Το διήγημα της Πέμπτης: «Χριστούγεννα χωρίς Χριστό» του Νίκου Κατηφόρη
Μα καταλάβατε τι έγινε; Η Βέρμαχτ η ίδια, η ένδοξη Βέρμαχτ, στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά του, μπροστά σ’ αυτόν που είναι ένας προδότης της πατρίδας του κι ένας κερατάς…
Ο Νίκος Κατηφόρης γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο της Λευκάδας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος. Δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα και κριτικά δοκίμια στα περιοδικά Νέοι Βωμοί (1924), Νέα Επιθεώρηση (1929), Πρωτοπόροι (1930-1931) και Νέοι Πρωτοπόροι (1932-1936), ενώ από το 1924 και για δέκα περίπου χρόνια συνεργάστηκε – με διάφορα ψευδώνυμα – με την εφημερίδα Ριζοσπάστης ως χρονικογράφος. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου εμφανίστηκε στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα και Επιθεώρηση Τέχνης και στην εφημερίδα Αυγή.
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με τη δημοσίευση του αντιπολεμικού διηγήματος Ειρήνη στο Νουμά (με το ψευδώνυμο Σταύρος Λέκκας). Το 1922 τη συλλογή (δύο) διηγημάτων Τραβώντας στην τρέλλα. Σταθμοί στο πεζογραφικό του έργο στάθηκαν η συλλογή διηγημάτων Όσο κρατάει το σκοτάδι και το μυθιστόρημα Η πιάτσα. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεατρική γραφή (από το 1931). Το πρώτο του έργο, Οι λύκοι και τα πρόβατα ανέβηκε σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, ενώ άλλα θεατρικά του παραστάθηκαν από τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη, Κατερίνας και από ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1950-1967) και γενικός γραμματέας της εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων (1946-1953). Πέθανε στην Αθήνα.
Ο Νίκος Κατηφόρης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου που στρατεύτηκαν υπέρ της μαρξιστικής ιδεολογίας και εντάχθηκαν στα πλαίσια του μαρξιστικού ρεαλισμού. Με καταβολές στο έργο των Δημοσθένη Βουτυρά, Κωνσταντίνου Θεοτόκη και Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, αλλά και στους ρώσους και σκανδιναβούς μαρξιστές λογοτέχνες το έργο του κινήθηκε στο χώρο του ψυχογραφικού ρεαλισμού με έντονη την παράλληλη παρουσία των συμβολικών στοιχείων που παραπέμπουν άμεσα σε κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Στο πέρασμα του χρόνου ο συγγραφέας οδηγήθηκε από μια γενικότερη επαναστατική ενατένιση του κοινωνικού κατεστημένου στη συγκεκριμενοποίηση της ιδεολογικής του τοποθέτησης και στην εναπόθεση των ελπίδων του για ένα καλύτερο μέλλον στο κομμουνιστικό όραμα.
Στο τελευταίο έργο του Ο Καρχαρίας και τα 9 κύματα αξιοσημείωτη είναι η εσωτερική αναδίπλωση του συγγραφέα, ο περιορισμός της αισιόδοξης προοπτικής του, καθώς επίσης η είσοδος στη γραφή του στοιχείων μεταφυσικής που παραπέμπουν στην ατμόσφαιρα της τεχνοτροπίας του Φραντς Κάφκα. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το λήμμα Αργυρίου Αλεξ., “Νίκος Κατηφόρης”, Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε΄, σ.8-25. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Στοιχεία από Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά. Διηγήματα της Εθνικής Αντίστασης», Επιμέλεια Μιχάλης Μπούρμπουλας (εκδ. «Αρδηττός» χ.χ.).
Χριστούγεννα χωρίς Χριστό
Του Νίκου ΚατηφόρηΟ Χριστός είχε γεννηθεί σαν απόψε, εδώ και χίλια εννιακόσια σαράντα ένα χρόνια! Όμως απόψε δεν ήτανε σαν άλλες χρονιές…Οι άγγελοι, που κατέβηκαν από τον Ουρανό να υμνήσουνε «μετά ποιμένων» τη Γέννηση του Κυρίου, δε βρήκανε στην Πάρνηθα ούτ’ ένα τσομπάνο, να τους περιμένει. Κι αντί για τις ολόφωτες πολιτείες, που βλέπαν άλλοτε στην Αττική, το σκοτάδι σκέπαζε τώρα πυκνό το μάτι, με μικρά θαμποφεγγίσματα από δω κι από κει…Μα ο νους τους δεν έβαλε κακό…Δεν ξαίρανε πως ήρτανε καινούργ’ αφεντικά στον τόπο κι άρπαξαν όλα τα πρόβατ’ από τους τσομπάνηδες…Κι ούτε πήραν είδηση – οι μακάριοι – πως οι πολιτείες ήτανε βουτηγμένες στο σκοτάδι για να φυλάγονται τη νύχτ’ από τ’ αεροπλάνα…
Μα ήταν κι έν’ αγγελούδι περίεργο, έν’ αγγελούδι ανήσυχο – αυτό θέλησε να μάθει τι έτρεχε και γιατί ο τόπος ήταν έτσι αλιώτικος…
Άφησε, λοιπόν, τα συντρόφια του μονάχα, άνοιξε τα φτερούγια του στο βοριά κι ο βοριάς, που φυσούσε απ’ το βουνό το πήρε πρόθυμα στην αγκαλιά του και το ξεπέζεψε πάνου στην Ακρόπολη…Τ’ άσπρα του φτερά φωτίσανε τον τόπο μ’ ένα φως απόκοσμο που δεν το ’βλεπε παρά μονάχ’ αυτό και…καθώς αντίκρυσε δυό σημαίες ξένες ν’ ανεμίζουνε κοντά του, στάθηκε μ’ απορία:
«Δεν είν’ εδώ η Αθήνα»; αναρωτήθηκε.
Κι έσκυψε απ’ το βράχο…
Να οι Αέρηδες, φώναξε χαρούμενο. Μα τότε;
Έπρεπε να κατέβει…
Και δίνοντας έν’ ανάλαφρρο πήδημα, βρέθηκε στα στραβά στενοσόκακα της Πλάκας! Μα – ω! – τ’ ήταν αυτό που πάτησε; Έκανε πίσω ανατριχιάζοντας και τα ωραία του μαλλιά ανασηκώθηκαν από φρίκη…Ένας νεκρός…Ήταν ένα άντρας μισόγυμνος, μ’ ένα κουρελιάρικο βρακί κι ένα ξεσκισμένο πουκάμισο ανοιχτό στο τριχωτό του στήθος, με τα μάγουλα βαθουλωμένα, το κορμί σκελετωμένο, αξούριστος, βρώμικος, με τα μάτια ανοιχτά, γυαλένια, το στόμα του μισανοιγμένο – φοβερός!
«Και τον έχουν άταφο, καταμεσίς στο δρόμο», σκέφτηκε ο άγγελος….
Μα κάποιος του είχε σταυρώσει τα χέρια ωστόσο, κι είχε ακουμπήσει στο γυμνό του στήθος ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας, πολύ μικρό, που κοιτούσε πίσω από το τζάμι, λυπημένα…Κι ένα χαρτόνι, περασμένο μ’ ένα σπάγγο απ’ το λαιμό του πεθαμένου, έγραφε λόγια φοβερά; Χριστουγεννιάτικα δώρα των κατακτητών για το λαό. Πείνα και θάνατος!
Ο άγγελος θυμήθηκε τις δυό ξένες σημαίες στην Ακρόπολη, διάβασε το χαρτόνι και κατάλαβε. Γι’ αυτό ήταν όλα έρμα, σκοτεινά, γι’ αυτό δεν είδανε τσομπάνους στο βουνό, γι’ αυτό δεν αντίκρυσαν τις φωτισμένες πολιτείες…Και, καθώς τώρα κοιτούσε ξανά τον πεθαμένο, του φάνηκε πως τα γυαλένια μάτια του πήρανε κάτι απ’ το θλιμμένο βλέμμα της Παναγίας και τον κοιτούσαν με μια θλίψη, με μια θλίψη…
«Λοιπόν, δεν απόμεινε κανένας ζωντανός σ’ αυτό τον τόπο;» αναρωτήθηκε…
Και βρέθηκε με μιας μακρυά, στο βάθος του έρημου δρόμου…Τα σπίτια γύρω ήταν πεσμένα στο σκοτάδι κι όλα τα πλάκωνε η σιωπή! Και ψυχή δε φαινόταν πουθενά. Ωστόσο – να! – δυό ίσκιοι, σαν άνθρωποι! Το δικό του μάτι μπόρεσε να τους ξεχωρίσει στο σταυροδρόμι, κάτου, χαμηλά…Έτρεξε κοντά τους. Ο ένας φαινόταν να παραφυλάει, κρατώντας την ίδια την ανάσα του, με μάτια ανήσυχα…Κι ο άλλος έγραφε στον τοίχο βιαστικά, έγραφε με πινέλλο και κόκκιν μπογιά…Δυό λέξεις μόνο: Ψωμί και λευτεριά…Ήταν ένα παλληκάρι, χλωμό, αδυνατισμένο, μα με κορμί ψηλό και μια παράξενη φλόγα έκαιγε στα μάτια του, ένα φως, που μαρτυρούσε μια θέληση για ζωή, και μιαν απόφαση μαζί για θάνατο…Το χέρι του προχωρούσε σταθερά, με μια σκληρή ορμή, που καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του και τώρα έγραφε: Έλληνες! Σηκωθείτε…
Στο τελευταίο γράμμα, η μπογιά κρέμασε μια χοντρή κόκκινη γραμμή, σαν αίμα που τρέχει από πληγή. Μα τώρα, αυτός που παραμόνευε σφύριξε σιγά…Κι ο άλλος τινάχτηκε – κρύβοντας κάτου απ’ το παλτό του το κουβαδάκι με το πινέλλο…Έτρεξε στο σύντροφό του.
«Γερμανοί δεν είναι, είπε ο ένας, γιατί θα γαυγίζανε»
«Τ’ είναι;» ρώτησε πνιχτά…
«Κάποιοι έρχονται», απάντησε ο άλλος το ίδιο.
Σκύψανε κι οι δυό το κεφάλι απ’ τη γωνιά προφυλαχτικά.
«Ούτε Ιταλοί…Θα κακαρίζανε…»
«Θαρρώ πως κάποιος κλαίει…»
«Ναι! Δικοί μας είναι!…»
Πραγματικά! Ακουγότανε τώρα ένα πνιχτό κλάμα μιας γυναίκας, σιγανό και τραβηχτό, σα μοιρολόι. Ερχότανε δυό σκιές. Είχανε ζυγώσει πια και μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει έναν άντρα και μια γυναίκα.
Προχωρούσαν αργά, και κάτι κουβαλούσανε με κόπο.
«Κάποιον πεθαμένο πάνε! Άσ’ τους…»
Οι δυό νέοι στρίψαν τον απάνου δρόμο. Μα ο άγγελος έτρεξε κοντά στους άλλους. Ναι! Πεθαμένο κουβαλούσαν. Ήταν ένας δύστυχος γερούλης, ολόγυμνος, μ’ ανοιχτό το στόμα, δίχως δόντια. Γυμνός και σκελετωμένος, με τα κόκκαλά του που τρυπούσαν το πετσί του, παρουσίαζε φριχτή εικόνα…Ο άντρας τον σήκωνε στον ένα του ώμο βαστώντας τον απ’ το χέρι και στον άλλο ήταν φορτωμένος μ’ αξίνα και φκυάρι. Η γυναίκα τον κρατούσε απ’ τα πόδια. Μέσα σε κλάμα τα πνιχτά κι αναφυλλητά, ξεχώριζαν τα λόγια της:
«Αχ, πατερούλη μου! Τι Χριστούγεννα ήρθανε για σε! Κακότυχε! Τι σου’ γραφε η μοίρα σου η μαύρη! Που γέμιζες την εκκλησία με την κορμοστασιά σου και καμάρωνες με την καλή σου φορεσιά…»
«Σώπα, μωρέ γυναίκα, μη μας ακούσουν! την έκοψε ο άλλος, με μια φωνή λαχανιασμένη. Άλλους τους πετάνε στο δρόμο. Εγώ θα τον θάψω κιόλα!»
«Έτσι…χωρίς παπά! αναστέναξε κείνη. Που ‘τανε και θεοσεβούμενος…»
«Τι τον θέλεις; Για να χάσουμε το δελτίο; Αργότερα του σηκώνουμε τρισάγιο…»
«Κι ολόγυμνο…Αχ! Δεν έχεις καρδιά!»
«Δεν έχω καρδιά! Εγώ το ξαίρω…Μα τι να κάνω! Εδώ άλλοι σήμερα γδύνουνε τους ζωντανούς! Εγώ έναν πεθαμένο έγδυσα…Δε χρειάζεται τα ρούχα…»
Ένα κλάμα έτρεμε στη φωνή του άντρα, που πάλευε να μην ξεσπάσει. Κι ο άγγελος δεν είχε πια τη δύναμη ν’ ακολουθήση τη θλιβερή συνοδεία. Καθώς στάθηκε, άκουσε το βήμα τους, που έσβηνε σιγά – σιγά κι η παγωνιά γύρω του ρουφούσε της γυναίκας τ’ αναφυλλητά…
* * *
Μέσα στην κρύα σιωπή της νύχτας, αυτό ήρθε σαν ξαφνικά ν’ άνοιξε ένας μικρός καταρράχτης και σκόρπισε στο δρόμο ανθρώπους, κρότους και φωνές…Ήτανε μια φασιστική περίπολο. Κάτι είχανε ανακαλύψει και τρέχανε σα λυσσασμένοι! Άναβαν φανάρια, ψάχνοντας τους τοίχους και φώναζαν. Σταθήκανε μπρος από τα λόγια, που γράψανε τα δυό παιδιά…Κάποιος έριξε μια πιστόλια κι όλοι τότε αρχίσανε να χτυπούνε στο σκοτάδι και να τρέχουν…Χαθήκανε στο βάθος και τις φωνές τους τις ρούφηξε κι αυτές η νύχτα…Μα στη σιωπή, που έπεσε, απλώθηκε τώρα μια χαρούμενη μουσική, που ερχόταν από ψηλά…
Μέσα στην ολόμαυρη νύχτα, ο άγγελος είδε ένα φωτισμένο παράθυρο, ορθάνοιχτο, να περιγελάει το θεοσκόταδο που πλάκωνε την πολιτεία. Σαν η ψυχή του να ’κανε ένα πήδημα, άνοιξε τις φτερούγες με μια κρυφή ελπίδα: Βρισκότανε, λοιπόν, ακόμα ευτυχία σ’ αυτό τον έρημο τόπο; Πέρασε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και βρέθηκε σ’ ένα σπίτι χαρούμενο. Εκεί μέσα ήταν τόσο ζεστά, τόσο πλούσια όλα! Ένα πολύφωτο κρεμόταν στο ταβάνι κι η μεγάλη κάμαρα ήταν φορτωμένη με έπιπλα βαριά, που άστραφταν! Χαλιά έστρωναν το πάτωμα, ένα μεγάλο ραδιόφωνο έπαιζε στη γωνιά και το καλοριφέρ έκανε τόση ζέστη, που η παγωνιά της νύχτας δε μπορούσε να τη ρίξη. Στη μέση της κάμαρας ήταν στρωμένο ένα τραπέζι με χιονάτο τραπεζομάντηλο και στραφτερά γυαλικά, με πλούσια φαγητά και κόκκινο κρασί σαν αίμα…Δυό κοριτσάκια ροδοκόκκινα, με τα μαλλάκια τους ριγμένα στις πλάτες, ήταν καθισμένα στη μια πλευρά του τραπεζιού, αντίκρυ τους καθότανε μια νεαρή, όμορφη κυρία και στην κορφή ένας νέος, ψηλός αξιωματικός. Γερμανός. Είχανε τελειώσει το φαγητό τους κι η υπηρέτρια σήκωνε τα πιατικά. Το μικρό κορίτσι χασμουρήθηκε.
«Ώρα να κοιμηθείτε», έκανε η γυναίκα.
«Εγώ θα περιμένω το μπαμπά», είπε το πιο μεγάλο.
«Ανοησίες – την έκοψε κείνη σουφρώνοντας τα φρύδια. Αφού ξαίρεις πως ο μπαμπάς δε θαρθεί απόψε. Σηκωθείτε!»
Και πετάχτηκε πρώτη, κάτι λέγοντας στο Γερμανό, που χαμογελούσε.
«Χαιρετείστε τον κύριο Μύλλερ! Πρέπει να ξαίρετε πως προς χάριν του μείνατε απόψε τόσο αργά…»
Εκείνα προχώρησαν μαζί στον αξιωματικό κι ο άγγελος θαύμασε την καλή τους ανατροφή, όταν τα είδε να του δίνουν με χάρη το χέρι, λυγίζοντας το δεξί τους γόνατο σε μια κομψή υπόκλιση.
Τον ίδιο πλούτο είδε και στ’ άλλα δωμάτια, που τους έρριξε μια γρήγορη ματιά. Μέσα στη σάλλα, φεγγοβολούσε με μικρά λαμπάκια κι άστραφτε, φορτωμένο κάθε λογής χρωματιστά παιχνίδια, ένα κομμάτι έλατο, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, χιονισμένο με άσπρο μπαμπάκι. Μα η αταξία που βασίλευε χάμω, έδειχνε πως από νωρίς είχε περάσει από δω ένας παιδιάστικος σίφουνας.
Τα κορίτσια είχανε πάει στην κάμαρά τους, που ήτανε χρωματισμένη τριανταφυλλένια. Είχε κάτι σαν παραμυθένιο με τα μικρά της έπιπλα, τα παράξενα κουρντιστά ζώα και τις μεγάλες κούκλες που έκαναν τον άψυχο πληθυσμό της. Η μητέρα τους δεν είχε πάει μαζί τους, γιατί, βέβαια, ήταν δουλειά της καμαριέρας να τα βάλει να κοιμηθούν. Εκείνη τα βοηθούσε να γδυθούν και το μικρό ήτανε σχεδόν κιόλα κοιμισμένο. Μα το μεγαλύτερο, έλεγε ολοένα και ξανάλεγε:
«Αχ, γιατί να μην είναι απόψε κι ο μπαμπάς! Δε μ’ αρέσουν τα Χριστούγεννα χωρίς το μπαμπά…»
«Γιατί είσαι ανόητο κορίτσι; έλεγε η καμαριέρα. Αφού το ξαίρεις πως ο μπαμπάς σου εργάζεται στα έργα που κάνουν οι Γερμανοί.»
«Μα και τα Χριστούγεννα;»
«Έτσι είναι όταν είναι πόλεμος. Τα έργα δεν τελειώνουν κι οι μηχανικοί, σαν τον μπαμπά σου, κάνουν χρυσές δουλειές…»
«Τι δουλειές;»
«Να! Όσο να τελειώσουν ένα έργο, οι άλλοι το χαλάνε με τ’ αεροπλάνα. Κι ύστερα ξαναρχίζουν…Ελάτε! κάντε την προσευχή σας κι όνειρα γλυκά…»
Τα δυό κοριτσάκια γονάτισαν στα κρεββατάκια τους και κείνη βγήκε όξω. Στην πόρτα φάνηκε η μητέρα τους. Μα ήταν αλλιώτικη. Είχε βγάλει το φόρεμά της και φορούσε μια μακρυά μεταξωτή ρόμπα, που την έδειχνε πιο ψηλή και πιο όμορφη. Στάθηκε λίγο με μια κρυφή ταραχή, καμαρώνοντας τα παιδιά της, και μόλις τέλειωσαν την προσευχή τους έσκυψε και τα φίλησε τρυφερά.
«Θα κοιμηθείτε και σεις μαμά;» τη ρώτησε το πιο μεγάλο, με μιάν ανησυχία στα μάτια.
«Βέβαια…πώς…» απάντησε κείνη τρομαγμένη.
«Κι ο κύριος Μύλλερ;»
«Έφυγε…θα φύγει…» πρόστεσε με την ίδια ταραχή. «Καληνύχτα…Κοιμηθείτε…Απόψε θα ’ρθεί ο Χριστούλης μαζί σας…» Και βγήκε μ’ ένα γρήγορο βήμα, σα να ήθελε να ξεφύγει το σκεφτικό βλέμμα της κόρης της.
«Δε σε χρειάζομαι πια! Μπορείς να πας να κοιμηθείς», είπε απότομα στην καμαριέρα, που την αντάμωσε απ’ έξω.
Και τράβηξε με βήμα ελαφρό για την τραπεζαρία. Μα στάθηκε δισταχτικά, σα να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά και γύρισε απότομα στην κάμαρά της. Έσαξε με μια τσατσάρα τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας της και κοιτάχτηκε σ’ όλο της το κορμί…Είχε μιάν ανησυχία: αν ήταν αρκετά όμορφη…
«Δεν πρέπει να ντροπιάσω τις Ελληνίδες απόψε», πρόστεσε με σιγανή φωνή.
Και σαν αυτό να της έλειπε μονάχα, για να μη ντροπιάσει τις Ελληνίδες, άρπαξε ένα μικρό σιφόν με άρωμα και σκόρπισε στα μαλλιά της ένα μικρό αρωματισμένο φωτοστέφανο, κινώντας δώθε – κείθε τα χέρια καθώς έσφιγγε το λάστιχο.
Ξάφνου σούφρωσε τα φρύδια, σταματώντας το βλέμμα στη φωτογραφία ενός άντρα, που βρίσκονταν πάνου στην τουαλέτα, μέσα σε νικέλινο πλαίσιο.
«Τι με κοιτάς; – του είπε νευριασμένη. Είμαι καλά, ευχαριστώ! Κι εσύ φαίνεσαι πολύ ευχαριστημένος. Έχεις ένα χαμόγελο θριαμβευτικό – και μα την αλήθεια, δε σου πάει άσχημα! Ο κύριος Μύλλερ σ’ άφησε στο αεροδρόμιο κι αυτός ήρθε στο σπίτι σου. Πάντα καυχιόσουν για την εμπιστοσύνη, που σου ’χαν οι Γερμανοί». Πρέπει έλεγες, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους. Κι έτσι, αντί να μας κατακτήσουν εκείνοι, θα τους κατακτήσουμε εμείς! «Εσύ τους κατέκτησες! Η σειρά μου τώρα…»
Και με μιάν απότομη κίνηση, γύρισε τη φωτογραφία ανάποδα. μα ο γελαστός άντρας την κοιτούσε τώρα μέσα από τον καθρέφτη.
«Τέλος πάντων, – είπε, – εννοείς να με καταδικάσεις με το βλέμμα σου. Τ’ ήθελες, λοιπόν, να κάνω; να διώξω τον κύριο Μύλλερ; Μπορούσε τότε να σε διώξει κι αυτός και θα σου χαλούσα την κατάκτηση…Μα και να ’θελα δε θα μπορούσα…Ο άνθρωπος αυτός με τραβάει…Ήρθε πολεμώντας μέσ’ από την καρδιά της Ευρώπης για να με βρει…Πάτησε χώρες και χωριά για να πέσει στην αγκαλιά μου…Κι είναι τόσο γκαλάν, τόσο ευγενικός, τόσο λεπτός! Έπρεπε να το καταλάβεις πόσο ήταν επικίνδυνο να μου τον γνωρίσεις…»
Έσκυψε το κεφάλι, πιάνοντας με το χέρι το φλογισμένο της μέτωπο, σα να ’κανε μιάν ύστερη πάλη με τον εαυτό της. Και με το άλλο χέρι έρριξε μηχανικά τη φωτογραφία του άντρα της πάνου στο μάρμαρο…
Τότε φάνηκε πίσω της, στην πόρτα, ο αξιωματικός. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, τα μάτια του άστραφταν, το στόμα του ήταν μισανοιχτό και το κάτω χείλος του έτρεμε…Σαν το γεράκι, που ζυγίζει το πέταγμά του, άπλωσε τα χέρια και με μια μεγάλη δρασκελιά βρέθηκε κοντά της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Εκείνη τινάχτηκε ξαφνιασμένη και μια τρομαγμένη φωνή που έβγαλε, ξεψύχησε σ’ ένα μεγάλο φιλί…
Ο άγγελος έκανε πίσω, με την ίδια φρίκη – σα να πατούσε πάλι ένα πτώμα…Τούτη η ζέστη σ’ αυτό το σπίτι κι η βαρειά μυρουδιά, που ήταν γύρω σκορπισμένη, τον έπνιγε…Μ’ ένα μεγάλο πήδημα τινάχτηκε όξω και βρέθηκε ξανά στο δρόμο. Ησυχία τον τύλιγε, ησυχία θανατερή…Η ζωή κυκλοφορούσε κρυφά και τρύπωνε στα σπίτια με φόβο ή ντροπή…Κοιτούσε ένα χαμηλό φτωχόσπιτο, με σιδερένια οξώπορτα, που κείτονταν στην άκρη του δρόμου, λουφασμένο μες στη σκοτεινιά…Τι να κάνουν εδώ; Γιατί δεν ακούγονται; Δεν έχουν ούτε ένα φωσάκι…Μα ξάφνου μια παιδιάστικη φωνή ξέσκισε την παγωμένη σιωπή.
«Μαμά!…Ξύπνα! Τον έπιασα! Τρώει…»
Η φωνή σουβλερή, σφυριχτή, ήταν παράξενα τραγική…Φώτα ανάψανε πίσω απ’ τις γρίλλιες του σπιτιού κι ακούστηκαν στο πάτωμα βήματα από πόδια γυμνά…φωνές κομμένες, λαχανιασμένες, σα να γινότανε μεγάλο κακό. Ο άγγελος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε μέσα.
Σ’ ένα χαμηλό δωμάτιο, ένας γεροντάκος, με πιτζάμες ξεσκισμένες, ήταν ανακαθισμένος στο κρεββάτι του κι είχε μπροστά του ένα κομμάτι ψωμί, τυρί, σταφίδα κι ένα πορτοκάλι, που πήγαινε να τα σκεπάσει με τα χέρια του…Το στόμα του ήταν μπουκωμένο. Και γύρω του όλη η οικογένεια. Ένας άντρας μισόγυμνος, ψηλός και κοκκαλιάρης, μια γυναίκα περασμένη, μ’ ένα παλτό ριγμένο στις πλάτες , ένα κορίτσι με μια ρόμπα μακρυά κι ένα αγοράκι γονατισμένο στο άλλο κρεββάτι, που φαίνονταν να διασκεδάζει μ’ όλ’ αυτά. Ο γέρος τους κοιτούσε φοβισμένα και το μάτι του έπαιζε από δω κι από κει ήταν μαζεμένος, έτοιμος να φυλαχτεί από κάποιο χτύπημα, που δεν ήξαιρε πούθε θα του ’ρθει…
«Παλιόγερε! – έβριζε ο άντρας. Γι’ αυτό όλοι λυώνουμε και συ βαστιέσαι! Μας τρως το φαΐ κι ύστερα τα κονομάς από πάνου κρυφά και τρως πάλι μοναχός σου!»
«Αυτός να ζήσει και μεις να πεθάνουμε, κατάλαβες;» τσίριζε το κορίτσι.
«Δεν κοιτάς αυτό το δύστυχο, που έρεψε όλο, – έκλαιγε η γυναίκα δείχνοντας το παιδί. Μόνο το τομάρι σου κοιτάς, πόχεις το ’να σου πόδι στο λάκο…»
«Τον άκουγα, που ματσούλαγε σαν ποντικός», έλεγε τ’ αγοράκι γελώντας.
«Πάρε, κακόμοιρο, να φας εσύ μια μπουκιά!» – άρπαξε η γυναίκα το ψωμί κι έκαμε να το δώσει του παιδιού. Μα ο άντρας τής το πήρε απ’ τα χέρια.
«Εγώ δουλεύω!» είπε. Και μπούκωσε το στόμα του.
Η γυναίκα απόμεινε άλαλη…Μα το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια.
«Κι εγώ δε δουλεύω;»
Χύμηξε πάνω του κι έκαμε να του πάρει το κομμάτι που κρατούσε, από τα χέρια. Μ’ αυτός της έδωσε μια γερή σπρωξιά και την πέταξε στο κρεββάτι του γέρου.
«Παλιοτσούλα! Θα πάρεις το ψωμί του πατέρα σου;»
Τότε κλάφτηκε ο γέρος.
«Κι εγώ δεν είμαι πατέρας σου; Γιατί μου παίρνεις εσύ το ψωμί;»
«Έχεις μούτρα συ και μιλάς;» του απάντησε το κορίτσι.
Και με μια γρήγορη κίνηση τού άρπαξε το τυρί, που είχε μπροστά του. Πριν ο γέρος προφτάσει να της πει τίποτα, αυτή το μπούκωσε κιόλα το στόμα της.
«Κακούργα! – φώναξε η μάνα. Δε θα δώσεις στ’ αδερφάκι σου;»
Κι εκείνη με το στόμα γεμάτο, της απάντησε, χειρονομώντας ζωηρά:
«Εγώ δε γέννησα παιδιά! Εσύ που γέννησες, να βρεις να τα ταΐσεις…»
«Πάρε συ τη σταφίδα, τότε, παιδάκι μου», έκανε η μάνα.
Και μ’ αυτά τα λόγια, άρπαξε μια σακκουλίτσα με σταφίδα, που είχε ο γέρος μπροστά του.
«Μη…μη…μη…» ούρλιαξε αυτός απελπισμένα.
Όμως εκείνη ήταν κιόλα μπροστά στο παιδί της, που άπλωνε τις φουχτίτσες του λαίμαργα. Έκαμε να του αδειάσει τη σακκούλα, μα το χέρι της έτρεμε. Τρέμανε κι οι φούχτες του παιδιού από λαχτάρα. Μα μόλις πέσανε ένα – δυό σπειράκια στα χέρια του…Κι η μάνα, έβγαλε μια παράξενη φωνή, σα λυγμό, σαν ουρλιαχτό και με μια κίνηση απότομη των χεριών της, που την έκανε σα να μην ήθελε, άδειασε όλη τη σακκούλα στ’ ολάνοιχτο στόμα της.
«Μαμά!» φώναξε το παιδί κι απόμεινε με τις φούχτες απλωμένες. Μα κείνη γύρισε στον τοίχο.
«Μαμά!» ξανάπε…και πήδησε απ’ το κρεββάτι.
«Χα! χα! – γέλασε ο γέρος. Παλιόπαιδο! Γιατί να φωνάξεις; Αν μου ’λεγες, θα σου δινα και σένα…Τώρα κάτσε νηστικός.»
Και μ’ αυτά τα λόγια, άρπαξε βιαστικά ένα πορτοκάλι που τ’ απόμεινε και χώθηκε στα ρούχα…
Το μικρό, όρθιο, με τα γυμνά του ποδαράκια στο πάτωμα, κοιτούσε τους μεγάλους σηκώνοντας το κεφάλι και το πρόσωπό του τρεμούλιαζε σ’ ένα κλάμα, που του αντάριαζε την ψυχούλα…
«Όλοι φάγατε και μένα δε μου δώσατε…Γιατ’ είσαστε μεγάλοι εσείς κι εγώ είμαι μικρό…Εμένα θα μ’ αφήσετε να πεθάνω…Μα γω δε θέλω!»
«Σώπα Σώπα! Για όνομα του Θεού! φώναξε η μάνα απελπισμένη και σωριάστηκε γονατιστή μπροστά του. Μια φορά ήμαστε άνθρωποι και μεις…Έλα, χρυσό μου, πέσε…πέσε στο κραββατάκι σου, μη μου κρυώσεις…»
Και τα δάκρυα τής έβρεχαν το πρόσωπο…
«Κλαις, αλλά τη σταφίδα την έφαγες – φώναξε το παιδί με θυμό…Ξαίρω γιατί κλαις! Φοβάσαι μην το πω του Τίτου! Μα θα τον πω! Όχι! Δε θα πέσω…Εδώ θα τον περιμένω όσο να γυρίσει…Κι όλα θα του τα πω…Μόνο ο Τίτος μ’ αγαπάει…»
Κι έβαλε τα κλάματα.
Πάνου στην ώρα ένα κλειδί ακούστηκε στην οξώπορτα. Κι ύστερα ένα κλείσιμο σιγανό…
«Ο Τίτος!» φώναξε το παιδί με χαρά!…
Όλοι κοιτάχτηκαν με φόβο κι ήτανε σα να θέλανε να κρυφτούνε από ντροπή. Μα ήταν αργά! Εκείνος φάνηκε στην πόρτα. Κι ο άγγελος τον κοίταξε σαν παλιό του φίλο… Ήταν ο νέος, που είχε δει πριν, να γράφει όξω στους δρόμους με τη μπογιά. Τους κάρφωσε με μια ματιά παραξενεμένος, σα να μην περίμενε να τους δει όλους έτσι μαζί, μισόγυμνους…Και πριν ανοίξει το στόμα του, ο μικρός τού τα πρόφτασε όλα…Το και το…
«Καημένο παιδάκι – του ψιθύρισε…Κι η φωνή του ήταν παράξενα σβηστή. Να! Πάρε!» Έβγαλε από την τσέπη του δυό χαρούπια και μια φούχτα σταφίδα και τα ’δωσε στο παιδί…Ύστερα σωριάστηκε στην καρέκλα, χλωμός, έτοιμος να σβήσει. Η ανάσα του ήτανε κομμένη. Και κοιτούσε τους άλλους με τόση θλίψη, σα να τους έκλαιγε νεκρούς…
«Γιατί τα κάνετε αυτά; – τους είπε σιγά. Φοβάστε μην πεθάνετε; Μα δεν υπάρχει ελπίδα να ζήσετε, αν δεν το πάρετε απόφαση να πεθάνετε – αυτό πρέπει να ξαίρετε…Ναι! δεν είσαστε μονάχοι…Όλο το έθνος υποφέρει…και παλεύει να ξεσκλαβωθεί…θα περάσουν όλα…μα ως τότε μην ξεχνάτε πως είσαστε άνθρωποι…Καταντήσατε σαν τα ζώα…Δεν σας μένει παρά να βγάλετε ένα τριχωτό τομάρι, να τεντώσετε τα νύχια σας και να πέσετε ο ένας πάνου στον άλλο, να φαγωθείτε, σαν άγρια θηρία. Μα τι θα βγει μ’ αυτό;» Εκείνοι είχαν χαμηλώσει το κεφάλι και τον ακούγανε, σωπαίνοντας, ντροπιασμένοι. Μα ο πατέρας δεν κράτησε άλλο.
«Μη μιλάς έτσι, που να πάρει ο διάολος! Πεινάμε! Δεν ξαίρουμε τι κάνουμε! Είναι να τρελλαθεί κανείς!»
Τα μάτια του βούρκωσαν κι ένας λυγμός τον έπνιξε…
«Πατέρα…- τον έκοψε ο νέος με χαμόγελο…- καταλαβαίνεις, λοιπόν, το κατάντημά σου;»
«Αν καταλαβαίνω! – Κι έτρεξε κοντά του. Εσύ πώς μπορείς και κρατιέσαι; Δεν τρως πια μαζί μας και μας αφήνεις το δελτίο σου. Ξαίρω πως κινδυνεύεις τη ζωή σου…Και δεν κάνω τίποτα…τίποτα για να σε μποδίσω! Ποια ώρα είν’ αυτή που γυρίζεις; Τι θα γίνεις αν σε πιάσουν;»
Μια γκριμάτσα αυλάκωσε το χλωμό πρόσωπο του νέου.
«Ήθελα – έκανε με κόπο…- ήθελα να σας εμπιστευθώ κάτι! Μα πώς να μιλήσει κανείς με σας, όπως καταντήσατε! Μπορεί να με προδώσετε για ένα χαρούπι.»
Πατέρας, μητέρα και αδερφή, τρέξανε κοντά του. Κι ο γέρος ανασηκώθηκε στο κρεββάτι του. Μιλούσανε όλοι μαζί και τον παρακαλούσαν να τους πει…Ήτανε πρόθυμοι να τον βοηθήσουνε σ’ ό,τι τους ζητούσε…Κι αυτός σηκώθηκε από την καρέκλα. Τους γύρισε σιγά – σιγά τις πλάτες! Κι όλοι υποχωρήσανε με φρίκη, βγάζοντας μια φωνή. Ο γέρος πετάχτηκε όρθιος…Το παλτό ήταν γεμάτο αίματα.
«Παιδί μου! Παιδάκι μου!» ούρλιαξε η γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτε, μητέρα. Με βρήκε μια σφαίρα, μα ξώδερμα…Το δύσκολο ήταν να τους ξεφύγω, αλλά τους ξέφυγα…Δε θα πείτε τίποτα!»
«Ο Θεός φυλάξοι…»
Ο γέρος στάθηκε μπροστά του και του καθάριζε το πορτοκάλι με χέρι τρεμάμενο. Του’ βαλε μια φέτα στο στόμα.
«Πάρε, παιδί μου…Θα σου κάνει καλό!»
Κι οι άλλοι μπαίναν, βγαίναν, τρέχαν πάνου – κάτου, με ταραχή. Να γδύσουν το παιδί, να του πλύνουν την πληγή, να του τη δέσουν – και σε κανένα τσιμουδιά. Ο άγγελος τούς κοιτούσε στην καινούργια ταραχή τους. Κι’ ήτανε τόσο χαρούμενος! Χαρούμενος γιατί έβλεπε ανθρώπους που είχανε γίνει θηρία, να ξαναγίνονται άνθρωποι και πάλι. Άπλωσε την άσπρη του φτερούγα κι έβαψε την άκρη της στο αίμα του νέου…
* * *
Μια ελπίδα σάλεψε στην αγγελική του καρδιά…Τάχα να’ γιναν άνθρωποι και κείνοι…στο χαρούμενο σπίτι; Η ευτυχία τους ήτανε πικρή…Ποιος μπορούσε να ‘ρθη στο σπίτι αυτό, να τους φέρει τη χαρά, την περηφάνεια του ανθρώπου όπως αυτό το παιδί, με τις πληγές και με το αίμα – ο Τίτος; Μ’ ένα κρυφό καρδιοχτύπι, βρέθηκε ξανά στο σπίτι με τα κορίτσια, το δέντρο, την όμορφη μαμά…Όλα ήταν σκοτεινά τώρα εκεί μέσα βασίλευε η σιωπή…Τα κορίτσια κοιμότανε στην κάμαρά τους και το χριστουγεννιάτικο δέντρο αχνόφεγγε θαμπά στο σκοτάδι…Κι η μαμά;
Ένα τρίξιμο ελαφρό ξάφνου ακούστηκε στην κλειδαριά της πόρτας του χωλλ. Κι ένας άντρας έμπαινε σιγά – σιγά, προφυλαχτικά, σαν κλέφτης! Άναψε το φως! Κάθε άλλο παρά κλέφτης ήτανε…Ο άγγελος δε δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος της φωτογραφίας, που τόσο είχε ενοχλήσει πριν την κυρά…Είχε το ίδιο εκείνο, ευχαριστημένο, το θριαμβευτικό χαμόγελο και κάτι παραπάνου: Έλαμπε στα μάτια του η χαρά και πλημμυρούσε την ψυχή του η ευτυχία. Κοίταξε γύρω – γύρω σα να χάιδευε όλα τα πράματα με το βλέμμα του και κάθισε στο καναπεδάκι σα να’ θελε να βεβαιωθεί για την ανείπωτη αυτή ευτυχία, πως ήτανε στο σπίτι του!
«Λοιπόν, κύριε Μύλλερ, καθώς βλέπεις – έλεγε μέσα του γελώντας – να που σου το ’σκασα! Θα κρεμάσεις αύριο τα μούτρα σου, που θα το μάθεις, αλλά τι να κάνουμε! Έχει ο αφέντης μας αφέντη κι ο Υποδιοικητής έχει Διοικητή! Αχ! Τι θαυμάσιος άνθρωπος αυτός ο χερ Μπάρριμαν…Δε χρειάστηκε πολύ για να τον καταφέρω να μου δώσει άδεια! Και γραφτή μάλιστα…Κοίτα δω!»
Κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μακρόστενο χαρτί με σφραγίδες και γράμματα.
«Χαρτί, λέω, χερ Κομαντάν…Πόλεμο έχουμε! Αστειεύεσαι; Δεν έχω καμιά όρεξη να με στείλετε για σαμποτέρ στο στρατοδικείο…Α…τι χαρά, που θα κάνουν οι κορούλες μου! “Ο Χριστός μ’ έφερε το βράδυ, που κοιμόσαστε…” έτσι θα τους πω αύριο…Μα τη γυναικούλα μου θα την ξυπνήσω απόψε…”Είμαι ο μπουναμάς σου, ο ζωντανός σου μπουναμάς…” έτσι θα της πω!»
Και σα να βιάζονταν να χαρεί την ευτυχία του, τινάχτηκε ορθός. Έρριξε μια ματιά από την ανοιχτή πόρτα της σάλας και κοίταξε το δέντρο χαμογελώντας.
«Χμ! Δεν περάσατε άσχημα, κατεργαρούλες! Μα ήθελα να ξαίρω πώς θα γινότανε αυτά, αν δε συνεργαζόμουνα τόσο πιστά με τους Γερμανούς…Πολλοί με λένε προδότη! Ας ερχότανε, όμως, στο σπίτι μου αυτοί οι κύριοι – κι ας μου λέγανε ύστερα αν είναι προδοσία να φέρνει κανείς την ευτυχία στους δικούς του…»
Και σα να ήθελε να διώξει τις ενοχλητικές αυτές σκέψεις, μπήκε σιγά στην κάμαρα των κοριτσιών του. Προχώρησε αθόρυβα στα κρεββατάκια τους κι άφησε ένα ελαφρό φιλί στα μαλλιά τους. Ύστερα βγήκε και τράβηξε για την κάμαρα της γυναίκας του. Μα για μια στιγμή στάθηκε δισταχτικός μπρος από την κλειστή της πόρτα. Ο άγγελος διάβασε τη σκέψη του στο νου του: Να μπει σιγά και να την ξυπνήσει τη γυναικούλα του με χάδια ή να την τρομάξει λίγο; Προτίμησε το δεύτερο. Θα γελούσανε…Έσπρωξε, λοιπόν, την πόρτα δυνατά και άναψε απότομα το φως. Το σκοτάδι από την κάμαρα χάθηκε, αλλά μαζί μ’ αυτό χάθηκε από το πρόσωπό του το χαμόγελο. Είδε να τινάζονται στο κρεββάτι δυό άνθρωποι μαζί: η γυναίκα του κι ένας άλλος…Μα ήταν αλήθεια ή όνειρο αυτό που’ βλεπε; Εκείνος ο άλλος είχε απλωμένο το χέρι στο κομοδίνο ν’ αρπάξει το πιστόλι, μα τώρα το τράβηξε και τον κοιτούσε, σα να του ήταν γνωστός…
Και σ’ αυτόν τον ίδιο του φάνηκε να τον γνωρίζει…Ήταν ένας από τους ξανθούς αξιωματικούς, που «συνεργάζονταν» όλη μέρα…με τη διαφορά πως ήταν γδυτός, με τη γυναίκα του…Να κι η στολή του στην καρέκλα…Μα έλα, λοιπόν, ήταν δυνατό να μη γνωρίζει τον κύριο Μύλλερ!…
Ο χερ Μύλλερ!…
Δε μπορούσε πια να νομίζει πως ονειρεύεται, αφού όλα τα ’βλεπε τόσο καθαρά! Σ’ έναν άλλο θα φαινότανε, ίσως, κείνη την ώρα πως πέφτει από ψηλά, πως ο κόσμος γύρω του γκρεμίζεται ή πως μια άβυσσο ανοίγει στα πόδια του, να τον ρουφήξει. Τίποτα απ’ αυτά. Εκείνος, το μόνο πράμα που ένοιωθε, ήταν πως ξαφνικά άδειασε απ’ ό,τι είχε μέσα του ζωντανό. Ο άγγελος το ’βλεπε καθαρά…Απόμεινε δίχως αίμα, δίχως καρδιά και δίχως νου, ένα ολόρθο ξύλο ξερό, σα δέντρο που το ’καψε ο κεραυνός. Περισσότερο από κάθε τι άλλο αισθανότανε το άδειασμα του μυαλού του. Τίποτα δε μπορούσε να σκεφτεί και μόνο μια ιδέα του καρφώθηκε: πως αυτός δεν το ’σκασε από το αεροδρόμιο, αλλά πως πήρε άδεια κανονική και πως αυτή την άδεια έπρεπε τώρα να τη δείξει στον κύριο Μύλλερ…Αυτή η γελοία ιδέα τού κόλλησε για τα καλά. Κι έβλεπε τώρα το μακρόστενο άσπρο χαρτί με τα γράμματα και τις σφραγίδες, το ’βλεπε να χοροπηδάει μπροστά του, ανάμεσα απ’ αυτόν και το κρεββάτι…Έπρεπε χωρίς άλλο να τη δείξει, μα δε μπορούσε να κινήσει το χέρι του…Ωστόσο, πόση ώρα θα ’πρεπε να φύγει, να μην τους ενοχλεί…Μα ούτε τα πόδια του μπορούσε να κινήσει. Φαίνεται πως ο κόσμος πέτρωσε με μιας και πως αυτός θα’ στεκε τώρα και μπρος όλο έτσι, ολόρθος, αιώνες ολάκερους να βλέπει τη γυναίκα του στο κρεββάτι με τον κύριο Μύλλερ…Μα όχι! Ο κόσμος δεν πέτρωσε. Δες εκεί; Αυτοί οι δυό μπορούνε και κινούνται. Η γυναίκα του γύρισε μπρούμυτα κι έμπηξε τα κλάματα, χώνοντας το κεφάλι στο μαξιλάρι. Κι ο Γερμανός βγάζει τις πιτζάμες, που φορούσε. Τις γνωρίζει καλά αυτές τις πιτζάμες, είναι δικές του. Τώρα ντύνεται γρήγορα τη στολή του, παίρνει το πιστόλι του, περνάει τη ζώνη του και φοράει το πηλήκιό του. Αυτός που είν’ ένα ξύλο ξερό, τον κοιτάζει αδιάκοπα σ’ ό,τι κάνει, τον ρουφάει, θαρρείς, με τα μάτια. Εκείνος, όμως, που είναι άνθρωπος ζωντανός, δεν του ρίχνει ούτε μια ματιά. Τώρα, να τος, που πάει για να φύγει. Φεύγει και θα μείνει με την ιδέα πως είναι χωρίς άδεια, γιατί να, δεν μπορεί να κινηθεί, να του τη δείξει…Μα δε φεύγει…Πριν τον προσπεράσει, στέκει μια στιγμή, του ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο σεβασμό και παίρνοντας στάση προσοχής, χτυπάει το πόδι του, σηκώνει το χέρι του και τον χαιρετάει στρατιωτικά.
Το ξύλο το ξερό, ξάφνου, ζωντάνεψε. Έκανε πίσω δυό βήματα κλονισμένα σαν κάποιος να τον είχε σπρώξει δυνατά, κι ενώ ο κύριος Μύλλερ έφευγε, αυτός άρχισε να γελάει…Μα καταλάβατε τι έγινε; Η Βέρμαχτ η ίδια, η ένδοξη Βέρμαχτ, στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά του, μπροστά σ’ αυτόν που είναι ένας προδότης της πατρίδας του κι ένας κερατάς…Πιθανόν κι ο κύριος Μύλλερ να είναι επίσης ένας κερατάς, σίγουρα, όμως, δεν τον φτάνει αυτόνε κι αφού τον χαιρετάει, σαν ανώτερο, αυτός θα ’ναι αρχικερατάς…Μα γιατί έφυγε ο εξαίρετος αυτός άνθρωπος; Πώς δεν κάθησε να γελάσουν τώρα κι οι τρεις μαζί μ’ αυτήν την ιστορία; Ω! Το ήθελε τόσο πολύ! Το γέλιο τον πνίγει, τον πιάνει από τον λαιμό και τον ταρακουνάει, σηκώνεται μέσα του σα σίφουνας και τον ανεμοδέρνει…Γελάει δυνατά, αβάσταχτα, πνιχτά…Η γυναίκα του πάλι, τι έπαθε και κλαίει; Να τη που σηκώνεται, λουσμένη στα δάκρυα, με τα μαλλιά αναστατωμένα! Δες τη! Σέρνεται μπροστά του, γονατίζει, του ζητάει να τη συχωρέσει, μ’ αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, δε θέλει ν’ ακούσει τίποτε, μόνο γελάει…γελάει αδιάκοπα…Είναι αξιοθαύμαστοι αυτοί οι Γερμανοί…Έχουν οργανώσει ακόμα και την ιεραρχία των κερατάδων κι ένας κερατάς κατώτερου βαθμού, όπως ο κύριος Μύλλερ, στέκει εις στάσιν προσοχής μπροστά σ’ αυτόνε, που πρέπει νάναι Στρατάρχης…Χωρίς άλλο θα τον καλέσει κι ο Χίτλερ στο Βερολίνο, μαζί με την όμορφη γυναίκα του και θα του δώσει παράσημο ένα μεγάλο κέρατο! Χάιλ Χίτλερ! Χάιλ Χίτλερ! Γελάστε, δε γελάτε Χάιλ Χίτλερ! Γύρω του τρέχουν κι άλλοι…Η υπηρέτριά του κι οι δυό του κόρες. Μαζί με τη γυναίκα του φωνάζουν όλες μαζί, κλαίνε και χτυπιούνται, μα εκείνος γελάει, γελάει απαίσια, φριχτά, τραγικά, γελάει κι ολοένα φωνάζει Χάιλ Χίτλερ!…Χάιλ Χίτλερ…
Μια ανατριχίλα έζωσε το κορμί του αγγέλου. Ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος που είχε δοθεί στον ξένο αφέντη θεληματικά, θαρρούσε πως ήταν κλεισμένος σ’ αυτό το τρελλό γέλιο, σ’ αυτές τις βραχνές ζητωκραυγές. Τίναξε τις φτερούγες του και βρέθηκε μακρυά.
Πετούσε ψηλά κι έσκιζε το σκοτάδι, λουσμένος σ’ ένα απόκοσμο φως. Όλες οι φοβερές εικόνες, που είδε, περνούσαν από μπρος του! Μα το καθάριο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στη ματωμένη άκρη της φτερούγας του. Καθώς την κοιτούσε του φαίνονταν πως χάραζε στο διάστημα μια κόκκινη γραμμή – το μονοπάτι, που πάει απ’ το βυθό της σκλαβιάς στον ουρανό της ελευθερίας…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.