Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ: Βρικόλακες
Στις 13 του Φλεβάρη 2005 έφυγε από τη ζωή η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της μεταπολεμικής πεζογραφίας με έντονο το ποιητικό ύφος στη γραφή της και ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά στο εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης και την επιμονή στην απόδοση των μικρών λεπτομερειών της καθημερινής ζωής.
Στις 13 του Φλεβάρη 2005 έφυγε από τη ζωή η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της μεταπολεμικής πεζογραφίας με έντονο το ποιητικό ύφος στη γραφή της και ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά στο εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης και την επιμονή στην απόδοση των μικρών λεπτομερειών της καθημερινής ζωής.
Γνωστή για την αντιστασιακή της δράση από τα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και εργάστηκε ως εθελόντρια του Ε.Ε.Σ.
Το 1939 παντρεύτηκε τον Ροζέ Μιλλιέξ και στη διάρκεια της Κατοχής έδωσαν καταφύγιο σε πολλούς κυνηγημένους αντιστασιακούς.
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 χάνει την ελληνική της υπηκοότητα και το αρχείο της με μυθιστορήματα και αλληλογραφία κατασχέθηκε.
Βραβεύτηκε με κρατικά και άλλα βραβεία για το έργο της και διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ταμίας του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου καθώς και Πρόεδρος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1945, με δυο διηγήματα. Ακολούθησαν τα έργα Πλατεία Θησείου (νουβέλα, 1947), Στο δρόμο των αγγέλων (μυθιστόρημα, 1950), Κοπιώντες και πεφορτισμένοι (διηγήματα, 1951), Ημερολόγιο (1951), Αλλάζουμε (μυθιστόρημα που της χάρισε το Κρατικό Βραβείο, 1957) Σε πρώτο πρόσωπο (διηγήματα, 1958), Και ιδού ίππος χλωρός (μυθιστόρημα που της χάρισε το βραβείο της «Ομάδας των 12»), 1+1=1 (επανέκδοση σε κοινό τόμο της Πλατείας Θησείου και της συλλογής διηγημάτων Σε πρώτο πρόσωπο), Σπαράγματα (σελίδες που διασώθηκαν από διάφορα γραπτά της τα οποία καταστράφηκαν, όταν κατασχέθηκε το αρχείο της από τη δικτατορία (1973), και που της χάρισαν το βραβείο μυθιστορήματος), Βυθοσκοπήσεις (διηγήματα, 1978), Το παραμύθι του Κάσιαλου (ιστορικό παραμύθι, 1981), Αναδρομές (διηγήματα, Κρατικό Βραβείο 1983), Στη σκάλα του Ουρανού (διηγήματα, 1988), Από την άλλη όχθη του Χρόνου (μυθιστόρημα, 1988), Ονειρικά (διηγήματα, 1991), Το αλώνι της Εκάτης (διηγήματα, 1993).
Αρκετά έργα της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (τουρκικά, ρουμανικά, γαλλικά γερμανικά). Επίσης δημοσίευσε δύο μελέτες: Κριτική Κυπριακής Λογοτεχνίας (1970) και Η Τρίπολη του Πόντου (1976, Bραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Μετέφρασε στα ελληνικά ξένα λογοτεχνικά έργα (πεζά και θεατρικά) καθώς και μελέτες. (Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα: Εγώ και αυτό και Πίσω στις ρίζες μου της Μ. Καρντινάλ, και Το αυγό του Φ. Μαρσό).
Πλούσιο και το δημοσιογραφικό της έργο με χρονογραφήματα, επιφυλλίδες και κριτική λογοτεχνίας και εικαστικών τεχνών.
Παραθέτουμε ένα διήγημα από τη συλλογή Κοπιώντες και πεφορτισμένοι (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1985, 2η έκδοση):
ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ με το κόκκινο κρασί απάνω στο τραπέζι.
Ο γλόμπος ολάκερος μέσα του. Παίζει το φως και τρεμουλιάζουνε οι φλέβες του χοντρού ποτηριού.
Αίμα που γλιστράει καυτό, κατακόκκινο.
Προσπαθεί άδικα να διαβάσει.
Το φως παίζει μέσα στο ποτήρι.
Παίζει, και τα γράμματα δεν έχουνε καμιά λογική σειρά.
Το βλέμμα στο ποτήρι.
Τι της θυμίζει;
Τα αλγεβρικά σχήματα, η μονοτονία της γραμματικής, κουράζουν άδικα τα μάτια της.
Αύριο, δε γίνεται αλλιώτικα, θα περάσει εξετάσεις, έχει τρία μαθήματα. Το τρίτο Ιστορία.
Περνάνε οι βασιλιάδες, περνούν και παν χωρίς να αφήσουν άλλο από κλασικές ημερομηνίες που πρέπει να κρατήσει γι’ αύριο.
Πρέπει να πετύχει, πρέπει να πάρει το πτυχίο της.
Το κρασί ξεχάστηκε. Ο ίσκιος του λεκιάζει το καρό τραπεζομάντιλο.
«Ο Λουδοβίκος 13ος και η ακολουθία του στο Μπορντό.»
Μια παλιά λιθογραφία ξαπλωμένη στις δυό σελίδες του βιβλίου ξεκουράζει τα μάτια της.
Κυράδες με φανταχτερά φορέματα, άρχοντες με λεπτές μέσες και σπαθάτοι, ένα πλήθος χωρικοί με καλάθια σταφύλια. Στο πρώτο πλάνο το μάτι ξαφνιάζεται.
Χωρικές με ώμους στρογγυλούς και χοντρά γυμνά ποδάρια πατάνε ρώγες μέσα σε τεράστιους ξύλινους κάδους.
Την ξέρει αυτή τη γυναίκα με το ανοιχτό φουστάνι στο λαιμό και τα ηδονικά φουρτουνιασμένα ποδάρια μέσα στην υγρή λάμψη του μούστου. Την ξέρει! Νιώθει ολάκερη σαν ανοιγμένο όστρακο που του χύνουνε χυμό λεμονιού.
«Η μάνα μου. Ίδια η μάνα μου.»
Τραβάει μέσα από το βαρύ καρυδένιο συρτάρι το πάκο με τις φωτογραφίες.
– Εδώ νύφη…εδώ μαζί μου σαν ήμουνα δυό χρονώ. Δε θάχει άλλες. Πέθανε στην πολυκλινική από μια παράξενη αρρώστια. Για να την κρατήσουνε ακόμα λίγο στη ζωή τήνε ποτίζανε σαμπάνια.
Μέσα στα δάχτυλά της περνάνε κι άλλες, κι άλλες φωτογραφίες.
Ο πατέρας της στο στρατό, κάτι ξαδέρφια με μωρουδίστικα πουκαμισάκια, μια δική της σαν μπήκε στο λύκειο, κι άλλες που δεν αναγνωρίζει από τα χρόνια.
Γλιστρήσανε κι οι τελευταίες.
Να τηνε. Πριν φύγει από το χωριό. Κάποιος περαστικός τη φωτογράφισε που έπλενε στο ποτάμι.
Κοιτάζει μια τη χαλκογραφία, μια τη μάνα της, ίσαμε που χωνεύει η μια την άλλη και γίνονται ένα.
– Από πότε είναι καμωμένη η χαλκογραφία;
Γυρίζει τα φύλλα του λεξικού. Γυρίζει, μασάει τις λέξεις, πηδάει σειρές.
Χτύπησε ο συναγερμός. «Όταν ο Λουδοβίκος 13ος στα 16…έφτασε στο Μπορντό με την ακολουθία του για μια γιορτή τ’ αμπελιού. Έτρεξε τόσο το κρασί, κι ο Διόνυσος τόσο χοροπήδηξε, που εκείνο το βράδυ πολλοί πεθάνανε και πολλοί ήρθανε στη ζωή.»
Και πολλοί ήρθανε στη ζωή…
Ο χυμός πέφτει κόμπους κόμπους από το φως και γιομίζει ίσαμε τα χείλια το ποτήρι.
…………………………………………………………………………………………………………………………….
Δεν πήρε το δίπλωμά της με άριστα όπως όλοι το περιμένανε.
– Δεν καταλαβαίνω τι έπαθα. Με ρώτησε για τον Ερρίκο τον 4ο και του μίλησα για το Λουδοβίκο το 13ο. Φαίνεται πως κατάλαβε ότι είχα πυρετό και δε μ’ έκοψε.
– Δεν είναι σπουδαίο, είπε ο πατέρας, ήσουνα πολύ κουρασμένη. Και έτσι θα διοριστείς.
Και διορίστηκε.
Τώρα λίγο λίγο θα φτιάνανε το σπίτι, θα ’κανε μια βιβλιοθήκη και θα ’στρωνε στο τραπέζι άσπρο τραπεζομάντιλο. Ο γέρος της θα ξεκουραζότανε. Έτσι θα γινότανε.
Μα μίλησε πολύ στα παιδιά για τα όργια των βασιλιάδων, είπε και πολλές λεπτομέρειες.
Γίνηκε γνωστό και της έκαναν την παρατήρηση.
Τον άλλο χρόνο τη στείλανε σε χωριό.
Δεν άντεχε την ατμόσφαιρα, δεν αγαπούσε τις κουβέντες, δεν της έφτανε το διάβασμα.
Βρήκε το χρώμα του κρασιού θελκτικό, έπειτα χάρηκε τη ζεστασιά του μέσα στα σωθικά της, και είπανε πως η δασκάλα πίνει.
Κάτω από το χριστουγεννιάτικο στολισμένο δέντρο κατέβασε ο πατέρας το κεφάλι και της εμπιστεύτηκε το μυστικό. «Από αλκοολισμό πέθανε η μητέρα της. Κι ήταν όμορφη· Κι ήτανε νέα.»
Και τότες λευτερώθηκε.
Έκοψε από το βιβλίο την παλιά γκραβούρα και την κόλλησε στον τοίχο της, έπιασε κουβέντα και με τις χωρικές και τους είπε πως κατάγεται από παλιά αρχοντική γενιά. ‘Ένα γαλόνι κόκκινο μπορντολέζικο κρασί γιόμισε φως το μοναχό δωμάτιο.
Ένα βράδυ ομολόγησε στο γέρο της πως μέσα της κυλούσε αίμα βασιλικό λιωμένο με ζεστό μούστο, γιόμισε από το γαλόνι τις χούφτες της κι έπλυνε το πρόσωπό της μπροστά του.
Εκείνος δεν κατάλαβε κι έκλαψε.
Εκείνη έκλαψε μόνο το πρωί και ορκίστηκε να μην ξαναβάλει στο στόμα της σταγόνα.
Ίσαμε που μια Πέμπτη απόγιομα έθαψε τα σγουρά άσπρα του μαλλιά και φοβήθηκε να γυρίσει στο σπίτι.
Έμεινε όλη τη νύχτα στο δρόμο, κι ακούμπησε ευλαβικά το χέρι της στο μπράτσο που της προσφέρανε.
Στην υγρασία των σεντονιών του ξαμοληθήκανε μέσα της τ’ αλόγατα και οι πατούσες που λιώνουνε τις ρώγες κυλίσανε ποτάμια δίψας στα χείλια της.
Δεν είδε ούτε την έκπληξη στα μάτια του, ούτε το θυμό, ούτε το δέος.
Οι φωτιές και οι Άι-Γιάννηδες λέγανε του κλήδονα το τραγούδι, οι τάφοι στεγνώνανε από τις ρίζες του κισσού, οι πουλάρες οργώναν τα χωράφια της.
Και ζήτησε να πιεί.
Το παιδί της έπεσε μια μέρα στο ποτάμι.
Κατέβηκε ήμερα, ψάξανε τα χέρια της μέσα στο νερό, το τράβηξε ενώ γύρω της όλοι ουρλιάζανε.
«Έτσι έπλενε η μάνα μου στον ποταμό.»
Κι έκλαψε το παιδί της.
Τη διώξανε από το σχολειό, κλείσανε τα παντζούρια οι γειτόνοι, τη μάθανε οι χωροφύλακες και τη γυρίζανε στο σπίτι της σα δεν έβρισκε τη στροφή.
Πάνω από τον καρό μουσαμά, κατακόρυφο το σώμα ισκιώνει και πήζει το χυμό στον πάτο του ποτηριού.
Ένα άσπρο χαρτί.
Διαθήκη.
«Πολλοί πεθάνανε κείνο το βράδυ κι άλλοι ήρθανε στη ζωή.»
***
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το Κοπιώντες και πεφορτισμένοι, το 1950, ο Τάκης Παπατσώνης και ο Οδυσσέας Ελύτης επισημάνανε από τότε τη νεωτερική του γραφή, εμπεδωμένη πια σήμερα. Γραφή ελλειπτική που διασπάει χρόνο και χώρο, αναιρώντας μία πράξη από μίαν άλλη (από το οπισθόφυλλο).
«Πολλά από τα άλλα κομμάτια του έργου, δεν θα μπορούσαν ίσως να περιληφθούν στα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια του διηγήματος. Κάποτε είναι φωτογραφίες, παρμένες όμως με πρισματικό θα ’λεγε κανείς φακό, που διαθλά τα αντικείμενα κι επιτρέπει να εισδύσεις πέρα και κάτω από την επιφάνειά τους. Άλλοτε, είναι πίνακες ζωγραφικής, δοσμένοι με ιμπρεσιονιστικές πινελιές, πεταχτές, ιδίως στις λεπτομέρειες τις ικανές να δώσουν τον τόνο της ατμόσφαιρας. Συχνά, είναι εξομολογητικοί μονόλογοι του εσωτερικού της Είναι, όπως τούτο αντικρύζει την εξ αντικειμένου εξωτερικότητα κι εντυπωσιάζεται απ’ αυτήν. Μερικά, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «νεκρές φύσεις» – με την έννοια που έχει ο όρος στη ζωγραφική – που πάλλονται όμως από ζωή. Και τα υπόλοιπα, είναι στιγμιότυπα της ζωής, που μολονότι περνούν απαρατήρητα από τον πολύ κόσμο, συνιστούν ωστόσο αυτή τούτη την αλήθεια της μικρής, αλλά πραγματικής ζωής.
Μπάμπης Κλάρας, Κριτική για το Κοπιώντες και πεφορτισμένοι, εφημ. «Βραδυνή» 28 Φεβρουαρίου 1952. (Από τον ΣΤ΄τόμο της Μεταπολεμικής Πεζογραφίας, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988)