«Σύντροφοι, το Κόμμα μας είναι πάνω απ’ όλα!» – Ο Αλύγιστος του Κώστα Κοτζιά
“Ο «Αλύγιστος» φυσικά, δεν αποτελεί βιογραφία. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι λογοτεχνικός και κάθε λογοτεχνικό έργο έχει το δικό του τρόπο να πλάθει τους ήρωές του. Ο μύθος του είναι μια σε βάθος — πες τη φανταστική — περιγραφή της πορείας του κεντρικού ήρωα από τη στιγμή της καταγγελίας μέχρι το «πυρ» του εκτελεστικού αποσπάσματος.”
«Το μυθιστόρημα «ο Αλύγιστος» δεν είναι απλώς μια δουλειά ολοκλήρωσης του βιβλίου μου «Επί εσχάτη προδοσία» που είχε κυκλοφορήσει πριν από τη δικτατορία. Αν και στηριγμένο στο ίδιο υλικό πρόκειται στην ουσία για άλλο βιβλίο. Στο «Επί εσχάτη προδοσία» ο αναγνώστης δεχότανε μέσα από ένα πλασματικό ήρωα την ιδιότυπη καταγραφή ενός «σοκ» ύστερα από μια άδικη, παράλογη και εξωφρενική κατηγορία — αυτός ήταν ο στόχος του βιβλίου την εποχή που γράφτηκε. Όσο κι αν στάθηκε τότε αφορμή, με το θόρυβο που προκάλεσε, για γόνιμες ίσως συζητήσεις πάνω σε μερικά καφτά θέματα, όπως π.χ. της κομματικότητας κ.λ.π., έπαψα πολύ γρήγορα να το θεωρώ σαν τελειωμένο έργο μου. Ήτανε περσότερο ένα πρόπλασμα μυθιστορήματος από το οποίο έλειπε ο κεντρικός ήρωάς του» σημειώνει ο Κώστας Κοτζιάς στις πρώτες σελίδες του «Αλύγιστου.
Και συνεχίζει: «Μέσα από τον πυκνό δραματικό μύθο έπρεπε σιγά σιγά να πλαστεί μια λογοτεχνική μορφή εμπνευσμένη από την τραγικότερη ίσως μορφή και μια από τις ηρωικότερες του κινήματός μας. Εννοώ τον Νίκο Πλουμπίδη. Έπρεπε να δοθεί σε βάθος και πειστικά αυτό που γράφει γι’ αυτόν ο «Ριζοσπάστης» 14 Αυγούστου 1975 21η επέτειο της εκτέλεσής του. «Ξεπερνώντας με υπέροχο μοναδικό τρόπο το προσωπικό του δράμα, μέχρι την τελευταία του στιγμή όλες οι σκέψεις του, τα λόγια του, τα γραφτά του ήταν για το κόμμα του, το ΚΚΕ, στο όποιο είχε ακλόνητη πίστη τόσο για τη δική του προσωπική δικαίωση όσο και για τη δικαίωση και το θρίαμβο των ιδανικών του κόμματος του οποίου στάθηκε άξιο κι εξαίρετο ηγετικό στέλεχος».
Ο «Αλύγιστος» φυσικά, δεν αποτελεί βιογραφία. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι λογοτεχνικός και κάθε λογοτεχνικό έργο έχει το δικό του τρόπο να πλάθει τους ήρωές του. Ο μύθος του είναι μια σε βάθος — πες τη φανταστική — περιγραφή της πορείας του κεντρικού ήρωα από τη στιγμή της καταγγελίας μέχρι το «πυρ» του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ακριβώς για τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας αυτής της «πορείας» και του κλίματος της εποχής το υλικό, δηλαδή, χρόνος καταγγελίας, αιτία σύλληψης, μέτρα παρανομίας κ.λ.π. οργανώθηκαν με τρόπο που να δίνουν στον αναγνώστη την εσωτερική ανάπτυξη του ήρωα. Ολοκληρώνοντας το παλιό βιβλίο μου, δεν προσπάθησα να δώσω ένα σχηματικό ημίθεο άλλα έναν Άνθρωπο με κεφαλαίο στη μορφή του αγωνιστή».
Από την 5η έκδοση (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982) αντιγράφουμε το πέμπτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.
Για μια στιγμή, αφαιρέθηκα, άρχισα να σημειώνω σε ένα χαρτί «πρώτον» «δεύτερον» δηλαδή όσα τ’ απόγεμα πρέπει να κουβεντιάσουμε, Άννα, το θέμα «του σπιτιού που θα μείνω», το θέμα της «πλεκτάνης της ασφάλειας, στην υπόθεσή μου», το θέμα… Απότομα σταμάτησα τούτη τη σχολαστική απαρίθμηση. Αναρωτήθηκα: «Ελπίζω λοιπόν στο βάθος ότι θαρθεί;» Τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, κάθε λίγο άναβα σπίρτα να κοιτάζω το ρολόι, πόσο απέραντες και βασανιστικές έγιναν οι νύχτες μου! Μόλις χάραξε πετάχτηκα όρθιος κι άρχισα να ντύνομαι. Φοράω διπλά εσώρουχα. Έχωσα στις τσέπες τις κάλτσες, τα χαρτιά μου, τα φάρμακα, τα ξυριστικά κι όλα τα μικροαντικείμενά μου. Ένα μακρόστενο μάλλινο για τους ρευματισμούς το τυλίγω στο κορμί μου, όταν μετακινιέμαι. Έτσι αποφεύγω να κουβαλάω βαλίτσα, οι άνθρωποι προσέχουν περισσότερο κάποιον πού κρατάει βαλίτσα, κι εγώ ανησυχώ ιδιαίτερα για την προσοχή τους.
Φόρεσα και το ψάθινο καπέλο. Γιατί; Διότι απομένει το πιο σημαντικό πριν φύγω. Το φόρεσα για να πειστεί η γυναίκα του κουρέα ότι πραγματικά φεύγω, για να μην αρχίσει να πετάει τους κουβάδες ή να σφουγγαρίζει έξω απ’ την πόρτα μου όταν καθίσω να γράψω το γράμμα στο Πολιτικό Γραφείο. Θα είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ να το γράψω ακούγοντας απ’ έξω τα βογγητά της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο διστάζω να πάω να ξυριστώ. Περιμένω πότε θα τελειώσει τη δουλειά της στην κουζίνα και να βγει να ψωνίσει για να πεταχτώ μια στιγμή στο μπάνιο.
Το μάλλινο στο κορμί μου μ’ αγκυλώνει, είναι και τα διπλά εσώρουχα που φόρεσα «λόγω της αναχώρησης», ιδρώνω συνέχεια.
Ξαφνικά κάτι θυμήθηκα και χαμογελάω καλόκαρδα. Αυτή η σημερινή αδημονία μου να τα φορέσω όλα από τα ξημερώματα και να περιμένω μου θύμισε τη θεία μου, μια αδερφή του πατέρα μου που ζούσε σπίτι μας όταν ήμουνα παιδί. Κάθε Λαμπρή η μάνα μου την πήγαινε στην εκκλησία να μεταλάβει. Ήτανε η μοναδική της έξοδος γιατί η κακομοίρα χοντρή και πιασμένη απ’ τ’ αρθριτικά, δεν έβγαινε ποτέ απ’ το σπίτι. Πόσο αστείο μας φαινότανε που βλέπαμε, μέρες πριν, απλωμένα σε μια καρέκλα, το μαύρο φουστάνι της, το σάλι, τις κάλτσες, τα παπούτσια. Τα άπλωνε να είναι έτοιμα. Κι’ από την παραμονή το βράδυ ντυνότανε και περίμενε καθισμένη να ξημερώσει… Είμαι κι’ εγώ σαν τη μακαρίτισσα τη θειά μου, ντυμένος με το καπέλο στο κεφάλι και περιμένω…
Έβγαλα το καπέλο. Έβγαλα το σακάκι… Νάμαι πάλι όρθιος, χωρίς σακάκι και καπέλο στο παράθυρο του φωταγωγού. Τα δάκτυλά μου παίζουν πάλι με το κρεμασμένο μανταλάκι. Το μανταλάκι στριφογυρίζει, χοροπηδάει σαν παλιάτσος στο σκοινί…
«Δε θάρθει, όσο κι’ αν ξαφνιάστηκε από την καταγγελία του Κόμματος, όσο κι’ αν δεν μπορεί να την πιστέψει, θα πειθαρχήσει κι αυτή, όπως όλα τα στελέχη στην εντολή».
Τελικά το σκοινάκι κόπηκε. Ο παλιάτσος (το μανταλάκι) πετάχτηκε, χτύπησε στον τοίχο κι’ ύστερα έπεσε στο φωταγωγό… «Το μεγάλο άλμα της ζωής του, το πήδημα του θανάτου». Τραβάω με δύναμη το σκοινάκι να κοπεί κι από το άλλο καρφί, τώρα στρίβω, το παίζω στα δάχτυλά μου, παίζω με το σκοινάκι, το κάνω διπλό, τετραπλό, το στρίβω ξανά… Επιτέλους το πέταξα και κάθισα στο τραπέζι. Μετακινώ λιγάκι τίς κόλλες κι’ αρχίζω να γράφω…
«Σύντροφοι,
Όταν θα φτάσει στα χέρια σας τούτο το γράμμα μου…».
Στο διάβολο, πότε τα δάχτυλά μου γεμίσανε μελανιές; Πώς μουτζαλώθηκα έτσι σα μαθητής; Κοιτάζω τις μελανιές στα δάχτυλά μου και θυμάμαι (πάλι αναγκάζομαι να θυμάμαι) τα μαθήματα ορθογραφίας του Ισίδωρου. Ο άντρας της ξαδέρφης μου ήτανε πολύ κοντός και αδύνατος, εκείνη πάλι ψηλή και σωματώδης. Φαίνεται πώς οι σωματώδεις γυναίκες ασκούνε ιδιαίτερη έλξη στους μικρόσωμους άντρες. Ο Ισίδωρος όχι μόνο τη λάτρευε μα αισθανότανε πολύ περήφανος όταν τις Κυριακές κάνανε δίπλα δίπλα τις βόλτες τους στο Ζάππειο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα πρωτοέρθει στην πρωτεύουσα, δεκατριών χρόνων παιδί να βρω δουλειά—έγραψε η μάνα μου στη γυναίκα του Ισίδωρου, που ήτανε κόρη της αδερφής της, να φροντίσει για μένα. Πραγματικά η ξαδέρφη μου ενδιαφέρθηκε, με πήρε σπίτι της κι ο Ισίδωρος μ’ έβαλε στο τυπογραφείο που δούλευε να κάνω θελήματα. Έβγαζα διορθώσεις, καθάριζα με πετρέλαιο τα μέταλλα ή κουβαλούσα τις πλάκες στο πιεστήριο. Μόλις έβρισκε καιρό, με φώναζε δίπλα του και μου μάθαινε στοιχειοθεσία. Ο Ισίδωρος πίστευε πως ένας τυπογράφος πρέπει να ξέρει τέλεια ορθογραφία, γι’ αυτό κάθε βράδυ στο σπίτι συνέχιζε την εκπαίδευσή μου. Καθόμουνα δίπλα του, στο τραπέζι, κι εκείνος διάβαζε την εφημερίδα φωναχτά, επιμένοντας πως πρέπει να τον προφταίνω σ’ αυτή την ιδιότυπη υπαγόρευση. Συχνά, εκνευριζότανε απ’ τις ειδήσεις, έβριζε, ανακάτευε τις διαφορές του με τη γυναίκα του, φώναζε ή αποξεχνιότανε κουρασμένος παρακολουθώντας μ’ ένα απόμακρο βλέμμα εμένα που έτριβα με σάλιο τα καταμουτζαλωμένα δάχτυλά μου και χαμογελούσα πονηρά — είχα αντιγράψει κατά λέξη το μουρμουρητό του γιατί η γυναίκα του τούχυνε το κρασί να μην πίνει πολύ.
Ο Ισίδωρος ήτανε τότε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος— αργότερα, ως τη διαγραφή του, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Είχε, θυμάμαι, ένα μακρύ ράφι σκεπασμένο με σκούρες κόλλες χαρτί που τις στερέωνε με πινέζες. Στη μέση του ραφιού, στον τοίχο, κρεμότανε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του Μαρξ. Μια φορά το μήνα άλλαζε μόνος του τις κόλλες και ξεσκόνιζε προσεχτικά ένα ένα τα βιβλία που ήταν στο ράφι. Μ’ αυτά τα βιβλία, τα περισσότερα επαναστατικά, περνούσα ολόκληρες νύχτες άγρυπνος. Μια μέρα ο Ισίδωρος είπε στην ξαδέρφη μου: «Τα ρουφάει όπως ρουφάει η ξεραμένη γη το νερό της βροχής». Μου έκαναν τρομερή εντύπωση αυτά τα λόγια του!… Πολλές φορές θυμάμαι εκείνο το σπιτάκι τους, δυο μισοτελειωμένα δωμάτια στο βουνό, πέρα απ’ το τέρμα Γαλατσίου. Δυστυχώς η στάση του Ισίδωρου, ύστερα από τη διαγραφή του απ’ το Κόμμα, στάθηκε προδοτική (πήρε μέρος στή διασπαστική Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος που συστήθηκε με τη βοήθεια της ασφάλειας στα χρόνια της δικτατορίας). Έτσι δεν θέλησα να τον ξαναδώ ποτέ. Τι ειρωνεία, εκείνος με πρωτοργάνωσε στο Κόμμα, πριν καλά καλά κλείσω τα δεκαπέντε!
Θυμάμαι το σπιτάκι στο βουνό, το ράφι με τα βιβλία, τις μουτζαλιές, την πελώρια ξαδέρφη μου που ξεμύξιαζε τα μωρά της (τον Ισίδωρο αποφεύγω να τον ξαναφέρω στη μνήμη μου γιατί η αναπόληση της μορφής του δένεται αυτόματα με τη συμπάθεια που ένοιωθα τότε γι’ αυτόν) το σάλιο στα δάχτυλα, να και τούτη τη στιγμή σάλιωσα τις μουτζαλιές και τις τρίβω, όλα πράματα ασήμαντα, που γεμίζουν το κεφάλι μου… Ωστόσο πρέπει να γράψω το γράμμα. Αρπάζω πάλι τον κοντυλοφόρο, ακούω το γρατζούνισμα τής πέννας στο χαρτί…
«Σύντροφοι,
Όταν θα φτάσει στα χέρια σας τούτο το γράμμα, ίσως δε θα υπάρχω πιά. Η αρρώστια μ’ έχει εξαντλήσει. Σήμερα εγκαταλείπω το σπίτι που κρύβομαι — με διώχνουν. Πού θα πάω; Άγνωστο.
Η πέννα στάθηκε κοκκαλωμένη δίπλα στο τελευταίο γράμμα. Ξαφνικά, σκίζω κομματάκια το χαρτί. Μελοδραματικές φράσεις! Έχουνε τάχα κανένα νόημα; Ας το πάρω επιτέλους απόφαση πως πρέπει να εκφράσω καθαρά και ξάστερα όσα σκέφτομαι, ή μάλλον όσα υποθέτω πως στάθηκαν αιτία αυτής της ενέργειας. Θα τα διατυπώσω ξερά ένα – ένα χωρίς συναισθηματισμούς.
Βουτάω τον κοντυλοφόρο στο μελανοδοχείο, ξαναρχίζω βιαστικά…
«Σύντροφοι,
Έχω λόγους να πιστεύω — θα τους αναλύσω πιο κάτω — πως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίχτηκε η απόφαση της ΚΕ του Κόμματος (εννοώ την απόφαση της καταγγελίας μου). Είμαι βέβαιος πως η πρόταση του γραμματέα βασίστηκε σε μια ενέργειά μου, μια καθαρά πολιτική ενέργεια, το τονίζω, που μ’ έφερε σε αντίθεση με το Πολιτικό Γραφείο. Πρώτα – πρώτα λοιπόν, θα αναλύσω τούς λόγους που μ’ έκαναν ν’ αποφασίσω και να πάρω την ευθύνη μιας τέτοιας ενέργειας…».
Γράφω ακόμα λίγες γραμμές επαναλαμβάνοντας τις σκέψεις που με βασάνιζαν τις νύχτες πριν αποφασίσω να στείλω το γράμμα. Τους έγραφα δηλαδή πως η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να αναστείλει, με το θόρυβο και τις κινητοποιήσεις που θα προκαλούσε, την εκτέλεση εκείνου και το σπουδαιότερο, θα βοηθούσε το δημοκρατικό κίνημα… «Θα έβαζε τέλος…» αρχίζω την επόμενη φράση και ξαφνικά η πέννα πέφτει στο χαρτί. Τα δάχτυλά μου την εγκαταλείψανε κι έπεσε. Συλλογίζομαι: «Τι σημασία έχει εδώ η ενέργειά μου; Ας παραδεχτούμε πως ήταν λάθος μου, όσο μεγάλο κι αν ήτανε».
Η αναφορά στις λεπτομέρειες μπερδεύει το πρόβλημα, ακριβώς γιατί τούτο το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα της συγκεκριμένης ενέργειάς μου. Μετά την τελευταία εκπομπή έγινε πρόβλημα τεράστιας σημασίας για το ίδιο το κόμμα μας. Ξανασκίζω το χαρτί. Αυτό έγινε ξαφνικά, χωρίς να μπορώ να δώσω καμμιά εξήγηση. Τούτη τη φορά, άθελά μου, σκέφτηκα ν’ απευθυνθώ στο γραμματέα που φέρνει την κύρια ευθύνη για την καταγγελία μου. Μα αμέσως συγκρατήθηκα. «Δεν έχει θέση εδώ ένα προσωπικό γράμμα», συλλογίστηκα. Το καθήκον μου είναι να εκθέσω τις απόψεις μου στο Πολιτικό Γραφείο, ωμά, καθαρά, χωρίς να κρύψω το παραμικρό. Πετάω την κόλλα και ξαναγράφω:
«Σύντροφοι,
Με καταγγείλατε για προδότη. Σε τι στοιχεία βασίστηκε μια τέτοια, καταγγελία; Ας πάρουμε πρώτα – πρώτα την περίπτωση πως η ασφάλεια κατασκεύασε στοιχεία που σας πείσανε για την προδοσία μου. Αναρωτιέμαι όμως και θα πρέπει ν’ αναρωτηθείτε κι εσείς: «Είναι τάχα ικανή η ασφάλεια να πείθει — έστω με τα πιο σατανικά σοφίσματα — παλιά, έμπειρα, άξια ηγετικά στελέχη του Κόμματος, πως ένας σύντροφός τους που αγωνίζεται με συνέπεια στο πλευρό τους από δεκαπέντε χρονών παιδί, που πέρασε όλες τις δοκιμασίες, είναι χαφιές;» Σύντροφοι, δουλεύω παράνομος χρόνια και συνήθισα σε μια σκέψη: η κάθε στιγμή μπορεί να σημαίνει για μένα, πως έφτασε η ώρα της σύλληψης, του μαρτυρίου, της εκτέλεσης. Είμαι από καιρό έτοιμος και δεν λαχταράω τίποτα περισσότερο παρά να πεθάνω για το Κόμμα…».
Ξανά η πέννα στέκεται κοκκαλωμένη. Το ξέρω πως αποφεύγω την ουσία, διστάζω… Και ξέρω επίσης πως πρέπει να είμαι ώμος αμείλιχτος… Παίζω λίγες στιγμές με τον κοντυλοφόρο.. Έκλεισα τα μάτια μου, σιγά σιγά ηρεμώ. Κι αν το γράμμα παραπέσει; Πώς μπορώ νάμαι σίγουρος πως ένα γράμμα με την ωμή, με την καθαρή, την αληθινή γνώμη μου — με στοιχεία, θα φτάσει στο Πολιτικό Γραφείο; Αν χαθεί; Αν πιαστεί εκείνος που θα το μεταφέρει και πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Ένα γράμμα με τόσες αποκαλύψεις, γραμμένο απ’ τον «προδότη» Σάντα στα χέρια της ασφάλειας θάναι μια μαχαιριά για το Κόμμα. Θάναι καθαρή προδοσία!» συλλογίζομαι ήρεμος.
Κάθομαι ασάλευτος. Κοιτάζω γύρω μου τους τοίχους—Από τους γδαρμένους σοβάδες προσπαθώ να καταλάβω πόσες φορές άλλαξε χρώμα ο τοίχος — κάτω – κάτω διακρίνεται ένα σκούρο γκρίζο, σίγουρα της εποχής που ζούσε εδώ μέσα η μητέρα του «θείου» της γυναίκας του κουρέα.
Έπιασα την τελευταία κόλλα — ήτανε τσαλακωμένη, πεταμένη μαζί με τις άλλες. Προσπάθησα να την ισιώσω με την παλάμη μου, κι’ έγραψα το παρακάτω γράμμα:
«Σύντροφοι,
Το Κόμμα μας είναι πάνω απ’ όλα! Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάμε την ενότητά του με ο π ο ι α δ ή π ο τ ε θ υ σ ί α. Η μόνη έγκυρη γραμμή, η μόνη α λ ή θ ε ι α για κάθε κομμουνιστή, στην κρίσιμη τούτη περίοδο πρέπει νάναι οι εκπομπές του σταθμού της «Ελεύθερης Ελλάδας». Αν πεθάνω, σύντροφοι αφήνω με εμπιστοσύνη στα χέρια σας την τύχη ενός τίμιου ονόματος.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς Ηλίας Σάντας».
Ήτανε ακριβώς αυτά που είχα ετοιμάσει από μέρες μέσα μου κι από την αρχή ήμουνα βέβαιος πως σ’ αυτό το γράμμα θα καταλήξω. Μόνο σ’ αυτό μπορούσα να καταλήξω.
Τελικά τόβαλα σ’ ένα φάκελο και τόχωσα βιαστικά στην τσέπη μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η κοντόχοντρη γυναίκα του κουρέα.
Ο Κώστας Κοτζιάς γεννήθηκε το 1922 και έφυγε από τη ζωή στις 5 του Νοέμβρη 1979. Ανήκει στη συγγραφική γενιά της Αντίστασης.
Στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε με το αντιστασιακό θεατρικό έργο το «Ξύπνημα», που ανέβασαν οι «Ενωμένοι Καλλιτέχνες».
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Καπνισμένος ουρανός» απέσπασε το 1957 το πρώτο βραβείο πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων.
Η «Γαλαρία No 7» που ακολουθεί, φέρνει για πρώτη φορά, όπως διαπίστωσε η κριτική, την εργατική τάξη σαν τάξη, στη νεοελληνική πεζογραφία. Όπως γράφει ο κριτικός Νίκος Παπανδρέου στον πρόλογό του στην τέταρτη έκδοση της «Γαλαρίας No 7», «το μυθιστόρημα του Κώστα Κοτζιά είναι ένας επικός πίνακας των ταξικών συγκρούσεων της σύγχρονης εποχής».
Το μυθιστόρημα «Επί εσχάτη προδοσία» που εκδίδεται το 1964 αποτελεί την πρώτη μορφή του «Αλύγιστου».
Αργότερα, ο Κ. Κοτζιάς γράφει το μυθιστόρημα «Ο Παράνομος» που είναι μια λογοτεχνική τομή, όπως σημειώνει η κριτική, του νεοφασισμού. Τα βιβλία του Κ. Κοτζιά έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Εκτός από τις μελέτες, κριτικές και άλλες εργασίες του, Ο Κ. Κοτζιάς έχει μεταφράσει στη γλώσσα μας έργα των Τολστόι, Αμάντο, Λόρκα, Αρμπούζοφ κ.ά.