Το διήγημα της Πέμπτης: «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» του Τζον Ριντ
Πάνω από τα κεφάλια τους κυμάτιζε η κόκκινη σημαία που με στραβά χρυσά γράμματα ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ειρήνη! Γη!». Ήταν όλοι τους πολύ νεαροί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση ανθρώπων που τραβούσαν συνειδητά στο θάνατο…
Στέλεχος του αμερικανικού εργατικού κινήματος, συγγραφέας και δημοσιολόγος, ο Τζον Ριντ γεννήθηκε στο Πόρτλαντ στις 22 του Οκτώβρη 1887 και έφυγε από τη ζωή στη Μόσχα, στις 17 του Οκτώβρη 1920.
Ο πατέρας του ήταν δικαστής. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαντ (1910) ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.
Το 1914 δημοσίευσε το βιβλίο «Το Επαναστατημένο Μεξικό», όπου υποστήριζε τον επαναστατικό αγώνα του μεξικάνικου λαού και καταδίκαζε την ανάμειξη των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσεις του Μεξικού.
Στην επιφυλλίδα «Πόλεμος στο Κολοράντο» (1914) ο Τζον Ριντ τάχθηκε κατά της τιμωρίας των απεργών ανθρακωρύχων.
Ήταν ανταποκριτής στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 15).
Το 1916 δημοσίευσε το βιβλίο «Ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη», όπου αποκάλυψε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου.
Ως πολεμικός ανταποκριτής τον Αύγουστο του 1917 πήγε στη Ρωσία και συνδέθηκε με τους μπολσεβίκους. Χαιρέτισε θερμά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1918, προσχώρησε στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και διεξήγαγε αγώνα κατά των δεξιών οπορτουνιστικών καθοδηγητών, που υποστήριξαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Με τη συμμετοχή του στη συνδιάσκεψη των αριστερών οργανώσεων της Ν. Υόρκης το Φλεβάρη του 1919, διαμορφώθηκε οργανωτικά η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Ριντ εκλέχθηκε συντάκτης της νέας εφημερίδας «Κομμουνιστής της Νέας Υόρκης», που άρχισε να εκδίδεται από τον Απρίλη του 1919. Το ίδιο έτος εκλέχθηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Αριστερής Πτέρυγας. Τον Αύγ. – Σεπτ. του 1919 ήταν ένας από τούς οργανωτές του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος της Αμερικής (το 1921 συγχωνεύθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής).
Ο Ριντ ήταν ομιλητής σε πολλές δημόσιες συγκεντρώσεις και έλεγε στον αμερικάνικο λαό την αλήθεια για την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Πήρε μέρος στις εργασίες του 2ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούλης 1920).
Πέθανε από τύφο και ενταφιάστηκε στην Κόκκινη Πλατεία, στον τοίχο του Κρεμλίνου.
Το Μάρτη του 1919 στις ΗΠΑ εκδόθηκε το βιβλίο του «10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» – ένα πολύ πρωτότυπο έργο για την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου συνενώνονται η καλλιτεχνική αφήγηση με στοιχεία και δημοσιολογικά σχόλια. Το βιβλίο του απέκτησε παγκόσμια φήμη και εκτιμήθηκε πολύ από τον Β. I. Λένιν, που του έγραψε και την εισαγωγή. Τον Οκτώβρη ο Ριντ πήγε στη Μόσχα. Επανειλημμένα συναντήθηκε με τον Λένιν. Στα ελληνικά το έργο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο εξωτερικό το 1961 από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή”. Ακολουθεί μικρό απόσπασμα.
Όταν βγήκαμε από το Σμόλνι και βρεθήκαμε στους σκοτεινούς δρόμους, απ’ όλες τις μεριές σφύριζαν οι σειρήνες των εργοστασίων, διαπεραστικά, εκνευριστικά, γεμάτες ανησυχία. Ο εργαζόμενος λαός – άντρες και γυναίκες – βγήκε στους δρόμους κατά δεκάδες χιλιάδες. Τα θορυβώδη προάστια έβγαλαν έξω τα κουρελιάρικα πλήθη τους. Η κόκκινη Πετρούπολη βρισκόταν σε κίνδυνο! Οι κοζάκοι!.. Αντρες, γυναίκες και έφηβοι με όπλα, με λοστούς, με σκαπάνια, με ρολούς σύρμα, με παλάσκες πάνω από την εργατική τους φόρμα, βάδιζαν στους λασπωμένους δρόμους με κατεύθυνση προς Νότο και νοτιοδυτικά, προς το φράγμα της Μόσχας… Η πόλη δεν είχε ξαναδεί τέτοιον τεράστιο κι αυθόρμητο ανθρώπινο χείμαρρο. Οι άνθρωποι κυλούσαν σαν ποτάμι, ανακατωμένοι με τους λόχους των στρατιωτών, με πυροβόλα, με φορτηγά αυτοκίνητα, με κάρα. Το επαναστατικό προλεταριάτο πρόταξε τα στήθη του να υπερασπίσει την πρωτεύουσα της εργατικής και αγροτικής δημοκρατίας!
Μπροστά στην πόρτα του Σμόλνι στεκόταν ένα αυτοκίνητο. Στο φτερό του στηριζόταν ένας αδύνατος άνθρωπος με χοντρά γυαλιά, που έκαναν τα κόκκινα μάτια του να φαίνονται πιο κόκκινα. Χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του τριμμένου παλτού του, είπε δυνατά μερικά λόγια. Εκεί δίπλα βημάτιζε νευρικά μπρος – πίσω ένα μεγαλόσωμος αξύριστος ναύτης, με φωτεινά νεανικά μάτια. Περπατώντας έπαιζε αφηρημένα μ’ ένα τεράστιο πιστόλι από μπλε ατσάλι. Ηταν ο Αντόνοφ κι ο Ντιμπένκο.
Μερικοί στρατιώτες προσπαθούσαν να δέσουν στο μαρσπιέ του αυτοκινήτου δύο στρατιωτικά ποδήλατα. Ο σοφέρ διαμαρτυρόταν έντονα. Τα ποδήλατα, έλεγε, θα ξύσουν το εμαγιέ. Φυσικά, ο σοφέρ ήταν μπολσεβίκος και το αυτοκίνητο θα είχε επιταχθεί από κάποιον αστό. Και με τα ποδήλατα θα πηγαίνουν οι σύνδεσμοι. Η επαγγελματική όμως συνείδηση του οδηγού εξεγέρθηκε… Και τα ποδήλατα έμειναν εκεί…
Οι λαϊκοί επίτροποι των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων πήγαιναν να επιθεωρήσουν το επαναστατικό μέτωπο, όπου κι αν βρισκόταν. «Δε θα μπορούσαμε, άραγε, να πάμε κι μεις μαζί τους;». «Και βέβαια δεν μπορείτε. Το αυτοκίνητο έχει μόνο πέντε θέσεις, για τους δυο επιτρόπους, τους δύο συνδέσμους και το σοφέρ». Παρ’ όλα αυτά ένας γνωστός μου Ρώσος, που θα τον λέω ο Φοβητσιάρης, τεντώθηκε στο αυτοκίνητο και παρά τις παρακλήσεις που του έγιναν, δε θέλησε ν’ αδειάσει τη θέση…
Δεν έχω κανένα λόγο να μην πιστέψω την αφήγηση του Φοβητσιάρη γι’ αυτό το ταξίδι. Στη λεωφόρο Σουβόροφ κάποιος από τους επιβάτες θυμήθηκε το φαγητό. Ο γύρος του μετώπου μπορούσε να διαρκέσει τρεις – τέσσερις μέρες και το μέρος δεν ήταν πολύ πλούσιο σε τρόφιμα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο. Ποιος έχει χρήματα; Ο επίτροπος των Στρατιωτικών αναποδογύρισε όλες τις τσέπες του, μα δε βρήκε ούτε καπίκι. Ο επίτροπος των Ναυτικών ήταν το ίδιο απένταρος. Δεν είχε χρήματα ούτε κι ο σοφέρ. Ο Φοβητσιάρης αγόρασε τρόφιμα. Οταν έστριψαν στη λεωφόρο Νέβσκι το λάστιχο του αυτοκινήτου έσκασε.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε ο Αντόνοφ. «Να επιτάξουμε άλλο αυτοκίνητο!», πρότεινε ο Ντιμπένκο κουνώντας το πιστόλι. Ο Αντόνοφ στάθηκε στη μέση του δρόμου και σταμάτησε κάποιο περαστικό αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας στρατιώτης. «Μου χρειάζεται αυτό το αυτοκίνητο», είπε ο Αντόνοφ. «Δε σ’ το δίνω!», απάντησε ο στρατιώτης.
«Ομως ξέρετε ποιος είμαι;», κι ο Αντόνοφ έδειξε το χαρτί που έγραφε πως διορίστηκε γενικός διοικητής όλου του στρατού της Ρωσικής Δημοκρατίας και πως όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν σ’ αυτόν χωρίς συζήτηση.
«Μπορεί να είστε κι ο ίδιος ο διάβολος, το ίδιο μου κάνει!», απάντησε ζωηρά ο στρατιώτης. «Το αυτοκίνητο αυτό ανήκει στο Πρώτο Σύνταγμα πολυβόλων, κι εμείς μεταφέρουμε μ’ αυτό πολεμοφόδια. Δε σας δίνουμε το αυτοκίνητο…». Η διέξοδος βρέθηκε όταν εμφανίστηκε ένα παλιό και σαραβαλιασμένο ταξί με ιταλική σημαία. (Μέσα στη φασαρία οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών αυτοκινήτων, για ν’ αποφύγουν την επίταξη, τα κατέγραφαν στα ξένα προξενεία). Απ’ αυτό το ταξί κατέβασαν ένα χοντρό πολίτη με πολυτελή γούνα κι η ανώτατη διοίκηση τράβηξε το δρόμο της.
(1) 10 του Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιοΑφού διάνυσαν δέκα περίπου μίλια κι έφτασαν στο φράγμα της Νάρβα, ο Αντόνοφ ρώτησε πού είναι ο διοικητής των δυνάμεων της Κόκκινης Φρουράς. Τον οδήγησαν στο πιο ακρινό σημείο, όπου μερικές εκατοντάδες εργάτες άνοιγαν χαρακώματα και περίμεναν τους κοζάκους.
«Πώς πάνε οι δουλιές, σύντροφοι;», ρώτησε ο Αντόνοφ. «Ολα εντάξει, σύντροφε», απάντησε ο διοικητής. «Ο στρατός έχει υπέροχο ηθικό… Μόνο που δεν έχουμε πυρομαχικά…». «Στο Σμόλνι βρίσκονται δύο δισεκατομμύρια δεσμίδες», του είπε ο Αντόνοφ, «τώρα θα σας δώσω διατακτική…». Αρχισε να ψάχνει στις τσέπες. «Μήπως έχει κανένας σας κανένα κομμάτι χαρτί;». Ο Ντιμπένκο δεν είχε. Οι σύνδεσμοι επίσης. Ο Φοβητσιάρης έδωσε το δικό του μπλοκ. «Αϊ στο διάβολο! δεν έχω μολύβι!», φώναξε ο Αντόνοφ. «Ποιος θα μου δώσει μολύβι!..». Δε χρειάζεται να πούμε πως ο μοναδικός που βρέθηκε με μολύβι ήταν ο Φοβητσιάρης… Μια και δεν καταφέραμε να μπούμε στο αυτοκίνητο της ανώτατης διοίκησης, τραβήξαμε για το σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρσκογιε Σελό. Στη λεωφόρο Νέβσκι είδαμε να περνούν ένοπλοι κοκκινοφρουροί. Δεν είχαν όλοι λόγχες. Είχαν αρχίσει τα πρώιμα χειμερινά σούρουπα. Σηκώνοντας ψηλά τα κεφάλια, βάδιζαν μέσα στην κρύα συννεφιά αστοίχητοι, χωρίς μουσική, χωρίς ταμπούρλα. Πάνω από τα κεφάλια τους κυμάτιζε η κόκκινη σημαία που με στραβά χρυσά γράμματα ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ειρήνη! Γη!». Ηταν όλοι τους πολύ νεαροί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση ανθρώπων που τραβούσαν συνειδητά στο θάνατο… Το πλήθος από τα πεζοδρόμια, μισοφοβισμένα – μισοπεριφρονητικά, τους συνόδευε με τα βλέμματα μέσα σε μια παγερή σιωπή… Στο σταθμό δεν ήξερε κανένας πού είναι ο Κερένσκι και πού το μέτωπο. Τα τρένα πήγαιναν μόνο ως το Τσάρσκογιε Σελό!..
Το βαγόνι μας ήταν γεμάτο από χωριάτες που γύριζαν στα σπίτια τους. Είχαν μαζί τους κάθε λογής ψώνια και απογευματινές εφημερίδες. Γινόταν συζήτηση για την εξέγερση των μπολσεβίκων. Αν δε γίνονταν αυτές οι συζητήσεις, δε θα μπορούσε κανείς να μαντέψει από την εμφάνιση του βαγονιού μας ότι όλη η Ρωσία διασπάστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο σε δυο ανειρήνευτα στρατόπεδα, ότι το τρένο πηγαίνει στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Κοιτώντας από τα παράθυρα βλέπαμε στο πυκνό σούρουπο πλήθη στρατιωτών που βάδιζαν στο λασπωμένο δρόμο προς την πόλη. Συζητούσαν μεταξύ τους, κουνώντας τα τουφέκια. Στη διπλανή διακλάδωση στεκόταν ένα εμπορικό τρένο, γεμάτο στρατιώτες που φωτίζονταν από τις φωτιές. Φτάσαμε κιόλας. Μακριά πίσω μας, στον ίδιο ορίζοντα, η νύχτα φωτιζόταν από την ανταύγεια των φώτων της πόλης. Βλέπαμε τα τραμ να σέρνονται προς το μακρινό προάστιο.
Στο σταθμό του Τσάρσκογιε Σελό ήταν όλα ήρεμα. Μόνο εδώ κι εκεί φαίνονταν ομαδούλες στρατιωτών που κουβέντιαζαν σιγανά μεταξύ τους και κοιτούσαν ανήσυχα τον έρημο δρόμο, προς την κατεύθυνση της Γκάτσινα. Τους ρώτησα με ποιον είναι. «Τι να σου πω;», μου είπε ένας στρατιώτης. «Αφού δεν ξέρουμε τι γίνεται. Ο Κερένσκι βέβαια είναι προβοκάτορας, αλλά νομίζουμε ότι δεν είναι καλό πράγμα οι Ρώσοι να πυροβολούν τους Ρώσους». Στο διαμέρισμα του σταθμάρχη της υπηρεσίας ήταν ένας ψηλός ευγενικός και αξύριστος στρατιώτης, με το κόκκινο περιβραχιόνιο της Επιτροπής του συντάγματος. Τα πιστοποιητικά μας από το Σμόλνι του προξένησαν μεγάλο σεβασμό. Ηταν αναμφίβολα, υπέρ των Σοβιέτ, βρισκόταν όμως σε κάποια σύγχυση.
«Οι κοκκινοφρουροί βρίσκονταν εδώ πριν δύο ώρες, μα κατόπιν έφυγαν. Το πρωί ήρθε ο κομισάριος, μα όταν ήρθαν οι κοζάκοι, επέτρεψε στην Πετρούπολη». «Και τώρα είναι εδώ κοζάκοι;». Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι. «Εδώ έγινε μάχη. Οι κοζάκοι ήρθαν νωρίς το πρωί. Αιχμαλώτισαν διακόσιους – τριακόσιους δικούς μας και σκότωσαν είκοσι πέντε». «Και πού είναι τώρα;». «Μάλλον θα έφυγαν μακριά. Ακριβώς δεν ξέρω. Κάπου εκεί…» και κούνησε ακαθόριστα το χέρι κατά τη Δύση.(…)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.