«Θα φροντίσουμε η μνήμη σου να μείνει ακέρια…» • Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ
«Κι όταν οι δράκοι θα φύγουν απ’ τον τόπο μας και δε θα ’μαστέ πια σκλάβοι, τότες που δυο ήλιοι θα φωτίζουν την Ελλάδα μας, δε θα πρέπει να ξεχάσουμε τα παλικάρια με τα φωτεινά μάτια, που σκότωναν τους δράκους…»
Σημαντική μορφή των Γραμμάτων και αγωνίστρια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ υπήρξε μια γυναίκα με έντονη πολιτική δράση και πολιτιστική προσφορά. Με τον σύζυγό της, συγγραφέα και διακεκριμένο ελληνιστή Ροζέ Μιλλιέξ, πρόσφεραν καταφύγιο σε πολλούς αντιστασιακούς διανοούμενους στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, τα «πέτρινα χρόνια» καθώς ο ίδιος ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου.
Η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 20 του Οκτώβρη 1920, από μεγαλοαστική οικογένεια. Κόρη του Μιχάλη Γκρίτζη και της Ελένης Σάλαρη, τέλειωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ’ οίκον και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές της. Στη συνέχεια παρακολουθεί μαθήματα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Εκεί θα γνωριστεί με τον Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ (ήταν δάσκαλός της) με τον οποίο θα παντρευτούν το 1939 και θα αποκτήσουν δυο παιδιά.
Η πρώτη της εμφάνιση στα Γράμματα έγινε με δύο διηγήματά της στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», το 1945. Μετά την Κατοχή έφυγε με τον σύζυγό της για τη Γαλλία, όπου παρακολούθησε μαθήματα Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης στο Μουσείο του Λούβρου. Συμμετείχε στο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών του Παρισιού ως Ελληνίδα εκπρόσωπος γυναικών αντιστασιακών. Με την επιστροφή της στην Αθήνα και μέχρι το 1959, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη συγγραφή πολλών μυθιστορημάτων. Παράλληλα, πρόσφερε υπηρεσίες στο ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Μικρασιατικών Μελετών.
Από το 1959 μέχρι το 1971, συνεργάστηκε με τον Ροζέ Μιλλιέξ στο Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο στην Κύπρο. Στη διάρκεια της δικτατορίας, πρωτοστάτησε στην ίδρυση έδρας Νεοελληνικών Σπουδών στη Γένοβα της Ιταλίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με τη Μεταπολίτευση και ενώ της είχε αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα, εργάστηκε στο κρατικό ραδιόφωνο ως υπεύθυνη εκπομπών και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες.
Για το έργο της τιμήθηκε με κρατικά βραβεία λογοτεχνίας, με το Βραβείο των Δώδεκα και με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Έφυγε από τη ζωή στις 13 του Φλεβάρη 2005, μετά από πολύχρονη ταλαιπωρία που οφειλόταν σε σοβαρά προβλήματα υγείας και βάστηξε πάνω από 20 χρόνια.
Χτυπημένη από βαρύ εγκεφαλικό και σε πλήρη ακινησία, έχοντας ανάγκη αδιάκοπης νοσηλευτικής παρακολούθησης, και μη μπορώντας με τον σύντροφό της να ανταπεξέλθουν με μια σύνταξη εκπαιδευτικού, αντιμετώπισαν την αναλγησία του ελληνικού και του γαλλικού κράτους, ως ανταπόδοση στους αγώνες και την τεράστια προσφορά τους στις δυο χώρες, μέχρι που έκλεισε τα μάτια της για πάντα…
Στη μνήμη της το διήγημα που ακολουθεί.
Το μεταφέρουμε από την Ανθολογία “Το διήγημα της Αντίστασης”, β’ τόμος (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1993).
Εκείνοι που έφυγαν
Μιλτιάδης ήτανε το όνομά του, μα Γιάννη τον φωνάζανε στο σπίτι που κρυβότανε. Κι ήτανε ανάπηρος από τ’ Αλβανικό. Κι εκείνο τον καιρό οι ανάπηροι ήταν σε διωγμό, γιατί λέει κάνανε γερή αντίσταση στους Γερμανούς κι ήτανε κιόλας η κρυφή επιμελητεία των ανταρτών.
Καταδίωξη λοιπόν και φυλακή, πιάσιμο κι εκτελέσεις. Δεν πρόφταιναν πια τα Ες-Ες και τα Τάγματα των Τσολιάδων…
Ο Γιάννης ήτανε παιδί του Λαού, κι είχε το πρόσωπο κουρασμένο και μια έκφραση αγριμιού.
Ποτές δε μιλούσε για ό,τι έκαμε, μόνο μερικές φορές άφηνε να φανεί κάποια απογοήτεψη και εμπιστευόταν στη γυναίκα του σπιτιού:
«Δεν είμαι ’γώ φτιασμένος για δουλειές που με βάνουνε να κάνω, εμένα η ψυχή μου λαχταράει το βουνό, θέλω αντιμέτωπος να βρεθώ με τον εχτρό, να πολεμήσω, μα δε μ’ αφήνουνε…»
Στο σπίτι που ’μενε ήτανε κι ένα αγοράκι ίσαμε τριώ χρονώ. Πολύ τ’ αγαπούσε τούτο το παιδί, και το βράδυ μετά το φτωχικό τους δείπνο – πόσες φορές δεν έλειψε το ψωμί και το λάδι – άφηνε τους άλλους να κουβεντιάζουνε γύρω στο μαγκάλι με την πυρωμένη στάχτη, κι εκείνος έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά και του ’λεγε και του ’λεγε ιστορίες…
Του μιλούσε για κάτι δράκοντες τρομαχτικούς με βαριές μπότες και με αγκυλωτούς σταυρούς, και του ’λεγε για κάτι παλικάρια που ’χανε μάτια από φωτιά και σταυρωτά στα στήθια τους δεμένα τα φυσίγγια, του ’λεγε ακόμα και για κάποιες κοπέλες που φορούσανε σαν τους άνδρες πανταλόνια και χορεύανε λεβέντικους χορούς σαν τύχαινε οι δράκοι να τις πιάσουν.
Το παιδί τον άκουγε και το στοματάκι του γιόμιζε έκπληξη και τρομάρα, το κεφάλι του ακουμπούσε στο σακατεμένο ώμο του και λίγο-λίγο κλείνανε τα μάτια του κι αποκοιμόντανε στην αγκαλιά του.
Τότες μέρευε το μούτρο του Γιάννη, γινότανε αλλιώτικο και τ’ αγαθά του μάτια γιόμιζαν τρυφερότητα, πολλές φορές μάλιστα τύχαινε ν’ ακούμε και το γέλιο του, σαν ο μικρός άρχιζε κι εκείνος να του λέει τις ιστορίες και τα τραγουδάκια του, και μπέρδευε τις λέξεις κι έλεγε τον καθρέπτη καφέθρη και τη Λευτεριά Φετεγιά.
«Για ξαναπές το να τ’ ακούσει κι η μαμά.»
Κι ο ανθρωπάκος τραγουδούσε με τη δροσερή του φωνούλα: «Φετεγιά-Φετεγιά, πιο γλυκιά κι απ’ τη ζωή μας», ενώ στο πεζοδρόμιο ακουγόταν βαριά καταθλιπτική η μπότα του δράκου.
Μια μέρα ο Γιάννης δε γύρισε, ούτε την πάρα πάνω, μόνο την τρίτη μέρα ήρθε ένα ξένο κορίτσι στο σπιτικό μας και μας είπε πως ο Μιλτιάδης δε θα ξαναρθεί πια…
Είχε πάρει μέρος στην υπεράσπιση του φρούριου της Καλλιθέας – ναι, εκείνου του τόσο δα σπιτιού – κι είχε πέσει μαζί με τους 9 συντρόφους του, γιατί ούτε ένας δεν έμεινε ζωντανός από τα δέκα παλικάρια, που σαν ολόκληρος στρατός είχανε αντιμετωπίσει τους Γερμανούς και τους τσολιάδες. Εκεί σκοτώθηκε κι ο Γιάννης, στο σπιτάκι της οδού Μπιζανίου…
Τότε θελήσαμε να μάθουμε το πραγματικό του όνομα, έτσι που να χαραχτεί βαθιά μέσα στη μνήμη μας και να μην το ξεχάσουμε ποτές. Κοιτάξαμε μέσα στα χαρτιά του. Μιλτιάδης Κασωτάκης εκ Κρήτης, έγραφε η παλιά στρατιωτική ταυτότητα. Μα ο Κασωτάκης μένει ξένος μέσα στην ψυχή μας. Ολόρθος ο Γιάννης μπροστά μας, το παιδί του Λαού με τ’ αγαθά τίμια μάτια, που ’βλεπες μέσα τους ν’ αντιφεγγίζει η Νίκη.
Σήμερα ο μικρός ανθρωπάκος κοντεύει στα πέντε του χρόνια κι η μάνα του συχνά του μιλάει για τον Γιάννη, κι αυτός θυμάται το παραμύθι που του ’λεγε και σαν αποτελειώνει την ιστορία λέει:
«Κι όταν οι δράκοι θα φύγουν απ’ τον τόπο μας και δε θα ’μαστέ πια σκλάβοι, τότες που δυο ήλιοι θα φωτίζουν την Ελλάδα μας, δε θα πρέπει να ξεχάσουμε τα παλικάρια με τα φωτεινά μάτια, που σκότωναν τους δράκους, και θα τους πηγαίνουμε λουλούδια στο κοιμητήρι. Τον τάφο σου, Γιάννη, δεν τον ξέρουμε, στην καρδιά όμως του μικρού σου φίλου θα φροντίσουμε η μνήμη σου να μείνει ακέρια.»
Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ