Τα Χριστούγεννα του Προλετάριου
– Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δόστε τους σφαίρες.
Μια ακόμα χριστουγεννιάτικη ιστορία κόντρα στο «πνεύμα» των ημερών (και των καιρών…). Δημοσιεύτηκε στον χριστουγεννιάτικο Ριζοσπάστη, το 1930, στη στήλη “Κόκκινες Πινελιές” και φέρει την υπογραφή Προλετάριος…
Ένας άνεργος, που δοκίμασε τα χάδια του κλομπ όταν εζήτησε ψωμί, παράτησε νύχτα νύχτα, να ξημερώνουν τα Χριστούγεννα, το υπόγειο που έμενε και βγήκε να προϋπαντήσει τον Κύριον…
– Απόψε, που θα γεννηθεί το θείον βρέφος, είπε και θυμήθηκε τον παπά του χωριού του, απόψε που θα γεννηθεί το θείον βρέφος κι’ η κοιλιά μου χτυπάει το χαρμόσυνο ταμπουρά της αρμονίας του αστικού παραδείσου, θα βγω να πανηγυρίσω τη γέννηση του Σωτήρος.
Ώρες περπατούσε, χαμένος μέσα σε λογιών – λογιών ονειροπολήματα όσο που βγήκε από την πόλη και βρέθηκε μέσα στα χωράφια. Το ξεροβόρι τον χτυπούσε αλύπητα κι’ αν μπορούσε να δει το κορμί του θα τώβλεπε μελανιασμένο. Ήταν η ώρα, που οι ευσεβείς και ευτραφείς χριστιανοί κάνουν την τελετή του δένδρου των Χριστουγέννων και σταυροκοπιούνται για να ευχαριστήσουν τον Θεάνθρωπο, που τους έσωσε από το προπατορικό αμάρτημα. Κι’ ο ήρωάς μας άρχισε να σιγοψέλνει το τροπάρι:
Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών…
Ω του θαύματος, λοιπόν, καθώς ελέγανε και στα παλιά μυθιστορήματα. Τότε ο μαύρος χειμωνιάτικος ουρανός φωτίσθηκε ξαφνικά κι’ άνοιξε με φοβερό πάταγο.
– Άρχισε η φέστα, σκέφτηκε ο άνεργος.
Πραγματικά! Ένα μιλιούνι φτερωτοί έφηβοι ξεχύθηκαν ξαφνικά από το σχίσμα του ουρανού κρατώντας μάλιστα λαμπάδες! Αυτοί σίγουρα πρέπει να ήταν οι άγγελοι. Τραγουδούσαν μια γλυκειά μελωδία και φαινότανε να βρίσκουνται σ’ ένα μεγάλο ενθουσιασμό.
– Τι γίνεται, ρε παιδιά; φώναξε από κάτου ο ήρωάς μας.
– Γονάτισε τού απάντησαν τραγουδιαστά και προσκύνησε! Χριστός γεννάται σήμερον!
– Ε κι αν Χριστός γεννάται σήμερον μήπως εγώ θα πάψω να πεινάω;
– Άθλιε! Άκουσε πίσω του μια φωνή! Όργανο της Μόσχας.
Και βρέθηκε μπροστά σε τρεις παράξενους ανθρώπους που σέρνανε γκαμήλες. Εκείνος, που του μίλησε, σήκωσε κιόλας το καμουτσί να τον χτυπήσει.
– Αυτοί, σίγουρα, θα είναι οι τρεις μάγοι, σκέφθηκε ο άνεργος.
Μα. φαντασθήτε, πόση ήταν η έκπληξή του, όταν στον άνθρωπο που τον έβριζε γνώρισε το τελευταίο αφεντικό του, που τον απόλυσε από τη δουλειά.
– Αφεντικό! του είπε! Μάγος έγινες;
Εκείνος χαμογέλασε:
– Φέρνω σμύρναν, χρυσόν και λίβανον εις τον Κύριον…Και εκείνος αρπάχτηκε από μιαν ελπίδα αστική.
– Πεινώ, αφεντικό, του είπε, ο Χριστός δεν έχει ανάγκη απ’ αυτά τα πράματα. Δε μου δίνεις ένα κομμάτι χρυσάφι ν’ αγοράσω ψωμί;
Μα η απάντηση τού ήρθε απ’ αλλού:
– Ούτε πεντάρα για τους ανέργους!
Αυτά τα λόγια τα είχε ξανακούσει από το Βενιζέλο όταν πήγε με μιαν επιτροπή να ζητήσει επίδομα. Κι’ αυτή τη φορά ο ίδιος ήταν που τώλεγε. Κάτου από τη χλαμύδα του μάγου αναγνώρισε το Δήμιο!
Και τώρα γύρισε στον τρίτο που ήτανε μαζύ τους.
– Δεν είναι κρίμα να πεινούν οι άνθρωποι, όταν οι άλλοι πνίγουνται στα πλούτη;
– Τέκνον μου, του απάντησε ο τρίτος μάγος, αν ο οφθαλμός σου σε σκανδαλίζει έκβαλον αυτόν κι’ αν το στομάχι σου πεινάει δέσε το μ’ ένα ζωνάρι.
Ήταν ο Μητροπολίτης!
Κι’ οι τρεις μαζύ τού φώναξαν:
– Όλοι πάμε σύμφωνα με τα διδάγματα του Χριστού. Κάνε δρόμο να περάσουμε στο δρόμο του Χριστού ειδ’ άλλως σε πατούμε!
Η συνοδεία προχώρησε και στο μεταξύ η φέστα του ουρανού εξακολουθούσε μεγαλόπρεπη. Ο άνεργος εξαντλημένος από την πείνα και το κρύο έπεσε κάτου σφίγγοντας τη γροθιά του. Ωστόσο γρήγορα συνήρθε. Ένιωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο κι’ είδε πλάι του να παρεστέκει ένας άγγελος.
– Γιατί δεν πηγαίνεις να προσκυνήσεις τον Κύριο;
– Δε βαστώ να περπατήσω πια, τα γόνατά μου είνε κομμένα από την πείνα.
Ο άγγελος έμεινε λίγο συλλογισμένος, μα ύστερα, σαν καλός κομματάρχης, που βάζει τα έξοδα των ψηφοφόρων του κόμματος για να ψηφίσουν, έτσι κι αυτός. Άρπαξε στην αγκαλιά του τον άνεργο, τόνε σήκωσε ψηλά και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.
-Εδώ γεννάται ο Χριστός του είπε. Πέσε να προσκυνήσεις.
Η σπηλιά ήταν γεμάτη από τσοπαναρέους γονατιστούς κι’ οι μάγοι βρισκότανε ακόμα στα γόνατα.
– Αν μπορούσε, μωρέ, σκέφτηκε ο ήρωάς μας, να καταλάβει αυτό το μωρό, να τούλεγα για τη δυστυχία μας. Μπορούσε να μούδινε ένα κομάτι χρυσάφι απ’ αυτό, που του φέρανε οι μάγοι.
Μα το μικρό πού ήταν;
Έβλεπε τη «φάτνη» αδειανή. Και ρώτησε:
– Πού είναι ο Χριστός;
– Εγώ είμαι τού απάντησε κάποιος.
Είδε μπροστά του ένα νέο παλληκάρι.
– Δεν καταλαβαίνω τίποτα, του είπε ο άνεργος. Αν είσαι συ ο Χριστός πώς γίνεται και μεγάλωσες τόσο αφού τώρα δα γεννήθηκες;
– Ανόητε! Του απάντησε κείνος…Αφού σε δεκαπέντε μέρες πρέπει να είμαι τριάντα χρονώ και να βαφτιστώ, πρέπει να μεγαλώνω κάθε στιγμή. Αυτά είναι τα μυστήρια της δημιουργίας, όπως και η άσπορος σύλληψή μου. Ή δεν άκουσες πως η μητέρα μου μ’ έπιασε με τη μυρουδιά ενός κρίνου;
– Μη συζητάς αδερφέ μαζύ τους, φώναξε ο εργοδότης στο Χριστό με τη μεγαλύτερη οικειότητα. Αυτός είναι άνεργος και ζητά επίδομα.
– Άνεργος; έκανε ο άλλος στραβομουτσουνιάζοντας. Α, άνεργος είσαι; Και δεν έφερες ούτε χρυσόν, ούτε σμύρναν, ούτε λίβανον; Πανιερώτατε μητροπολίτα, είναι έτοιμο το αυτοκίνητο; είναι καιρός να φύγουμε.
– Μάλιστα…μεγαλειότατε!
Η φάτνη κι’ οι μάγοι διά μιας χαθήκανε. Ένα πλούσιο σαλόνι φάνηκε μπροστά στα παραξενεμένα μάτια του ανέργου. Ευτραφείς κυρίες και κοιλαράδες κύριοι στριμωχνότανε, ο ένας κοντά στον άλλο. Κάποιος άγόρευε:
– Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δόστε τους σφαίρες.
Ο άνεργος άφισε μια βλαστήμια.
Μα του ήρθε μια κλωτσιά.
– Χριστούγεννα και βλαστημάς το Χριστό; Και στον ύπνο σου ακόμα παλιάνθρωπε; Ξύπνα και σε θέλει ο αξιωματικός της υπηρεσίας.
Ήταν ο δεσμοφύλακας, που ήρθε να τον ζητήσει στο κελί του. Τον έπιασαν την ημέρα, που ζητούσε ψωμί.