Το διήγημα της Πέμπτης: “D.Q.” του Ρουμπέν Νταρίο
Διήγημα του Νικαραγουανού Ρουμπέν Νταρίο για τον αγώνα των Κουβανών εναντίον των Αμερικανών το 1898, επίκαιρο σήμερα που οι ΗΠΑ δεν έπαψαν να απειλούν την Κούβα. Ο Ρουμπέν Νταρίο με διορατικότητα έβλεπε τις ΗΠΑ σαν τον νέο βάρβαρο…
Ο Νικαραγουανός ποιητής και πεζογράφος Φέλιξ Ρουβέν Γκαρσία Σαρμιέντο, γνωστός ως Ρουμπέν Νταρίο, «πατέρας» του λατινοαμερικάνικου μοντερνισμού, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ισπανόφωνους ποιητές και είναι γνωστός με το προσωνύμιο «πρίγκιπας των ισπανικών γραμμάτων».
Γεννήθηκε στις 18 του Γενάρη 1867 και πέθανε στις 6 του Φλεβάρη 1916. Παρά τη σημαντικότητά του παραμένει από τους λιγότερο μεταφρασμένους και γνωστούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, ενώ υπήρξε επίσης συγγραφέας, δημοσιογράφος, διπλωμάτης και ρεπόρτερ.
Στο «φανταστικό», όπως χαρακτηρίζεται – πολύ επίκαιρο, σήμερα που οι ΗΠΑ απειλούν την Κούβα – διήγημα «D Q» (τα αρχικά του τίτλου παραπέμπουν στα αρχικά του ονόματος «Δον Κιχώτης»), το οποίο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, τον Ιούνη του 2003, σε μετάφραση της Κικής Αλεξοπούλου, ο Ρουμπέν Νταρίο με διορατικότητα έβλεπε τις ΗΠΑ σαν τον νέο βάρβαρο. Το διήγημα αυτό (ο Ρ. Νταρίο δεν το περιέλαβε όσο ζούσε σε κανένα βιβλίο του, αλλά ούτε στην έκδοση των Απάντων του συμπεριλαμβάνεται) δημοσιεύτηκε τη χρονιά του αμερικανοϊσπανικού πολέμου (1898) σε μια από τις εφημερίδες της Αργεντινής, στις οποίες δημοσίευε κείμενά του ο Νταρίο. Τακτική συνεργασία είχε -μέχρι και το 1900- και με τη μεγάλη εφημερίδα του Μπουένος Αϊρες «Nacion».
Ως πρόλογο στο διήγημα, ο Ριζοσπάστης δίνει τις πιο κάτω πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο:
«Στα τέλη του 19ου αιώνα οι χώρες της Λ. Αμερικής μετά από σειρά εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων αποτινάσσουν τον ισπανικό ζυγό. Όμως ένας νέος κίνδυνος καραδοκεί. Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός των ΗΠΑ που αρχίζει με συγκρούσεις με τους Ισπανούς αποικιοκράτες (Ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898). Οι νέες χώρες της Λατινικής Αμερικής αναζητούν την εθνική και την πολιτιστική τους ταυτότητα. Οι διανοούμενοι μέσα στο μεταποικιακό χάος αναζητούν και προβάλλουν ιδεολογικά πρότυπα, αναγκαία για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Πολλοί έγιναν εκφραστές αυτής της αναζήτησης.
Υπάρχουν διαφορές, αντιφάσεις και διαφωνίες, που ξεκινούν από διαφορετικές πολιτιστικές αφετηρίες των χωρών. Όμως, παρά τις διαφορές, συμφωνούν ότι οι Αμερικανοί είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις νέες χώρες.
Τρία μανιφέστα είναι χαρακτηριστικά αυτής της αγωνίας. «Πατριάρχης» της νέας εποχής θεωρείται ο μεγάλος Κουβανός επαναστάτης και ποιητής, Χοσέ Μαρτί, που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Ισπανούς στην Κούβα (1895). Το 1881 δημοσιεύει το ιδεολογικό του μανιφέστο «Nuesta America». Ο μεγάλος Νικαραγουανός ποιητής και πεζογράφος Ρουμπέν Νταρίο (1867-1916), ο οποίος το 1893 εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Αϊρες, όπου έμεινε μέχρι το 1898, δημοσιεύει το 1898 το ιδεολογικό του μανιφέστο «Ο θρίαμβος του Γκαλιμπάν» (σ.σ. με το όνομα Γκαλιμπάν, ο συγγραφέας συμβόλιζε τον άγριο, βάρβαρο, άξεστο Αμερικανό εισβολέα). Ο Ουρουγουανός Ρόντο (Rodo) δημοσιεύει (1900) τον «Ariel», έργο που σηματοδότησε μια καινούργια εποχή στη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα. Οι παραπάνω διανοούμενοι, όπως και πολλοί άλλοι, πιστεύουν ότι οι νέες χώρες της Λ. Αμερικής πρέπει να στηριχτούν στην ισπανική παράδοση (ελληνολατινική), αξιοποιώντας όλα τα αυτόχθονα στοιχεία. Γι’ αυτούς το αισθητικό – πολιτιστικό «στίγμα» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ιδεολογικό – πολιτικό.
Ο Νταρίο, λέει χαρακτηριστικά για τους Αμερικανούς: «Οχι, δεν μπορώ, δε θέλω να είμαι με το μέρος αυτών των βουβαλιών με τα ασημένια δόντια. Είναι εχθροί μου, είναι βάρβαροι. Κόκκινοι, βαρείς, χοντροί, περπατούν στους δρόμους και σπρώχνονται μεταξύ τους στο κυνήγι του δολαρίου. Αυτοί οι Γκαλιμπάν (Galiban) έχουν εγγράψει τα ιδανικά τους στα χρηματιστήρια και στα εργοστάσια. Οι λαοί, όμως, χρειάζονται ένα ηθικό ιδανικό για να ζήσουν».
D.Q.
του Ρουμπέν ΝταρίοΒρισκόμασταν σαν φρουρά κοντά στο Σαντιάγο της Κούβας. Είχε βρέξει κείνη τη νύχτα, παρ’ όλα αυτά η ζέστη ήταν υπερβολική. Περιμέναμε την άφιξη μιας ομάδας της νέας δύναμης που θα ερχόταν από την Ισπανία, για να εγκαταλείψουμε κείνο τον τόπο όπου εμείς πεθαίναμε από πείνα, χωρίς μάχες, γεμάτοι από απελπισία και οργή. Η ομάδα έπρεπε να φτάσει αυτή τη νύχτα σύμφωνα με την ειδοποίηση που είχαμε δεχτεί.
Καθώς η ζέστη δυνάμωσε, και το όνειρο δε θέλησε να με ξεκουράσει, βγήκα να αναπνεύσω έξω από την τέντα. Είχε σταματήσει η βροχή, ο ουρανός είχε ξεθολώσει λίγο και στο σκοτεινό βάθος έλαμπαν μερικά αστέρια. Έδιωξα το σύννεφο των θλιβερών σκέψεων που συσσωρεύτηκαν στον εγκέφαλό μου. Σκέφθηκα τόσα αγαπημένα πράγματα που βρίσκονταν εκεί μακριά: Τη σκύλα τύχη που με-μας κατεδίωκε: Πως, ίσως, ο Θεός θα έδινε μια καινούρια πορεία στο μαστίγιό του και εμείς να μπορέσουμε να μπούμε σ’ έναν καινούριο δρόμο, με μια γρήγορη αντεκδίκηση. Τέτοια πράγματα σκεφτόμουν… Πόσος χρόνος πέρασε; Ξέρω ότι τα αστέρια λίγο λίγο άρχισαν να χλομιαίνουν, ένας αέρας που δρόσισε ολόκληρο τον κάμπο φύσηξε από την πλευρά της αυγής και αυτή άρχισε την εμφάνισή της.
Μετά από λίγη ώρα αναγγέλθηκε ότι η ομάδα πλησίαζε. Πράγματι δεν άργησε να φτάσει σε εμάς, και οι χαιρετισμοί των συντρόφων μας μαζί με τους δικούς μας ενώνονταν με τον καινούριο ήλιο.
Λίγα λεπτά αργότερα μιλούσαμε με τους συντρόφους. Μας έφερναν ειδήσεις από την πατρίδα. Γνώριζαν τις καταστροφές των τελευταίων μαχών. Σαν και εμάς ήταν απελπισμένοι, όμως φλέγονταν από την επιθυμία να αγωνιστούν, να ξεσηκωθούν με μια μανία εκδίκησης, να κάνουν όλη τη δυνατή ζημιά στον εχθρό. Όλοι ήταν νέοι και ακμαίοι, εκτός από έναν. Όλοι επιδίωκαν να επικοινωνήσουν μαζί μας και να κουβεντιάσουν, εκτός από έναν. Μας έφεραν προμήθειες που μοιράστηκαν. Την ώρα του συσσιτίου, καταβροχθίζουμε τη λιγοστή μας μερίδα, εκτός από έναν.
Ήταν περίπου πενήντα χρόνων, θα μπορούσε, όμως, να είναι και τριακοσίων. Η θλιμμένη του ματιά φαινόταν να μπαίνει βαθιά στην καρδιά μας και να μας λέει πράγματα αιώνων. Όταν, καμιά φορά, του απευθύνουμε το λόγο, σχεδόν δεν απαντούσε, χαμογελούσε μελαγχολικά, απομακρυνόταν, έψαχνε τη μοναξιά. Κοίταζε στο βάθος του ορίζοντα, στην πλευρά της θάλασσας.
Ήταν ο σημαιοφόρος. Πώς τον έλεγαν; Ποτέ δεν άκουσα το όνομά του.
Ο ιερέας μού είπε, δυο μέρες μετά.
Πιστεύω πως ακόμη δε θα μας δώσουν τη διαταγή να αναχωρήσουμε. Ο κόσμος φλέγεται από την επιθυμία να πολεμήσει. Έχουμε μερικούς αρρώστους. Τελικά, πότε θα δούμε να γεμίζει με δόξα η άγια και φτωχική μας σημαία; Επ’ ευκαιρία, έχεις δει τον σημαιοφόρο; Ξεθεώνεται να βοηθήσει τους αρρώστους. Αυτός δεν τρώει, φέρνει το δικό του φαγητό στους άλλους. Έχω μιλήσει μαζί του. Είναι ένας άνθρωπος μυστήριος και παράξενος. Μοιάζει γενναίος και ευγενέστατος στην καρδιά. Μου έχει μιλήσει για όνειρα απραγματοποίητα.
Πιστεύει πως σε λίγο χρόνο θα βρεθούμε στην Ουάσιγκτον και πως θα υψωθεί η σημαία μας στο Καπιτώλιο, όπως το είπε ο επίσκοπος στην πρόποση. Τον έχουν στεναχωρήσει οι τελευταίες ατυχίες: Όμως έχει εμπιστοσύνη σε κάτι άγνωστο που θα μας προστατέψει. Εχει εμπιστοσύνη στο Σαντιάγο. Έχει εμπιστοσύνη στην ευγένεια της ράτσας μας, στο δίκαιο της υπόθεσής μας. Ξέρεις, οι άλλοι τού κάνουν αστεία. Γελούν μαζί του. Λένε πως κάτω από τη στολή έχει μια παλιά πανοπλία. Αυτός δεν τους επιτίθεται. Συζητώντας μαζί μου, ανέπνεε βαθιά, κοίταζε τον ουρανό και τη θάλασσα. Κατά βάθος είναι ένας καλός άνθρωπος. Συμπατριώτης μου, από τη Μάντσα. Πιστεύει στο Θεό και είναι ευσεβής. Επίσης είναι λίγο ποιητής. Λένε πως τη νύχτα φτιάχνει στιχάκια, τα απαγγέλλει μόνος, με σιγανή φωνή. Εχει για τη σημαία του μια λατρεία σχεδόν προληπτική. Είναι βέβαιο πως περνάει τις νύχτες άγρυπνος. Τουλάχιστον κανείς δεν τον έχει δει να κοιμάται. Θα συμφωνήσεις πως ο σημαιοφόρος είναι ένας άνθρωπος όχι συνηθισμένος;
– «Κύριε ιερέα», του είπα, «έχω παρατηρήσει σίγουρα κάτι πρωτότυπο σ’ αυτό το άτομο. Από την άλλη, πιστεύω πως το έχω ξαναδεί. Δεν ξέρω πού, πώς ονομάζεται;»
– «Δεν το ξέρω», μου απάντησε, ο ιερέας. «Δεν μου έτυχε να δω το όνομά του στον κατάλογο, όμως στο σακίδιό του είναι χαραγμένα δύο γράμματα: “D. Q”».
Ένα βήμα από το σημείο όπου κατασκηνώναμε υπήρχε μια άβυσσος. Πιο εκεί από το βραχώδες στόμιο, φαινόταν μόνον η σκιά. Μια πεσμένη πέτρα αναπηδούσε και δεν ακουγόταν να πέφτει.
Ήταν μια ωραία μέρα: Ο τροπικός ήλιος θέρμαινε την ατμόσφαιρα. Είχαμε δεχτεί διαταγή να ετοιμαστούμε για αναχώρηση και πιθανά αυτή την ίδια μέρα θα είχαμε την πρώτη σύγκρουση με τα στρατεύματα των Γιάνκηδων. Σ’ όλα τα πρόσωπα, τα χρυσωμένα από τη λυσσασμένη φωτιά εκείνων των πυρακτωμένων ουρανών, άστραφτε η επιθυμία του αίματος και της νίκης. Όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση. Το κλαρίνο είχε χαράξει στον αέρα ένα χρυσό σημάδι. Αρχίσαμε την πορεία μας, όταν ένας αξιωματικός εμφανίστηκε από μια καμπή του δρόμου. Κάλεσε τον ηγέτη μας και μίλησε μυστηριωδώς μαζί του. Πώς να σας πω αυτό που έγινε; Πώς θα είχατε συνθλιβεί από τον τρούλο ενός ναού που είχε υψώσει η ελπίδα σας; Πώς θα είχατε υποφέρει βλέποντας να δολοφονούν μπροστά σας τη μάνα σας;
Εκείνη υπήρξε η πιο τρομερή απελπισία. Ήταν η «είδηση». Ήμασταν χαμένοι, χαμένοι χωρίς γιατρειά. Δε θα πολεμούσαμε πια. Έπρεπε να τους παραδοθούμε, σαν φυλακισμένοι, σαν νικημένοι. Ο αυχένας (Σαντιάγο) ήταν στην κατοχή του Γιάνκη. Ο στόλος είχε βυθιστεί στη θάλασσα, τον είχαν κομματιάσει τα κανόνια της Βόρειας Αφρικής. Δεν έμεινε πια τίποτα από την Ισπανία στον κόσμο που εκείνη είχε ανακαλύψει.
Έπρεπε να δώσουμε στον νικητή εχθρό τα όπλα, όλα. Και ο εχθρός εμφανίστηκε. Με τη μορφή ενός μεγάλου ξανθού διαβόλου, με ίσια μαλλιά, γένια τράγου. Ο αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ακολουθούμενος από συνοδεία κυνηγών με γαλάζια μάτια.
Και η τρομερή σκηνή άρχισε. Τα σπαθιά παραδόθηκαν. Τα τουφέκια επίσης. Κάποιοι στρατιώτες ορκίζονταν, άλλοι χλόμιαζαν, με τα μάτια υγρά από τα δάκρυα, ξεσπώντας με αγανάκτηση και ντροπή.
Και η σημαία;
Όταν έφθασε η στιγμή της σημαίας, φάνηκε ένα πράγμα που προκάλεσε σ’ όλους τον ένδοξο τρόμο ενός ανέλπιστου θαύματος. Εκείνος ο παράξενος άνθρωπος, που κοίταζε τόσο βαθιά με μια ματιά αιώνων, με την κίτρινη και κόκκινη σημαία του, ρίχνοντάς μας μια ματιά, του πιο πικρού αποχαιρετισμού, χωρίς κανείς να τολμήσει να τον αγγίξει, πήγε βήμα βήμα προς την άβυσσο και έπεσε σ’ αυτήν.
Όμως, από το μαύρο γκρεμό, επέστρεψαν τα βράχια ένα μεταλλικό θόρυβο, όπως αυτός μιας πανοπλίας.
Ο κύριος ιερέας συλλογιζόταν λίγο χρόνο μετά: «Ξαφνικά πίστεψα πως ξεδιαλύνω το αίνιγμα. Εκείνη η φυσιογνωμία, σίγουρα, δε μου ήταν άγνωστη. Ο D.Q είναι σκιαγραφημένος σ’ αυτό το παλιό βιβλίο. Ακούστε: “Πλησίαζε η ηλικία του ευγενή μας τα πενήντα χρόνια: Ήταν δυνατής σύστασης, ξερακιανός, αδύνατος στο πρόσωπο, μεγάλος λάτρης της αυγής και φίλος του κυνηγιού”».
«Θέλω να πω πως είχε την επονομασία Ouijada ή Quesada. Ως προς αυτό υπάρχει κάποια διαφωνία στους συγγραφείς που γράφουν γι’ αυτήν την υπόθεση. Αν και από εικασίες αληθοφανείς αφήνεται να γίνει αντιληπτό πως ονομαζόταν Quijano»*.
«Ήταν ο σημαιοφόρος: Πώς τον έλεγαν;”».
* «Cuijano»: Ηρωας στο μυθιστόρημα του Θερβάντες «Δον Κιχώτης».
Μετάφραση: Κική Αλεξοπούλου
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.