Το διήγημα της Πέμπτης: «Χτυπάτε τον!»
-Μα δε ζητάμε τίποτα το κακό. Ένσημα θέλουμε, να παίρνουμε δώρο τις γιορτές και να δουλεύουμε εφτά ώρες γιατί είναι βαριά η δουλιά μας.
-Σκάσε, παλιο-αριστερέ, αναρχικέ! Μέσα! φώναξε.
Θυμάμαι κείνη την χρονιά, ήταν Απρίλης όπως και τώρα, θυμάμαι τις όμορφες αμυγδαλιές πού ‘χαν βγάλει τ’ άνθη τους. Έμοιαζαν με νύφες έτοιμες να στήσουν το χορό. Λίγο πιο κάτω ένα λιβάδι γιομάτο από κατακόκκινες παπαρούνες, έδιναν ένα οπτικό πανόραμα. Όλα αυτά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα τα ξεχάσω. Πάντα στο μυαλό μου θα ‘ρχεται κείνη η στιγμή, θυμάμαι σαν τώρα το χωροφύλακα, τον κυρ-Μένιο, είχε στα χέρια του ένα πελώριο ρόπαλο και το ανεβοκατέβαζε στη ράχη ενός σκύλου.
Από τα ουρλιαχτά του μαζεύτηκαν οι χωριανοί και περίεργα κοιτούσαν τον κυρ-Μένιο που με μανία ανεβοκατέβαζε το ρόπαλο στη ράχη του σκύλου.
-Το παλιόσκυλο! Φώναξε. Από τότες που πέθανε το αφεντικό του συνέχεια πηγαίνει στις παπαρούνες και κυλιέται, παίρνοντας το κόκκινο χρώμα. Βλέπεις τ’ αφεντικό του χρόνια αριστερός, ο σκύλος τι θες να ‘ναι…
Μου έκανε εντύπωση που ο χωροφύλακας χτυπούσε το σκύλο γιατί ήταν αριστερός. Σκεφτόμουν να βρώ τι θα πεί αριστερός. Βέβαια ήξερα ότι έχω αριστερό μάτι, αριστερό πόδι, χέρι, αυτί. Αριστερό πρόσωπο, πρώτη μου φορά άκουγα. Μια και δυο τρέχω στον πατέρα μου να εξηγήσει. Βλέπεις παπάς είναι, ήξερε γράμματα.
-Παιδί μου οι αριστεροί είναι παιδιά του διαβόλου. Όπου και αν βρίσκονται σπέρνουν ζιζάνια. Στους αγρότες λένε πως τα λεφτά που τους δίνουν από τα προϊόντα, είναι λίγα. Μιλάνε για ισότητα, δικαιοσύνη και τόσα άλλα πράγματα, που είναι του διαβόλου.
Πέρασαν πολλά χρόνια, η έλλειψη εργασίας στο χωριό μ’ ανάγκασε να έρθω στην Αθήνα. Έγινα οικοδόμος. Θυμόμουν όμως πάντα τα σοφά λόγια του παπά-πατέρα μου και όταν έβλεπα αριστερό, έτρεχα μακριά. Στο γιαπί δούλευα από ήλιο μέχρι φεγγάρι. Ένσημα δεν κολλούσαν, δουλειές δεν υπήρχαν. Φώναζαν μερικοί ν’ αγωνιστούμε, εγώ φοβούμουν, θυμόμουν πάντα τον πατέρα μου. Μα να, όμως, που η αγανάκτηση με έκανε να παλέψω. Στην απεργία του 1960 κάποιος αστυφύλακας (καλή του ώρα!) μου άνοιξε το κεφάλι.
Με πήγαν στο τμήμα. Ο διοικητής άρχιζε να με κοιτάζει απορημένα.
-Καλά ρε παιδί μου, γιατί το ‘κανες αυτό, εσύ ένα καλό παιδί να ‘σαι μαζί μ’ όλους αυτούς τους παλιο-αριστερούς. Δεν ξέρεις πως θέλουν το κακό της πατρίδας μας;
-Μα δε ζητάμε τίποτα το κακό, απαντώ. Ένσημα θέλουμε, να παίρνουμε δώρο τις γιορτές και να δουλεύουμε εφτά ώρες γιατί είναι βαριά η δουλιά μας.
-Σκάσε, παλιο-αριστερέ, αναρχικέ! Μέσα! φώναξε.
Και με κλείσανε μέσα…
Τώρα θα μου πείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Μα δεν μπορώ να τα ξεχάσω και όποτε πλησιάζει η Πρωτομαγιά θυμάμαι τους εργάτες του Σικάγου, που σκοτώθηκαν για να δουλεύουν οχτάωρο. Και το πέτυχαν. Δεν μπορώ να ξεχάσω, που ήμασταν ο πιο αδικημένος κλάδος, και μ’ αγώνα καταχτήσαμε ο, τι έχουμε καταχτήσει.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον κ. Λάσκαρη* που την 1 του Μάρτη έλεγε ότι την απεργία την έκαναν αριστεροί και είχε πολιτικά κίνητρα. Ακούγοντας λοιπόν αυτά, πώς να μην θυμάμαι όλα τ’ άλλα; Πώς μπορώ να ξεχάσω την Πρωτομαγιά και τους εργάτες του Σικάγου; Όσο λοιπόν ο κ. Λάσκαρης απειλεί και ρίχνει τις ευθύνες στους αριστερούς, τόσο οι οικοδόμοι μαζί με όλους τους εργάτες θ’ αγωνιστούν και θα λύσουν τα καυτά τους προβλήματα.
[Σημείωση: Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο υπουργός εργασίας της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή που… κατάργησε την πάλη των τάξεων…]
Το διήγημα με τίτλο «Χτυπάτε τον» δημοσιεύτηκε τον Ιούνη του 1978 στην εφημερίδα «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», της Ομοσπονδίας Οικοδόμων Ελλάδας, με την υπογραφή «ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ». Το αντιγράψαμε από το μπλογκ Ενωμένο Κτιστάδικο.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.