Το διήγημα της Πέμπτης: «Χαλασμένο στομάχι» του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Προχωρήσαμε κάμποσο σιωπηλοί. Ούτε ταβέρνα ούτε χορό ούτε τίποτα. Αυτή η αδερφή τα χαλνούσε όλα…
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (πραγματικό όνομα Κωνσταντίνος Δημητριάδης) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 του Μάρτη 1931 και έφυγε από τη ζωή στις 11 του Αυγούστου 2020. Το έργο και η δράση του συνδέθηκαν άρρηκτα με την πόλη που γεννήθηκε. Τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που έμεινε γνωστή ως «Κύκλος της Διαγωνίου» και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.).
Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε το περιοδικό «Διαγώνιος» το οποίο διηύθυνε τα χρόνια κυκλοφορίας του έως το 1983.
Το 1962 δημιούργησε τις «Εκδόσεις της Διαγωνίου» και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη «Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου» με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη, προβάλλοντας νέους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης.
Εκτός από ποιητής και εκδότης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Είχε ασχοληθεί επισταμένα με το Διονύσιο Σολωμό, το Στρατή Δούκα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, το Νίκο Καββαδία, το Βασίλειο Λαούρδα, ενώ είχε εντρυφήσει στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη κι εξέδωσε μελέτες για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του στα γράμματα. Αρνήθηκε να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου γράφει: «…Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι…Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας…».
Το διήγημα εμπεριέχεται στη συλλογή «Η κάτω βόλτα» (1971) εκδ. «Διαγωνίου».
Χαλασμένο στομάχι
του Ντίνου ΧριστιανόπουλουΑπ’ την είσοδο του μεγάρου, φωνές και ακορντεόν ακούγονταν σε όλη τη σκάλα. Χτύπησα το κουδούνι λιγάκι κακόκεφος: άσκημο πράμα να πηγαίνεις σε πάρτι μοναχός. Πίσω από την πόρτα ξεχώριζαν γυναικείες φωνές.
Μού άνοιξε η αδερφή τού Παράσχου με πολλή εγκαρδιότητα.
– Ο φίλος τού Παράσχου, ο ποιητής;
Χαμογέλασα ξεροκαταπίνοντας. Η αδερφή μού πήρε το παλτό και με οδήγησε στο σαλόνι. Ήταν ξανθιά και λεπτοκαμωμένη, με ένα λεκέ κάτω από το αριστερό μάτι.
Το σαλόνι πνίγονταν στον θόρυβο και τον καπνό. Σε μια γωνιά ο ακορντεονίστας, τριγυρισμένος από μεζέδες και σταχτοδοχεία, έπαιζε με δεξιοτεχνία αλλά άκεφα. Στη μέση χόρευαν τέσσερα πέντε ζευγάρια. Άλλοι είχαν θρονιαστεί στις πολυθρόνες και τον καναπέ.
Ο Παράσχος με παρουσίασε με επισημότητα. Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια: από πότε αυτές οι φαιδρές σοβαρότητες; Θυμήθηκα στο γυμνάσιο, όταν ξεντυνόμασταν την ώρα της γυμναστικής. Εντούτοις υποκλίθηκα ευγενικά και προχώρησα. Ευτυχώς, η ψυχρότητα που συνήθως επικρατεί ύστερα από τις συστάσεις άρχισε να διαλύεται σε λίγα λεπτά.
Πολλά παιδιά ήταν γνώριμα. Πρόσεξα δύο αντιπαθητικούς τύπους που με σχολίαζαν. Ένας παλιός μου συμμαθητής από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Ένας γνωστός μου κουτσομπόλης από τα κατηχητικά. Μια παλιά μαθήτρια του ωδείου. Η Αννούλα.
Βολεύτηκα όπως όπως σε μια πολυθρόνα, όχι και πολύ άνετη- «Γι’ αυτό έμεινε άδεια», σκέφτηκα.
Κάποιο χέρι μου πρόσφερε τσιγάρο. Έκανα να αρνηθώ, μα είδα δυο λαμπερά μάτια να με κοιτάζουν.
– Αρκετά μελαγχολικός απόψε…
Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
– Ναι, λιγάκι, αποκρίθηκα, μα δε βρήκα τι άλλο να πω.
Χορεύοντας ύστερα με την Αννούλα, δέν παρέλειψα να συγκεντρώσω πληροφορίες: Ήταν ένας από τους καλύτερους κολυμβητές μας· είχε και έπαθλα – στην Κέρκυρα και τον Πόρο είχε θριαμβέψει – είχε πάει και στη Σερβία.
– Εκείνη που κάθεται δίπλα του, στην πολυθρόνα, είναι αδελφή του, πρόσθεσε η Αννούλα για να συμπληρώσει το πορτραίτο. Είναι κουτσή…
Αισθάνθηκα άσκημα. Γιατί να υπάρχει στη μέση αδερφή;
Μετά τον χορό προσφέρθηκαν ποτά: λικέρ, κονιάκ, κουαντρό. Οι πιο πολλοί έπιναν κοκταίηλ.
– Δε χορεύετε, βλέπω, είπα στον νεαρό κολυμβητή, παίρνοντας ένα κουλουράκι. Πρόσεξα ένα σήμα Συλλόγου στο πέτο του.
– Προτιμώ να βλέπω τους άλλους να χορεύουν. Είναι πιο ευχάριστο.
– Α, μην το λέτε. Τον χορό τον χαιρόμαστε μονάχα με το ίδιο το κορμί μας. Ο καλός χορευτής είναι ταυτόχρονα και θεατής του εαυτού του, έλεγε ο Νιζίνσκι.
– Ποιος; ρώτησε ξαφνιασμένος.
Είχαν μαζευτεί κάμποσοι γύρω μας. Τους έκανα μια εισαγωγή στον Νιζίνσκι. Ανάφερα και για τις σχέσεις του με τον Ντιαγκίλεφ.
Ο κολυμβητής ενθουσιάστηκε.
– Μιλάτε πολύ ωραία. Ευχαρίστως θα χορέψω, αφού σας αρέσει τόσο πολύ ο χορός.
Ο ακορντεονίστας είχε σταματήσει, να ξεκουραστεί. Ανοίξαμε το ράδιο ψάχνοντας για μουσική χορού. Παράσιτα, ιταλικοί σταθμοί με διαφημίσεις, σλαβικά δημοτικά τραγούδια. Στο τέλος πιάσαμε μια συναυλία που τελείωνε και προλάβαμε τα χειροκροτήματα. Ακολουθούσαν νοτιοαμερικανικοί ρυθμοί με την ορχήστρα Ξαβιέ-Κούγκατ.
Μια μελαχρινή κοπελίτσα, που δεν την είχα προσέξει ως εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε να χορέψουν μαζί. Οι άλλοι παραμέρισαν. Χόρευαν έξαλλα, ερεθιστικά, μ’ όλο το πάθος που απαιτούν οι μοντέρνοι χοροί. Εκείνη, γεμάτη έξαψη, κουνιούνταν σαν ξεβιδωμένη. Εκείνος, γεμάτος χάρη, της άρπαζε το χέρι και, λυγίζοντας το κορμί του, περνούσε στριφογυριστά μέσα από την αψίδα των χεριών τους. Όλοι βαστούσαν την αναπνοή τους. Ήταν κάτι μοναδικό.
– Υπέροχος! φώναξα με ενθουσιασμό. Όλοι χειροκρότησαν.
Κάθισε και σκουπίζονταν με το μαντίλι του. Τα μαλλιά του έπεφταν ιδρωμένα στο μέτωπο. Τα μάτια του έκαιγαν.
– Έκτακτος, ξανάπα σφίγγοντάς του το χέρι.
– Εγώ ή ο χορός μου; ρώτησε περιμένοντας μια έξυπνη απάντηση. Μια ασυνήθιστη οικειότητα στη φωνή του μού έδινε θάρρος.
– Η Τέχνη είναι που μας κάνει έκτακτους, δογμάτισα. Τι είμαστε; Ασήμαντοι άνθρωποι: άλλος φοιτητάκος, άλλος υπάλληλος σε κάνα μαγαζί, άλλος τσογλάνι του λιμανιού. Κι όμως, χορεύοντας με τέχνη και με πάθος, πώς γίνονται όλοι αμέσως υπέροχοι, πώς αποχτούνε τόση σημασία!
– Ξέρει και ρεμπέτικα, είπε ξεφυτρώνοντας ο Παράσχος, που ήξερε τα γούστα των καλεσμένων του.
– Μήπως σας αρέσουν; με ρώτησε ο κολυμβητής. Πρόσεξα στη φωνή του μια ουδέτερη προσπάθεια να πιαστεί απ’ τα γούστα τού άλλου: αν μού άρεζαν, θα συμφωνούσε – αν δεν μού άρεζαν, θα με ξεπερνούσε σε επιφυλάξεις.
– Τρελαίνομαι, είπα τσιμπώντας μια ελιά. Η μεγαλύτερη απόλαυσή μου είναι να βλέπω στις ταβέρνες ναύτες να χορεύουν ζεϊμπέκικο.
– Αλήθεια; Τότε ευχαρίστως θα σας χόρευα κι εγώ ένα. Αλλά δεν είναι κατάλληλη η ατμόσφαιρα εδώ. Όπως είπατε, μονάχα στην ταβέρνα…
Ετοιμάστηκα να τον πείσω. Τα κορίτσια διαμαρτύρονταν κιόλας: ήθελαν ρεμπέτικα. Κόντευαν να κάνουν συλλαλητήριο. Ξαφνικά, εκεί που καθάριζα το πιατάκι με τη ρωσική σαλάτα, έπεσε μια σταγόνα επάνω στο πανταλόνι μου. Πρασίνισα. Η αδερφή τού Παράσχου ξετρύπωσε από πίσω μου.
– Μη φοβάστε, δεν είναι τίποτα.
Πήγαμε στην κουζίνα να μου το ξεπλύνει. Από δίπλα ακούγονταν ομιλίες: «Αυτός ο ποιητής τι σου λέει;» «θαρρώ πως τού αρέσουν κι αυτουνού τα πονηρά!»
Η αδερφή τού Παράσχου κοκκίνισε. Κάτι θέλησε να πει αλλά καμώθηκα πως δεν είχα ακούει.
– Μη στεναχωριέστε, μου είπε η κουτσή όταν ξανακάθισα κοντά τους. Με είχε δει συννεφιασμένο και νόμισε πως ήταν για τον λεκέ.
Στο σαλόνι μερικά ζευγάρια σηκώνονταν κιόλας να φύγουν. Τα κορίτσια έπρεπε να βρίσκονται νωρίς στα σπίτια τους. Από την εξώπορτα, μαζί με τα καληνυχτίσματα, έμπαινε και λίγος φρέσκος αέρας. Το σαλόνι είχε ντουμανιάσει. Αισθανόμουν άσκημα από τους καπνούς και τα πιοτά. Εκείνη η ρωσική σαλάτα σίγουρα με είχε πειράξει. Ωραία δικαιολογία – ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό μου – μόλις θα σηκώνονταν ο νεαρός κολυμβητής για να φύγει.
Ευτυχώς, με πρόλαβε η αδερφή του:
– Εμείς φεύγουμε…
Μού φάνηκε πως και τα δυο αδέρφια με ήθελαν στη συντροφιά τους. Σηκώθηκα.
– Αδύνατο να μείνω άλλο, επέμενα στον Παράσχο, βάζοντας το παλτό. Κάτι, φαίνεται, έφαγα και με πείραξε στο στομάχι. Για χατίρι σου κάθισα τόση ώρα!
Η αδερφή του ενδιαφέρθηκε για τελευταία φορά για τον λεκέ.
Ο Παράσχος μας έβγαλε ως την εξώπορτα. Το μέγαρο έδειχνε έρημο. Μόνο το διαμέρισμά τους και η σοφίτα ήταν φωτισμένα.
– Ωραία νύχτα, ψιθύρισα.
– Ναι, πράγματι, είπε ο κολυμβητής. Κρίμα που πρέπει να πάρουμε αυτοκίνητο. Αν θέλετε όμως, το παίρνουμε από τη Διαγώνιο, για να περπατήσουμε και λίγο.
– Ευχαριστώ. Έλεγα να πηγαίναμε σε καμιά ταβέρνα, έστω και για λίγο, κατάφερα να αρθρώσω.
– Δεν είναι δυνατό γι’ απόψε, είπε ο κολυμβητής αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια.
Προχωρήσαμε κάμποσο σιωπηλοί. Ούτε ταβέρνα ούτε χορό ούτε τίποτα. Αυτή η αδερφή τα χαλνούσε όλα.
Σε λίγο ήρθε το λεωφορείο που έπαιρνε τα νυσταγμένα ζευγαράκια. Χαιρετιστήκαμε βιαστικά. Ασφαλώς θα θέλαμε να πούμε κι άλλα. Τους είδα ακόμα μια φορά, όρθιους στον διάδρομο τού λεωφορείου: εκείνη βαστιούνταν από το σακάκι του, αυτός κρέμονταν με το ένα χέρι από το σίδερο, με το άλλο έψαχνε στην τσέπη τού πανταλονιού του για ψιλά. Πριν ξεκινήσει το αυτοκίνητο, μου χαμογέλασε – κι ύστερα χάθηκαν. Ούτε να ορίσουμε ραντεβού, ούτε καν να μου συστηθούν. Πώς να τον έλεγαν άραγε;
Πήρα τα στενά νιώθοντας άσκημα. 12.25′. Με χτυπούσε το παπούτσι, με ενοχλούσε το στομάχι. Μού έρχονταν σαν εμετός. Σκέφτηκα το πάρτι: τώρα θα φεύγαν και τα τελευταία ζευγάρια κι ο Παράσχος θα τους ξεπροβόδιζε νυσταγμένος. Κι αυτές οι στιγμές, που οι καβαλιέροι συνοδεύουν τη ντάμα τους ως το σπίτι της, λοξοδρομώντας στις σκοτεινές μάντρες ή φιλώντας τες καταμεσής τού δρόμου! Ενώ εγώ…
Ένιωσα πάλι σαν κλούβιο αυγό. Ακούμπησα σ’ ένα ντουβάρι και προσπάθησα να ξεράσω.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.