Το διήγημα της Πέμπτης: [Χριστούγεννα με το θάνατο] του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)
“Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νισάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει…”
Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές θα εκτοπιστούν ως «επικίνδυνοι» στον Αη Στράτη, που χρησιμοποιήθηκε σαν τόπος εξορίας από το 1929 έως το 1962. Από το 1935 έως τις 16 του Ιούλη 1943, το μητρώο της ομάδας των εξόριστων κατέγραψε 950 περίπου αγωνιστές στο νησί αυτό του μαρτυρίου.
Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μια ομάδα εξόριστων βρίσκεται στον Αη Στράτη. Το μεταξικό φασιστικό καθεστώς τούς έχει παραδώσει στους Γερμανούς καταχτητές, κι αυτοί ευχαριστημένοι από τη δουλικότητα των συνεργατών τους, αφήνουν την ίδια ελληνική φρουρά, που αποτελείται από δύναμη χωροφυλακής, στο νησί.
Τον χειμώνα του 1941-42 ο διοικητής της φρουράς συγκεντρώνει τους εξόριστους στο παλιό σχολείο και τους εξαναγκάζει με την απειλή των όπλων σε πείνα, αφού πρώτα με τη συνεργασία του τοπικού μοναστηριού ξεγελάει την ομάδα και της κλέβει τις προμήθειες. Ο εκβιασμός είναι ωμός: Δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού ή θάνατος! Κάτω από φριχτές συνθήκες πεθαίνουν από πείνα 33 αγωνιστές. Οι κομμουνιστές εξόριστοι δεν λυγίζουν και στο τέλος νικούν. Την άνοιξη του 1943 καταφέρνουν και δραπετεύουν με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ οι εναπομείναντες 60.
Ανάμεσα στους εξόριστους που επέζησαν από τη μάχη με την πείνα, βρίσκεται ο κομμουνιστής λογοτέχνης – συγγραφέας Κώστας Πουρναράς (Μπόσης). Στο βιβλίο του “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941″, θα αποτυπώσει τη ζωή των εξόριστων στον Αη Στράτη, τις στερήσεις, την πείνα και τον θάνατο αλλά και την απαράμιλλη πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1947 από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και ακολούθησαν κι άλλες εκδόσεις. Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα που θα μπορούσε να σταθεί ως αυτόνομο διήγημα, αλλά λειτουργεί και ως αφορμή ώστε ο αναγνώστης να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο (δείτε το εδώ), και να μπει για τα καλά στο κλίμα της περιόδου και των γεγονότων στα οποία συμμετέχει ενεργά ο ίδιος ο συγγραφέας.
-Στη φωτογραφία: Ο «κεντρικός θάλαμος» – παλιό σχολείο του Αη Στράτη, μέσα στον οποίο πέθαναν από πείνα 33 εξόριστοι τον χειμώνα του 1941-42
ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941
[Χριστούγεννα με το θάνατο] – απόσπασμα
του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)“Περνούμε τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Ζώα, πατάτες, σχέδια, ελπίδες, όλα κουρνιαχτός και στάχτη. Εκατόν τριάντα άνθρωποι στα χέρια δύο εγκληματιών, του καλόγηρου και του αστυνόμου. Δυο οκάδες κριθαρίσιο αλεύρι φτιάξαμε κουρκούτι τη μέρα πού γεννήθηκε η αγάπη για τους χριστιανούς και φάγαμε τόσοι άνθρωποι. Μια γραμμή από σκελετούς βαδίζουμε, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω για το θάνατο. Κυλούσαμε μέσα σε μια κόλαση κι απ’ τον ένα κύκλο τον άσχημο περνούσαμε στον άλλο. Το χειρότερο! Έξω διαβολόκαιρος. Κρύο φαρμάκι. Οι αγέρηδες δυνατοί και τσουχτεροί πέφτανε με δύναμη πάνω στον ξερόβραχο σαν να ‘θελαν να τον ξεθεμελιώσουν.
Η θάλασσα ασπρογάλαζη, φοβερή μούγκριζε, έτρεχε σαν δαιμονισμένη απ’ τη Λήμνο προς τα ξερονήσια και τη Σκύρα. Χτυπούσε με λύσσα σ’ ένα κάβο, απέναντι απ’ το χωριό, στη γωνιά του Λένιν (έτσι βγάλανε τον κάβο οι εξόριστοι), το νερό σηκωνότανε οργιές στον αέρα. Γινότανε αχνός, έκρυβε τη γη. Νόμιζες πως το υγρό στοιχείο βάλθηκε να τον ξεριζώσει. Να σαρώσει εκείνο το εμπόδιο και ύστερα λεύτερο να παίξει, να τρέξει προς το νοτιά. Λεπτούτσικα, μολυβένια σύννεφα τρέχανε στον απέραντο ουρανό, λες και παίζανε κυνηγητό με τα κύματα. Κουβαράκια-κουβαράκια μαζεμένοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η σκέψη ξεπερνούσε την πείνα. Τρυπάνι μυτερό πού έφερνε πόνο, απογοήτευση. Έτρεχε, γύριζε, έκλωθε στο ίδιο πρόβλημα. «Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;»
Ψάχνουμε μ’ ανήσυχο μάτι να συμπεράνουμε ποιος θ’ ανοίξει τη σκηνή! Ποιος θα ‘σερνε πρώτος το χορό. Έψαχνε ο καθένας να βρει τη σειρά του, τη θέση του. «Ο Καντήλας… ο Καλές… ο… ο… είναι πιο εξαντλημένοι από μένα. Αυτοί θα πεθάνουν πρώτοι, κι αφού αυτοί δεν πέθαναν… εγώ…» Έτσι σκεφτότανε ο καθένας, κι έπαιρνε κουράγιο. Την ίδια σκέψη θα ‘κανε κι ο Καντήλας κι ο Καλές, και τόσοι άλλοι. Ο καθένας έβλεπε τον άλλο και φοβότανε. Η σκέψη δεν έφευγε απ’ τα φαγιά. Τούτο καλό, τ’ άλλο καλύτερο και κανένα άσχημο. Και τη χελώνα, και τα βατράχια, και τα φίδια, και τα χορτάρια, και τα πίτουρα. Ό,τι μπορούσε να μασηθεί, ό,τι μπορούσε να περάσει στο στομάχι ήταν «αμβροσία και νέκταρ». Ο νους γύριζε στα περασμένα. Σε μέρες πού είχαμε ψωμί. Σε μέρες πού είχαμε κρέας. Κι ένα παράπονο και γινάτι με τον εαυτό μας φύτρωνε γιατί κάποτε χύσαμε κάτι αποφάγια, γιατί δε φάγαμε ένα φαΐ. Γιατί σ’ ένα φιλικό σπίτι μας είπανε να φάμε κι εμείς δε φάγαμε. Πόσο κουτοί ήμασταν τότε! Ε, και να ήταν τώρα;
Και θυμούμαστε τις χελώνες του χωριού μας παυ τρέχανε το καλοκαίρι, τρώγανε τα φασόλια κι εμείς τις κυλούσαμε στον κατήφορο. Πόσο χαζοί ήμασταν τότε. Γιατί να μην… τις φάμε… και θυμόμαστε όταν οι δικοί μας μας δίνανε ξερό ψωμί και δε μας άρεσε… ε, τι ξύλο θέλαμε! Πόσο πικραίναμε τους δικούς μας. Κι αμέσως αγαπημένα πρόσωπα ξεπετιόνταν στο μυαλό μας. Γριούλες μ’ αγαθή όψη, ζαρωμένο απ’ τούς πόνους και τα χρόνια και τις στερήσεις πρόσωπο, καμπουριασμένη απ’ τη δουλειά ράχη, γεροντάκια, παιδόπουλα, νεαρές κοπέλες, γλυκιές συντρόφισσες. Κι οι σκελετοί ψελίζανε σα να παραμιλούσαν: «παιδάκια μου… γυναικούλα μου…» κι η σκέψη ξανά στο φαΐ. Δίπλα-δίπλα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, παρέες-παρέες πάνω από μια χούφτα κάρβουνα συζητούσαμε κι όλο συζητούσαμε το ίδιο θέμα.
– Βρε σύντροφοι, να βγούμε ζωντανοί από τούτη δα την κόλαση. Άμα βγούμε έξω θα πάρω μια οκά αλεύρι και θα φτιάξω ένα κουρκούτι που θα χαλάει ο κόσμος, Θα χορτάσω, έλεγε ένας.
– Που να δείτε τι φαΐ είναι οι χελώνες! έλεγε δεύτερος.
– Καλά! έφαγες; Και πώς μαγειρεύεται; ρωτούσε τρίτος.
– Αν έφαγα, λες; ‘Εχει ένα άσπρο κρέας! Σαν κατόπουλο. Άμα τη ζεματίσεις με χοχλαστό νερό βγαίνει όλα το καύκαλο και η εξωτερική πέτσα και μένει κάτασπρο κρέας, λαχταριστό-λαχταριστό, ύστερα το βράζεις.
– Άντε καημένε! Θέλει και βράσιμο.
– Ε! και να μη φάω!! αναστέναζε ο Γιωργόπουλος. Ας βγω από δω και βλέπετε. Στο χωριό μου είναι ένα προσήλιο, σκεπασμένο με πουρνάρια. Μια πλαγιά γεμάτη χελώνες. Ας βγω και θα δείτε γλέντι, αλλά ας βγούμε πρώτα.
– Για να δείτε, βρε παιδιά, έλεγε ο Δροσόπουλος. Κάποτε ήμουνα άνεργος, γνώριζα ένα μάγειρα στου κ. Μπενάκη. Με φώναξε να τον βοηθήσω, λίγες μέρες, κι αν δεχόντουσαν τ’ αφεντικά να μείνω. Τι είδανε τα μάτια μου δε λέγεται. Σαν τα θυμάμαι με πιάνει μίσος και παράπονο μαζί. Μια συναγρίδα ολάκαιρη πήγαινε μ’ ένα «συνδαιτημόνα» -έτσι δεν τούς λένε;- εκείνος έπαιρνε μια μπουκιά. Σας ορκίζομαι, σύντροφοι, στην επανάσταση – μόνο μια, και το γύριζε. Ο μάγειρας το ‘ριχνε στα σκουπίδια.
– Θέλεις; μου έκαμε νόημα, άρπα την και μου πάσαρε μια πιατέλα γεμάτη. Σε δυο λεπτά δεν έμεινε τίποτα. Και συνέχεια άρπαζα πιατέλες και τις καθάριζα. Ο μάγερας όλο και μου ‘δινε και γέλαγε. Ύστερα από καμιά ώρα με τσάκισε μετός.
– Ωχ! φώναξαν πολλοί μαζί. Πάει το φαΐ χαμένο!
Κείνο, το «ωχ» έδειχνε ένα πόνο, λες και ήταν αυτοί οι ίδιοι, λες και ήταν εκείνη τη στιγμή.
– Σήμερα ο Κόκκινος Στρατός πολεμάει μέσα στα χιόνια και τούς αγέρηδες… άρχιζε κάποιος.
Δεν προχωρούσε λίγο η συζήτηση και γύριζε σ’ άλλα κανάλια.
– Αυτοί έχουν και τρώνε. Για φανταστείτε, λαρδί, λουκάνικα, μπορς… έπαιρνε πάλι τον παλιό γνωστό δρόμο. Ο δρόμος αυτός λεγότανε δρόμος «φαΐ». Αυτό βάσταξε χρόνια, βάσταξε ως τη μέρα πού χορτάσαμε. Οποιαδήποτε συζήτηση κι αν αρχίζαμε, ύστερα απ’ τις πρώτες λέξεις γύριζε στο ίδιο θέμα. Ένα μαρτύριο περισσότερο. ‘Όταν βγάζαμε τα μαυράδια απ’ τα κουκιά, στρώναμε από κάτω ένα πανί ή μαντήλι, ό,τι είχε ο καθένας, για να μη φύγουν όξω. Τα μαζεύαμε με προσοχή, σαν άγιο μύρος κι ύστερα τα ροκανίζαμε. Κι οι άλλοι ζηλεύανε τούς τυχερούς, τρέχανε τα σάλια τους, απλώνανε το χέρι και γυρεύανε. Και κείνοι δε δίνανε. Κάποτε, δίνοντας ρούχα κι άλλα πράγματα, πήραμε από κάποιο μαυραγορίτη λίγες ελιές γίνονταν αγώνας για τα κουκούτσια κι άκουγες κρουπ, κρατς. Δεν έμενε τίποτα.
Λιμάξαμε. Κάναμε στα μάτια πότε να φτάσει η ώρα τον φαγητού. Κι όταν έφτανε ο καθένας -οι περισσότεροι- κοιτάζαμε να μείνουμε τελευταίοι, με την πονηρή σκέψη μην περισσέψει φαΐ να μας δώσει ο μάγειρας λίγο παραπάνω. ‘Όταν περνούσαμε αφήναμε ένα λόγο, ένα πείραγμα, κάποια κουβέντα για ν’ ακούσει ο μάγειρας ποιος είναι, μη τυχόν και δώσει γεμάτη την κουτάλα. Κι αν έλειπε λίγο, χαλούσε ο κόσμος. Παράπονα, γκρίνιες, φωνές κουνούσαμε το πιάτο να χυθεί λίγο. Πέρναμε αντί πιάτο ένα κύπελο, για να χυθεί λιγάκι, για να μας δώσει άλλο, που Θα ήταν περισσότερο απ’ ό,τι χύθηκε. Καθόμαστε -όσοι μπορούσαμε να κινηθούμε- έξω απ’ το μαγειρειό ή τη διαχείριση σαν παραπονεμένα γυφτόπουλα. Μόνο που δεν απλώναμε τα χέρια για ζητιανιά. Γλείφαμε τα πιάτα, ενάμισυ χρόνο δεν παράλειψα ούτε μια μέρα που να μην το γλείψω. Κι όλοι έτσι κάνανε. Δε θυμάμαι κανένα που να μην έκανε αυτή τη δουλειά. Αν έπεφτε κάτω μια κουταλιά στο τραπέζι τη γλείφαμε.
Πολλοί θα παραξενευτούν μ’ αυτά τα πράματα. Εξόριστοι και να κάνουν κατεργαριές για μια κουταλιά φαΐ, να γλείφουν τα πιάτα, να παίρνουν το φαΐ από καταγής… Να συζητάνε για χελώνες, φίδια κτλ. Θα χάσουν τη ρομαντική αντίληψη που είχανε για τούς εξόριστους. Καλά θα ήτανε βέβαια, την ώρα που πεθαίνει κανένας απ’ την πείνα, να στέκεται περήφανος μπροστά σε μια κουταλιά φαΐ που πέφτει, να συζητάει για την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση, για το δαρβινισμό και τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά τέτοια πράματα στα παραμύθια γίνονται. Η ζωή είναι πιο πεζή. Αλλά ας μην απογοητεύουνται. Έγλειφε κανένας το πιάτο, βαδίζοντας αγέρωχα στον τάφο. Έκαναν πονηριές για λίγο φαΐ παραπάνω, αλλά πιο κάτω ήτανε κήποι με λάχανα, στο μαγειριό και γύρω κυκλοφορούσανε κότες, γάτες, σκυλιά, αργότερα περνούσανε αρνιά, κατσίκια κι όμως κανένα δεν χάθηκε, τίποτα δεν πειράχτηκε, κανένας δεν άπλωσε χέρι να κλέψει ή και να ζητιανέψει. Μαζεμένος, κουκουλωμένος σκεφτόμούνα. Ένα γλυκό υγρό -έτσι μου ‘ρχότανε- ανέβαινε στο λαιμό. Κι όλο κατάπινα-κατάπινα. Αυτό πιστεύω Θα νιώθανε και πολλοί άλλοι. Κι αυτό ήταν άλλο μαρτύριο.
27 του Δεκέμβρη. Δεν έκλεισα μάτι καθόλου όλη τη νύχτα. Ο βοριάς λυσσομανούσε. Βββς-βοούσε. Χτύπαγε εκνευριστικά μια παλιόπορτα σ’ ένα χαλασμένο στάβλο, σφύριζε στις καμινάδες και κύματα-κύματα χανότανε στα άπειρα. Η θάλασσα στέναζε. Κατά τα ξημερώματα ο αέρας έκοψε κάπως, ανάλαμψε μια ελπίδα. Ίσως να καλυτερέψει ο καιρός, ίσως να ‘ρθει κανένα καΐκι, ίσως να μας έρθει, ίσως… ίσως… ίσως… ίσως οι Ρώσοι να πήρανε τους Γερμανούς στα πόδια, που δεν θα σταματούσανε παρά στο Βερολίνο πόσο έξω πέφταμε μ’ αυτόν τον πόλεμο! Κρίναμε χωρίς στοιχεία, κρίναμε όπως μας σύμφερε. Στην αρχή λέγαμε πως σε τρεις μήνες οι Γερμανοί θα γίνονταν κουρνιαχτός, ύστερα περιμέναμε το χειμώνα. Αργότερα το πρώτο πισωδρόμισμα. Με την υποχώρηση δεν θα σταματούσαν πουθενά. Κάναμε μια παρομοίωση με τη Μικρασιατική εκστρατεία, με την κατάρρευση της Γαλλίας κτλ.
Δεν είχε ξημερώσει χαλά σαν ήρθε ο Μπάμπης. Ξάπλωσε δίπλα μου. ‘Ένιωσα ένα χέρι να τραβάει τα σκεπάσματα. Μια αδύνατη, ζεστή ανάσα ένιωσα κοντά μου στο πρόσωπο.
– Τι θέλεις; τον ρώτησα.
– Κουβέντα, μου είπε. Δεν έκλεισα μάτι. Όλο στο φαΐ ο νους μου. Μ’ αυτό ανακατευότανε η κατάσταση, τα παιδιά, η άμοιρη γυναίκα. Σκεφτόμουνα πως προχωράμε πολύ γρήγορα. Από προχτές τα Χριστούγεννα ξάπλωσαν μερικοί. Σε τρεις μέρες πάνω από δέκα. Αριθμός μεγάλος για τόσες μέρες. Εκείνο το χτύπημα του βρικόλακα πολύ μας στοίχισε. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση πολύ γρήγορα δε θα βρίσκεται κανένας ορθός. Δεν θα ‘χουμε ποιος να μας συγυρίσει. Θα βρομίσουμε.
– Άσε αυτή τη συζήτηση για πείνα και θάνατο, Θα τρελαθούμε. Άλλη συζήτηση, υπάρχούν τόσα θέματα. Έπειτα υπάρχουν και ελπίδες. Ο καιρός φαίνεται θα στρώσει, μπορεί να ‘ρθει κανένα καΐκι. Αναστατώσαμε όλον τον κόσμο, κάτι θα βγει, ύστερα οι Ρώσοι…
– Αν μου τα λες για να μου δώσεις κουράγιο, άκου! “Εχω αρκετό απ’ αυτό. Έχω το κουράγιο του ανθρώπου που πιστεύει 100% πως θα πεθάνει κι είναι αποφασισμένος γι’ αυτό. Κι ύστερα μη νομίζεις πως ο χάρος είναι τόσο τρομαχτικός όπως τον δείχνουν τα εκκλησιαστικά βιβλία δε βαριέσαι… προχτές λιποθύμησα, όχι απότομα, σιγά-σιγά βυθιζόμουνα σε μια νάρκη γλυκιά, σ’ ένα βαθύ ύπνο. Αλάφρωνα. Έπαυαν οι πόνοι, ώσπου έχασα τις αισθήσεις. Σαν συνήρθα, στενοχωρέθηκα, όπως όταν κοιμάσαι βαθιά και σε αγουροξυπνήσουν. Ο θάνατος είναι μια μικρούλα καμπή. Από δω η ζωή. Έγειρες λίγο; αλλάζεις υπόσταση. Από ζωντανή ύλη γίνεσαι νεκρή, τίποτα το τρομακτικό, τίποτα το δύσκολο. Αλλαγή μιας εικόνας κινηματογράφου.
Στη σκέψη του θανάτου στενοχωριόμαστε. Ξέρεις γιατί; Δε μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας πως θα πεθάνουμε εμείς κι ο κόσμος θα μείνει ο ίδιος, θα κινιέται η γης, θα λουλουδιάζει, θα στολίζεται, θα καρπίζει, θα ‘χει ήλιο και θάλασσα, αγάπες, φιλίες, έρωτες, μίση, κακίες, έχτρητες. Όλα τα πάθη της γης, τις χαρές του κόσμού. Μας είναι πιο υποφερτή η σκέψη πως μαζί μας θα χαθεί κι όλος ο κόσμος, υποφέρουμε γιατί νομίζουμε πως θα βλέπουμε όλες τις ομορφιές, θα τις νιώθουμε και δε θα μπορούμε να τις χορτάσουμε, να τις χαρούμε. Αυτό είναι ανυπόφορο. Κι όμως αυτό δε γίνεται. Άμα τα τινάξουμε… τίποτα απ’ αυτά. Άλλωστε αυτό είναι θάνατος. Άμα πεθάνουμε ούτε θα βλέπουμε, ούτε θα νιώθουμε.
– Άσε αυτές τις σκέψεις.
– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή; Ακόμα αξία έχει αν θα πας σαν το σκυλί στ’ αμπέλι ή ο θάνατός σου θα ‘ναι έστω ένα μικρούτσικο αστράκι πού θα δείχνει στους άλλους το δρόμο του καθήκοντος, της θυσίας, του αγώνα. ‘Έχω σαράντα χρόνια και δεν είδα άσπρη μέρα, οι γονιοί μου με φέρανε στη ζωή χωρίς κι αυτοί να το θέλουν. Σκέβρωσα και δε χόρτασα, παντρεύτηκα γι’ αποκατάσταση και λάσπωσα περισσότερο, πήρα στο λαιμό μου γυναίκα και παιδιά. Έσερνα τη μίζερη ζωή μου, ώσπου κάποτε είπα:
«Αυτά δεν είναι ζωή, αυτός ο δρόμος βγάζει στην καταστροφή, άλλος δρόμος χρειάζεται». Κι από τότε άλλαξα στράτα, από ανάγκη, ακούς; από στυγνή ανάγκη. Με τους άλλους, τ’ αδέρφια μου -σκέφτηκα- ή στη σωτηρία ή στο χαμό. Και γύρισμα δεν έχει, δε μπορώ. Κέρδος δεν έχει. Θα προχωρήσω, κι ο θάνατός μου θα βοηθήσει…”
Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) γεννήθηκε το 1908 στη Χώσεψη (Κυψέλη) Άρτας. Αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως δάσκαλος στη Μακεδονία και στην Ανέζα Άρτας.
Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ από το 1930 και γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Άρτας πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Με την κήρυξη της φασιστικής Μεταξικής δικτατορίας βγαίνει στην παρανομία. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ως «επικίνδυνος για την δημόσια τάξη». Στέλνεται στις φυλακές της Κέρκυρας και από εκεί εκτοπίζεται στον Αη Στράτη. Εκεί θα τον βρει εξόριστο μαζί με άλλους αγωνιστές η Γερμανική Κατοχή, αφού η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους απελευθερώσει και να πολεμήσουν για τη λευτεριά, όπως κατ’ επανάληψη απαιτούσαν οι εξόριστοι.
Το χειμώνα του 1941-42 θα ζήσει με τους συντρόφους του την τρομακτική εμπειρία της μάχης της πείνας, από την οποία θα χάσουν τελικά τη ζωή τους 33 εξόριστοι. Αργότερα, με το αγωνιστικό – λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κώστας Μπόσης θα γράψει το μνημειώδες έργο του «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941», που εκδόθηκε για πρώτη φορά από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1947.
Στις 17 Ιούνη του 1943, μαζί με όσους επέζησαν από την πείνα συμμετέχει στη μεγάλη απόδραση από τον Αη Στράτη και καταφεύγει στη Χαλκιδική, όπου θα ενταχτεί στον ΕΛΑΣ. Παράλληλα αρθρογραφεί στον αντιστασιακό τύπο ως Κώστας Μπόσης.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν είναι λίγες οι φορές που πιάστηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του. Το 1947 καταφέρνει δραπετεύοντας από τόπο εξορίας να βγει στο βουνό και εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Πολιτικός Επίτροπος της 107ης Ταξιαρχίας, στέλεχος του τομέα διαφώτισης των ανταρτών, και αρθρογράφος στα έντυπα του ΔΣΕ, τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσει την όραση από το ένα του μάτι.
Με την λήξη του εμφυλίου πολέμου βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ. Από εκεί μεταβαίνει στη Μόσχα όπου κάνει ανώτατες σπουδές και από εκεί στη Ρουμανία όπου εργάζεται στο εκδοτικό του ΚΚΕ, στον Λογοτεχνικό Κύκλο (επιτροπή λογοτεχνών που γνωμοδοτούσαν για τα υπό έκδοση βιβλία) και στον ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ συμμετέχει στην μεταφραστική ομάδα που ασχολείται με την μετάφραση κλασικών έργων των Μαρξ, Λένιν κλπ. Ο ίδιος μεταφράζει και βιβλία άλλων συγγραφέων, ενώ αρθρογραφεί τακτικά σε διάφορα έντυπα των πολιτικών προσφύγων.
Σεμνός και ακέραιος χαρακτήρας, με υψηλό ήθος, ο Κώστας Πουρναράς πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο λαϊκό μας κίνημα και έμεινε μέχρι το τέλος πιστός και αταλάντευτος στα μεγάλα πανανθρώπινα ιδανικά του κομμουνισμού.
Πέθανε στο Σιμπίου της Ρουμανίας στις 2 Απρίλη του 1994. Η τέφρα του μεταφέρθηκε και τάφηκε, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, στον τόπο που γεννήθηκε, στην Κυψέλη Άρτας.
Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο:
1)«Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» (Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947. Επανεκδόθηκε από τις Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1977 και μετά από πρωτοβουλία και οικονομική συμμετοχή συχωριανών και φίλων του, Αθήνα 1994)
2)«Εμείς θα νικήσουμε» (Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», 1953)
3)«Δύσκολες μέρες» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956)
4) «Αναμνήσεις» (έκδοση φίλων του, Αθήνα 1978)
5)«Ο Θωμάς ο Καρατζάς» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978)
6)«Ο Κραβαρίτης» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983)
7)«…και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1962 ― Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998 και β΄έκδοση το 2013)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.