Το διήγημα της Πέμπτης «Αγνώστου ονόματος» του Γιώργου Ξ. Ματζουράνη
Οι λευκοί απέναντι τουφεκάνε με βάρδιες, οι μισοί πολεμούν, οι άλλοι μισοί χώνονται πίσω από τ’ αυτοκίνητα και πίνουν μπύρα, κυκλοφορούν με μιάν άνεση και μια βεβαιότητα πως οι μαύροι δεν μπορούν να τούς πετύχουν. Κάπου – κάπου βάζουν το μεγάφωνο τού αυτοκινήτου να φωνάζει: «αυτές οι σφαίρες είναι φτιαγμένες από λευκούς για να σκοτώνουν μαύρους»…
O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ξ. Mατζουράνης (1935-2017) γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Έζησε αρκετά χρόνια στην Αφρική, όπου ερχόμενος σε επαφή με τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών της, εμπνεύστηκε τις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του, “Σημείο επαφής” (1964) και “Uhuru-Eλευθερία” (1974).
Μετά την πτώση της Χούντας και την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1974, ανέλαβε την επιμέλεια των σελίδων για το βιβλίο στην εφημερίδα “Αυγή”, θέση την οποία διατήρησε ως τη δεκαετία του ΄90.
Παράλληλα, η λογοτεχνική του παραγωγή και η ερευνητική του δραστηριότητα επικεντρώθηκε σε θέματα του απόδημου ελληνισμού, ιδιαίτερα των Ελλήνων μεταναστών εργατών στη Γερμανία (ή, “γκασταρμπάιτερ”), τα οποία προσέγγισε με ευαισθησία και κριτικό πνεύμα.
Στο πλαίσιο της θεματικής αυτής έγραψε τα βιβλία “Τα παιδιά του Νότου: Μας λένε γκασταρμπάιτερ… και στην πατρίδα Γερμανούς” (συλλογή μαρτυριών, εκδ. Gutenberg 1990), “Ανάμεσα σε δύο κόσμους: Συγγραφείς στη Γερμανία με ελληνικό διαβατήριο” (Καστανιώτης, 1995), “Όπου κι αν είμαι, ξένος: Ιστορίες των γκασταρμπάιτερ” (Καστανιώτης, 2000).
Συμμετείχε, επίσης, σε συλλογικές εκδόσεις (“Για τον Βαλτινό”, εκδ. Αιγαίον, 2003), σε συνέδρια και ημερίδες (εισήγηση “Λογοτεχνία ανάμεσα σε δυο κόσμους”, στο συμπόσιο “Λογοτεχνία και Μετανάστευση” της Εταιρείας Συγγραφέων, 2000, κ.ά.).
Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της EΣHEA. Έφυγε από τη ζωή στη Σίφνο, στις 26 Αυγούστου 2017. (Βιογραφικό από Βιβλιοnet)
Το διήγημα «Αγνώστου ονόματος» εμπεριέχεται στη συλλογή “UHURU – Eλευθερία” (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1974).
«Αγνώστου ονόματος»
του Γιώργου Ξ. ΜατζουράνηΗ μαύρη γυναίκα έσφιγγε τα λευκά της δόντια, πάλευε με τον πόνο – όχι, να μην καταλάβει κανείς πως υποφέρει, μόνη της θέλησε ν’ ακολουθήσει τον άντρα της σε τούτες τις παγάνες, ξέροντας πως γρήγορα θα γεννήσει, μόνη πρέπει να τα καταφέρει τώρα που ήρθε η ώρα· να μην απασχολήσει μήτε στιγμή τους άντρες. Άλλο στον κόσμο δεν είχε παρά τον άντρα της· αν έμενε στην καλύβα τους δε θάχε τίποτα περισσότερο απ’ ότι σ’ αυτή τη σπηλιά, εκτός από ένα κάδο νερό, μια κατσικοπροβιά ν’ ακουμπήσει το μωρό και μια γειτόνισσα. Κι αν περνούσε ο Βέλγος να πατήσει το παιδί, να πατήσει την καλύβα, στάχτη και ντροπή, πιο καλά με το Μουνιανκίντι στο δάσος.
Δε μπορεί να σταθεί πιά όρθια, η δουλειά της γίνεται και καθιστή, γεμίζει τα όπλα που της πετούν τα παλληκάρια που τουφεκούν στην εμπατή. Βάζει μια σφαίρα στο στόμα της και τη δαγκώνει, λέει πως θα δαμάσει τον πόνο, θα δαμάσει το ξεφωνητό· κανείς δεν έχει καταλάβει εκείνο που γίνεται μέσα της, μήτε οι σύντροφοί της που πολεμούν μπροστά της, μήτε οι λευκοί απέναντι της. Οι λευκοί τούς έχουν μπλοκάρει από το πρωί, τους ανάγκασαν να χωθούν μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά και πυροβολούν συνέχεια, πυροβολούν και τα παλληκάρια μα δεν ξέρουν να σημαδεύουν, μόνο τους κρατούν σε απόσταση. Η ελπίδα τους είναι η νύχτα, στο σκοτάδι οι μαύροι κυκλοφορούν εύκολα.
Νιώθει να την κυριεύει μια δυνατή κάψα, ιδρώτας τρέχει από τα μελίγγια της μα η δουλειά – δουλειά, πέντε σφαίρες, φτύσιμο, ασφάλεια. Το φτύσιμο είναι απαραίτητο να μην αβασκαθούν οι σφαίρες, να κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Ο πρώτος που κάτι κατάλαβε ήταν ο άντρας της. Σύρθηκε κοντά της και της έπιασε το μπράτσο.
– Πονάς;
– Όχι.
– Ευτυχώς. Τραγούδα μας λίγο. Τα παλληκάρια δεν έχουνε πιά κουράγιο. Τρεις ώρες μένουνε να σκοτεινιάσει, σωθήκαμε.
Αυτό γίνεται από το πρωί. Η Νίρα τραγουδά, τραγουδά εκείνο το τραγούδι που δε λέει για πόλεμο τίποτα, εκείνο το τραγούδι που τραγουδούν οι παρθένες στο χωριό όταν παντρεύεται μια φίλη τους, εκείνο το τραγούδι που λέει: «άμα δυο νέοι κλειστούν στην καλύβα, ένα αστέρι γεννιέται στον ουρανό».
Προσπάθησε να τραγουδήσει μα το τραγούδι δεν έρχεται γλυκά όπως πρώτα. Ο άντρας αισθάνεται πώς κάτι τρέχει, τής σφίγγει πάλι το μπράτσο, όλη του η τρυφερότητα είναι αυτό το σφίξιμο, κάνει να τη ρωτήσει, η γυναίκα χώνει το χέρι της στο στόμα να σταματήσει το ξεφωνητό που τής έρχεται, να σταματήσει τον πόλεμο, και σταματά το τραγούδι.
Οι λευκοί απέναντι τουφεκάνε με βάρδιες, οι μισοί πολεμούν, οι άλλοι μισοί χώνονται πίσω από τ’ αυτοκίνητα και πίνουν μπύρα, κυκλοφορούν με μιάν άνεση και μια βεβαιότητα πως οι μαύροι δεν μπορούν να τούς πετύχουν. Κάπου – κάπου βάζουν το μεγάφωνο τού αυτοκινήτου να φωνάζει: «αυτές οι σφαίρες είναι φτιαγμένες από λευκούς για να σκοτώνουν μαύρους», ύστερα ακούεται μια σάλπιγγα και πάλι το μεγάφωνο: «ο θεός είναι λευκός, ο Θεός είναι μαζί μας». Ο Μουνιανκίντι ο παλιός χωροφύλακας δεν τα πιστεύει, έχει βαλθεί απ’ το πρωί να σημαδεύει το μεγάφωνο, μα κι’ αυτό είναι φτιαγμένο από λευκούς, δε μπορεί να το σπάσει. Βλαστημά που δεν καταφέρνει να ρίξει μια πετυχημένη σφαίρα· νάτανε κοντότερα θα τούς κανόνιζε όλους με το τόξο.
Η γυναίκα κυλιέται χάμω, παίρνει ένα τουφέκι, βάζει δυο σφαίρες, σφίγγεται απ’ τον πόνο, απογεμίζει και τ’ ακουμπά στα χέρια του Μουνιανκίντι. Εκείνος την τραβά πιο μέσα, εδώ οι σφαίρες δε μπορούν να φτάσουν, την ξαπλώνει κι αφήνει τα χέρια του να τα δαγκώνει, να τα σφίγγει, να τα ματώνει, να ξεθυμαίνει τον πόνο της.
Οι άλλοι συμπολεμιστές έξι άντρες όλοι κι’ όλοι αραιώνουν τις τουφεκιές, ρίχνουν κλεφτές ματιές στο βάθος τής σπηλιάς να καταλάβουν τι συμβαίνει, να καταλάβουν πού βρίσκεται η υπόθεση. Ο γέρο Μάγκο κουνά το ασπρομάλλικο κεφάλι του με τα μαύρα λαμπερά μάτια, το πολύπειρο· «πολεμούμε με τουφέκια, λέει, χάλασ’ ο κόσμος, πολεμούμε κι οι γυναίκες στο πλάι μας γεννούν αβέρτα· ξαναφτιάχνει». Ο γέρος κοιτά στη σκοτεινή γωνιά της σπηλιάς, δεν ξεχωρίζει πολλά πράματα, μονάχα δυο σώματα βλέπει να παλεύουν, δυο σώματα ν’ αγκομαχούν, ν’ αγωνίζονται σ’ αυτή την υπέρτατη στιγμή της δημιουργίας.
– Τουφεκάτε, μπάρμπα, βάζει μια φωνή ο πιο νιούτσικος, οι λευκοί θα κατέβουν την πλαγιά τους, θα πηδήξουν το ποτάμι κι ύστερα δεν τους βλέπουμε πιά από δω που είμαστε χωμένοι. Είναι πολύ, πάρα πολύ νέος, σχεδόν παιδί, δεν έχει ακόμα νιώσει τη φθορά, δε μπορεί να συγκινιέται με τη γέννηση.
Οι λευκοί παίζουν μ’ αυτά τα εφτά ποντίκια που βρέθηκαν στο δρόμο τους· αν μέχρι το βράδι αυτοί οι μαύροι αρουραίοι αντέξουν θα μπούνε στ’ αυτοκίνητά τους και θα φύγουν· εφτά μαύροι που δεν ξέρουν να σημαδέψουν, που γεννήθηκαν για να φοβούνται τους λευκούς, τι μπορεί να βλάψουν κι αν μείνουν στα μετόπισθεν; Μα κι αυτό δε μπορεί να γραφεί στο ημερολόγιο, δε γίνεται ν’ αποφεύγουμε τις μικρές ομάδες, οι μαύροι ζητάνε λέει λεφτεριά, θένε να ξεταιριάσουν την τάξη του κόσμου, να κάνουνε δικό τους μπαϊράκι κι έπειτα πολλές μικρές ομάδες – μάλιστα κύριοι αξιωματικοί – πολλές μικρές ομάδες από δαύτους μπορεί να δημιουργήσουν μεγάλες ζημιές.
– Στις θέσεις σας, διατάζει ο επικεφαλής· μια απλή προσπάθεια είναι, μια γερή κλωτσιά και φεύγουμε. Το βράδι προσφέρω στην καντίνα δέκα μπουκάλια μπύρα για κάθε μαύρο. Κι ύστερα γύρισε στον υπασπιστή:
– Ειδοποίησε την ομάδα κρούσεως και την ομάδα καταδρομών.
Στο μεταξύ στη σπηλιά ακούστηκαν οι πρώτες φωνίτσες σα νιαουρίσματα, οι ψυχές γίνηκαν οχτώ απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, η γυναίκα είναι ξαπλωμένη στην άκρια με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά μ’ ένα σκούρο τριανταφυλλί πλάσμα στα χέρια που κλαίει, ένα σκούρο τριανταφυλλί μωρό όπως όλα τα μωρά τού κόσμου.
– Σταματήστε παιδιά, μην πυροβολείτε φωνάζει ο γέρο – μαύρος ο Μάγκο, μην πυροβολείτε, δεν κάνει το παιδί το πρώτο πράμα που θ’ ακούσει στη γη νάναι πόλεμος. Πρέπει πρώτα να χαιρετίσουμε την καινούργια ζωή που ήρθε κοντά μας.
– Θα μάς μπλοκάρουν οι Βέλγοι, παπούλη, τον αντικόβει εκείνο το αμούστακο παλληκάρι.
– Δε θα το κάνουν ένας καινούργιος άνθρωπος γεννήθηκε, δε θα τους αφήσει ο Θεός – είχαμε τον παλιό καιρό, δεν τον προφτάσατε σεις, ένα γενναίο βασιλιά, το Μουκίγκα. Μια φορά λοιπόν είχε πόλεμο μ’ ένα κακό βολάτορά του που είχε σηκώσει κεφάλι. Ο Μουκίγκα έφτασε έξω από το αρχοντικό του βολάτορα την ώρα που γεννούσε η γυναίκα του. Σταμάτησαν οι στρατιώτες του βολάτορα, σταμάτησε κι ο Μουκίγκα. Προχώρησε μόνος του και ξαρμάτωτος στο αρχοντικό, τον κέρασαν σάρι, γεννήθηκε το παιδί, περίμεναν κι έκλαψε, τού δώσανε όνομα κι υστέρα βγήκε και συνέχισαν τον πόλεμο.
Πήγε κοντά στη γυναίκα, έπιασε το μωρό στις φούχτες του και το σήκωσε.
– Αυτό το μωρό δεν πρέπει ποτέ να μάς δει να σκύβουμε όταν έρχεται από μακριά ένας λευκός. Αυτό το παιδί πρέπει να παίζει με τα λευκά παιδιά, να τσακώνεται και να δέρνεται μαζί τους και να πηγαίνουν μαζί και στο σχολείο και στή δουλειά και παντού.
Όλοι οι μαύροι είχαν μαζευτεί γύρω στο γέρο, στο βαθούλωμα της σπηλιάς και δε μιλούσαν, δε σκεφτότανε πως τόσο σιγά που μιλούσε ο Μάγκο, οι λευκοί απ’ την απέναντι μεριά δε θ’ ακούγανε τα λόγια του.
– Θα το βαφτίσουμε με το συνήθειό μας εδώ που γεννήθηκε δίνοντάς του ένα όνομα που να θυμίζει κάτι απ’ αυτή τη στιγμή.
– Παιδί της σπηλιάς, είπε ένας βιαστικός.
– Άνθρωπο των τουφεκιών, πρότεινε ο πατέρας.
– Είναι κορίτσι, είπε ο γέρος, πρέπει να του βρούμε ωραίο όνομα να καλοπαντρευτεί.
– Γύρισε στη μάνα του μωρού, μαζί του κι όλοι οι άλλοι.
Η γυναίκα ανακάθισε, σκούπισε το χώμα που είχε κολλήσει στο δακρυσμένο της πρόσωπο, σκούπισε τα μάτια της, έχωσε το μακρύ πανί της γύρω από τα πόδια της και είπε:
– Θα τη βγάλουμε Ουχούρου.
– Ελευθερία.
– Ελευθερία.
– Ωραίο όνομα, συμφώνησε ο γέρος.
Σήκωσε όσο ψηλότερα μπορούσε το παιδί και το γύρισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ύστερα τ’ ακούμπησε στην πιο μακρινή γωνιά της σπηλιάς κι έβαλε στα χεράκια του μια φούχτα χώμα ν’ αγαπήσει τη γης, μια σφαίρα να σιδεροδέσει και στα χείλη του μια σταλαματιά από το δάκρυ της μάνας του να γίνει πονετικό και καλόγνωμο. Γύρισε κοντά στους άλλους, γονάτισαν όλοι μαζί κι ο γέρο Μάγκο άρχισε να λέει τα λόγια που τόσες φορές είχε πει σε γεννητούρια στο χωριό του κάνοντας τη φωνή του γλυκιά κι επίσημη.
– Η γη να σ’ ανταμείψει μ’ όλα της τα καλά κι οι πρόγονοι να σε δεχτούν ακούοντας θρήνους από εγγόνια και δισέγγονα. Από σήμερα θα σε λέμε Ουχούρου, όλος ο κόσμος θα σε φωνάζει έτσι κι εσύ να γελάς Ελευθερία, εσύ να γελάς…
Οι χειροβομβίδες πέσανε μαζεμένες, μια, δυο, τρεις, πέντε μέσα στη σπηλιά, μέσα στη σπηλιά που βαφτιζόταν η μικρούλα Ελευθερία, το μικρό μαύρο κοριτσάκι που άκουσε για πρώτο θόρυβο της ζωής του αυτό το δαιμονικό, αυτό το αποτρόπαιο νάνι – νάνι.
Το ημερολόγιο του λόχου συμπληρώθηκε: «Η ηρωική μονάς καταδρομών με αυταπάρνησιν και αυτοθυσίαν εξουδετέρωσε πολυπληθή επαναστατικήν ομάδα αρτίως εξωπλισμένην. Διεσώθη μόνον εν νήπιον αγνώστου ονόματος…»
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.