, Τα Παγανά το 1944 και Ο Παν το 1946. Εκτός από τη συλλογή Διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγημάτων φέρουν χρωματικούς τίτλους: Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1939), Το Κόκκινο Βιβλίο (1952) και Το Βυσινί Βιβλίο (1959). Δημοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφημάτων: Το Τραγούδι της Γης (1937) και Μικρές Φωτιές (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Απ’ την Ελλάδα (1954) και Ολυμπία (1958). Μία συλλογή χρονογραφημάτων δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Πτερόεντα.
Συντηρητικός ως προς τις πολιτικές του θέσεις υποστηρίζει αρχικά τον Βενιζέλο, συνδέεται στη συνέχεια με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου για να καταλήξει υμνητής της Μεταξικής δικτατορίας, αν και αυτή είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία των έργων του Η ζωή εν τάφω και Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια. Στη διάρκεια του Εμφυλίου έγραψε αντικομμουνιστικά κείμενα και υπερασπίστηκε το στρατόπεδο της Μακρονήσου.
Από το βιβλίο Η ζωή εν τάφω το απόσπασμα που ακολουθεί.
***
Φεγγάρι στο χαράκωμα
Απόψε κάνει ένα φεγγάρι, χαρά Θεού. Είμαι ολομόναχος μέσα στ’ αμπρί μου. Εγώ κι ο άσκημος ίσκιος μου, που τον κουνάει αδιάκοπα πα στα τοιχώματα η φλόγα του λυχναριού. Όλοι οι άντρες φύγανε στην υπηρεσία κι από το χαράκωμα δεν μπαίνει μέσα δω κανένας θόρυβος. Το πόδι με πονούσε το πρωί υπερβολικά μα τ’ απομεσήμερο γλύκανε λιγάκι ο πόνος.
Μπόρεσα μάλιστα και καθάρισα λίγο τα πράματά μου. Τράβηξα το γελιό που τον έχω για προσκεφάλι κ’ είδα πως από την υγρασία όλα τα πετσιά του πιάσανε μούσκλια. Κάτι σαν λεπτή σαπισμένη τρίχωση, μια πρασινωπή στάχτη που παραμερίζεται με το δάχτυλο κι αφήνει μια βρεγμένη γραμμή. Όλο τ’ απόγεμα λάδωνα με φυτικό λίπος κ’ έτριβα. Το ντουφέκι μου μέσα στην κάνη έπιασε να σκουριάζει. Την ξιφολόγχη με το ζόρι την έβγαλα από το φηκάρι.
Τραβήχτηκα ως την είσοδο τ’ αμπριού κ’ είδα το φεγγάρι τ’ αυγουστιάτικο να τρέχει μέσα στο χαράκωμα σαν σε φωτοκανάλι. Συλλογιέμαι το θρύλο της νησιώτισσας κοπέλας που κεντούσε προικιά στ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, περιμένοντας πάν’ από το δώμα τον καλό της, να δει το πανί του στο πέλαγο. Σβήνω το φως από ο κουτί της κονσέρβας πόχουμε για λυχνάρι κι αρκουδώντας βγαίνω στο χαράκωμα. Κουρνιάζω σε μιάν αδειανή σκοπιά, να χαρώ τη φεγγαροβραδιά.
Πόση ειρήνη!
Όλα τα πάντα στέκουν βουτηγμένα στη φεγγαράδα. Οι γραμμές, οι όγκοι σβήνουν μαλακά, μουσκεμένοι στη φωτοπλημμύρα που ξεχύνεται από την ασημένια κρουνέλα τ’ ουρανού. Πέφτει χωρίς κανέναν ήχο και λούζει τη γης μέσα σε μια μισοδιάφανη σκόνη από γαλαζωπό φως. Κανένας θόρυβος, μηδέ πολυβόλο. Κανένα ντουφεκίδι, καμιά ρουκέτα.
Όλα κείτουνται απόψε εκστατικά κι αναπαμένα κάτου από τον ουρανό, γεμάτα καλοσύνη. Ανεσαίνουν ήσυχα το ιλαρό φως που λιώνει μέσα στον ακίνητον αγέρα. Από το προπέτασμα οι ράχες των πολύ κοντινών λόφων διακρίνουνται χαμηλά, μ’ όλες τους τις λεπτομέρειες. Είναι κάτι κιτρινωπές πλάτες γιομάτες αγκάθια και χαλίκια, που τις δέρνει ολημερίς ο φλογισμένος ήλιος. Θαρείς πως αυτές οι αγκαθιές κι αυτές οι κοφτερές χαλικόπετρες είναι οι αποστεγνωμένοι σκελετοί, τα γλειμμένα κόκαλα κάποιων λουλουδιών και κάποιων όντων που εξάτμισε τα κορμάκια τους η φωτιά του ήλιου κι αυτά εδώ είναι πια τα ξερά απομεινάρια από τα λείψανά τους.
Σε κάθε δρασκελιά τόπο είναι ανοιγμένοι κάτι λάκκοι σαν γούβες που τις έσκαψαν με τη μούρη και με τα νύχια τους άγνωστα χτήνη, για να γεννοβολήσουν μέσα.
Σε μερικά μέρη είναι τόσο πυκνές, που το έδαφος μοιάζει με χωράφι ξεριζωμένες πατάτες. Τις ανοίγουν οι οβίδες που πέφτουν εδώ γύρω μήνες και μήνες τώρα. Χάσκουνε μπρος στο μυστήριο τ’ ουρανού, γεμίζουν κι αυτές από την κάνουλα του φεγγαριού, μεγάλες χωματένιες κούπες που ξεχειλίζουν από άυλο μέλι. Κείνες που δεν πέφτει μέσα τους ολοΐσα το φεγγαρόφωτο, είναι γεμάτες από κοφτές φέτες μαύρον ίσκιο. Με την ίδια καλοσύνη το φεγγάρι βρέχει την ειρήνη του και πάνω στους φράχτες με τα συρματοπλέγματα που τραβάν και χάνουνται, ατέλειωτο διασίδι ατσαλένιο, μακριά, μέσα στο μαργαριταρί σκοτάδι. Τα λούζει κι αυτά σαν νάτανε κληματαριές κι αγράμπελες. Κρέμασε μακρόθυμα τις φωτοσταλίδες του στα σιδερένια τους αγκύλια που παραμονεύουν σαν νύχια και σαν δόντια. Μακριά, η ολοσκότεινη λαγκαδιά με το μεγάλο Δραγόρα που δε φαίνεται. Μα σαν αφουγκραστείς πολύ, σαν ακουμπήσεις το μάγουλο στο προπέτασμα, τον ακούς να φωνάζει ροβολώντας θριαμβευτικά.
Αλαλάζει με τις νερένιες του μούρες για την ασυγκράτητη λευτεριά του. Χουγιάζει προκλητικά και διαλαλεί μ’ ένα μακρόσυρτο σοβαρό τραγούδι τη χαρά της κίνησης. Πάντα μ’ έπιανε μελαγχολία να βλέπω σε στέρνες το νερό φυλακισμένο. Ο Θεός τόκαμε στοιχείο λεύτερο για να μη σταματά να τρέχει. Πέρα στο βάθος σηκώνεται η σκοτεινή πυραμίδα του Περιστεριού, αινιγματική και βουβή. Όλα ένα γύρω αυτιάζουνται σιωπηλά, ν’ ακούσουν τη μακρινή βουή του ευτυχισμένου ποταμιού. Αυτό γιουργιάρει λεύτερα μες στους κάμπους, κρεμάζει άσπρες, σερπετές γλώσσες από τους γκρεμούς κι αφήνει μπόι, γελώντας από τα ψηλώματα. Δρασκελά πέτρες που μουσκεύουν αιώνες, φουσκώνει σα σφουγγάρια τα πράσινα μούσκλια τους τα βελουδωτά. Αφρίζει γύρω στους γκρεμισμένους δεντρίσιους κορμούς, πηδάει πάνωθέ τους σα δυνατό ξεκαπίστρωτο πουλάρι, που χαίρεται την αγριάδα του και χλιμιντράει με φουσκωμένα ρουθούνια προς τον ουρανό την απόλυτη λευτεριά του. Και πάλι αυτό το θεριό κάθεται και κρεμάει μπριλαντένια σκουλαρικάκια σ’ όλα τα πολυτρίχια. Συλλογιέμαι: Ύστερ’ από κάμποσον καιρό, σαν κουραστούνε να σκοτώνουνται οι ανθρώποι, θα πάψει ο πόλεμος, θ’ αδειάσουν τα χαρακώματα. Μέσα στ’ αμπριά θάρθουν να γεννοβολήσουν οι αρκούδες και πάνω στα ξεχασμένα συρματοπλέγματα θα σκαλώσουνε ξέγνιαστα οι αγριόβατοι τις ανθισμένες τους γιρλάντες.
Σε λίγον καιρό, εδώ που κάθουμαι τώρα θα στέκεται ένα αγρίμι μέσα στ’ αυγουστιάτικο φεγγαρόβραδο. Θα στέκεται αγαθό μέσα στην άγια νύχτα, με τα δόντια λαμπερά, με τ’ αυτιά τεντωμένα προς το μακρινό τραγούδι του ποταμιού. Θάχει κρεμασμένη τη γλώσσα και θ’ ανασαίνει ευχαριστημένο τη φεγγαρόσκονη. Και τα βουνά τούτα, σαν θα περάσουμε εμείς κι ο πόλεμος που φέραμε ως μέσα στα έγκατά τους, θα κάθουνται πάλι στέρεα ξαπλωμένα πάνω στη ράχη της μεγάλης Γης, βολεμένα ξεκουραστικά, αδιάφορα μέσα στην αιωνιότητα. Συλλογιέμαι πως η Φύση ετούτη η πολυόμματη και πολυστόματη, που στέκεται ακατάδεχτη μέσα στη δόξα της και κοιτάζει με σκληρήν απάθεια όλο το ανθρώπινο δράμα, τόχει το ίδιο αν εδώ σ’ αυτή τη σκοπιά στέκετ’ ένα αγρίμι κι ανασαίνει με κρεμασμένη γλώσσα την καλοκαιριάτικη νύχτα, ή ένας άνθρωπος που διανοείται γι’ αυτή και για όλους τους συνανθρώπους του, που η καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη και πόνο.
Σε λίγα χρόνια, όλα τούτα τα βουνά θάναι χιονισμένα από τα ζαχαρωμένα κόκαλα των ανθρώπων, που ήρθαν από τις άκριες του κόσμου να πεθάνουν «για τη λευτεριά των λαών». (Είναι συνταραχτικός ο λόγος ετούτος για μας που έχουμε εκατομμύρια σκλαβωμένα αδέρφια στα χέρια σκληρών καταχτητών κι ας μη λέει τίποτα στο στόμα της διπλωματίας και των δημοσιογράφων της κάθε παράταξης.)
Μέσα στα ηρωικά καύκαλα που ακόμα και τότες θα χάσκουν από απορία, θάχουνε φωλιάσει λογής ζουζούνια, μολυντήρια και σαρανταποδαρούσες. Όλος αυτός ο βρωμόκοσμος θα βολευτεί περίφημα εκεί μέσα που πριν μυρμίδιζαν οι ιδέες και τα ιδανικά. Το φεγγάρι, εννοείται, θα μπαινοβγαίνει με ουράνια αφέλεια στις αδειανές τρύπες των ματιών, ο σάλιαγκος θα παίρνει το φρέσκο του στα καυκαλομπάλκονα του ένδοξου κρανίου. Όλα τα βουνά θα στέκουνται πάλι έτσι ένα γύρω σαν κι απόψε ατάραχα. Και θα περιμένουν τους νέους αιώνες υπομονετικά, δίχως ενδιαφέρο, λούζοντας την καμπούρα τους μέσα στ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Ωσαννά!
Στρατή Μυριβήλη, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 20η έκδοση, Αθήνα 1983