Το διήγημα της Πέμπτης: «Ένα ζευγάρι παντόφλες» του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή
Λες: «μικροαστός». Και θες, σώνει και καλά, να δώσεις και μια συγκεκριμένη εικόνα πού να αντιπροσωπεύει αυτό: το μικροαστό. Θαρρείς κι είσαι δεν ξέρω ποιος ζωγράφος, ή ποιος γελοιογράφος και έχεις υποχρέωση να εικονογραφήσεις αυτόν τον έρμο τον μικροαστό, που του ’χουνε φορτώσει στη ράχη όλα τα κακά του κόσμου.
«Ο δημιουργός, όπως με δίδαξε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δεν μπορεί να μένει κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, παρατηρητής και «κριτής», αλλά ν’ αγωνίζεται στα πεζοδρόμια, τον ίδιο αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού», έγραφε στη διαθήκη του ο κομμουνιστής λογοτέχνης, δημοσιογράφος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής.
Ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής γεννήθηκε στις 24 Δεκέμβρη του 1925 και πέθανε στις 21 Μάρτη του 1996. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του, στην υπόθεση του αγώνα για μια καλύτερη, ανθρώπινη ζωή, για το σοσιαλισμό.Τα χρόνια της δημιουργίας του τα μοίρασε ανάμεσα στην Αθήνα και το Βουκουρέστι, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας από το 1949 ως το 1968, οπότε επαναπατρίστηκε.
Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το στίχο και την ποίηση, έως το θέατρο και το σενάριο. Έγραψε αστυνομικά, παιδικά, έγραψε στίχους που έχουν τραγουδήσει εκατομμύρια Έλληνες, χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ο δημιουργός τους. Δικοί του είναι οι στίχοι στα τραγούδια “Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”, “Σαν ατσάλινος γίγας”, “Ο Μπελογιάννης ζει”, κ.ά. Έγραψε σενάρια, έγινε κινηματογραφικός καλλιτεχνικός διευθυντής, γύρισε δική του ταινία με τίτλο “Οι δρόμοι έχουν αναμνήσεις”, που είχε μεγάλη επιτυχία και απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία.
Επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση και έγραφε με ψευδώνυμο. Παρά την τεράστια ποικιλία του γραπτού έργου του, παρά τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των έργων του, όλα έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Φέρουν τη σφραγίδα της φιλοσοφίας του δημιουργού τους, έχουν στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, τη λευτεριά και την πρόοδο. Όλα διέπονται από την ίδια ουμανιστική ευαισθησία και την ίδια συγκινησιακή ένταση. Ο Ραβάνης είναι μαχητής μιας ιδέας. Η τέχνη του φοράει άρματα. Είναι στρατευμένη στην υπόθεση του λαού του. Έχει νεύρο, αποπνέει δυναμισμό, βάθος, κινείται σε υψηλά επίπεδα. (βιογραφικά στοιχεία από βιβλιονετ)
Ένα ζευγάρι παντόφλες
του Δημήτρη Ραβάνη – ΡεντήΝα, κι αυτό από τα παράξενα…
Λες: «μικροαστός». Και θες, σώνει και καλά, να δώσεις και μια συγκεκριμένη εικόνα πού να αντιπροσωπεύει αυτό: το μικροαστό. Θαρρείς κι είσαι δεν ξέρω ποιος ζωγράφος, ή ποιος γελοιογράφος και έχεις υποχρέωση να εικονογραφήσεις αυτόν τον έρμο τον μικροαστό, που του ’χουνε φορτώσει στη ράχη όλα τα κακά του κόσμου.
Γιατί; Επειδή λέει, ο αστός είναι αστός: αποτελεί τάξη. Ο εργάτης είναι εργάτης. Τάξη κι αυτός. Ο μικροαστός, ο καημενούλης, δεν είναι τάξη. Δεν είναι τίποτα. Θα προσπαθήσει να ανέβει ψηλά, να φτάσει την τάξη την απάνω, ή θα πέσει, κουτρουβαλώντας, χαμηλά.
Ο Χρίστος ο Καράνταης είκοσι χρόνων, έλεγε πως μικροαστός είναι:
—Να… τα παπούτσια έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας!…
—Όχι, διαφωνούσε ο Στάθης. Μικροαστός είναι ο άνθρωπος που φοράει μακριά σώβρακα με κορδέλες — αυτά δηλαδή που τα χρησιμοποιείς για να τα δέσεις κάτω, χαμηλά, στις κνήμες.
Ο καθένας μας είχε και τη δική του εικόνα «περί μικροαστού».
—Οι παντόφλες! Οι παντόφλες είναι ο μικροαστός! επέμενα εγώ.
Δεν ξέρω γιατί, σ’ εμένα ο μικροαστός είχε συνδεθεί με τις παντόφλες.
Τις συζητήσεις τις κάναμε σε χώρο και χρόνο που μήτε για παντόφλες μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε — γιατί δεν είμαστε σίγουροι ότι αύριο θα… έχουμε πόδια να τις φορέσουμε… — μήτε για μακριά σώβρακα. Κι άσε πια το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη. Στα βουνά είμαστε. Δεν ξέρω… Στο Πισοδέρι, αν θυμάμαι καλά.
Και να που η κουβέντα ξανά ’ρθε, ύστερα από χρόνια, όταν ο Χρηστός, στο εξωτερικό πια, σαν πρόσφυγας, αγόρασε παντόφλες!
—Ε, τι έγινε! Μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι του, σαν το μάθαμε και του βάλαμε καζούρα!
—Παντοφλίτσες, ε;
—Για πότε, με το καλό και τα μακριά σώβρακα;
—Μπας και βάζεις και τα παπούτσια σου έξω από το δωμάτιο, να στα γυαλίσει ή κυρά;
Ένα βράδυ — περασμένα μεσάνυχτα, χτύπησε το κουδούνι. Στην πόρτα ο Χρηστός μ’ ένα δεματάκι στο χέρι. Ανησύχησα σαν τον είδα.
—Τι τρέχει Χρήστο;
Εκείνος αμίλητος μου ’δωσε το δεματάκι.
—Αυτό για σένα.
—Τι είναι αυτό;
—Θα δεις! Τώρα φεύγω!
—Για στάσου, τι είναι αυτά; Έρχεσαι τρεις η ώρα μεσάνυχτα και μου λες πως…
—Δεν μπορώ να μείνω ούτε στιγμή! Φεύγω! Αν καλορωτήσεις, ούτε έπρεπε να στο πω πως φεύγω! Άντε, γειά! Και πρόσεχε το δέμα!
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Τον έχασα στο σκοτάδι του δρόμου. Μπήκα στο σπίτι και άνοιξα το δεματάκι. Οι παντόφλες. Ολοκαίνουργες ακόμη.
Έψαξα να τον βρω την άλλη μέρα, να μάθω τη σημασία της νυχτερινής επίσκεψης και του δώρου. Δεν τον βρήκα. Είχε φύγει για την Ελλάδα. Πέρασε «παράνομα», όπως λέγαμε.
Σε λίγες μέρες διαβάσαμε στις εφημερίδες πως τον πιάσανε και τον εκτελέσανε. «Προσπάθησε να το σκάσει» είπανε.
…Είμαι ασυγχώρητος που, ενώ τις παντόφλες του τις είχα καθαρίσει και φυλάξει, τις παράτησα έξω. Και χάθηκαν.
Βλέπεις, δεν έχουμε φροντίσει να στηλώσουμε και κάποιο μουσείο για τέτοια μικροαστικά αντικείμενα…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.