Το διήγημα της Πέμπτης: «Δυο σημαιούλες από κόλλες γλασέ» της Σοφίας Φίλντιση

Βλέπεις κατά πως σου ’λεγα, τον οχτρό τον πολεμάς και με χωρίς πόδια. Φτάνει να ‘χεις μέσα σου τον πόθο της λευτεριάς σα φλόγα, να σ’ οδηγάει στα μεγάλα…Ο λοχαγός Νίκος Τσαμαδός, ήταν ένας από κεινούς που τα ’δωσε όλα. Σιγά-σιγά…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Δυο σημαιούλες από κόλλες γλασέ» της Σοφίας Φίλντιση

Η Σοφία Φίλντιση γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Βανάδα Τριφυλίας και έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 2011.

Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο της Αθήνας με υποτροφία.

Έγραψε περισσότερα από 30 βιβλία, κυρίως για εφήβους και παιδιά.

Είχε διατελέσει δημοτική σύμβουλος στο Δήμο Καλαμάτας και αντιπρόεδρος του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του θεάτρου.

Δημιούργησε το ραδιοφωνικό σταθμό «Αντιράδιο» και αρθρογραφούσε στην προοδευτική εφημερίδα «Μάχη» και στο περιοδικό «Φλας» της Μεσσηνίας.

Το διήγημα εμπεριέχεται στη συλλογή της «Νιότη χωρίς τραγούδια» (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ). Η εικονογράφηση είναιο των Π. Ζαμπέλη – Α. Μενδρινού, από το βιβλίο.

Δυο σημαιούλες από κόλλες γλασέ
της Σοφίας Φίλντιση

Σ’ ένα στενό δρόμο στην Κοκκινιά ήτανε το σπίτι του Νίκου του Τσαμαδού. Δέ βλάφτει που δε θυμάμαι τ’ όνομα του δρόμου. Όσα γινήκανε σ’ εκείνονε και στο σπίτι του Τσαμαδού είναι πούχουνε σημασία… Και για τότες, και για τώρα… και για αύριο, και για πάντα. Και για όποτε οι ανθρώποι έχουνε ανάγκη να δανείζουνται περηφάνεια και μπόι από τα χτεσινά.

Ο Νίκος ο Τσαμαδός ήτανε ένας άντρας όμορφος, με χωρίς πολλές κουβέντες. Θα ’τανε ομορφότερος άμα δεν του λείπανε από ψηλά τα δυο του πόδια, κι άμα δεν είχε ένα βαθύ σημάδι που κίναγε από το δεξιό του φρύδι… Έφτανε ως την άκρια των χειλιών, φτιάχνοντας πρωτύτερα έναν φριχτό δρόμο πάνω στο σταράτο του μάγουλο… Κι ακόμα, θάλεγε πιο πολλές κουβέντες, άμα η Πατρίδα δεν είχε βουβαθεί από τη σκλαβιά.

Είχε γυρίσει μισός από την Αλβανία ο Νίκος ο Τσαμαδός.

Δυο ημέρες προτού πέσει τ’ Αργυρόκαστρο, μέσα σ’ ένα χαράκωμα, πολεμώντας τον οχτρό, το χιόνι, την αγωνία, το φόβο – γιατί όχι κι αυτόν – έχασε τα πόδια του.

Κι όταν ο στρατός μας μπήκε στην πόλη πανηγυρίζοντας τη νίκη, ο Νίκος ο Τσαμαδός που ’χε δώσει το μερτικό του στη λευτεριά της… ήτανε μεινεμένος στα μετόπισθεν, σ’ ένα ορεινό χειρουργείο, να παλεύει εκείνος με τους πόνους, κι οι γιατροί όπως-όπως με το πείσμα πούχε το αίμα του να τρέχει… να τρέχει, και να μη σταματάει με τίποτα.

Κι η χαρά της νίκης για κείνονε;

Εκείνη πιά, είχε γίνει μια βουή που την έφερνε ο άνεμος απ’ τ’ Αργυρόκαστρο και τίποτ’ άλλο…

Ύστερα από μέρες, άμα οι γιατροί καταφέρανε να του πάψουνε το αίμα, τον ετοιμάσανε να τον στείλουνε πίσω.

– Λοχαγέ Τσαμαδέ, του είπ’ ο ταγματάρχης με σέβας στη φωνή, η Πατρίδα κι εμείς σ’ ευγνωμονούμε για τη θυσία σου. Η λευτεριά θάχει χρέος πάντα απέναντί σου. Καιρός, τώρα, να γυρίσεις στο σπίτι σου.

Χαιρετηθήκανε οι δυο άντρες στρατιωτικά.

Μια νοσοκόμα πούχε τον όμοιο βαθμό με τον Τσαμαδό, στάθηκε πίσω του… Έσπρωξε το καρότσι του.

Εκείνος, περνώντας έριξε μια ματιά. Είδ’ ένα ζευγάρι άρβυλα. Ίσως να ’τανε και τα δικά του. Λίγο έλειψε να τον πάρουνε τα κλάματα. Κρατήθηκε. Κείνη την ώρα, ένας στρατιώτης, ένα άγουρο παιδί, ήτανε νεκρό. Κι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, έτσι όπως τον περάσανε μπροστά τους, σταθήκανε προσοχή. Κι ήταν η στιγμή, τόσο θλιβερά επίσημη.

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη ταχτοποίησε ό,τι χρειαζότανε για το γυρισμό. Θα ‘τανε πλάι στο λοχαγό Τσαμαδό σ’ ολάκερο το ταξίδι. Από το μέτωπο ως την Αθήνα, κι ακόμα… Ίσαμε το σπίτι του, στην Κοκκινιά.

Η μοναξιά, ακόμα και για έναν σερνικό, και για έναν ήρωα, είναι σκληρή. Φαίνεται πως κι οι πολεμιστές την αιστάνονται, για τούτο και κανονίστηκε, τον Τσαμαδό να τον συντροφέψει στο ταξίδι της επιστροφής η λοχαγός-νοσοκόμα. Έπειτα, ήτανε καιρός και για κείνη να γυρίσει πίσω. Είχε στο μέτωπο από τη στιγμή που κηρύχτηκε ο πόλεμος. Πρόσφερε και με το παραπάνου μάλιστα. Μα και στην Αθήνα που θα γύρναε, μη θαρρείς πως θα ξαπόσταινε. Εκεί, τα νοσοκομεία ήτανε γιομάτα τραυματίες. Στρατιώτες κι άμαχους. Όσοι κι αν εδουλεύανε, εθελόντριες με γνώσεις, απλές κι ανήξερες γυναίκες, ήτανε τόσος ο πόνος, που όσο πιο πολλοί σκύβανε απάνου του μ’ αγάπη, τόσο περισσότερη ανακούφιση δίνανε.

*

Το τραίνο κίνησε.

Ο Τσαμαδός κοίταξε πίσω με θλίψη. Στα βουνά, στον ουρανό, στις κορφές των δέντρων, όπου ο ήλιος είχε σκαλώσει και δεν εκατάφερνε να φύγει. Μάζεψε τα μάτια μέσα στο βαγόνι.

Κόσμος φοβισμένος, φαντάροι αποκαμωμένοι. Κοίταξε τη λοχαγό. Τι όμορφη που ήτανε. Είχε βγάλει από την τσέπη του χιτωνίου ένα σημειωματάρι κι ένα μολύβι. Στ’ ανασηκωμένο της γόνατο ακούμπησε κι έγραφε.

Έριξε τα μάτια στο χαρτί ο Τσαμαδός.

Η όμορφη νοσοκόμα, εκεί, σ’ εκείνο το σημειωματάρι με το μπλε-σκούρο ‘ξώφυλλο, κράταε της κάθε μέρας την πίκρα, τη νίκη, την ήττα, το φόβο μα και την ελπίδα. Με την ελπίδα τέλειωσε.

«Ελπίζω, έγραφε με όμορφα πλαγιαστά γράμματα, ελπίζω να βρω τη μάνα, τον πατέρα και το σπίτι μας».

Με τη δικιά της την ελπίδα κοίταξε ο λοχαγός Τσαμαδός το κορμί του. Στη μεριά των ποδιών… τίποτα. Μα με τη δικιά της την ελπίδα πήρε κι εκείνος να ελπίζει πως θα συνήθιζε να ‘ναι πάντα καθισμένος πάνου σ’ ένα καρότσι.

Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.

Κείνη την ώρα ο ήλιος ήτανε λεύτερος απάνου από τις κορφές των δέντρων. Μπορούσε να φύγει. Τα δέντρα νυστάξανε και δεν τόνε κρατάγανε πια στις κορφές τους…

Κείνη την ώρα το τραίνο πέρναε πάνου από ‘να ποτάμι. Εκείνο καρτέραε το πέρασμά του, να γίνει ύστερα ησυχία, ν’ ακουμπήσει τα νερά του στις όχτες να κοιμηθεί… Το ποτάμι είχε νυστάξει.

Κείνη την ώρα, το τραίνο σφύριξε, έβγαλε καπνό… Ζύγωνε σε σταθμό… Κείνη την ώρα… ένα μικρό χωριό πάνου στο δρόμο τού τραίνου, ξαγρύπναε… κι οι ανθρώποι του ξαγρυπνάγανε, και κρεμαστήκανε στα παράθυρα των βαγονιών.

– Τι νέα από το μέτωπο;… ρωτάγανε με λαχτάρα.

– Έπεσε το Πόγραδετς;

– Η Πρεμετή;

– Οι Άγιοι Σαράντα;

– Τ’ Αργυρόκαστρο;

– Νικάμε, φωνάζανε οι άλλοι μέσα από τα βαγόνια.

– Μπράβο, μπράβο σας λεβέντες μας, απαντάγανε οι άπλοι άνθρωποι, οι ζευγάδες, οι αγράμματοι, οι πεινασμένοι, οι ελπίζοντες…

Κείνη την ώρα το τραίνο κίνησε και πάλι.

Κει που οι ρόδες βγήκανε πάνου στη διπλή γραμμή, το βαγόνι κουνήθηκε. Το καρότσι του Τσαμαδού κουνήθηκε κι εκείνο. Εκείνος πόνεσε, κι έκαμε…

– Ωχ!…

– Πονέσατε λοχαγέ; ρώτησ’ η νοσοκόμα κι έσκυψε πάνω του.

– Δεν είναι τίποτα, απάντησε.

Ύστερα έκλεισε τα μάτια και πήρε να λέει μέσα του τα λόγια πούχε δει στο σημειωματάρι της λοχαγού Χρυσούλας Δάφνη, με το μπλε-σκούρο εξώφυλλο.

«Ελπίζω να βρω τη μάνα, το σπίτι μας. Και συμπλήρωσε: Τη Λενιώ, τον Παναγή και τον Γιωργή».

Τον πήρε ο ύπνος, που τον έφερε στα βλέφαρά του η ελπίδα…

Και το τραίνο πήγαινε… πήγαινε…

Ο σταθμός της Αθήνας, κείνο το πρωί του Δεκέμβρη, ήτανε γιομάτος κόσμο. Έλεγες, πού θα πατήσει το τραίνο; πού είναι οι γραμμές; από πού θα κατέβω; πού είναι οι πόρτες;

Τι περιμένανε τόσοι άνθρωποι; τι τούς επήγε στο σταθμό;

Μα η ελπίδα. Κείνα τα χρόνια, εκείνη κυβέρναε τις καρδιές των σκλάβων.

Το Νίκο τον Τσαμαδό, δεν τόνε περίμενε κανείς. Γιατί κανείς δεν το ‘ξερε πως θα ερχότανε.

Ετούτο σαν να τον πίκρανε μια στάλα. Θαρρούσε πως το τραίνο είχε πάρει λάθος γραμμή.

Όμως αμέσως κατάλαβε πως, μέσα σε τόσον κόσμο, δεν ήτανε δα και σπουδαίο που κάποιος δικός δεν τον περίμενε. Όλοι δικοί ήτανε. Όλοι στο σταθμό δικοί ήτανε.

– Καλώς τους, φωνάζανε ανθρώποι ξένοι, άγνωστοι, που ποτές του δεν τους είχε ανταμώσει, και που μήτε που θα τους αντάμωνε ποτές πιά.

Μια γριούλα ήρθε κοντά του, την ώρα που η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη, σπρώχνοντας το καρότσι του Τσαμαδού, έλεγε:

– Λίγο πιο κει σάς παρακαλώ. Κάντε λίγο στην άκρη.

Όλοι κάμανε έναν κύκλο γύρω από τον ανάπηρο λοχαγό.

Τότες η γριούλα φώναξε, πρόσταξε σχεδόν:

– Στην άκρη, στην άκρη να περάσει ο λεβέντης μας.

Ο Τσαμαδός την εκοίταξε μ’ αγάπη. Ήτανε φτυστή η μάνα του… Ολόιδια… Μα τι παράξενο… Κι η άλλη, εκείνη η μάνα που αγκάλιαζε ένα φαντάρο με το μάτι φυλακισμένο στους επιδέσμους… Παράξενο, κι εκείνη σαν τη μάνα του ήτανε… Φτυστή… όμοια… και σαν τη γριούλα που τον είπε «λεβέντη».

– Πώς μοιάζουνε όλες οι μάνες, συλλογίστηκε ο Τσαμαδός, και δάκρυσε.

*

Όταν εφτάσανε στην Κοκκινιά, στο στενό δρόμο με τις ντελικάτες ακακίες από τις δυο μεριές, ο λοχαγός κοίταξε το σπίτι του.

Σαν πάντα η ξώπορτά του πράσινη, σαν πάντα στο πάνου μέρος της το κουδουνάκι, που μια στάλα άμα το άγγιζες, η σιδερένια γλωσσούλα του έπαιρνε να τραγουδάει… ντριν… ντριν…. ντριν… στον ερχομό σου… Και σαν πάντα, στα παραθύρια του οι δαντελλένιες κουρτίνες, που οι κλωστές τους στη μέση σμίγανε και φκιάνανε πουλιά…

Εκείνο το δωμάτιο πολύ το ’χε αγαπήσει ο Τσαμαδός από παιδί. Στα παραθύρια του ξαπόσταινε ο ήλιος, και στη ζέστα του, τα πουλιά στις κουρτίνες γενοβολάγανε… πληθαίνανε. Κι έλεγες από στιγμή σε στιγμή θα φεύγανε, και θα φκιάνανε φωλιές πάνου σ’ όλα τα σπιτικά του κόσμου… Κι άμα δε σε λογαριάζανε στο φευγιό τους… τι πίκρα…

Πολύ τα ‘χε σεβαστεί κείνα τα παραθύρια ο Τσαμαδός.

Πότε στο ‘να, πότε στ’ άλλο ξεπρόβελνε η μάνα του… Να ’ναι με τα μάτια απόκοντα στις κουτουράδες του. Να τον χωρίζει στους τσακωμούς του.

Τα ‘χε πει δασκάλους κείνα τα παραθύρια. Κάθε που χειμώνιαζε, θέλοντας και μη φυλακιζότανε στο σπίτι. Από τα θαμπά τζάμια εκείνων των παραθυριών έμαθε τι είναι τίμια να βγάνεις το ψωμί σου. Το ’μαθε στο πέρα-δώθε του καρβουνιάρη του μπαρμπα-Χριστοφή, που ’σπρωχνε με το ζόρι το βαρύ καρότσι με το κωκ και τα ξύλα…

*

Τώρα, τα παραθύρια δεν είχανε ζωή… Κι εκείνα τα πουλιά στις κουρτίνες θαρρείς κι ήτανε φευγάτα, κι είχαν αφήσει μοναχά τον ίσκιο από τα φτερούγια τους… και τίποτ’ άλλο.

Μην τάχα κι ο ήλιος είχε αλλάξει στέκι, ή μήπως οι νοικοκυραίοι…

Αρνιότανε να συλλογιστεί παρακάτου. Κάτι κρύο κύλησε στην καρδιά, που δεν τ’ άντεξε, το ’δωκε στη ραχοκοκαλιά, κείνη στα χέρια που τρεμουλιάσανε, τα χέρια στα μάτια που υγραθήκανε.

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη, το πρόσεξε, και βιάστηκε να ειπεί:

– Λοχαγέ Τσαμαδέ, αρκετά καμάρωσα το έξω του σπιτιού σας. Ένας καφές όμως στο καθιστικό σας, θα μου έκανε πολύ καλό.

Εκείνος δέχτηκε χωρίς να ειπεί μια λέξη, κι εκείνη έσπρωξε το καρότσι του στο σπίτι με την πράσινη πόρτα. Μόλις που την ακούμπησε, και το μπρούτζινο κουδουνάκι της με τη σιδερένια γλωσσούλα, επήρε να τραγουδάει… να κλαίει… να καλωσορίζει, να περηφανεύεται.

Όμοιο με του κουδουνιού το φέρσιμο, ήτανε και της μάνας του Τσαμαδού. Μόλις η πόρτα άνοιξε, στην αυλή με τις καλοβαλμένες πλάκες, τη μουριά και το πηγάδι, η μάνα του ορθή, καθάριζε το κλουβί με το καναρίνι, και του κουβέντιαζε.

– Να ’σαι καλά. Με τη δικιά σου τη σκλαβιά, ομορφαίνεις τη δικιά μας μωρέ.

Εκείνο την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει και τραγούδαε, πάλι χωρίς να καταλαβαίνει…

Λες έτσι να ’ναι τα πουλιά;

Στο τρίξιμο της πόρτας, η μάνα του Τσαμαδού άφησε το ντάντεμα του πουλιού. Εκείνο βρήκε την πόρτα του κλουβιού του ανοιχτή, μα δεν εδραπέτεψε. Πέταξε κι έκατσε πάνου στο μαγκάνι του πηγαδιού… Φχαριστημένο… Λες έτσι να ‘ναι τα πουλιά;

– Παναγιά μου, έκαμ’ η γριούλα και σκόνταψε στα δια της τα πόδια.

– Παναγιά μου, ο λεβέντης μου, ξανάπε, κι έτρεξε καταπάνου του.

Φτυστή ήτανε στη μορφή, στο φέρσιμο και στην κουβέντα με τη γριούλα του τραίνου…

– Πώς μοιάζουνε όλες οι μάνες, πρόκαμε νά συλλογιστεί, την ώρα που η μάνα του τον έκλεινε στην αγκαλιά της.

– Παιδί μου, αγόρι μου, έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της.

Εκείνος, ολάκερος άντρας – και τι, ήρωας – είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά της, σαν και τότες που ήτανε παιδί κι έβλεπε ονείρατα άσκημα, κι αγριευότανε… Δεν ήτανε μοναχά η ανημποριά του που τον έκανε να δέχεται μ’ ευτυχία το αγκάλιασμά της.

Ο κόρφος της μύριζε απανεμιά μετά τη φουρτούνα… Ειρήνη ύστερ’ από τον πόλεμο… Ζωή μετά από τους σκοτωμένους του…

Στις φωνές της γριούλας, τρέξανε κι οι άλλοι.

Η Λενιώ η γυναίκα του, ψηλή, λιγνή, με μάτια μεγάλα, που ξεχειλίζανε από ερημιά και θλίψη.

Είδε τον Τσαμαδό, ακούνητον, μισόν…

Συλλογίστηκε πώς θα τ’ άντεχε ο ίδιος το κάρφωμα του πόνου στη γης…

Συνήρθε, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε απανωτά.

Καλώς τον, είπε με την καρδιά της. Καλωσόρισες στο σπίτι μας.

Ύστερα έσκυψε πιο πολύ απάνου του.

– Όλα είναι σαν και πρώτα, του είπε και τον φίλησε πάνου στ’ αφτί… Θαρρείς να του το κλείσει, να μείνει μέσα του το αληθινό μήνυμα της καρδιάς της. Ήρθανε και τα παιδιά… Φιλιά, χίλια φιλιά το καθένα.

Το μικρό, ο Γιωργής, έτσι απρόσμενα, μπορεί κι από έγνοια, τον ρώτησε τρυφερά.

– Πονάς;

Εκείνος έγνεψε όχι με το κεφάλι, και τον έσφιξε πάνου του μ’ ανείπωτη λαχτάρα.

*

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη, ύστερα από λίγο, αποχαιρέτησε το λοχαγό Τσαμαδό στρατιωτικά, κι έκαμε κατά την πόρτα χωρίς μια λέξη.

Μπροστά σε τέτοιες εικόνες, δε βρίσκει κανείς τι να ειπεί.

Εκείνος είχε δακρύσει, εκείνη έκλαιγε, κι η μάνα του κι η γυναίκα του το ίδιο. Μόνο τα παιδιά κοιτάγανε, δίχως να καταλαβαίνουν όσα έτσι ξαφνικά είχανε γίνει.

Ο Τσαμαδός γύρισε με τα γερά του μπράτσα τις ρόδες τού καροτσιού στη μεριά της πόρτας.

– Μια στιγμή λοχαγέ, παρακάλεσε με φωνή που έτρεμε. Σας ευχαριστώ που με συνοδέψατε.

Εκείνη τσάκισε σε κάμποσες μεριές το φωτεινό της πρόσωπο, έτσι που ’λεγε πως δεν ήτανε και τόσο σπουδαίο αυτό που ’χε κάμει.

Ο Τσαμαδός όμως συνέχισε.

– Και… ξέρετε… ξέρετε κάτι… Σας ζηλεύω λοχαγέ που δεν αποστρατευτήκατε.. Ακόμα πιστεύω, πως όπως τα καταφέρατε στο μέτωπο, το ίδιο καλά θα τα καταφέρετε και στην πόλη.

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη πήγε στο μέρος του με μια δρασκελιά βιαστική, μεγάλη… έτσι σαν να πέταξε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε με αγάπη. Με όμορφη και καθάρια αγάπη. Με την αγάπη που ‘χανε δεθεί όλοι όσοι βρεθήκανε να πολεμάνε πλάι-πλάι στα χαρακώματα, όλοι όσοι βρεθήκανε να κιντυνεύουνε στα βουνά… Όλοι όσοι μαρτυρήσανε πλάι-πλάι στα στρατόπεδα…

Με το κεφάλι μέσα στους κοριτσίστικους κόρφους της, ο Τσαμαδός παρακάλεσε:

– Εάν με χρειαστεί η Πατρίδα, λογαριάστε με. Έτσι μόνο θα νιώσω, πως η αποστράτεψή μου ήτανε μόνον στα χαρτιά, και όχι στην ουσία…

*

Κείνα τα πικρά χρόνια της αβάσταχτης σκλαβιάς, μη θαρρείς πως επολέμαες μοναχά σαν είχες πόδια. Και χωρίς εκείνα τον ελάβωνες τον οχτρό, έφτανε να ‘χες μέσα σου, στην ψυχή σου, τον πόθο της λευτεριάς σα φλόγα να φωτάει, και να σ’ οδηγάει στα μεγάλα.

Κι ο Τσαμαδός την είχε. Και δεν ήτανε μονάχα φλόγα. Ήτανε φωτιά, που μέρα με την ημέρα φούντωνε όλο και πιο πολύ… Και το δωμάτιο που από παιδί το ’χε αγαπήσει, δεν τον εχώραε πιά. Ζήλευε τα πουλιά στις κουρτίνες των παραθυριών. Μισούσε το στενό καρότσι…

Μα κι εκείνο βαριέστησε να τον πηγαίνει πάντα στον ίδιο περίπατο… Στο στενό δρόμο με τις ντελικάτες ακακίες από τις δυο μεριές, ίσαμε του Πέτροβα το μπαρμπέρικο… Και πάλι πίσω.

Κάθε μέρα ίσαμ’ εκεί, και κάθε μέρα πάλι πίσω.

Μικρός, στενός τούτος ο δρόμος για τον Τσαμαδό, και πώς να συνηθίσει το λιγοστό του μάκρος εκείνος που ‘τρεχε πάνου στις κορυφογραμμές φωνάζοντας «αέρα!» στις στρατιές του Ντούτσε. Πώς να φιλιωθεί με το λιγοστό φως, εκείνος που τις νύχτες κουβέντα έπιανε με το φεγγάρι… Κι άλλοτε πάλι λογόφερνε με δαύτο, που δε νογούσε από πόλεμο, κι έβγαινε και στεκότανε ολονυχτίς απάνου τους… Και πώς τον οχτρό να παίρνανε στο κατόπι, με τόσο ασήμι χυμένο πάνου στο χιόνι, στα κράνη και στα ντουφέκια τους.

Μήτε ο άνεμος δεν τον επρόφταινε τον Τσαμαδό στο μέτωπο.

Και τώρα, ξαναγκάστηκε να παίρνει κείνος τον άνεμο στο κατόπι… Και μήπως κι άνεμος… Γιομάτος σκλαβιά κι αίματα ήτανε.

Απάνου που σωνότανε του Μουσολίνι η άρρωστη περηφάνεια, η Πατρίδα πήρε να ελπίζει.

Άδικα…

Άλλος οχτρός, απ’ τον πρωτύτερο σκληρότερος εφάνηκε.

Θα μου ειπείς τι ωφελάει να ζυγιάζεις τους οχτρούς. Θα σου ειπώ πως από τ’ όμοιο ζύγι θα μάθεις το βάρος που σήκωσε στους ώμους της η Πατρίδα. Από τις αλυσίδες που δεθήκανε τα παιδιά της θα νιώσεις πως τα δεσμά δε σπάνε από την πολυκαιρία…

Θέλουνε αίμα.

Οι Γερμανοί ήτανε ο καινούργιος οχτρός, απανωτά φερμένος, απάνου στ’ αχνάρια του πρωτύτερου.

Ολάκερες στρατιές μ’ άρματα, με ντουφέκια που δεν εχάνανε μήτε μια φορά στο σημάδι, πήρανε νάρχουνται καταπάνου μας σα θεριά.

– Πώς τους αφήνεις, Θέ μου; γιατί δεν τους αμποδάς; δεν εχορτάσανε πιά σκοτωμένους; απόρησε η μάνα του Τσαμαδού. Πού πάνε; ρώτησε άμα έφτασε η είδηση.

– Στον Άδη μάνα, απάντησ’ ο λοχαγός με σιγουριά απ’ το καρότσι του. Στον Άδη…

Εδώ θα ‘ναι το τέλος τους.

Λαχτάρησε η κακομοίρα, σαν και την κλώσα που βλέπει στον κάμπο τον αητό να ζυγιάζεται πάνου στα πουλιά της.

Πήγε κατά το γιό της. Τον έκλεισε στην άγκαλιά της. Της έφτανε π’ άκουγε την καρδιά του. Της πέρσευε το μπόι του, κι ας μην είχε πόδια… Φτάνει να μη γινόταν και της έλειπε ολότελα ο ίσκιος του, και τα μεγάλα του μάτια. Τι φόβο που παίρνουνε οι μάνες… Σαν και τις κλώσες για τα πουλιά τους, την ώρα που στον κάμπο ο αητός ζυγιάζεται πάνου τους.

*

Στον ουρανό της Πατρίδας ζυγιάζονταν από μέρες τα σιδερένια όρνια της «Λουτβάφε». Έτσι λεγότανε η αεροπορία του Χίτλερ. Τα θανατερά της κατορθώματα είχανε μαθευτεί. Είχε κάμει ίσιωμα με τις μπότες της όμορφες πολιτείες, που στα χαλάσματά τους θάφτηκε πολιτισμός αιώνων, κι ανθρώπινος μόχτος, που πώς να τόνε λογαριάσει κανείς. Πάνου από τα ερείπια που καπνίζανε, πάνου από τις εκκλησιές π’ απομείνανε χωρίς Χριστό κι Αγίους, περάσανε οι στρατιές που γυρέψανε να υψώσουνε τα ντουφέκια τους, πάνου από τ’ ανθρώπου την αξιοπρέπεια, και τον τρόμο πάνου από της γης την αντρειοσύνη.

Ανοίγανε δρόμο τα σιδερένια όρνια, και τα θεριά πάνου στα κορμιά τον ακολουθάγανε. Κι ύστερα ερχότανε ο θάνατος. Ολούθε σιωπή και θάνατος. Αλήθεια, πώς μπορεί και ζει ο πόλεμος σε τόσην ερημιά… Ερημιά απ’ άκρη σ’ άκρη στην Αθήνα. Τι φόβος και πόσο σκοτάδι.

Οι καταχτητές εκανονίζανε το φως… Οι σειρήνες σ’ οδηγάγανε σε σκοτεινά κι ανήλια καταφύγια.. Και θαρρούσες ολάκερο το κορμί σου βολβό λουλουδιού, που ποτές τα βλαστάρια του δε θα ‘χανε τη δύναμη να τρυπήσουνε το χώμα, και να βγούνε στο φως. Οι ντουφεκιές σε μαθαίνανε ν’ αφαιρείς από τούς ζωντανούς, και να προσθέτεις στους αποθαμένους… Τι ανάποδος δάσκαλος που ‘ναι ο πόλεμος. Άμα παραδεχόσουνα το δικό του το μέτρημα, άμα σου ’φτανε το φώς που κανόνισε, άμα είπες ήσουνα βολβός λουλουδιού χωρίς κουράγιο να βλαστήσει… Τότες καλά θάκανες, από ζωντανός να λογαριάζεσαι πεθαμένος.

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη, που τίποτα δεν παραδέχτηκε απ’ όσα ο πόλεμος κανόνισε, βρέθηκε κείνον τον πικρό καιρό να βοηθάει τους αρρώστους του ψυχιατρείου στο Δαφνί. Χίλιες φορές είχε συλλογιστεί:

«Ετούτοι δω έχουνε σαλεμένα μυαλά, ή εκείνοι που κόβουνε βόλτες απόξω, με τις βαριές τους μπότες και τα ντουφέκια στον ώμο;»

Με ποιόνε να το κουβέντιαζε, έτσι για να ξαλάφρωνε μια στάλα;

Το 1943 κοντά στο ψυχιατρείο, γίνηκε μια όμοια φυλακή. Εκεί μέσα κλείσανε κεινούς που δεν εβρίσκανε τον καταχτητή του γούστου τους. Τι σού είναι οι καταχτητές… Θέλουνε να σου αρέσουνε κι από πάνου.

Της Χρυσούλας της Δάφνη η καρδιά δεν άντεχε να βλέπει τους ψηλούς τοίχους στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού, και πίσω από κείνους, ανθρώπους κλεισμένους σε κάθε ηλικία να πεθαίνουνε σκλάβοι.

– Δεν το μπορώ, είπε μια μέρα φωναχτά.

Πίσω της, ο γιατρός Στεργίου συμφώνησε, κι εκείνη η μικρή κουβέντα, γίνηκε αφορμή οι δυο τους, νέοι άνθρωποι και με όνειρα, να πάρουνε τη μεγάλη απόφαση. Να πεθάνουνε πολεμώντας τον καταχτητή.

– Ορκίζομαι στη μάνα μου, είπ’ ο γιατρός Στεργίου σοβαρά.

– Ορκίζομαι στους σκοτωμένους που είδα, είπε κι η Χρυσούλα Δάφνη με φωνή σταθερή.

Κι ο αγώνας άρχισε με τον όρκο τους, για να συνεχιστεί με την παλληκαριά τους. Κείνα τα χρόνια, το δε θα σκύψω το κεφάλι στον οχτρό, ειπώθηκε Αντίσταση. Σ’ αυτή λοιπόν εμπήκανε κι οι δυο. Ήτανε δυο ακόμα, στις τόσες χιλιάδες του Λαού μας, που η περηφάνεια τους δεν ανταλλάχτηκε, μήτε με ψωμί, μήτε με λάδι, μήτε με καλοπέραση, μα μήτε και με την ίδια τους τη ζωή. Νάξερες πόσα χρωστάμε στην περηφάνεια τους…

Αρχίσανε να δουλεύουνε. Παίρνανε οδηγίες από κεινούς που πρώτοι είχανε την ιδέα της Αντίστασης. Χρειάστηκε να ξενυχτήσουνε, να κιντυνέψουνε, να παγώσουνε στο κρύο. Μα το ’χανε παρμένο απόφαση, είχανε ορκιστεί να ιδούνε την Πατρίδα λεύτερη.

Η Χρυσούλα Δάφνη, όλον εκείνον τον καιρό, δεν ελησμόνησε τη λαχτάρα του λοχαγού Τσαμαδού. Συλλογίστηκε μάλιστα πως ένας άνθρωπος σαν κι εκείνον στην Κοκκινιά ήτανε ό,τι έπρεπε για τον αγώνα. Έτσι ανήμπορος που ήτανε, κανενού το μυαλό δε θα πήγαινε πως επολέμαε. Κι η δουλειά θα πήγαινε μια χαρά.

Να σου ειπώ για τη χαρά του Τσαμαδού άμα του είπανε:

– Η Πατρίδα σάς έχει ανάγκη.

Λόγια δε θα βρω. Ένα μόνο θα σου ειπώ. Πως το στενό δρόμο με τις ντελικάτες ακακίες που λίγο πριν τον είχε βαρεθεί, με μιας τον αγάπησε. Δεν εζήλευε πιά τα πουλιά στις κουρτίνες των παραθυριών… Από κείνη τη στιγμή, είχε δικά του φτερά.

Πήγαινε ίσαμε το μπαρμπέρικο του Πέτροβα ό,τι η Χρυσούλα Δάφνη του ’φερνε. Σ’ εκείνον έδινε τα μηνύματα. Όταν η λοχαγός Δάφνη του είπε πως ο Πέτροβας ήτανε στην Αντίσταση σαν «σύνδεσμος», πήγε στο μπαρμπέρικο και τον παρακάλεσε:

– Σκύψε αδερφέ μου να σε φιλήσω. Σκύψε, δε σε φτάνω, είσαι τόσο ψηλός, τόσο μεγάλος.

Βλέπεις κατά πως σου ’λεγα, τον οχτρό τον πολεμάς και με χωρίς πόδια. Φτάνει να ‘χεις μέσα σου τον πόθο της λευτεριάς σα φλόγα, να σ’ οδηγάει στα μεγάλα. Η φλόγα του Τσαμαδού, που ‘χε γίνει πιά φωτιά, τον πρόδωσε στη μάνα του. Κι εκείνη, ας λαχτάραε μη και της λείψει ο ίσκιος του και τα μεγάλα του μάτια, ας της έφτανε μονάχα ο χτύπος της καρδιάς του, του είπε με δάκρυα:

– Αλλιώτικο παιδί δεν μπόραγα νάχω γεννήσει. Νάχεις την ευκή της Πατρίδας παιδί μου, και τη δικιά μου.

Σ’ αυτό το αναμεταξύ τα παιδιά του Τσαμαδού, ο Παναγής κι ο Γιωργής, είχαν αλλάξει φέρσιμο. Ο ερχομός του πατέρα, τα πόδια του που λείπανε, η αφορμή που του τα στέρησε… Το φως που ήτανε λιγοστό σαν και το ψωμί, με το δελτίο, ήτανε πράματα, που τα κάμανε ν’ αλλάξουνε σκέψη… Και να δυσκολευτούνε. Γιατί μήτε μεγάλοι μπορούσανε να γίνουνε, μα μήτε και μικροί να μείνουνε.

Όλο και κάτι θα σκαρώνανε που φανέρωνε πως την αφορμή για τα πόδια του πατέρα, το λιγοστό φως και το ψωμί την ξέρανε, και θα την πολεμάγανε με τα δικά τους τα ντουφέκια.

Στή μουριά της αυλής, καρφώσαν’ ένα μεγάλο χαρτόνι, που πάνου του ήτανε ζωγραφισμένη, με τα πιο μαύρα χρώματα, η φάτσα του Χίτλερ. Στεκόντουσαν από μακριά και πετάγανε πάνου της πέτρες και βέλη. Σημάδι είχανε βαλμένη την καρδιά του… Γιατί έτσι κι έπαυε κείνη, την ίδια στιγμή θα έπαυε κι ο πόλεμος. Δεν ήτανε όμως ώρα. Έπρεπε να κρατήσει, για να φανούνε οι αλύγιστες ψυχές εκείνων που ’τανε όμοιοι με τον πατέρα τους τον Τσαμαδό, και με τη Χρυσούλα Δάφνη, που ’χε γίνει πια ταχτική στο σπιτικό τους.

*

Ο καιρός επέρναε, κι η σκλαβιά ήτανε κάτι που με το πέρασμά του μεγάλωνε. Ό,τι είχε καθένας στο σπιτικό του φαγώθηκε. Οι ανθρώποι γινήκανε ζωγραφιές γιομάτες φρίκη, που σούρνανε μοναχά τ’ όνομά τους στους δρόμους.

Πώς γινήκαν’ έτσι οι ανθρώττοι… Θαρρείς και τρώγανε από τις ίδιες τους τις σάρκες.

Στην αυλή του Τσαμαδού, η γριά μάνα του είχε κοτέτσι με κάτασπρες κότες, κι άλλες με Βούλες γκρίζες και γδυτό το λαιμό, κι έναν κόκορα με καταπράσινα φτερά, που ξύπναε τη μισή Κοκκινιά σα ρολόι κάθε αυγή.

Ήτανε χαρά να βλέπεις κείνα τα πουλερικά μέσα στ’ ασβεστωμένο τους κοτέτσι, με το σύρμα ένα-γύρω!

Όμως, κάποτες, ο κόκορας δεν είπε πως εξημέρωσε. Πρωτύτερα, ένα-ένα τα πουλερικά μπήκανε στο τσουκάλι, και τελευταίος εκείνος. Τα παιδιά βλέπεις μέρα με την ημέρα γινόντουσαν όλο και πιο χλωμά. Κι έτσι το κοτέτσι ρήμωσε, έμεινε αδειανό για χάρη τους. Το πήλινο που τα πουλερικά πίνανε νερό έμεινε στην άκρια στεγνό, και το λαμαρινένιο τάσι που τρώγανε μέσα του το καλαμπόκι τους, ήταν αναποδογυρισμένο. Ένας σωρός κουτσουλιές μαζώχτηκε για ν’ αδειαστεί ύστερα στη ρίζα μιας μικρούλας λεμονίτσας που κοντανάσαινε, δίχως ποτές της ν’ ανθίσει. Βλέπεις, ακόμα και τα δέντρα θέλουνε φως και ήλιο. Τα πούπουλα μπήκανε σ’ ένα κάτασπρο σακούλι από περκάλι, για ν’ ακουμπάει, λέει, ο πατέρας το κεφάλι του να ξαποσταίνει…

Όμως, δεν εβρέθηκε ποτές μαξιλάρι που ν’ ακούμπησε πάνου του κεφάλι με έγνοιες και να βρήκε αναπαμό.

Πώς το λοιπόν θα ’βρισκε του Τσαμαδού;

Κάθε μέρα με το καρότσι του πέρα-δώθε στο μπαρμπέρικο του Πέτροβα. Η Αντίσταση πια είχε δυναμώσει για καλά. Ζημιές, σαμποτάζ, λαβωματιές στο θεριό του φασισμού, που ’χε βρει τα πιο σατανικά τεχνάσματα ν’ αντισταθεί.

Πολλοί πατριώτες ντουφεκιστήκανε, κι άλλοι μπήκανε στα στρατόπεδα. Όσοι μένανε ακόμα λεύτεροι είχανε την έγνοια εκείνων.

Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη δεν έλειψε μήτε μια μέρα από το σπίτι του Τσαμαδού. Μετά τη δουλειά της, πήγαινε και καθότανε ως αργά. Έλεγε όσα πικρά βλέπανε τα μάτια της στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού.

Όμως το πήγαιν’-έλα το δικό της έβαλε σε σκέψη μερικούς που για την καλοπέρασή τους πουληθήκανε στον οχτρό. Και κάποιος από κεινούς έψαχνε την ευκαιρία. Τα παιδιά παίζανε σαν πάντα στην αύλή. Ένα πρωινό κάτι μαστορεύανε στο κοτέτσι. Η γιαγιά φώναξε «φρόνιμα», «θα παλουκωθείτε στα σύρματα». Εκείνα απαντήσανε: «καλά, προσέχουμε», και πάλι τα ίδια.

Μέσα στο κοτέτσι, είχανε βάλει τα μολυβένια τους στρατιωτάκια, Ιταλούς και Γερμανούς στη σειρά. Ήτανε οι αιχμάλωτοι.

Στη σκεπή του κοτετσιού είχανε βάλει δυο σκουπόξυλα, που πάνω τους καρφώσανε κι από μια Ελληνική σημαία, καμωμένη από κόλλες γλασέ. Μ’ εκείνες φκιάνανε στο σχολειό καράβια και λουλούδια.

Τα παιδιά δίνανε διαταγές, κάνανε ερωτήσεις με φωνή σκληρή στους αιχμαλώτους:

– Πώς σε λένε; ρώταγε ο Παναγής τον Ιταλό.

– Μάρκο, Μάρκο Απιέρι, απάνταγε τρέμοντας εκείνος με τη φωνή του Γιωργή.

– Εσένα; γύριζε στον Γερμανό.

Εκείνος δεν απάνταγε. Το παιδί ξαναρώταγε ακόμα πιο άγρια.

– Σε ποιο τάγμα ανήκεις;

Ο Γερμανός τάχα αρνιότανε, κι ο Παναγής τον έσπρωχνε. Το μολυβένιο στρατιωτάκι έχανε την ισορροπία του κι έπεφτε ανάσκελα στο αναποδογυρισμένο τάσι, όπου τις καλές ημέρες οι κότες τρώγανε το καλαμπόκι τους.

Έτσι παίζανε τα παιδιά, με το ψεύτικο στρατόπεδο, τους ψεύτικους αιχμάλωτους και τις δυο αληθινές σημαίες.

Όμως, τ’ όποιο παιγνίδι το παίζανε κι οι μεγάλοι. Μα οι αιχμάλωτοι δεν ήτανε σιδερένιοι. Ήταν αληθινοί, είχανε καρδιά που πόναε, κορμί που έτρεχε αίμα άμα το λάβωνες, χέρια που πονάγανε άμα τα ’δενες πιστάγκωνα.

Τέτοιοι αιχμάλωτοι, με καρδιά που πόναε, με κορμί που έτρεχε αίμα άμα το λάβωνες, με χέρια που πονάγανε άμα τα ’δενες πιστάγκωνα, ήτανε πολλοί… Και τα όσα περνάγανε στην αιχμαλωσία τους, περισσότερα.

Μάλιστα, η γιαγιά κάθε που ’βλεπε τα παιδιά να παίζουνε προστάζοντας τους μολυβένιους τους αιχμάλωτους έλεγε:

– Να ’χετε την ευκή μου, βρείτε άλλο παιγνίδι. Μήτε στα ψέματα να μη φυλακίζουνται οι ανθρώποι…

Σκεφτότανε τους φυλακισμένους στα μπουντρούμια και θλιβότανε.

Πού να ’ξερε…

*

Ένα πρωί, η Γκεστάπο μπήκε στο σπίτι του Τσαμαδού. Ένας αξιωματικός λιγνός, με στόμα φιδιού, στάθηκε μπροστά στο καρότσι του ήρωα του Αλβανικού θάματος. Έτσι όπως τον έβλεπες, έλεγες, πως άμα τού χάρου του φόραγες την όμοια στολή δεν θα τους ξεχώριζες. Τόσο σκληρός και σκοτεινός ήτανε.

Η μάνα του Τσαμαδού ταράχτηκε. Της έπεσε το φλυτζάνι από τα χέρια. Η γυναίκα του πήγε και στάθηκε στο πίσω τού καροτσιού, κι έπιασε τον άντρα της από τους ώμους.

– Συλλαμβάνεστε, είπε ο Γερμανός στη γλώσσα του, κι ο διερμηνέας – τι σκουλήκι κι εκείνο! – το είπε στα Ελληνικά, και πρόστεσε:

– Συλλαμβάνεστε για αντίσταση κατά των δυνάμεων Κατοχής.

Νέκρα στην κάμαρα. Τα πουλιά στις κουρτίνες τρέμανε. Σε μια στιγμή από την αυλή ακούστηκε ο Παναγής που συνέχιζε την ανάκριση στον ψεύτικο αιχμάλωτο.

– Δε μιλάς ε; Τώρα θα σου δείξω. Πάρτε τον, διέταξε.

– Πάρτε τον, είπε κι ο Γερμανός αξιωματικός της Γκεστάπο στους κατώτερους, κι έδειξε τον Τσαμαδό.

Ο διερμηνέας πάλι εξήγησε. Τι χάρισμα που ‘χε! Δεν έφτανε που ήξερε τη γλώσσα του καταχτητή, είχε πάρει και τη σκληράδα του. Δεν εμίλησε κανείς για λίγο. Ύστερα ο Τσαμαδός γύρισε το κεφάλι πίσω, κοίταξε τη γυναίκα του που στεκότανε ορθή και του ’σφιγγε με τα δυο της χέρια τους φαρδιούς του ώμους . Η μάνα του δεν έκλαιγε, δεν έτρεμε. Κείνη την ώρα κανείς δεν έπρεπε να κλαίει μήτε να τρέμει. Ο λοχαγός Τσαμαδός ήτανε ήρωας, κι άμα έκλαιγες μπροστά του, ήτανε σα να μη μπιστευόσουνα την παλληκαριά του.

Ύστερα, όλοι ξέρανε τι τον επερίμενε, και τα μεγάλα του μάτια, κείνη την ώρα, έπρεπε να γιομίσουνε φως… Θα του χρησίμευε… Να γιομίσουνε γέλιο… Το χρειαζότανε για την ώρα της ανάκρισης… Του ’πρεπε η αντρειοσύνη των αλλουνών… Θα δανειζότανε από κείνη, την ώρα που θα τόνε βασανίζανε…

– Λενιώ μου, είπε η μάνα του στη νύφη της. Βγάλε, παιδάκι μου το ζιλέ από το συρτάρι. Πήρε βοριαδάκι πάλι… θα του χρειαστεί.

Εκείνος χαμογέλασε στη γυναίκα του, σα να της έλεγε:

– Φέρτο να ησυχάσει η μάνα.

Γίνηκε κι αυτό. Ύστερα ο αξιωματικός της Γκεστάπο προχώρησε στην πόρτα. Το ίδιο κάμανε κι οι άλλοι. Μόνον ένας έμεινε πίσω για να σπρώξει το καρότσι… Μα η μάνα του Τσαμαδού τον έσπρωξε και πήρε τη θέση του πίσω από το γιό της. Και τον έσπρωχνε με τα ίδια της τα χέρια στη θυσία…

Ίσαμε να βγούνε στην αυλή κι από κει στο δρόμο, έσκυβε και τόνε φίλαγε πολλές φορές απανωτά, και του ψιθύριζε:

– Μην τους φοβηθείς, μη μιλήσεις στα σκυλιά. Έχεις παιδιά. Κλείσε το στόμα σου για την περηφάνεια τους.

Ο διερμηνέας άκουσε. Κοίταξε τη μάνα του Τσαμαδού άγρια.

– Γύρισε μπροστά σου, του είπε θαρρετά εκείνη. Εσύ ’σαι να ’ξηγάς λόγια της φοβέρας. Τη δικιά μας γλώσσα δε θα τη νιώσεις ποτέ σου… Σκουλήκι.

Εκείνος έκαμε να πάει καταπάνου της. Ο Τσαμαδός τινάχτηκε, θαρρείς κι είχε πόδια.

– Θα σε κομματιάσω, του είπε, τιποτένιε.

Εκείνος μαζώχτηκε. Βγήκανε στην αυλή. Τι ήσυχο μέρος μέσα σ’ εκείνο το χαλασμό… η μουριά, το πηγάδι, το κλουβί, οι πλάκες και το κοτέτσι που ’βαλε στον αγώνα την ερημιά του… Και στην είσοδο…

Στην είσοδο ο αξιωματικός της Γκεστάπο σταμάτησε, σα να ‘χε πατήσει πάνου σ’ αδέσποτο καλώδιο με ρεύμα. Από τις δυο μεριές της εισόδου, ο Παναγής κι ο Γιωργής, τα δυο παιδιά του Τσαμαδού, με τα κοντάρια από τις φθαρμένες σκούπες, και πάνου τους τις σημαιούλες καμωμένες από κόλλες γλασέ, στεκόντουσαν προσοχή. Είχανε ακούσει τι γινότανε μέσα στο σπίτι, κι είχανε καταλάβει… Κι αποφασίσανε έτσι να κατευοδώσουνε τον πατέρα τους. Με τιμές.

Τα πρόσωπά τους ήτανε σοβαρά. Μήτε γέλιο, μήτε γκριμάτσα, μήτε πόνος και δάκρυ. Όλα είχανε χαθεί. Είχαν ανακατευθεί στο χρέος της στιγμής.

Η μάνα τους σάστισε, η γιαγιά σήκωσε το κορμί της ορθό, περηφανεύτηκε που ο γιός της πήγαινε στο θάνατο, σίγουρος πως έτσι άξιζε να γίνει για τη ζωή εκείνων των δυο παιδιών. Ο Τσαμαδός έκαμε να σηκωθεί. Το ’χε λησμονήσει πως δεν είχε πόδια. Στήριξε ύστερα το λειψό κορμί του στ’ αριστερό του χέρι, και με το δεξί χαιρέτησε στρατιωτικά την ώρα που περνώντας μπροστά από τα δυο παιδιά, τα κοντάρια σκύψανε πάνου του. Οι χάρτινες σημαιούλες κάμαν’ ένα θόρυβο, κι ο λιγοστός τους ίσκιος έπεσε πάνου στα μεγάλα του μάτια, να κρύψει το δάκρυ του.

Ο  αξιωματικός της Γκεστάπο χλώμιασε, μίκρυνε. Μέσα σε μια στιγμή μοναχά, είχε γίνει ανήμπορος να βλάψει. Κοίταγε μια από δω, μια από κει… Ύστερα τα μάτια του σταματήσανε πάνου στα δυο παιδιά. Μετρήσανε το λιγοστό τους μπόι, τα λιγοστά τους χρόνια, και τη μεγάλη τους παλληκαριά. Κι αμέσως, σαν από μέσα του να κίνησε η προσταγή, βάρεσε τις μπότες του στις πλάκες της αυλής, στάθηκε προσοχή με το ξερακιανό κορμί του ίσιο… Και χαιρέτησε στρατιωτικά την ώρα που τα παιδιά του Τσαμαδού σηκώνανε ίσα στον ουρανό τις σημαιούλες τους.

Σ’ εκείνον δεν τις χαμηλώσανε. Κείνος το είδε και ξίνισε τ’ άχαρα μούτρα του. Για λίγο μοναχά. Ύστερα, γύρισε και κοίταξε τα παιδιά με θαυμασμό. Ποιος ξέρει… Μπορεί μέσα του έτσι όμοια νάθελε και τα δικά του τα παιδιά. Φτάσανε στην ξώπορτα. Το μπρούτζινο κουδουνάκι της με τη σιδερένια του γλωσσούλα πήρε να κλαίει., ντριιιν, ντρινννν, ντριννν…

Άμα η συνοδεία βγήκε στο δρόμο, τα παραθύρια των χαμηλών σπιτιών ανοίξανε διάπλατα. Στο τρίξιμό τους, ο Τσαμαδός γύρισε. Πρόσωπα γνώριμα, αγαπημένα, σύντροφοι και συμβουλάτορες των παιδικών του χρόνων… Με μάτια αδειανά από την πείνα, με πρόσωπα χλωμά από τον τρόμο, είχανε κρεμαστεί στα παραθύρια, να δώσουνε το χαιρετισμό τους στο λοχαγό Τσαμαδό… Σ’ εκείνον που ’χε δώσει το μισό του κορμί στην Πατρίδα… Καί πού τώρα – τό ξέρανε καλά – θα το ’δινε ολάκερο. Ο μπαρμπα-Χρήστος – χρόνια στο κρεββάτι – στερεώθηκε στις δυο του μαγκούρες, κι ίσα που ‘βγάλε το φαλακρό του κεφάλι στο πρεβάζι, φώναξε:

– Να πας στην ευκή μου, παιδί μου.

Από τ’ αντικρινό παραθύρι, η κυρα-Δήμητρα, χαροκαμένη μάνα δυο φορές, τους δυο της γιούς τους είχανε ντουφεκίσει, είδε, και κίνησε. Βγήκε στο δρόμο. Πήγε κοντά. Οι Γερμανοί κάμανε τα ντουφέκια καταπάνου της. Εκείνη δεν στάθηκε. Προχώρησε. Σταμάτησε μπροστά στον Τσαμαδό. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια… και του ‘δώσε ένα κλωνί αρμπαρόριζα που μοσκοβόλαε, ανακατωμένη στον ιδρώτα της χούφτας της. Γύρισε κι έφυγε, και τίποτ’ άλλο.

Ο Τσαμαδός την ακολούθησε με τα μάτια. Σε λίγο, έτσι όμοια, ορθή, σιωπηλή θα ’φευγε και η δικιά του η μάνα. Έτσι χωρίς ένα δάκρυ.

Κάτι είπε ο αξιωματικός, κι ο διερμηνέας τσακίστηκε να το ‘ξηγήσει.

– Πάμε, είπε βιαστικά.

– Ποιανού αλλουνού το σπίτι έχει σειρά να κλειστεί; τού είπε η μάνα τού Τσαμαδού και τον έφτυσε.

Η κλούβα περίμενε με την πίσω πόρτα ολάνοιχτη. Η γριά πήγε ίσαμ’ εκεί το γιό της. Ύστερα έπιασε από τη μια το καρότσι εκείνη, κι από την άλλη η γυναίκα του. Τον εσηκώσανε ψηλά το λοχαγό Τσαμαδό οι δυο γυναίκες που τόσο πολύ τον είχαν αγαπήσει.

Εκείνος, μέσα από την κλούβα πιά, είπε:

– Γειά σου, μάνα. Το νου σου στο σπίτι.

– Γειά σου, Λενιώ μου. Την έγνοια σου στα παιδιά.

Εκείνες είπανε μ’ ένα στόμα:

– Στο καλό.

Μήτε δάκρυα, μήτε φιλιά. Μονάχα περηφάνεια.

Πλάι στον Τσαμαδό, ένα παιδί στα δεκάξι έκλαιγε φοβισμένο… Ο Τσαμαδός του ’πιασε το χέρι σφιχτά…

Και τίποτα πιά.

*

Οι ακακίες στο στενό δρόμο της Κοκκινιάς κάτι είπανε η μια στην άλλη, κι ύστερα κάμποσα φύλλα τους πέσανε στο χώμα.

Από κείνη την ημέρα, η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι του Τσαμαδού. Η μάνα του κι η γυναίκα του την αναζητήσανε. Τους έλειψε. Είχε γίνει πια δικός τους άνθρωπος.

– Δεν εκοιμήθηκα απόψε, μάνα, είπε η Λενιώ στην πεθερά της. Είδα όνειρο, τόσο αληθινό, που θαρρούσα πως το είδα στο ξύπνιο μου.

– Κι εμένα, είπε η γριά, η καρδιά μου σήμερα είναι βαριά σα μολύβι. Ονειρεύτηκα κείνο το κορίτσι, μαζί με το Νικολή μας… Ριγμένα και τα δυο τους σε μιαν άβυσσο.. Αχ, την όμοια τύχη, θα ’χουνε, κόρη μου. Έτσι όπως είχανε και την όμοια δίψα για τη λευτεριά, και την Ανάσταση ετούτου τού τόπου.

Όξω δεν επέσανε οι δυο γυναίκες. Μετά από καιρό, εβγήκε αληθινή των ονείρων τους η φρίκη.

Ένας πατριώτης έδωσε ένα μήνυμα στο σπίτι του Τσαμαδού. Το μήνυμα πέρασε πρωτύτερα από το μπαρμπέρικο του Πέτροβα. Εκείνος το μπιστεύτηκε στο μεγάλο παιδί του Τσαμαδού, τον Παναγή…

Πόσο μεγαλώνουνε τα παιδιά από τις πίκρες…

– Ο πατέρας σου, του είπε με θλίψη, είναι στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού. Εκεί είναι και η Χρυσούλα η Δάφνη… η… η νοσοκόμα… ξέρεις…

Έκαμε με το κεφάλι «ναι» το παιδί… Ήξερε, πώς δεν ήξερε. Εκείνη η γλυκιά κοπέλα, που τις  πικρές ημέρες τούς έφερνε καραμέλες και ζάχαρη, δεν ελησμονιότανε με το πρώτο…

Ο μπαρμπέρης ο Πέτροβας ήτανε ζωντανός λοιπόν, και δούλευε και στην Αντίσταση. Που πάει να ειπεί, πως για να ‘ναι στο πόστο του σαν και πρώτα, μήτε ο Τσαμαδός εμίλησε, μήτε κι η Χρυσούλα η Δάφνη.

Ο Τσαμαδός είχε να τη δει από τότες που τούς ανακρίνανε στα φοβερά υπόγεια της οδού Μέρλιν… Χωριστά, ύστερα μαζί… ύστερα πάλι χώρια.

Άμα την είδε, έκαμε σα σκυλί. Τόσο πόνεσε στο δικό της μαρτύριο. Της είχανε γιομίσει πληγές το πρόσωπο… Κι από φωτεινό που ήτανε, είχε γίνει κόκκινο… Σαν αίμα.

Προτού να τη δει, του ‘χάνε πει:

– Η άλλη μίλησε. Δεν ωφελεί να κρατάς το στόμα σου κλειστό… Είσαι και μισός… Κρίμα δεν είναι; μίλα να γλυτώσεις.

Ύστερα τους σμίξανε για να θυμώσει ο ένας, να τα βάλει με τον άλλονε, να δειλιάσει ο άλλος, να μαρτυρήσει… Και το κέρδος να ’ναι με το μέρος τους.

Γελασμένοι που βγήκανε! Όσοι μπήκανε στην Αντίσταση, φτηνότερο πράμα από τη ζωή τους δεν είχανε δει στο παζάρι του κόσμου.

– Να ’τη, είπ’ ο διερμηνέας στον Τσαμαδό, κι έσπρωξε μπροστά του τη Χρυσούλα Δάφνη.

– Όλα μάς τα ’πε, συνέχισε. Όλα.

Κι ο Τσαμαδός που είδε, κατάλαβε. Το πρόσωπό της μια πληγή που ’μορραγούσε από παντού. Δεν ήτανε δυνατό να ’χει προδώσει.

– Λοχαγέ, της είπε, η Πατρίδα είναι περήφανη για σας.

Δεν είδε τι εντύπωση της κάνανε τα λόγια του. Δεν είδε αν έκλαψε, γιατί τα μάτια της ήτανε ένα κομμάτι της πληγής. Δεν είδε το γέλιο της, γιατί το στόμα της, εκείνο τ’ όμορφο στόμα της με τα κάτασπρα ίσια δόντια, ήτανε μια τρύπα και τίποτ’ άλλο.

Είδε μοναχά το κορμί της να μαζώνεται… ύστερα να στέκεται ορθό… Και κατάλαβε. Κι οι δήμιοι του πιο μεγάλου αγαθού, της λευτεριάς, καταλάβανε πως μ’ εκείνους τους δυο τίποτα δεν επήγαινε καλά, και πως κέρδος δεν θα ‘χανε, όσο κι αν πασκίζανε. Και τους ρίξανε στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού. Να πληρώσουνε με βασανιστήρια, και με θάνατο ύστερα, το πείσμα τους για τη λευτεριά.

*

Εκεί, οι δυο πατριώτες, με την όμοια δίψα για λευτεριά, με τα όμοια βασανιστήρια και την όμοια παλληκαριά, χωριστήκανε.

Ο Τσαμαδός ρίχτηκε στο χτίριο με τον αριθμό δεκαπέντε. Εκεί ήτανε η απομόνωση. Εκεί πιά η Πατρίδα από τους πιστούς της επήρε ό,τι μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος για τον τόπο του: την ίδια του τη ζωή.

Ο λοχαγός Νίκος Τσαμαδός, ήταν ένας από κεινούς που τα ’δωσε όλα. Σιγά-σιγά…

Λίγο-λίγο οι δήμιοι του πιο τρανού αγαθού της λευτεριάς, του παίρνανε τη ζωή. Λίγο-λίγο… Βασανιστήρια φριχτά… ανείπωτα. Κι ο Τσαμαδός, σαν όλους τους πατριώτες… ορθός… Στην ψυχή ορθός. Και μέσα σ’ εκείνη την έννοια της Πατρίδας. Έννοια είχε και για τη Χρυσούλα τη Δάφνη ο Τσαμαδός. Ήξερε πιά καλά πως κι εκείνη ήταν εκεί.

«Ας την έβλεπα ακόμα μια φορά, συλλογιζότανε ένα από τα φριχτά βράδια του. Τ’ άλλο πρωί – λες να ’χουνε και τα στρατόπεδα Θεό; -Τ’ άλλο πρωί, τον εσπρώξανε με το καρότσι του. Είχε λησμονήσει πιά να το κουμαντάρει, αφού στην απομόνωση τον είχανε κατάχαμα ριγμένον. Με δυσκολία έκαμε μια βόλτα, και στάθηκε. Κοίταξε στην ανατολή, στη στρατώνα που ‘χανε κλεισμένες τις γυναίκες… Μάνες, νέες, μεσόκοπες, ακόμα και μικρά παιδιά… Όλες οι γυναίκες της Ελλάδας. Κοίταξε καλύτερα και ξεχώρισε τη λοχαγό Χρυσούλα Δάφνη… Σκελετωμένη, έβλεπε όξω, μακριά από το συρματόπλεγμα. Το κορίτσι τού Μετώπου και των κορυφογραμμών μέσα στο συρματόπλεγμα, να καρτεράει το θάνατο. Πόσο τού ταίριαζε ζωή… Πλάι της άλλες γυναίκες… κι άλλες… κι άλλες… Μα τι παράξενο… Όλες μοιάζανε μεταξύ τους. Ω! πόσο μοιάζανε όλες εκείνες οι γυναίκες της Ελλάδας, που είχανε μέσα τους το χάρισμα της Αντίστασης στα φτηνά, στα τιποτένια… Αυτή ήτανε. Η λοχαγός Χρυσούλα Δάφνη, που κοίταε πέρα μακριά, όξω από τ’ αγκαθωτό συρματόπλεγμα.. Κοίταε και ονειρευότανε την Ελλάδα ολάκερη σαν ένα μεγάλο κάμπο… Την Ελλάδα ολάκερη λεύτερη, χωρίς συρματόπλεγμα, τον κόσμο ολάκερο χωρίς συρματόπλεγμα…

Από κείνο το πρωινό δεν την ξανάειδε ποτές πιά, όπως κι εκείνον δεν τον ξανάειδε το σπίτι του.

Μαθεύτηκε ύστερα πως τον ντουφεκίσανε. Τον αδειάσανε είπανε από το καρότσι του καταγής. Κι έτσι, κουβάρι, προτού προκάμει να σαλέψει, να φανεί πως ήταν άνθρωπος… τον σημαδέψανε… και του ρίξανε.

Είπαν ακόμα πως τα μάτια του μείναν ολάνοιχτα στο θάνατο, να κοιτάνε όξω από το συρματόπλεγμα… Πέρα μακριά, στη μεριά της Κοκκινιάς με τα χαμόσπιτα, τους σκελετωμένους ανθρώπους… Το στενό δρόμο με τις ακακίες από τις δυο μεριές… Το μπαρμπέρικο του Πέτροβα, το σπίτι που γεννήθηκε κι αντρώθηκε… Με την πράσινη φιλόξενη ξώπορτά του, κι απάνου το μπρούτζινο κουδουνάκι με τη σιδερένια γλωσσούλα, που πια δε θα τραγούδαε… ντρινν… ντρινν… στον ερχομό του. Το σπίτι του με τη μουριά, το πηγάδι, το κλουβί με το καναρίνι, που με τη δικιά του τη σκλαβιά ομόρφαινε και λιγόστευε τη σκλαβιά των ανθρώπων… Το σπίτι του με την κάμαρα που τόσο είχε αγαπήσει από παιδί, με τις κουρτίνες στα παραθύρια γιομάτες πουλιά… Η μάνα… Τι όμορφη μάνα που είχε! Η γυναίκα του… Τι αντρειωμένη σύντροφο που ‘χε! Τα παιδιά του… Ο Παναγής κι ο Γιωργής του… Πόσο μεγαλώσανε πριν της ώρας τους….

*

Άμα μαθεύτηκε στην Κοκκινιά η είδηση, όλα γινήκανε πιο μαύρα… Κι από τη σκλαβιά πιο μαύρα. Ο Πέτροβας ο μπαρμπέρης έκλαιγε… Κι ο μπαρμπα-Χρήστος, που χρόνια ήταν ανήμπορος και βασανιζότανε, είπε «πως ο χάρος δεν ξέρει να διαλέγει σωστά».

– Ζω εγώ κι είναι φευγάτος εκείνος ο λεβέντης, παραπονέθηκε φωναχτά από το πρεβάζι του παραθυριού του.

Η κυρα-Δήμητρα, η διπλοχαροκαμένη μάνα της Κοκκινιάς, ήπιε με τη μάνα του Τσαμαδού κριθάρι αντίς καφέ κείνο τ’ απομεσήμερο. Αμίλητες ήτανε και οι δύο. Η Λενιώ, η γυναίκα του, στην κάμαρα κλεισμένη, πεσμένη απάνου στο κρεββάτι μπρούμυτα, έκλαιγε ασταμάτητα…

Τα παιδιά; Μέχρι που λευτερωθήκαμε είχανε τις δυο σημαιούλες απάνου στο κοτέτσι ορθές… Να σημαδεύουνε τον ουρανό… Να τόνε ρίξουνε κάτου, να γίνει ένα με τη γης, και μαζί της να θρηνήσει τους άδικα νεκρούς της…

Ο δρόμος, ο στενός δρόμος της Κοκκινιάς – δε βλάφτει που δε θυμάμαι τ’ όνομά του – έμεινε με τις ντελικάτες ακακίες του από τις δυο μεριές… Ολομόναχος, χωρίς το πέρα-δώθε του Τσαμαδού.

Θα με ρωτήσεις πώς γίνηκε και δε δώσανε στο δρόμο τ’ όνομα του ήρωα της Αντίστασης Νίκου Τσαμαδού, ή της λοχαγού Χρυσούλας Δάφνη. Να σου ειπώ. Κι εγώ το συλλογίστηκα. Ρώτησα μάλιστα και μού είπανε, πως για να ξεχρεωθούμε στους σύμμαχους, δώσαμε τα ονόματα εκεινών στους δρόμους μας… Στους δρόμους που τα παλληκάρια μας τους πλύνανε με το αίμα τους, για να περάσει η λευτεριά. Τι να πεις… Ο πόλεμος είναι το πιο παράλογο που σκεφτήκανε οι ανθρώποι… Μην περιμένεις το λοιπόν να βαφτίζουνε τους δρόμους, κατά πώς προστάζει η λογική και το χρέος.

Κείνο το θλιβερό απομεσήμερο, η μάνα του Τσαμαδού ξέρεις τι είπε; Θα σου το ειπώ γιατί αξίζει τον κόπο.

– Ξέρεις κυρα-Δήμητρα τι με βασανίζει, είπε. Ο Νικολής μου δεν είχε πόδια, και μπορετό δεν του ήτανε να σταθεί ορθός την ώρα της εχτέλεσης… Θα πήγε μαραζωμένο το παιδί μου.

Τι σού είναι οι μάνες της Ελλάδας!…

Τις κουβέντες της γριάς τις ακούσανε τα παιδιά. Και στη στιγμή πήρανε ν’ αψηλώνουνε, να γίνουνται και τα δυο φτυστά ο πατέρας τους. Η γιαγιά τα είδε και καμάρωσε… Και με το δίκιο της…

*

Τι να σου ειπώ… Ένα μοναχά:

Ντρέπουμαι πού γεννήθηκα αργά. Ζηλεύω τις μάνες που γεννήσανε τον κάθε Τσαμαδό της Αντίστασης, την κάθε Χρυσούλα Δάφνη του αγώνα.

Ντρέπουμαι τον κάθε Τσαμαδό, και τον ζήλευα που πλάι του δεν ήμουνα, για να πάρω μπόι από το ανάστημά του.

Ντρέπουμαι… Γιατί να σου το κρύψω…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: